Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ρεύμα αισιοδοξίας στα στελέχη και τον κόσμο της ΝΔ, ισχυριζόμενη ότι το κύμα της πολιτικής φθοράς της έχει ανακοπεί και κατά συνέπεια ότι μπορεί να αντιμετωπίσει την προοπτική των εκλογών με ασφάλεια. Η εικόνα αυτή στηρίζεται κυρίως στη «φιλικότητα» της πλειοψηφίας των ΜΜΕ και των εταιρειών δημοσκοπήσεων, που αντανακλά το γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη υποστηρίζει ως μπλοκ το σενάριο αυτοδύναμης επανεκλογής του Μητσοτάκη.
Όμως αυτός ο ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση με πολλές και σημαντικές εξελίξεις στην κοινωνική ζωή, που είναι δυνατόν να εκφραστούν με αναπάντεχες μετατοπίσεις στις πολιτικές επιλογές των ανθρώπων. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Μητσοτάκης είναι προσεκτικός: Διαρρέει το σενάριο για εκλογές το φθινόπωρο, αλλά κρατάει την «πισινή» για εξάντληση της τετραετίας, αν οι μετρήσεις το φετινό καλοκαίρι δείξουν ότι η «ασφάλεια» των πολιτικών/εκλογικών προβλέψεων είναι φούσκα.
Οι πραγματικές προοπτικές της κυβέρνησης είναι υπονομευμένες από θέματα που έρχονται ως συνέχεια από το παρελθόν, αλλά και από σοβαρές δοκιμασίες που επωάζονται στη συγκυρία.
Στην πρώτη κατηγορία υπάρχουν παραδείγματα που μπορεί να γίνουν εκρηκτικά:
Το σκάνδαλο της Novartis δεν ήταν δυνατόν, τελικά, να κουκουλωθεί και αν οι αποκαλύψεις συνεχιστούν ο Μητσοτάκης θα χρειαστεί να πάρει αποφάσεις που αφορούν τη συνοχή του κόμματός του (Γεωργιάδης; Αβραμόπουλος;) αλλά και την ανθεκτικότητα των «γεφυρών» της ΝΔ προς τον χώρο του ΠΑΣΟΚ (Λοβέρδος; Βενιζέλος;).
Είναι κοινό μυστικό ότι συνεχίζοντας τις μνημονιακές πολιτικές, ο Μητσοτάκης έχει αποδυναμώσει σε ακραίο βαθμό τις υπηρεσίες και τους μηχανισμούς δημόσιας κοινωνικής προστασίας. Η εμπειρία του περσινού καλοκαιριού μπορεί κάλλιστα να επαναληφθεί φέτος, με τις πυροσβεστικές δυνάμεις ακόμα πιο διαλυμένες, ακυρώνοντας κάθε σκέψη για εκλογές λίγες εβδομάδες μετά. Όταν στη Γαλλία και στη Γερμανία συζητούν για την πιθανότητα νέων «κλεισιμάτων» το φθινόπωρο, λόγω του ασίγαστου κύματος Covid και των φόβων περί επικίνδυνης μετάλλαξης του ιού, στην Ελλάδα με τα δημόσια νοσοκομεία σε κατάρρευση, η επιλογή «όλα για τον τουρισμό» μπορεί να αποδειχθεί κυριολεκτικά καταστροφική.
