Το ίδρυμα Νιάρχου, το ελληνικό κράτος και μια λεόντειος σύμβαση εκποίησης του πολιτισμού και του δημόσιου, κοινωνικού συμφέροντος.

Τις τελευταίες ημέρες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε μερίδα του Τύπου, ηλεκτρονικού και παραδοσιακού, άνοιξε η συζήτηση για τη λεγόμενη «επιστροφή του Ιδρύματος Νιάρχου στο ελληνικό δημόσιο», την ανάληψη εκ μέρους του ελληνικού κράτους της διοίκησης στο τιτλοφορούμενο «Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος», στο Φαληρικό Δέλτα, εκεί όπου υπήρχε ο παλιός Ιππόδρομος. Η πολεμική που έχει αναπτυχθεί από διάφορους «ανήσυχους» και «προβληματισμένους», οι οποίοι δύσκολα κρύβουν την πολιτική τους ταύτιση με τον νεοφιλελευθερισμό «από όπου και αν προέρχεται» και ακόμη πιο δύσκολα συγκαλύπτουν την απέχθεια τους για καθετί δημόσιο, ανοικτό, κοινωνικά δίκαιο και επωφελές, αφορά ακριβώς αυτή τη λεγόμενη «επιστροφή». Θα μπορέσει, λένε, το ελληνικό δημόσιο, το ελληνικό κράτος να ανταπεξέλθει στις… υψηλές(!;) απαιτήσεις της λειτουργίας και διαχείρισης ενός… κοσμήματος της Αθήνας και όλης της Ελλάδας, το οποίο αποτελεί το κορυφαίο αρχιτεκτονικό δημιούργημα στη χώρα, εδώ και πολλά – πολλά χρόνια, συγκρινόμενο μόνο με τον… Παρθενώνα (!!!) του Περικλή (μην γελάτε, υπάρχει και τέτοιο επιχείρημα στην σφαίρα του διαδικτύου και του Τύπου…)!;

Συνήθως, στα κείμενα του Rproject.gr  προηγούνται τα επιχειρήματα και το ιστορικό διαφόρων τέτοιων θεμάτων και ακολουθούν τα συμπεράσματα – θα αντιστρέψουμε τους όρους, καθαρά για λόγους οικονομίας και πιθανού, διαθέσιμου χρόνου των αναγνωστών. Και αυτό γιατί η υπόθεση «ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Κέντρο Πολιτισμού και ελληνικό κράτος» θα έπρεπε (κανονικά) να μας αφορά όλους και όχι μόνο τους δωρητές, τους συνδρομητές ή για παράδειγμα, όσους στήθηκαν επί ώρες σε ατελείωτες ουρές για να παρακολουθήσουν τον Μπάρακ Ομπάμα στην εκφώνηση - αντιγραφή του «Επιτάφιου του Περικλή», που αποτέλεσε το επιστέγασμα – προπέτασμα καπνού της παρουσίας του στην Ελλάδα, προκειμένου κατά τα άλλα και σοβαρά, να πωληθούν νέα οπλικά συστήματα, να ιδρυθούν νέες βάσεις θανάτου σε ελληνικό έδαφος και να δρομολογηθούν συγκεκριμένες, δυσμενείς για τους λαούς, εξελίξεις στην Κύπρο και την ευρύτερη Νοτιανατολική Μεσόγειο.

Με αυτό το σκεπτικό, συμπεραίνουμε καταρχάς ότι το θέμα «Κέντρο Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, Ελληνικό Κράτος και αυριανές τύχες της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής» αποτελεί καραμπινάτη περίπτωση εκποίησης ανεκτίμητου κοινωνικού και δημόσιου πλούτου, όπως αυτός βρίσκεται τοποθετημένος στους τίτλους, την ιστορία, τις προθήκες, τα αρχεία και το έργο των δύο πολιτιστικών θεσμών της Βιβλιοθήκης και της Σκηνής. Καραμπινάτη περίπτωση εξόφθαλμης και προκλητικής μεταχείρισης (με σωρεία φοροαπαλλαγών και ασυλιών) για το ΔΣ του Ιδρύματος και του «Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (εφεξής και για συντομία ΚΠΙΣΝ)», καραμπινάτη περίπτωση συνέργειας και συμπαιγνίας του ελληνικού κράτους (και των κυβερνήσεων του) με συγκεκριμένα, ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα, κάτω από την ομπρέλα μιας δήθεν αμοιβαία επωφελούς ΣΔΙΤ, προκειμένου τα δεύτερα να ποδηγετήσουν, να ελέγξουν και να εκμεταλλευθούν εμπορικά, κερδοσκοπικά, οικονομικά και πλουτοπαραγωγικά, ανεκτίμητες πηγές δημόσιας, πολιτιστικής, περιουσίας (και αυτή δεν αφορά μόνο μια διαφιλονικούμενη έκταση γης, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού).

Έτσι, ο… διάλογος που έχει ανοίξει για την επόμενη μέρα του ΚΠΙΣΝ, όταν, σε λίγες εβδομάδες, η σκυτάλη διαχείρισης, λειτουργίας και διοίκησης και η μοναδική μετοχή του Οργανισμού του Κέντρου – Ανώνυμη Εταιρεία περάσει, τυπικά, στα χέρια του ελληνικού δημοσίου μόνο έναν σκοπό φαίνεται να εξυπηρετεί: Την σαφή πρόθεση ελέγχου και των διορισμών στα νέα διοικητικά συμβούλια του ΚΠΙΣΝ, της Λυρικής Σκηνής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου προφανώς και οι κληρονόμοι και οι διαχειριστές της περιουσίας του Σταύρου Νιάρχου επιδιώκουν την τοποθέτηση αρεστών σε αυτούς μελών, έτσι ώστε να συνεχιστεί η αδιατάρακτη και «ανέλεγκτη» (σαφής όρος της σχετικής σύμβασης – νόμου) εκμετάλλευση (εμπορική, καταναλωτική, τουριστική, παραγωγής θεαμάτων κτλ) αυτού του τμήματος του Φαληρικού Δέλτα, από το Ίδρυμα Νιάρχου. Με αυτόν τον σκοπό, τα προειδοποιητικά πυρά από πλευράς ενδιαφερομένων της οικογένειας – κληρονόμων – διαχειριστών του ονόματος Νιάρχου έχουν πέσει πολύ νωρίς, νωρίτερα από την τυπικά προαπαιτούμενη πρόσκληση προς το ελληνικό κράτος να αναλάβει τη λειτουργία και τη διαχείριση του ΚΠΙΣΝ, και έχουν λάβει τον χαρακτήρα ακόμη και συγκαλυμμένων, αλλά πρόδηλων προειδοποιήσεων, για να μην γράψουμε, εκβιασμών με άμεσο και κολοσσιαίο, χρηματικό και κεφαλαιακό αντίκτυπο για τα κρατικά ταμεία, σε περίπτωση που το ελληνικό κράτος δεν συμμορφωθεί «προς τας υποδείξεις» του Ιδρύματος.

Οι ρίζες αυτής της τακτικής από πλευράς ΚΠΙΣΝ, που τυπικά αποτελεί διαφορετικό, νομικό πρόσωπο από το καθαυτό Ίδρυμα Νιάρχου, δεν παύει όμως να είναι σιαμαίο αδερφάκι του, βρίσκονται ακριβώς στη σύμβαση μεταξύ Ιδρύματος και Ελληνικού Δημοσίου την οποία κύρωσε η Βουλή, το καλοκαίρι του 2009 (νόμος 3785/2009). Και όπως καταλαβαίνετε, πρέπει να κάνουμε καταρχάς ένα ταξιδάκι στον χρόνο, πολύ διδακτικό και καίριο για όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες.

Όταν η κλειστή ελέω Κώστα Καραμανλή Βουλή ανοίγει για να περάσει άρον – άρον η λεόντειος σύμβαση με το Ίδρυμα Νιάρχου.

Το καλοκαίρι του 2009 μοιάζει συνάμα τόσο μακρινό όσο και κοντινό με τον χειμώνα του 2017. Κοντά οκτώ χρόνια πριν, η ελληνική κοινωνία μπορεί να μην είχε μπει ακόμη στην στενωπό των διαδοχικών μνημονίων και της βίαιης, δημοσιονομικής αναδιάρθρωσης σε βάρος των εργαζομένων και προς όφελος της ντόπιας και ξένης κεφαλαιουχικής πλουτοκρατίας, όμως προειδοποιητικές βολές για το που πήγαινε το πράγμα είχαν πέσει σποραδικά – μια από αυτές μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί η φανερά σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος σύμβαση με το Ίδρυμα Νιάρχου για το Φαληρικό Δέλτα και την ίδρυση, την κατασκευή και τη μελλοντική εμπορική εκμετάλλευση του ΚΠΙΣΝ.

Στις 8 Μαΐου 2009, ημέρα Παρασκευή, ο πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Σιούφας ανακοινώνει αιφνιδιαστικά την λήξη της τότε κοινοβουλευτικής Συνόδου, την αναστολή εργασιών και το κλείσιμο του Κοινοβουλίου για πέντε μήνες, έπειτα από εντολή του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και με πρόσχημα την… ομαλή (!) διεξαγωγή των ευρωεκλογών. Η κίνηση προκαλεί πολιτικό σεισμό και χιονοστιβάδα αντιδράσεων, καθώς, μεταξύ άλλων, επιφέρει την παραγραφή αδικημάτων για υπουργούς των κυβερνήσεων της ΝΔ ή άλλα πολιτικά πρόσωπα, σε μια σειρά εκκρεμών υποθέσεων. Θυμηθείτε και μετρήστε: Βατοπαίδι, δομημένα ομόλογα υφαρπαγής των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, μαύρα ταμεία της Ζήμενς, υπόθεση εξαγοράς του δικτύου της «Γερμανός» από τον ΟΤΕ.

Παρόλα αυτά, η κλειστή κατά τα άλλα Βουλή, που συνέρχεται σε τμήματα διακοπών, ανοίγει (σχεδόν εξίσου αιφνιδιαστικά και άρον – άρον) στις 23 Ιουλίου, προκειμένου να κυρωθεί η σύμβαση μεταξύ του Ιδρύματος Νιάρχου και του Ελληνικού Δημοσίου, σύμβαση που είχε καταρτιστεί και υπογραφεί στις 23 Μαρτίου του ίδιου έτους και είχε προσδιορισμένη, καταληκτική ημερομηνία κύρωσης της από τη Βουλή την 31η Ιουλίου 2009.

Και εδώ προκύπτει το πρώτο μεγάλο ερώτημα: Γιατί μια σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ιδρύματος η οποία μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα και αλληλοδεσμεύσεις με την υπογραφή αμφοτέρων των νόμιμων εκπροσώπων κάθε πλευράς, έπρεπε να τύχει της κύρωσης της από τη Βουλή; Η απάντηση είναι πολύ απλή και η μεθόδευση έχει ακολουθηθεί πολλάκις και για τους ίδιους λόγους. Η Βουλή λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, σαν το Καθαρτήριο αναζήτησης μελλοντικών ποινικών ευθυνών και κυρώσεων κυρίως για τα πολιτικά πρόσωπα και τους υπουργούς, οι οποίοι ζημίωναν το δημόσιο συμφέρον μέσω μιας απίστευτης, λεόντειας σύμβασης υπέρ των συμφερόντων, τότε και σήμερα, του Ιδρύματος Νιάρχου.

Τη σύμβαση υπέγραφαν από πλευράς κυβέρνησης, οι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών, Γιάννης Παπαθανασίου, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεώργιος Σουφλιάς, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Άρης Σπηλιωτόπουλος, και Πολιτισμού, Αντώνης Σαμαράς. Για την Εθνική Βιβλιοθήκη, υπέγραψε ο Αθανάσιος Φωκάς, για την Εθνική Λυρική Σκηνή, ο και τότε πρόεδρος του ΣΕΒ, Οδυσσέας Κυριακόπουλος. Για την Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου και τα Ολυμπιακά Ακίνητα, που παραχωρούσαν προς δόμηση και εκμετάλλευση και όχι κατά κυριότητα, την έκταση του Ιπποδρόμου, οι Κωνσταντίνος Φωτόπουλος και Διονύσιος Σταμενίτης, αντίστοιχα.

Εκ μέρους του Ιδρύματος Νιάρχου υπέγραψαν οι κληρονόμοι και διαχειριστές της περιουσίας του εφοπλιστή, οι γιοι του, Φίλιππος και Σπύρος και ο πανταχού παρών στην όλη υπόθεση, πρώτος μεταξύ ίσων συμπρόεδρος του Ιδρύματος, ανιψιός του, Ανδρέας Δρακόπουλος.

[Απαραίτητη, ιστορική παρέκβαση: Πότε άλλοτε κρίσιμες συμβάσεις θεωρούμενες «ΣΔΙΤ» ή υπουργικές αποφάσεις έτυχαν κύρωσης από τη Βουλή, με γνώμονα την απάλειψη πιθανών ποινικών ευθυνών υπουργών μπροστά σε μεγάλες ζημίες του ελληνικού δημοσίου και των κρατικών ταμείων; Ενδεικτική αναφορά, Α. Στη σύμβαση παραχώρησης της κατασκευής και εκμετάλλευσης της ΑΤΤΙΚΗΣ ΟΔΟΥ (Δεκέμβριος 1996, υπουργός ΠΕΧΩΔΕ Κώστας Λαλιώτης) Β. Στη σύμβαση υποκατάστασης της γερμανικής Φέροσταλ από την υπεργολάβο εταιρεία ΆμπουΝτάμπιΜαρ στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και τα «αμαρτωλά» υποβρύχια 214 (Σεπτέμβριος 2010, υπουργός Άμυνας, Ευάγγελος Βενιζέλος), Γ. Σε μια από τις πολλές τροπολογίες (Φεβρουάριος 2016) του Νίκου Παππά στον νόμο 4339/2015 όπου καθοριζόταν ο αριθμός των τηλεοπτικών αδειών, κατά παράβαση του Συντάγματος, όπως αποφάσισε και το ΣτΕ).

Τι συνέβη μέσα και έξω από τη Βουλή και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2009.

Στο βασικό όσο και δηλωτικό περιεχόμενο της σύμβασης (δηλαδή του ν.3785/2009), που διέπει ακόμη και αποκλειστικά τις σχέσεις αφενός του ΚΠΙΣΝ και του καθαυτό Ιδρύματος Νιάρχου και αφετέρου του ελληνικού κράτους, θα αναφερθούμε αμέσως μετά. Τώρα αξίζει να υπενθυμίσουμε τη στάση των τότε κοινοβουλευτικών κομμάτων, και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, έπειτα από παλινωδίες και εσωτερική διένεξη, καταψήφισε τη σύμβαση, που σήμερα, ως κυβέρνηση από κοινού με τους ΑΝΕΛ καλείται να εφαρμόσει κατά γράμμα και χωρίς παρεκκλίσεις ή μετατροπές, οι οποίες ούτως ή άλλως απαγορεύονται και απορρίπτονται από το κείμενο της σύμβασης – και αυτό όπως θα δούμε έχει συγκεκριμένες συνέπειες σε βάρος του δημοσίου.

Η ΝΔ όπως είναι φυσικό υπερψήφισε με χέρια και με πόδια. Την ακολούθησε κατά πόδας ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, κόμμα το οποίο, μέσω του εισηγητή του, Αστέριου Ροντούλη και του κοινοβουλευτικού του εκπροσώπου, Μάκη Βορίδη, έδωσε ένα ρεσιτάλ ευπείθειας στο Ίδρυμα Νιάρχου και την… «μεγάλη, πατριωτική πράξη ευεργεσίας»(!), στην οποία προέβαινε. Το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε επί της αρχής και καταψήφισε στα άρθρα, επειδή… δεν είχε εγγυήσεις πως η κυβέρνηση της ΝΔ θα διαφύλαττε το δημόσιο συμφέρον! Το ΚΚΕ καταψήφισε στο σύνολο.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε τη στάση του την τελευταία στιγμή πριν τη συζήτηση… Η αρχική στάση του σχηματισμού, όπως αυτή εκφράστηκε από την αγορήτρια του, Άννα Φιλίνη ήταν να δώσει θετική ψήφο στη σύμβαση – νόμο, εκφράζοντας ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την υλοποίηση της, αλλά δηλώνοντας ότι «αυτή αποτελεί βήμα δημιουργίας μιας σύγχρονης Εθνικής Βιβλιοθήκης και μιας σύγχρονης Λυρικής Σκηνής και σημαντικό έργο πολιτισμού».

Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ της εποχής, ακολούθησε μια θυελλώδης συνεδρίαση της ΚΟ, καθώς τα σχήματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην τοπική αυτοδιοίκηση του δήμου Καλλιθέας και των όμορων με το Φαληρικό Δέλτα δήμων όπως επίσης και αντιπροσωπείες εργαζομένων στη Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη ζητούσαν την καταψήφιση εξαιτίας των νέων, δυσμενών όρων που διαμορφώνονταν τόσο σε τοπικό όσο και σε εργασιακό επίπεδο (θα τα δούμε παρακάτω).

Έγινε ψηφοφορία μεταξύ των παρόντων μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Αλαβάνος, Λαφαζάνης, Δραγασάκης, Σοφία Ανδρεοπούλου, Μπανιάς, Δρίτσας και ο Γρηγόρης Ψαριανός τάχθηκαν με την αλλαγή στάσης και την καταψήφιση της σύμβασης. Άννα Φιλίνη (η αγορήτρια του σχηματισμού), Φώτης Κουβέλης και Θανάσης Λεβέντης υπεραμύνθηκαν της αρχικής στάσης για το ΝΑΙ στη σύμβαση. Ακολούθησε η αντικατάσταση της Άννας Φιλίνη από τη θέση του αγορητή την οποία ανέλαβε ο Γρηγόρης Ψαριανός. Ο τελευταίος υπήρξε εξαιρετικά επιθετικός και εύλογα οξύς στην τοποθέτηση του, εκφράζοντας πια τη (επικαιροποιημένη και νέα) θέση του ΣΥΡΙΖΑ κατά της σύμβασης: Η όλη διαδικασία κατάρτισης της σύμβασης είχε γίνει χωρίς διαβούλευση, πίσω από κλειστές πόρτες, με αδιαφανείς διαδικασίες, προβληματικούς όρους, μεγάλες φοροαπαλλαγές για ένα Ίδρυμα με έδρα τον φορολογικό παράδεισο στις Βερμούδες, όπου κατά κανόνα εδρεύουν σκοτεινές οφ-σορ εταιρείες, και με επιδείνωση των όρων απασχόλησης στη Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη. «Εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γίνουμε εξωφυλαρούχες της κυβέρνησης», κατέληγε ο Ψαριανός, ενώ ο διχασμός του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε και στην αίθουσα της Ολομέλειας, καθώς η Φιλίνη πήρε τον λόγο και επανέλαβε τη θέση της υπέρ της σύμβασης προβάλλοντας την πια ως «προσωπική». Πάντως δεν ακολούθησε ονομαστική ψηφοφορία ώστε να αποτυπωθεί και εμπράκτως η εσωτερική διένεξη του σχηματισμού και των βουλευτών του και καταγράφηκε αποκλειστικά το συνολικό ΚΑΤΑ και το ΟΧΙ στη σύμβαση – νόμο.

Την ίδια ώρα και έξω από τη Βουλή, πραγματοποιούνταν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας από τους εργαζόμενους στη Λυρική Σκηνή και δημότες της Καλλιθέας, που έβλεπαν οι μεν να ανοίγει ένας νέος κύκλος εργασιακής τους εκμετάλλευσης ή και μαζικών τους απολύσεων διαμέσου του Ιδρύματος, οι δε να σβήνει το όραμα ενός ενιαίου, δημόσιου, ελεύθερου σε κάθε περιπατητή, περιηγητή και περαστικό, θαλάσσιου μετώπου, από τις Τζιτζιφιές έως τον παλιό Ιππόδρομο. 

Τι θα κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με το ΚΠΙΣΝ;

Από το καλοκαίρι του 2009 έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι - ο ριζοσπαστικός, αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ έγινε μνημονιακός και κυβερνητικός. Πιθανότατα και ο Γρηγόρης Ψαριανός (σήμερα βουλευτής του Ποταμιού) να έχει αλλάξει άποψη για τα έργα και τις ημέρες του ΚΠΙΣΝ, όπως αυτά ξεδιπλώνονταν στο ν. 3785/2009. Στο σημείο αυτό, όμως, εξετάζουμε μόνο τις κυβερνητικές αυριανές ευθύνες, οι οποίες αφορούν, ας το επαναλάβουμε, την ανάληψη της διαχείρισης και της λειτουργίας του ΚΠΙΣΝ, με κρίσιμο και κομβικό σημείο, τον διορισμό νέου ΔΣ τόσο στον Οργανισμό του ΚΠΙΣΝ όσο και στα τυπικά «επιμέρους» και ακόμη «ανεξάρτητα», σε σχέση με τον Οργανισμό, ΔΣ της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής. Για να το θέσουμε ανοικτά, και προτού περάσουμε στις βασικές, δυσμενείς για το δημόσιο συμφέρον και την κοινωνία, προβλέψεις του ν.3785/2009, θεωρούμε ότι όλος ο ντόρος και ο κουρνιαχτός που έχουν σηκωθεί τις τελευταίες μέρες στο διαδίκτυο και σε μερίδα του Τύπου αποτελούν προανακρούσματα των διαθέσεων των κληρονόμων Νιάρχου για το πως και από ποιους θα στελεχωθούν τα παραπάνω ΔΣ από τους συναρμόδιους υπουργούς, Οικονομικών, Παιδείας και Πολιτισμού (Τσακαλώτος, Γαβρόγλου, Κονιόρδου) υπό την εποπτεία του Γραφείου Πρωθυπουργού. Με άλλα λόγια, το Ίδρυμα Νιάρχου, οι κληρονόμοι του εφοπλιστή, οι σύμβουλοι των δικών τους ΔΣ, ενδεχομένως να επιδιώκουν τον πλήρη έλεγχο και της επόμενης («δημόσιας») ημέρας στο ΚΠΙΣΝ μέσω του διορισμού εκλεκτών και αρεστών τους μελών. Ενδεχομένως, γράψαμε κρατώντας μικρή, πολύ μικρή επιφύλαξη. Γιατί το θέμα δεν είναι τι ενδεχομένως θέλουν, αλλά τι μπορούν να κάνουν ή και να επιβάλουν. Και οι απαντήσεις βρίσκονται στον ν.3785/2009.

Τα βασικά σημεία του ν.3785/2009 καταδικάζουν το ελληνικό δημόσιο σε ρόλο απλού παρατηρητή και υπηρέτη - Λυρική Σκηνή και Εθνική Βιβλιοθήκη, χρηματικοί αιμοδότες του ΚΠΙΣΝ.

Ήδη στο προοίμιο της σύμβασης - νόμου έχουμε δύο ενδιαφέροντα σημεία: 1ον Το προϋπολογισθέν κεφάλαιο για την ανέγερση και τη διαμόρφωση του ΚΠΙΣΝ υπολογίζεται σε 450 εκατομμύρια ευρώ και 2ον Κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (δηλαδή το ελληνικό δημόσιο και το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος) δεν μπορεί να στραφεί νομικά κατά οποιουδήποτε μέλους του ΔΣ του δεύτερου για οποιαδήποτε ενέργεια ή ζήτημα σχετίζεται με την υλοποίηση του ΚΠΙΣΝ - με απλά λόγια, το ΔΣ του Ιδρύματος απολαμβάνει μια ιδιόμορφη ασυλία για όλες τις ενέργειες του σχετικά με το ΚΠΙΣΝ, την ανέγερση, την κατασκευή, την... υλοποίηση του, εν γένει. Και εδώ έχουμε ένα... ζητηματάκι μεγάλο και για την ακρίβεια ένα... ζητηματάκι 167 εκατομμυρίων ευρώ - τόσο έπεσε έξω ο αρχικός προϋπολογισμός καθώς το ΚΠΙΣΝ σύμφωνα με ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου του, τελικά στοίχισε 617 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που το Ίδρυμα προπαγανδίζει ως τη «μεγαλύτερη, μεμονωμένη δωρεά στην Ελλάδα».

Αν μια τέτοια υπέρβαση είχε συμβεί σε οποιοδήποτε άλλο έργο του δημοσίου τομέα, θα είχαν βγει ορισμένοι κήρυκες της διαφάνειας και της δικαιοσύνης και θα ζητούσαν, εύλογα, εξηγήσεις, ονόματα, φακέλους και λογαριασμούς - τώρα λειτουργεί εν πρώτοις η κατά νόμο... ασυλία υπέρ των μελών του ΔΣ του Ιδρύματος Νιάρχου. Και όχι μόνο η ασυλία.

Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, «αν για την υλοποίηση του Κέντρου Πολιτισμού απαιτηθεί υπέρβαση του προϋπολογισμού (σ.σ. δηλαδή των 450 εκατομμυρίων ευρώ) όπως αυτός θα οριστικοποιηθεί από το Ίδρυμα, εξαιτίας γεγονότων, που ανήκουν στη σφαίρα επιρροής του Ελληνικού Δημοσίου, η σχετική πρόσθετη δαπάνη θα καλυφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο». Η διατύπωση «σφαίρα επιρροής του Ελληνικού Δημοσίου» είναι εξαιρετικά ανοικτή σε προσεγγίσεις και ερμηνείες. Τι ανήκει και τι όχι στη... σφαίρα επιρροής του Ελληνικού Δημοσίου που θα το οδηγήσει ενδεχομένως στην κάλυψη, σε πρώτη φάση των 167 εκατομμυρίων ευρώ, υπέρβασης του προϋπολογισμού; Σε κάθε περίπτωση, στη «σφαίρα επιρροής του Ελληνικού Δημοσίου» δεν ανήκουν η ασυλία των μελών του ΔΣ του Ιδρύματος Νιάρχου και η διατρέχουσα σαν έννοια ολόκληρη τη σύμβαση φράση της «ανέλεγκτης κρίσης» του Ιδρύματος για το πως, με ποιους και με ποιο κόστος θα υλοποιούσε το ΚΠΙΣΝ (άρθρο 2, παρ.2).

Ακόμη πιο εύγλωττος στο σημείο αυτό, υπήρξε ο πρόεδρος του Οργανισμού του ΚΠΙΣΝ, δικηγόρος Γιώργος Αγουρίδης, νομικός σύμβουλος της οικογένειας Νιάρχου, ήδη από την εποχή των Ελληνικών Ναυπηγείων. Σε συνέντευξη του στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ το περασμένο καλοκαίρι και σε σχετική ερώτηση περί «κακών σεναρίων» στη λειτουργία του ΚΠΙΣΝ, σεναρίων που τυχαίνουν ρύθμισης ή έμμεσης πρόβλεψης στις ετεροβαρείς ρήτρες και τις ασφαλιστικές δικλείδες που διέπουν τη σύμβαση, καθώς και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει το Ελληνικό Δημόσιο προτού καν μεταβιβαστεί σε αυτό η λειτουργία και η διαχείριση του χώρου, ο Αγουρίδης λέει επί λέξει: «Αν δούμε ότι λειτουργεί σχετικά ικανοποιητικά (σ.σ. το ΚΠΙΣΝ) αλλά όχι με τις προδιαγραφές που εμείς έχουμε θέσει και ονειρευτεί, αυτό που μπορούμε να κάνουμε - και εδώ ασκούμε πολιτική πίεση και προστατεύουμε τον εαυτό μας - είναι να απαγορεύσουμε στο Κέντρο Πολιτισμού να χρησιμοποιεί τις λέξεις Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε ακόμη χειρότερα, έχουμε το δικαίωμα να προσφύγουμε στη Δικαιοσύνη και να ζητήσουμε να μας επιστραφεί ολόκληρο το ποσό που δαπανήθηκε για την ανέγερση και τον εξοπλισμό - σχεδόν 600 εκατομμύρια ευρώ -, υπό τον όρο ότι τα χρήματα που θα εισπράξουμε θα διοχετευθούν σε φιλανθρωπικές δράσεις στην Ελλάδα».

