Με αφορμή την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.
Τελικά με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές αποδεικνύεται με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι όταν η Αριστερά «αποποιείται» τον εαυτό της, τότε αυτός που κερδίζει δεν είναι καμιά «ενδιάμεση» δημοκρατική ή προοδευτική παράταξη, αλλά απεναντίας το κενό εκπροσώπησης των πληβειακών λαϊκών τάξεων έρχεται να καλύψει η πιο ακραία εκδοχή του καθεστωτισμού και της αστικής πολιτικής, η άκρα δεξιά.
Ο Μπέρνι Σάντερς ως υποψήφιος σοσιαλιστής στην κούρσα του Δημοκρατικού Κόμματος, έκφρασε κατά έναν μαζικό τρόπο τις νεολαιίστικες και εργατικές δυνάμεις, καταγράφοντας σχετικές προσδοκίες για την κατάκτηση του χρίσματος των δημοκρατικών. Το ίδιο όμως το αστικό, διεφθαρμένο, πολεμοχαρές αμερικανικό κατεστημένο φρόντισε με κάθε τρόπο να τον εκτοπίσει, χρίζοντας προεδρική υποψήφια την Χίλαρι Κλίντον, κλασική του εκπρόσωπο. Ο Μπέρνι Σάντερς υποχώρησε και δήλωσε την στήριξή του στην υποψήφια των δημοκρατικών, και δεν έδωσε συνέχεια στην κατάθεση από μέρους του ανεξάρτητης υποψηφιότητας που θα άλλαζε άρδην όλα τα δεδομένα των πολιτικών συσχετισμών στην αμερικανική κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν να αποστασιοποιηθούν λαϊκές δυνάμεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού, ο Ντόναλντ Τράμπ, αντισυστημικός υποψήφιος, βαθειά όμως ριζωμένος στον αμερικανικό αστισμό, να κατορθώσει να συσπειρώσει τα «απόκληρα» κοινωνικά στρώματα, έναντι της ψευδεπίγραφης «μεσαίας τάξης» του Δημοκρατικού Κόμματος, και να κερδίσει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Κι’ αυτό παρόλο που είχε απέναντί του την διοικητική και επιχειρηματική γραφειοκρατία όχι μόνον του Δημοκρατικού, αλλά και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, τα έντυπα και τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης.
Και βέβαια δεν είναι μόνον η πανηγυρική νίκη του αντισυμβατικού υποψηφίου στην προεδρία της μεγαλύτερης υπερδύναμης, αλλά και το γεγονός ότι από την προεδρική αναμέτρηση δεν παραμένει κάποιο ισχυρό λαϊκό ρεύμα που να διαδραματίσει τον αντιπολιτευτικό ρόλο με όρους εργατικών εκπροσωπήσεων και ριζοσπαστισμού. Η ηττημένη υποψήφια των Δημοκρατικών δεν σηματοδοτεί κανενός είδους τέτοιο πολιτικό ρεύμα, εφόσον είναι κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του επιχειρηματικού και χρηματιστηριακού κόσμου. Άρα η αποχώρηση του Μπέρνι Σάντερς σηματοδότησε μια διπλή ήττα: Αφενός την επικράτηση του Ντόναλντ Τράμπ έναντι της καθεστωτικής Χίλαρι Κλίντον, και αφετέρου την διάλυση των όρων και προϋποθέσεων υπόστασης ενός αντιπολιτευτικού ριζοσπαστικού ρεύματος στην αμερικανική κοινωνία, που είχε αρχίσει να σχηματοποιείται δυναμικά με την προεκλογική εκστρατεία του σοσιαλιστή υποψηφίου. Το συμπέρασμα παραμένει ισχυρό και αδιαμφισβήτητο, όχι μόνον για την αμερικανική περίπτωση, αλλά και σε άλλες, ευρωπαϊκές κυρίως, χώρες του καπιταλιστικού κόσμου : Όταν η Αριστερά «αποποιείται» τον εαυτό της για χάρη «ενδιάμεσων» λύσεων καθεστωτικού χαρακτήρα (στην προκειμένη περίπτωση σοσιαλφιλελεύθερων), όταν «εγκαταλείπει» την ταξική εκπροσώπηση των εργαζομένων, τότε το κενό εκπροσώπησης θα καταλάβει η πιο ακραία εκδοχή του καθεστωτισμού. Τον αντισυστημικό ρόλο που έχει «εγκαταλείψει» τον αναλαμβάνει η άκρα δεξιά με όρους όχι ανατροπής, αλλά ενίσχυσης των πιο ακραίων χαρακτηριστικών της αστικής πολιτικής.
Το ίδιο τείνει να συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής, και μεταξύ αυτών η ίδια η ελληνική περίπτωση. Αφού ο μικροαστικός εκσυγχρονιστικός σχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να γίνει εκλογικός εκφραστής των πληττόμενων από τα μνημόνια λαϊκών τάξεων, «αποποιήθηκε» στη συνέχεια, μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, τον ρόλο της υλοποίησης των πιο στοιχειωδών αντιμνημονιακών εξαγγελιών, και μετατοπίστηκε στην αντίπερα όχθη, στο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής. Αυτή η «εγκατάλειψη» είναι δυνατόν, όπως δείχνουν και όλες οι διαθέσιμες σφυγμομετρήσεις, να οδηγήσει σε μια επικράτηση της δεξιάς ΝΔ, (εν απουσία μάλιστα ζωτικού και ενωτικού εργατικού απεργιακού κινήματος) της οποίας μάλιστα τα χαρακτηριστικά προσομοιάζουν με της άκρας δεξιάς : Ιδιωτικοποίηση των στενά κοινωνικών δημόσιων υπηρεσιών, ευρείας κλίμακας απολύσεις στο δημόσιο, παραπέρα μείωσης μισθών και συντάξεων, απαλλαγή των επιχειρήσεων από την φορολόγηση. Κι’ αυτό τη στιγμή που ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνον δεν ανταποκρίθηκε στις ίδιες του τις προεκλογικές δεσμεύσεις, αλλά στάθηκε «ανίκανος» να προωθήσει και μέτρα ακόμη μικροαστικού δημοκρατικού εκσυγχρονισμού (π.χ. καθυπόταξη στις υπαγορεύσεις της εκκλησιαστικής εξουσίας, αδυναμία δημοκρατικής ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου κλπ.).
Η πιο κλασική όμως περίπτωση που έρχεται στο προσκήνιο είναι αυτή που αφορά την γαλλική κοινωνία, εν όψει των προεδρικών εκλογών του Απριλίου – Μαίου 2017. Από το 1981 μέχρι το 2007 το γαλλικό ΚΚ είδε τα ποσοστά του στις αντίστοιχες προεδρικές εκλογές να ταπεινώνονται από το 15% στο 2%, εξ αιτίας του γεγονότος ότι ασκούσε μια επαμφοτερίζουσα και ερμαφρόδιτη πολιτική: Εγκατέλειπε σταδιακά τον ρόλο του πολιτικού υπέρμαχου των πληβειακών λαϊκών τάξεων, «αποποιούνταν» τον ταξικό του ρόλο, και προσχωρούσε στην διαχειριστική λογική του Σοσιαλιστικού Κόμματος που κατείχε την προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτό το γεγονός, το κενό δηλαδή εκπροσώπησης εργατικών στρωμάτων, ήρθε να καλύψει το Εθνικό Μέτωπο, που γιγαντώθηκε με το 14% στις προεδρικές εκλογές του 1988, για να καταλήξει να φτάσει σήμερα στα επίπεδα του 26% εν όψει των προσεχών προεδρικών εκλογών του 2017. Ευτυχώς που από τις προεδρικές εκλογές του 2012 διαμορφώθηκε το αριστερό μέτωπο υπό τον Ζαν Λυκ Μελανσόν, και επανέφερε τα ποσοστά της γαλλικής Αριστεράς στα επίπεδα του 11%. Αλλά και η χρεοκοπία και ο αντιλαϊκός χαρακτήρας της προεδρίας Φρουνσουά Ολάντ που ξεκίνησε το 2012 μέχρι σήμερα, έχει οδηγήσει την απογοήτευση και απόγνωση σημαντικών λαϊκών μερίδων προς το αντισυστημικό, και μαζί βαθειά καθεστωτικό, Εθνικό Μέτωπο, που στα σίγουρα θα βρίσκεται στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, απέναντι σε έναν ρεπουμπλικανό υποψήφιο, με την Αριστερά εκτός δεύτερου γύρου. Το ίδιο λοιπόν πολιτικό σκηνικό: Το Εθνικό Μέτωπο (αντίστοιχο του Ντόναλντ Τράμπ) απέναντι στους δεξιούς ρεπουμπλικανούς (Νικολά Σαρκοζί ή Αλέν Ζυπέ αντίστοιχοι της Χίλαρι Κλίντον), που ήδη από τον πρώτο γύρο προβλέπεται να συγκεντρώνουν αθροιστικά περί τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος.
Το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι αν η Μαρίν Λεπέν κατορθώσει να βάλει πόδι στην γαλλική προεδρία, ή αν αυτό γίνει εφικτό από τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο : Το θέμα είναι ότι απέναντι σε μια κορυφαία πολιτική αναμέτρηση αντιπαρατίθενται οι δύο οπτικές του καθεστωτισμού, ενώ τα λαϊκά εργατικά συμφέροντα θα στερούνται της πολιτικής τους εκπροσώπησης (εννοείται στον δεύτερο γύρο). Η μοναδική περίπτωση οι δυνάμεις της Αριστεράς (στη Γαλλία το Σοσιαλιστικό Κόμμα πάντοτε αναφέρεται ως Αριστερά) να διεκδικήσουν την είσοδό τους στον δεύτερο γύρο, είναι αν σχηματίσουν ενωτικό μέτωπο ευθύς εξαρχής, υπό την κυριαρχία του αριστερού υποψηφίου Ζαν Λυκ Μελανσόν, και όχι των όποιων νεοφιλελεύθερων τεχνοκρατών του Σοσιαλιστικού Κόμματος (αθροιστικά 11% + 17% = 28%). Ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι απίθανο να συμβεί, και υπάρχει μόνον ως «θεωρητική δυνατότητα». Αυτό που θα μπορούσε να συμβεί στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές αν η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς παρέμενε ως ανεξάρτητη, αντισυστημική και αρκούντως αντικαθεστωτική, πράγμα που και δεν έγινε.
Φαίνεται ότι ο αντισυστημισμός στα χέρια μιας Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι δυνατόν (χωρίς βέβαια και αυτό να είναι σίγουρο) να μετασχηματιστεί σε αντικαθεστωτισμό (εναντίωση στην κυριαρχία των κατεστημένων επιχειρηματικών καπιταλιστικών κέντρων), ενώ στα χέρια της συντηρητικής παράταξης γίνεται η πιο ακραία εκδοχή του καθεστωτισμού. Η επένδυση αυτού του ακροδεξιού αντισυστημισμού – καθεστωτισμού με επικλήσεις εθνικιστικού χαρακτήρα, με ρατσιστικές και ξενοφοβικές στάσεις, με αναφορές στην εθνική ανεξαρτησία, με επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, δεν μπορούν να αποκρύψουν το απεχθές πρόσωπο της πιο μεγάλης έντασης της καπιταλιστικής κυριαρχίας σ’ όλα τα επίπεδα. Στο πλαίσιο της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οι συντηρητικές παρατάξεις εφάρμοσαν άτεγκτα τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, αδυνατούν να προβάλουν μια πολιτική προοπτική που να περιλαμβάνει και ορισμένες λαϊκές αποχρώσεις, και χάνουν την δυνατότητα διακυβέρνησης που διέθεταν. Η εναλλαγή στην διαχείριση των σοσιαλδημοκρατικών σχηματισμών, όχι μόνον δεν κατόρθωσε να λειτουργήσει με στοιχειώδεις αναδιανεμητικούς όρους, αλλά αναδείχθηκαν σε αιχμή του δόρατος της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, χάνοντας τη λαϊκή τους νομιμοποίηση. Οι δυνάμεις της Αριστεράς σε πολλές περιπτώσεις (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία κλπ.) δεν στάθηκαν επαρκείς να διαμορφώσουν