Όμως αν τέτοιοι παράγοντες αρκούν για να ερμηνεύσουν τις πολιτικές ανασφάλειες, οι δοκιμασίες που έρχονται μπορούν να αποδειχθούν εξαιρετικά πιο αποσταθεροποιητικές.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο πληθωρισμός αγγίζει το 12%, το υψηλότερο από το… 1993! Δεν υπάρχει καμία δυσκολία στο να καταλάβει κανείς ότι οι λαϊκές αποταμιεύσεις, οι μισθοί και οι συντάξεις χάνουν ήδη το ισόποσο και για την ακρίβεια αισθητά περισσότερο γιατί ο πληθωρισμός που αφορά την εργατική/λαϊκή κατανάλωση είναι μεγαλύτερος του γενικού μέσου όρου που είναι το 12%. Παρά τις κυβερνητικές προβλέψεις και διαβεβαιώσεις, το πρόβλημα αποδεικνύεται μακρού χρόνου: Οι διεθνείς οργανισμοί δηλώνουν πλέον ότι όλο το 2022 αλλά και το 2023 θα είναι περίοδος «υψηλού πληθωρισμού», ενώ αναθεωρούν προς τα κάτω τις προβλέψεις «ανάπτυξης» για το 2022, και για πρώτη φορά δηλώνουν επισήμως την εκτίμηση για αρνητικούς ρυθμούς, για ύφεση στη διεθνή οικονομία, κατά το 2023. Αυτήν την πραγματικότητα η soft γλώσσα των συστημικών εφημερίδων αποτυπώνει με φράσεις όπως «η ΝΔ φθείρεται, καθώς εξαντλείται ο μύθος της ανάπτυξης και αναδεικνύονται του πληθωρισμού οι εισοδηματικές απώλειες». Όμως στην πολύ πιο σκληρή γλώσσα της εμπειρίας των απλών ανθρώπων, αυτή η πραγματικότητα αποτυπώνεται με μετρήσεις όπως αυτή που ανέδειξε ότι για εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες ο μισθός εξαντλείται πλέον στο πρώτο 12ήμερο κάθε μήνα. Η κυβερνητική απάντηση περιορίζεται στην απάτη των «επιδομάτων» προς συγκεκριμένες ομάδες «δικαιούχων». Έτσι αφήνει στο έλεος του καιρού τη μεγάλη μάζα των μισθωτών και των φτωχών, που μόνο με αυτόματη τιμαριθμική αύξηση των μισθών και των συντάξεων θα μπορούσαν να διατηρήσουν (περίπου) σταθερό το πραγματικό εισόδημά τους. Έτσι αφήνει, επίσης, στο απυρόβλητο τις εταιρίες παραγωγής και εμπορίας, που ανεβάζουν κατά κύματα τις τιμές, μετατρέποντας τον πληθωρισμό σε ευκαιρία κερδοφορίας και συγκέντρωσης «ρευστότητας». Η σύγχρονη πολιτική ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα για το πώς η ανεξέλεγκτη ακρίβεια μπορεί να οδηγήσει σε απότομη εκτίναξη της δράσης των εργαζομένων και των φτωχών, με πρωτοφανή αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα, ακόμα και απέναντι σε καθεστώτα που έδειχναν ακλόνητα (όσοι αμφιβάλουν ας θυμηθούν τις διαδικασίες της Αραβικής Άνοιξης ή τα πιο πρόσφατα παραδείγματα στη Λατινική Αμερική).
Αυτή η σαθρή εσωτερική κατάσταση θα δεχθεί ισχυρούς τρανταγμούς από τις διεθνείς εξελίξεις. Τέσσερις μήνες μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, οι αποφάσεις της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Η «Συμμαχία» διευρύνεται (Σουηδία, Φινλανδια), υιοθετεί ένα νέο «Πολεμικό Δόγμα» με άμεσο στόχο τη Ρωσία και έμμεσο την Κίνα, αυξάνει ραγδαία τους εξοπλισμούς και τη στρατιωτική δύναμη «άμεσης εμπλοκής» (300.000 άνδρες!), ενώ οι Αμερικανοί εγκαθίστανται με μεγάλες δυνάμεις στο «τόξο ανάσχεσης» από την Πολωνία ως την Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μητσοτάκης δηλώνει ενθουσιωδώς έτοιμος για να συμμετάσχει σε αυτή την πολεμοχαρή πολιτική. Όμως το κόστος των Μπελχάρα, των Ραφάλ και των F35 θα χρειαστεί να πληρωθεί από τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες. Στη Μαδρίτη, προχώρησε η ανασύσταση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ και γι’ αυτό στάλθηκε το μήνυμα για «ήρεμα νερά στο Αιγαίο». Ο Ερντογάν φάνηκε πια έτοιμος για αυτή την πολιτική: Ζήτησε και πήρε μέτρα κατά των Κούρδων για να άρει το τουρκικό βέτο απέναντι στην είσοδο της Σουηδίας και της Φινλανδίας, αλλά έβαλε τη θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού «κάτω από το χαλί». Η ελληνική διπλωματία αποδείχθηκε πιο ανέτοιμη και πιο «εκνευρισμένη». Όχι τυχαία: μετά την κατάρρευση του East Med, η αναγκαιότητα επαναλειτουργίας της ΝΑ Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, μειώνει τη διεθνή υποστήριξη στις πολιτικές που αποσκοπούσαν στο ναυτικό αποκλεισμό της Τουρκίας στο Αιγαίο και στον ενεργειακό αποκλεισμό της στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό σημαίνει ότι ο Μητσοτάκης θα χρειαστεί να πορευτεί στηριζόμενος «σε δύο βάρκες»: Αφενός να συντηρεί ψηλά τα αιτήματα ανταμοιβής της δικής του «πάγιας» φιλοδυτικής πολιτικής στην περιοχή, αφετέρου να ανταποκρίνεται στις συνολικές σκοπιμότητες της «Συμμαχίας» που επιθυμεί να επαναφέρει την Τουρκία στην πειθαρχία στο ΝΑΤΟ. Δηλαδή, να συντηρεί ψηλά την ατζέντα που παίζει με το θερμό επεισόδιο, αλλά και να ανταποκρίνεται στις πιέσεις για «διάλογο και συνεννόηση» με την Τουρκία. Τα πρώτα αμήχανα δημοσιεύματα στο συστημικό Τύπο, αναδεικνύουν ήδη το πόσο διχαστικές και πολιτικά επώδυνες μπορεί να είναι οι αποφάσεις που βρίσκονται μπροστά στην κυβέρνηση.
Μια από τις πιο ανόητες αποφάσεις του Τσίπρα ήταν η επιλογή να μιζάρει στην κριτική στον Μητσοτάκη για «ανεπάρκεια» στην αντιμετώπιση της Τουρκίας. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι αυτή η κριτική, που φλερτάρισε με τα εθνικιστικά και πολεμοχαρή επιχειρήματα, είναι για τον κόσμο ελάχιστα πειστική κι ελκυστική.
Ένα βασικό νήμα που συνδέει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τις εσωτερικές εξελίξεις είναι η προοπτικής της ακόμα βαθύτερης ενεργειακής κρίσης. Στις ισχυρές οικονομίες της ΕΕ ήδη συζητούν δημόσια την προοπτική «δελτίου» στην ενέργεια, αν δεν υπάρξει σύντομα ειρηνευτική εξέλιξη στην Ουκρανία. Στις αρχές Ιούλη συγκλήθηκε και εδώ η «Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσης» στον τομέα της ενέργειας. Είναι από τις στιγμές που συνειδητοποιεί κανείς τις αλλαγές που έχουν γίνει, αλλά και τους κινδύνους που αυτές εγκυμονούν. Στην «Επιτροπή» συμμετέχουν εκπρόσωποι της (ιδιωτικοποιημένης) ΔΕΗ, αλλά και στελέχη των ιδιωτικών Α.Ε., των διαβόητων «παρόχων» ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Το γεγονός ότι κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων θα πάρει μια σύνθεση με ισχυρή την παρουσία των «γερακιών της αγοράς» θα πρέπει να λειτουργήσει ως καμπάνα συναγερμού για όλες τις δυνάμεις που προτάσσουν την υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων.
Έχουμε απέναντί μας μια κυβέρνηση που πρέπει να ανατραπεί. Όλη η πολιτική και κοινωνική ύλη που κάνει αυτό το καθήκον αντικειμενικά εφικτό είναι παρούσα στην τρέχουσα συγκυρία και μάλιστα με τάσεις σοβαρής επιδείνωσης. Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα πέσει από μόνη της. Κάποιος πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντα για να την ρίξει. Η αναποτελεσματικότητα της αντιπολίτευσης είναι το μοναδικό ατού του Μητσοτάκη, μέσα σε τούτη την καυτή πολιτική περίοδο.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά