Το αίτημα για την κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων (και ευρύτερα, ενάντια στις ιδιωτικοποίησεις και για την αναστροφή τους σε όλα τα αγαθά «κοινής ωφέλειας», στις συγκοινωνίες, στο νερό, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην Υγεία, στην Παιδεία κ.α.) δίνει το πολιτικό περιεχόμενο.
Το «κίνημα των Τεμπών» αποτελεί πρωτοφανή εκδήλωση μαζικής κοινωνικής διαμαρτυρίας και διεκδίκησης με προμετωπίδα τα αιτήματα για Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Τιμωρία των υπευθύνων.
Στην πραγματικότητα συμπυκνώνει τις συνέπειες αλλεπάλληλων κρίσεων του συστήματος και των κυβερνητικών διαχειρίσεων επί σειρά ετών, από το 2009 τουλάχιστον, που φορτώθηκαν «στην πλάτη» των πολλών και «από κάτω» με δραματικές συνέπειες στην ζωή τους.
Η εγκληματική πολύνεκρη σύγκρουση των τρένων προκάλεσε, με την καταλυτική εμφάνιση και την κινηματική ηγεσία της πρωτοβουλίας των συγγενών των θυμάτων, μαζική ταύτιση πολλών χιλιάδων αν όχι εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ο συμβολισμός είναι συγκλονιστικός. Το τρένο, το μέσο συγκοινωνίας των πολλών και των φτωχών, έναντι του αυτοκινήτου των πολυέξοδων μετακινήσεων, από τα καύσιμα έως τα διόδια και βέβαια των ακριβών αεροπλάνων για τους λίγους. Όπως η ζωή των πολλών έτσι και το μέσο μετακίνησης των πολλών απαξιώθηκε συστηματικά με αποτέλεσμα την πολύνεκρη τραγωδία. Φέρνει στο μυαλό είτε την άμεση ταύτιση ότι ο καθένας/μια θα μπορούσε να είναι στη θέση των θυμάτων είτε συμβολικά, ως επιβάτες στο «κοινωνικό τρένο».
Η εντύπωση ότι το κίνημα υποχωρεί μαζί με τις πολύ μαζικές συγκεντρώσεις, απέναντι στις κυβερνητικές μεθοδεύσεις είναι λανθασμένη. Η υπόθεση αυτή, ακριβώς επειδή είναι συμπύκνωση της, τραγικής και σε πλήρη εξέλιξη, εμπειρίας των «πολλών», θα έρχεται και θα ξαναέρχεται σε κάθε ευκαιρία, τουλάχιστον μέχρι την δίκη. Επίσης, παρότι η κοινωνική κινητοποίηση για τα Τέμπη εμφανίστηκε λιγότερο «πολιτικοποιημένη» από την αντίστοιχη μεγάλη κοινωνική κινητικότητα και κινητοποίηση την περίοδο των μνημονίων (2010 – 2015) δεν σημαίνει ότι ο πυρήνας της δεν είναι απολύτως πολιτικός. Η αδυναμία της πολιτικής έκφρασης του κινήματος των Τεμπών είναι αδυναμία των πολιτικών υποκειμένων (της αριστεράς) να αναδείξουν το περιεχόμενο και όχι κοινωνική υποχώρηση («δεξιά στροφή» της κοινωνίας).
Ιδιωτικοποιήσεις - κρατικοποιήσεις
Σήμερα στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας η υπόθεση των Τεμπών εμφανίζεται ως μία ηθική και πολιτική «κατρακύλα», μια πλήρης κατάπτωση της κυβέρνησης, της δικαιοσύνης, των θεσμών και εν πολλοις του κράτους, με την χρήση κάθε είδους προσχημάτων και ιδεολογιών αλλά ακόμη και εντελώς ξεδιάντροπα χωρίς δικαιολογίες, απέναντι στους γονείς, στους διαδηλωτές και ευρύτερα απέναντι στους «πολλούς» και υπέρ των υπευθύνων του εγκλήματος αλλά και ευρύτερα υπέρ των «λίγων», των οικονομικά ισχυρών, της ελληνικής άρχουσας τάξης και των πολιτικών και κρατικών υπηρετών τους.
Η «κατρακύλα» ωστόσο δεν αφορά αποκλειστικά στα συγκεκριμένα πρόσωπα και μάλιστα αυτά που φέρουν την πολιτική ευθύνη. Είναι το «έδαφος» που είναι «ολισθηρό» και «κατηφορικό». Είναι το οικονομικό πλαίσιο που οδήγησε στην καταστροφή. Είναι οι ιδιωτικοποιήσεις και ο θρίαμβος του κέρδους πάνω στην ανθρώπινη ζωή (που «σκοτώνει όπου βρει» όπως λέει ο εύστοχος στίχος του Φοίβου Δεληβοριά). Είναι η, επί δεκαετίες, στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού και η εξυπηρέτησή της από τις κυβερνήσεις και το βολικό πλαίσιο της ΟΝΕ/ΕΕ.
Το τρένο απαξιώθηκε συστηματικά ως πεδίο περιορισμένης κερδοφορίας, ξεπουλήθηκε κυριολεκτικά στους ιταλικούς σιδηρόδρομους και η κερδοφορία του εξασφαλίζεται από τη συνεχή κρατική επιχορήγηση. Εξέλιξη ικανοποιητική όχι μόνο για την Hellenic Train αλλά και απολύτως ευπρόσδεκτη από τις ανταγωνιστικές βιομηχανίες συγκοινωνιών, μεταφορών, δρόμων, διοδίων, καυσίμων κλπ.
Η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία βλέπει σήμερα ξεκάθαρα τόσο το κρατικό έγκλημα όσο και την προσπάθεια συγκάλυψής του από την κυβέρνηση και το κράτος. Πλειοψηφικά, στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ζητά εκλογές και κυβερνητική αλλαγή ενώ ταυτόχρονα αξιολογεί την αντιπολίτευση λίγο – πολύ ως ανεπαρκή (τα δημοσκοπικά ποσοστά της κυβέρνησης βρίσκονται ήδη πολύ χαμηλά ενώ το «ασανσέρ» διαφόρων κομμάτων της αντιπολίτευσης αποτελεί τεκμήριο της αναξιοπιστίας και της ανεπάρκειας).
Το κίνημα των Τεμπών δείχνει την ωρίμανση της μαζικής, λαϊκής οργής και την απαίτηση για «ζωή αξιοβίωτη». Το αίτημα για την κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων (και ευρύτερα, ενάντια στις ιδιωτικοποίησεις και για την αναστροφή τους σε όλα τα αγαθά «κοινής ωφέλειας», στις συγκοινωνίες, στο νερό, στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στην Υγεία, στην Παιδεία κ.α.) δίνει το πολιτικό περιεχόμενο.
Η κρατικοποίηση ως πολιτική επιλογή δεν έχει ένα συγκεκριμένο ταξικό, πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο. Η κρατική ιδοκτησία και διαχείριση δεν ξεφεύγει αυτόματα και αυτονόητα από το πλαίσιο της αγοράς και των απαιτήσεών της. Συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Είναι το πραγματικό πολιτικό σχέδιο που δίνει το περιεχόμενο και μετατρέπει το αίτημα και την επιλογή σε όχημα των αντίστοιχων ταξικών συμφερόντων και σκοπιμοτήτων.
Έτσι μια επιλογή κρατικοποίησης που σέβεται το πλαίσιο της αγοράς και της κερδοφορίας και εντάσσεται σε κάποιο σχέδιο «επενδύσεων» και «ανάπτυξης», πολύ λίγα (έως τίποτα) έχει να προσφέρει στην πάλη για την δραστική αλλαγή του ταξικού και ιδεολογικοπολιτικού συσχετισμού υπέρ «των πολλών και από κάτω». Πολύ περισσότερο που μια τέτοια επιλογή επιδιώκει μια ορισμένη συναίνεση των «από πάνω», κάτι που στις μέρες μας, από την πλευρά των «από κάτω» και της αριστεράς, μοιάζει μάλλον πολιτικά αφελής.
Αντίθετα στην εποχή των σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων και της καταστροφής του «κοινωνικού κράτους» (που οικοδομήθηκε ως αποτέλεσμα των μαζικών αγώνων του εργατικού κινήματος στα χρόνια της Μεταπολίτευσης), η αντιστροφή του βέλους προς την εκ νέου διεκδίκησή του ως έκφραση και αιχμή μιας επιθετικά αναδιανεμητικής πολιτικής από τα πάνω προς τα κάτω, αποτελεί στοιχείο ενός γνήσιου ριζοσπαστικού εργατικού και λαϊκού προγράμματος με ξεκάθαρα ταξικά χαρακτηριστικά. Η κρατικοποίηση με όρους σύγκρουσης με την εγχώρια άρχουσα τάξη και εν γένει με το πλαίσιο της αγοράς αποτελεί πράξη αμφισβήτησης της ατομικής ιδιοκτησίας. Ιδιαίτερα το ζήτημα του εργατικού, κοινωνικού ελέγχου αποτελεί στοιχείο ουσιαστικής ρήξης, ενός ανοιχτού «παράθυρου προς τον ουρανό» και «χρωματίζει» στρατηγικά τη διεκδίκηση της κρατικοποιήσης.
Η αντιμετώπιση του ζητήματος της κρατικοποίησης του σιδηρόδρομου (και ευρύτερα), η επιχειρηματολογία καθώς και ο τρόπος της διεκδίκησής του φανερώνουν και το πραγματικό πολιτικό σχέδιο και τη συνολική εναλλακτική πρόταση.
Η Αριστερά
Η πολιτική δυνατότητα ωστόσο δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο. Απέναντι και ενάντια στο αίτημα αυτό και στη δυνατότητα να υλοποιηθεί στον παρόντα ιστορικό χρόνο, δύο είναι οι κυρίαρχες απόψεις στο πολιτικό φάσμα.
Η μία είναι η κυβερνητική (και όχι μόνο), δεξιά άποψη. Αυτή η οποία υποστηρίζει την υπεροχή της αγοράς και των ιδιωτικών επιχειρήσεων έναντι των δημόσιων αγαθών. Η γραμμή της «υποχώρησης» υπό το βάρος της μαζικής κοινωνικής διαμαρτυρίας και του σοκαριστικού πολύνεκρου εγκλήματος είναι πως κάτι τέτοιο, η επανακρατικοποίηση, δεν είναι εφικτό λόγω οικονομικού και γεωπολιτικού πλαισίου, δηλαδή λόγω προτεραιότητας της αγοράς (έναντι της ανθρώπινης ζωής) και λόγω της ΟΝΕ/ΕΕ.
Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα εάν δεν ανατραπεί το συνολικό πλαίσιο, είτε του καπιταλισμού γενικά είτε, έστω, της ΟΝΕ/ΕΕ με την έξοδο ως προϋπόθεση. Αυτές οι απόψεις εκφέρονται από το ΚΚΕ και από ένα τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Πρόκειται για ένα προφανές αναποδογύρισμα των προτεραιοτήτων στην πραγματική ζωή και την πάλη, ταξική και πολιτική.
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα που οδηγεί σε αυτές τις «σοφιστείες» είναι άλλο και αφορά στο ποιος πολιτικός φορέας διατίθεται να αναλάβει σήμερα την πολιτική ευθύνη, ως βούληση και ως δυνατότητα. Εάν και πώς ακριβώς (με ποιο πολιτικό σχέδιο) μπορεί να υλοποιηθεί, στον παρόντα χρόνο, το αίτημα.
Η επανακρατικοποίηση ιδωτικοποιημένων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας υπό την δυναμική και επίμονη διεκδίκηση του κινήματος αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα που τεκμηριώνει τη σημασία της ταξικής/ πολιτικής πάλης με απτά αποτελέσματα, στο ιστορικό παρόν. Κορυφαίο παράδειγμα στην πρόσφατη ιστορία του εργατικού κινήματος υπήρξε η ανατροπή της ιδιωτικοποίησης των λεωφορείων της τότε ΕΑΣ από τον διαρκή, επίμονο και δυναμικό απεργιακό αγώνα του συνδικάτου και υπό την ηγεσία των συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ. Στην τότε εμβληματική πάλη ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα του Κωσταντίνου Μητσοτάκη οι δυνάμεις του ΚΚΕ όχι μόνο δεν απέρριψαν τη σημασία του αγώνα για την ανάκτηση των αστικών συγκοινωνιών από το δημόσιο αλλλά αντίθετα πρωταγωνίστησαν σε αυτή. Τί διαφορετικό υπάρχει σήμερα που οδηγεί το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς να δίνει κυριολεκτική μάχη μέσα από πλήθος αρθρογραφίας και επιχειρημάτων ενάντια στην απαίτηση για επανακρατικοποίηση, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο του καπιταλιστικού πλαισίου; Η παρατήρηση ότι όλες οι νίκες του εργατικού και μαζικού κινήματος, μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αγοράς, είναι προσωρινές, είναι γνωστή και αναμφισβήτητη. Εντούτοις το συμπέρασμα ότι γιαυτό τον λόγο τα άμεσα αιτήματα δεν έχουν (τουλάχιστον ιδιαίτερη) σημασία αφού έτσι κι αλλιώς χωρίς την ολοκληρωτική αντικαπιταλιστική ανατροπή, ακόμη κι αν είναι δυνατό να υπάρξουν νίκες, θα υποχωρήσουν εκ νέου (κάποια χρονική στιγμή, συμπύκνωση και αυτή του συσχετισμού και του βαθμού της πάλης), αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία με διαλυτικά και καταστροφικά αποτελέσματα για την ίδια την πάλη. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα «κυκλικό επιχείρημα» που υπονοεί (αν όχι δηλώνει ευθέως) ότι η αντικαπιταλιστική ανατροπή δεν θα είναι αποτέλεσμα της πάλης και των αγώνων της εργατικής τάξης και των «από κάτω» γενικότερα αλλά κάποιου «εξωτερικού» παράγοντα – του κόμματος – που θα παρέμβει αποφασιστικά μια, κάποια απροσδιόριστη, ιστορική στιγμή όταν «οι συνθήκες θα είναι ώριμες». Πέρα από δείγμα βαθιάς αντιμαρξιστικής, σταλινικής αντίληψης που υποτιμά σταθερά την πάλη της εργατικής τάξης και γενικά το μαζικό κίνημα ως «υποκείμενο» των ιστορικών κοινωνικών αλλαγών, αποτελεί επίσης και κυρίως στην τρέχουσα περίοδο, δήλωση αδυναμίας να αντιμετωπιστούν οι ιστορικές «ασυνέχειες» που «γεννά» η εποχή και διαμορφώνουν το σύγχρονο πεδίο της ταξικής και πολιτικής πάλης.
Στην περίοδο της επιθετικά νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη (1990 – 1993) η απάντηση στο ερώτημα ποια κυβέρνηση θα μπορούσε ενδεχομένως να υλοποιήσει (σε κάποιο βαθμό) τις απαιτήσεις και διεκδικήσεις του κινήματος ανατρέποντας την δεξιά, ήταν περίπου δεδομένη: η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Στις μέρες μας αυτή η «πολιτική γεωμετρία» που χαρακτήρισε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης έχει πλέον ανατραπεί. Η σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα και πανευρωπαϊκά (αν όχι διεθνώς) δεν εκτελεί τα «ρεφορμιστικά» καθήκοντά της προς το κοινωνικό και ταξικό της ακροατήριο, εδώ και δεκαετίες, έχοντας προσχωρήσει ολοκληρωτικά στον καπιταλιστικό, νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο» που χαρακτηρίζει την ΟΝΕ/ΕΕ. Το πολιτικό κενό που έχει αναδυθεί ευνοεί, υπό όρους και προϋποθέσεις, τους πολιτικούς διεκδικητές που βρίσκονται στ’ αριστερά του «σοσιαλφιλελευθερισμού» ενίοτε μέχρι του βαθμού της κυβερνητικής πρόκλησης. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ περιέχει πλήθος συμπερασμάτων μεταξύ των οποίων την «διακινδύνευση» της εκρηκτικής ανόδου της πολιτικής/ εκλογικής επιρροής της αριστεράς χωρίς κάτι τέτοιο να υποδηλώνει ή να συγκροτεί προεπαναστατικούς ή επαναστατικούς όρους. Το ΚΚΕ με πλήρη επίγνωση του «κινδύνου» και προκειμένου να τον αποφύγει φτάνει σε επιλογές αριστερισμού που (ως συνήθως ιστορικά) τροφοδοτούν την ήττα και τελικά ενισχύουν δεξιές πιέσεις στο ίδιο το εργατικό και μαζικό κίνημα.
Ωστόσο ακόμη και επιλογές που εμφανίζονται δήθεν αριστερότερες και σε σφοδρή κριτική προς τις επιλογές του ΚΚΕ, από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς, φτάνουν στο ίδιο σημείο (αδυναμία νικών ελέω «επαναστατικής προϋπόθεσης») μέσα από διαφορετική επιχειρηματολογία και προσχήματα. Δεν απορρίπτεται το αίτημα για την επανακρατικοποίηση, το αντίθετο! Εντούτοις απαιτείται η πιο «ξεκάθαρη» επαναστατική γραμμή. Μια γραμμή που θα απορρίπτει και θα απαγορεύει την «υπερβολική» επέκταση του κινηματικού μετώπου σε «μη επαναστατικές» δυνάμεις με κεντρικό επιχείρημα αυτή την φορά, όχι την αντικαπιταλιστική ανατροπή ως προϋπόθεση αλλά την έξοδο από την ΕΕ! Τέτοιοι φραγμοί στο κίνημα είναι αδιανόητος αριστερισμός και σχεταρισμός με αποτελέσματα διαλυτικά και αποσυσπειρωτικά για το ίδιο το κίνημα. Ουσιαστικά πρόκειται για αντίληψη οικοδόμησης του πολιτικού υποκειμένου, της οργάνωσης, παρά του κινήματος και ακριβώς λόγω αυτής της αντίφασης είναι λανθασμένη τόσο για το κίνημα όσο και για την οργάνωση. Η ίδια η πολύ πρόσφατη ιστορία του κινήματος έχει δώσει ακόμη και ασυνήθιστα και «παράδοξα» παραδείγματα εκτεταμένου κινηματικού, συνδικαλιστικού μετώπου, όπως αυτό της ΔΟΕ. Τα τελευταία χρόνια στον χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης δόθηκε σκληρός αγώνας (και συνεχίζεται) ενάντια στην «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών / πρόσχημα για την ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, με πρόεδρο της ΔΟΕ, μέχρι πολύ πρόσφατα, όχι από την αριστερά αλλά από την παράταξη της ΔΑΚΕ, υπό την πίεση του κινήματος και των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς, σε σύγκρουση με την ίδια την κυβέρνησή της!
Η μόνη διαφορά της δήθεν «επαναστατικής» αντιμετώπισης από αυτή του ΚΚΕ είναι η απουσία πίεσης από τον «κυβερνητικό κίνδυνο» καθώς τα εκλογικά ποσοστά του χώρου δεν εξασφαλίζουν σήμερα ούτε την εκλογιμότητα και η, ως εκ τούτου, «ευκολία» προπαγανδιστικών επιλογών έναντι των απαιτούμενων πολιτικών επιλογών με ορατότητα στο μαζικό ακροατήριο και συνέπειες ουσιαστικές στην ίδια την πάλη.