όρους μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση. Άρα δεν απέμενε παρά η ανάδειξη αυτού του λαϊκού αντισυστημισμού από τα δεξιά, που σε κάθε προφανώς περίπτωση, είναι η ακρότερη εκδοχή του συντηρητικού καθεστωτισμού. Κι είναι σήμερα οι λαϊκές τάξεις που οδηγούνται να επενδύσουν σ’ αυτή την προοπτική, σε διαφοροποίηση με την εποχή του μεσοπολέμου του 20ου αιώνα, όπου η κύρια κοινωνική δύναμη τροφοδότησης του ακροδεξιού και φασιστικού ρεύματος ήταν τα μικροαστικά στρώματα.
Απέναντι σ’ αυτές τις δραματικές εξελίξεις που αναδεικνύονται πλέον σε πλανητικό επίπεδο, και μάλιστα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες με κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην Αριστερά και στις εργατικές κοινωνικές οργανώσεις εναπόκειται να αντιμετωπίσουν δραστικά αυτές τις προκλήσεις :
Διαμορφώνοντας οργανικές σχέσεις με τον άνεργο και εργαζόμενο κόσμο, με τα πληβειακά στρώματα, εγκαταλείποντας τον αυτάρεσκο υποκειμενισμό, και προάγοντας την κινηματική τους παρέμβαση, την προβολή τους στο πολιτικό προσκήνιο, αν δεν επιθυμούν η «εργατική τάξη» να διανθίζει τις ομιλίες του Ντόναλντ Τράμπ και της Μαρίν Λεπέν.
Παραμένοντας συνεπής στον εαυτό της, μακράν από οποιαδήποτε λογική «αποποίησης» του ρόλου της, που στα σίγουρα οδηγεί στην αποτυχία της, επιμένοντας στον ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό με την ενεργό συμμετοχή των ίδιων των λαϊκών τάξεων.
Φέρνοντας στο επίκεντρο την αναγκαιότητα άμεσης ικανοποίησης των ζωτικών κοινωνικών αναγκών, μέσα από την ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος των κατεστημένων αστικών συμφερόντων κερδοφορίας, και προς όφελος των «από κάτω» (αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας κλπ.).
Γυρίζοντας την πλάτη σε λογικές που προτάσσουν πρώτα την οικονομική ανάπτυξη του τόπου, την παραγωγική ανασυγκρότηση με φιλολαϊκά χαρακτηριστικά, δίνοντας την προτεραιότητα στις επιχειρηματικές δυνάμεις της αγοράς, και παραπέμποντας την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα στις ελληνικές καλένδες.
Διαμορφώνοντας σχέσεις εργατικής αλληλεγγύης σε ευρωπαϊκό και ευρύτερο επίπεδο, μακριά από λογικές εθνικής περιχαράκωσης και «οχύρωσης» στο καβούκι ενός ψευδεπίγραφου πατριωτισμού, θέτοντας στη θέση των πατριωτικών και εθνικών συμφερόντων, τα ταξικά συμφέροντα χειραφέτησης της εργαζόμενης κοινωνίας.
Οδεύοντας σε ισχυρές τομές στις ίδιες της δομές της καθεστωτικής καπιταλιστικής οικονομίας, στοχεύοντας στην απόσπαση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και στην επιβολή δραστικού εργατικού ελέγχου, σε αντισυστημικές αλλαγές, κι’ όχι προφανώς σε απλές νομισματικές μετατροπές.