Ας αντιπαρέλθουμε το επικοινωνιακό πασπάλισμα για τις «φιλανθρωπικές δράσεις» με τα 600 εκατομμύρια ευρώ που το Ίδρυμα δηλώνει ωμά ότι μπορεί να απαιτήσει ανά πάσα στιγμή από το δημόσιο, οι εκφράσεις «σχετικά ικανοποιητικά», «προδιαγραφές», «άσκηση πολιτικής πίεσης»(;) απαιτούν περισσότερες διευκρινίσεις από πλευράς του Ιδρύματος χωρίς μισόλογα και υπονοούμενα. Και αυτό γιατί οι… προδιαγραφές για παράδειγμα στέγασης της Σκηνής και της Βιβλιοθήκης προβλέπουν εξαιρετικά υψηλά ενοίκια με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους να θεωρεί ότι θα απαιτηθεί επιπλέον δημόσια χρηματοδότηση 15 εκατομμυρίων ευρώ προς τη Σκηνή και τη Βιβλιοθήκη μόνο για τα ενοίκια που θα πρέπει να καταβάλουν προς τον Οργανισμό – Ανώνυμη Εταιρεία του ΚΠΙΣΝ. Σε αντίθετη περίπτωση, οι δύο θεσμοί απειλούνται με ταχεία έξωση, έπειτα από σχετική καταγγελία της σύμβασης – νόμου από το Ίδρυμα Νιάρχου.

Παράλληλα, το ελληνικό δημόσιο και κατ΄επέκταση τα αυριανά ΔΣ τόσο στον Οργανισμό του ΚΠΙΣΝ, όσο και στη Λυρική Σκηνή και την Εθνική Βιβλιοθήκη, είναι δεμένα χειροπόδαρα σε μια ιδιότυπη ομηρία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Για παράδειγμα, σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να σχεδιαστεί, να προγραμματιστεί, να πραγματοποιηθεί ως εκδήλωση στο χώρο του ΚΠ, χωρίς την προηγούμενη, έγγραφη συναίνεση του Ιδρύματος. Το ίδιο ισχύει για τις πιθανές συνεργασίες ή χορηγίες ή δωρεές από τρίτους, τις οποίες θα επιδιώξουν ή θα προγραμματίσουν τα ΔΣ της Βιβλιοθήκης και της Σκηνής. Αντίθετα, το ίδιο το Ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί κατά την «ανέλεγκτη κρίση» και εντελώς «άνευ ανταλλάγματος», οποιονδήποτε χώρο του ΚΠ και οποτεδήποτε αυτό κρίνει σκόπιμο, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον πιθανό προγραμματισμό της Σκηνής και της Βιβλιοθήκης, τον οποίο κατά τα άλλα θα έχει προεγκρίνει (άρθρα 14 και 20,παρ.3).

Στο άρθρο 14, προκύπτει και μια ιλαροτραγική δέσμευση της Βιβλιοθήκης και Σκηνής – η υποχρεωτική ονομασία των δύο, κεντρικών αιθουσών τους με το όνομα του εφοπλιστή (αίθουσες Σταύρος Νιάρχος), με την ίδια προτομή εκτός των αιθουσών και χωρίς οποιαδήποτε άλλη διευκρινιστική ή διακριτική πινακίδα – το… άγχος των κληρονόμων για την υστεροφημία και την ονοματοθεσία του εφοπλιστή δεν τους επέτρεψε να δουν την εύλογη σύγχυση που θα προκαλούν στους επισκέπτες, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αγουρίδη στην ίδια συνέντευξη του στο ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, «θα χρεώνονται όχι μόνο για τα εισιτήρια της ΕΛΣ, αλλά και από τις δράσεις της Βιβλιοθήκης  - γιατί οι παραδοσιακές υπηρεσίες της ΕΒΕ παρέχονται δωρεάν». Με άλλα λόγια, Σκηνή και Βιβλιοθήκη θα πρέπει να επιδοθούν σε ένα κυνήγι «πελατών» - χρηστών προκειμένου να ανταπεξέλθουν και στα νέα, υψηλά κόστη εγκατάστασης τους στο ΚΠΙΣΝ.

Για οποιαδήποτε διαφορά ανακύπτει μεταξύ κράτους και Ιδρύματος, αρμόδια προς επίλυση και εκδίκαση δεν είναι τα ελληνικά δικαστήρια, αλλά ένα ad hoc διαιτητικό, δικαστικό όργανο με έδρα το Λονδίνο (άρθρο 30). Τέλος, και σε σχέση με το σκέλος των πιθανών αξιώσεων και απαιτήσεων που μπορεί να εγείρει το Ίδρυμα ανά πάσα στιγμή και κατά την κρίση του, η σύμβαση αφιέρωσε το μακροσκελέστερο άρθρο της (άρθρο 3 και επόμενα) στις οριστικές και πλήρεις φοροαπαλλαγές του ΚΠΙΣΝ, σχεδόν από κάθε ενδεχόμενη επιβάρυνση, τέλος ή φόρο (ακόμη και εισοδημάτων…) τόσο για το διάστημα «υλοποίησης» όσο και λειτουργίας του, με την εξαίρεση του ΦΠΑ – με απλά λόγια, το ΚΠΙΣΝ δεν έχει καταβάλει όλο αυτό το διάστημα, ούτε ένα ευρώ φόρο ή τέλος, πλην ΦΠΑ και των ανταποδοτικών – και θα συνεχίσει να το κάνει «εις το διηνεκές». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι ακόμη και ο ΦΠΑ που έχει έως σήμερα καταβληθεί, μπορεί να αναζητηθεί και να επιστραφεί, μέσα σε ανελαστικές, για το δημόσιο, προθεσμίες.

Το κράτος χάρισε τον πλούτο της Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής, όχι το Ίδρυμα Νιάρχου το ΚΠΙΣΝ.

Με αυτά τα δεδομένα, βρισκόμαστε όντως μπροστά σε μια δωρεά, όχι όμως εκείνη που προπαγανδίζει το ίδιο το Ίδρυμα Νιάρχου σαν «μεγαλύτερη μεμονωμένη». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια δωρεά του ελληνικού κράτους προς μια ιδιωτική εταιρεία, μια ανώνυμη εταιρεία που θα συνεχίσει να διατηρεί «στο διηνεκές» προνομιακές σχέσεις, εκλεκτικές συγγένειες και ομφάλιους λώρους και πολύπλευρες, οικονομικές και διοικητικές δεσμεύσεις με τους κληρονόμους και τους διαχειριστές του Ιδρύματος Νιάρχου, με ένα ΔΣ που θα κληθεί να διορίσει το δημόσιο κάτω από ένα εξαιρετικό και ανελαστικό, νομικό καθεστώς και μια δαμόκλειο σπάθη συνεχόμενων κυρώσεων, υπαναχωρήσεων ή αιρέσεων, που το Ίδρυμα μπορεί να επιβάλει κατά την κρίση του και με ζημίες για τα κρατικά ταμεία, ισόποσες ή και πολλαπλάσιες με την κατά τα άλλα «δωρεά» των 617 εκατομμυρίων ευρώ «υλοποίησης». Τα οφέλη για το Ίδρυμα Νιάρχου είναι εμφανή: Κερδίζει σε «υστεροφημία», κερδίζει σε διαφήμιση, κερδίζει από την οικειοποίηση του ανεκτίμητου ιστορικού, πολιτιστικού και αρχειακού πλούτου της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Λυρικής Σκηνής, ενδεχομένως θα κερδίσει και από τον διορισμό των «σωστών» ανθρώπων στις κατάλληλες θέσεις των αυριανών ΔΣ, κερδίζει από την «άνευ ανταλλάγματος» μελλοντική και ανέλεγκτη χρήση όλων των χώρων του ΚΠ.

Ας σημειωθεί εδώ ότι παραμένει θολή και συγκεχυμένη η κατάσταση σχετικά με τις κάθε λογής συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, έργου και εξωτερικών αναθέσεων για τη φύλαξη, την καθαριότητα και τη συντήρηση των χώρων του ΚΠ, που έχει ήδη συνάψει το ΔΣ του ΚΠΙΣΝ, συμβάσεις που δεσμεύουν προκαταβολικά το ελληνικό δημόσιο και τα επόμενα ΔΣ τόσο του ΚΠΙΣΝ, όσο και της Βιβλιοθήκης ή της Σκηνής για τα επόμενα, πέντε χρόνια, τουλάχιστον. Θα πρέπει να δοθούν δημόσιες, σαφείς και πλήρεις απαντήσεις για το ύψος και το κόστος αυτών των συμβάσεων, που δεν μπορεί το ελληνικό δημόσιο να αλλάξει ή να τροποποιήσει  τα επόμενα χρόνια.

Με όλα τα παραπάνω, για το ευρύ κοινό, καθίσταται ολοφάνερη η εισβολή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και εμπορευματοποίησης, για παράδειγμα, ακόμη και έως τις πρότινος «δωρεάν» υπηρεσίες και παροχές της Εθνικής Βιβλιοθήκης – και ας μην ξεγελαστούν ορισμένοι από τις πρόσφατες «δωρεάν» εκδηλώσεις «γνωριμίας», που πραγματοποίησε το ΚΠ στους χώρους του, οι χρεώσεις, τα αντίτιμα, οι συνδρομές, τα εισιτήρια, τα κρυφά και φανερά μικρά χαράτσια έρχονται καλπάζοντας και ουσιαστικά έχουν ήδη προαναγγελθεί. Το ελληνικό κράτος εκπίπτει σε πρόθυμο και δέσμιο επ’ αόριστον υπηρέτη ιδιωτικών συμφερόντων, ακόμη και σε περιπτώσεις δήθεν «δωρεών», αναλαμβάνοντας εξαιρετικά δυσανάλογα βάρη σε σχέση με τα υποτιθέμενα ωφελήματα, το Ίδρυμα Νιάρχου αποσπά τη μερίδα του λέοντος είτε με οικονομικά, είτε με επικοινωνιακά, είτε με εμπορικά, είτε με διαχειριστικά κριτήρια προσεγγίσει κανείς την κατάσταση των πραγμάτων στο νέο Ελντοράντο της παραλιακής ζώνης, από το Φαληρικό Δέλτα έως την περιοχή του Ελληνικού, το επόμενο «οικονομικό θαύμα» του Λεκανοπεδίου.

 

Ετικέτες