Πρωτοβουλία με βάθος και προοπτική
Μια πρωτοβουλία για την ανάδειξη του αιτήματος της κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό, κοινωνικό έλεγχο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την συνολική πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και για την αναστροφή τους ως επιλογή ταξική και ανατρεπτική και οφείλει να στοχεύει στην εμβάθυνση της πολιτικοποίησης του «κινήματος των Τεμπών».
Από αυτή την σκοπιά το κεντρικό ζήτημα μιας τέτοιας πρωτοβουλίας είναι το εύρος της συμμετοχής. Από τις πολιτικές οργανώσεις που διατίθενται να διαθέσουν τις δυνάμεις τους σε αυτόν τον σκοπό, τις συνδικαλιστικές δυνάμεις και εκπροσωπήσεις έως το άπλωμα ενός πλατιού δικτύου μέσα στην κοινωνία με την συμμετοχή όποιας/ου επιθυμεί να συμβάλει και να αγωνιστεί γι αυτό. Το εύρος της συμμετοχής έχει τη λογική της δύναμης των «πολλών», του κόσμου της εργασίας και των «από κάτω» έναντι των «λίγων» και «ειδικών». Αποφάσεις πρωτοβάθμιων σωματείων αποτελούν ασφαλώς θετική εξέλιξη όμως ο περιορισμός της πρωτοβουλίας σε αυτή την μορφή θα την οδηγήσει γρήγορα στα όριά της καθώς είναι πολύ λίγα αυτά τα σωματεία που διαθέτουν ξεκάθαρα αριστερή, ριζοσπαστική πλειοψηφία. Ο σκοπός εδώ είναι να συναθροιστούν όσο το δυνατόν περισσότερες φωνές πέρα από τους συγκεκριμένους συσχετισμούς στα σωματεία. Η εξυπηρέτηση της ανάγκης να υπάρξουν τεκμηριώσεις και τεχνικά/ επιστημονικά πορίσματα υπέρ της κρατικοποίησης του σιδηρόδρομου επίσης έχει όρια και προϋποθέσεις που κρίνουν το ουσιαστικό ταξικό και πολιτικό περιεχόμενο. Το κύριο (αν όχι το μοναδικό) ζήτημα που πρέπει να τίθεται ξανά και ξανά είναι πώς η οικονομική δυνατότητα για τέτοιες επιλογές είναι αντικειμενικά (πάντα και άμεσα) παρούσα. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ταξική και ριζοσπαστική πολιτική επιλογή που αφορά στην αποτελεσματική και γενναία φορολόγηση του πλούτου και του εγχώριου ιδιωτικού κεφαλαίου προς όφελος των «πολλών και από κάτω».
Η διεκδίκηση της άμεσης, χωρίς αποζημίωση και με εργατικό/ κοινωνικό έλεγχο, κρατικοποίησης των σιδηροδρόμων, μπορεί να γίνει το πολιτικό «προσάρτημα» του αιτήματος για Δικαιοσύνη, του «κινήματος των Τεμπών», διαμορφώνοντας ένα πολύ ουσιαστικό πλαίσιο πίεσης για κάθε πολιτική δύναμη που επιζητά την κυβερνητική εξουσία, με σοβαρές συνέπειες στην γενικότερη συζήτηση για την κυβερνητική στρατηγική. Βαθαίνοντας ταυτόχρονα την αίσθηση της δύναμης αλλά και της δυνατότητας στο ίδιο το κίνημα, ευνοώντας την κλιμάκωση των απαιτήσεων και των διεκδικήσεων. Οικοδομώντας τους όρους για την σύγχρονη, μαζική αντικαπιταλιστική αριστερά που θα μπορεί να αντιμετωπίσει κάθε ιστορικά διαθέσιμη ευκαιρία και πολιτική πρόκληση και να επιδιώξει και να στηρίξει κάθε «προσωρινή» νίκη ως σκαλοπάτι για τη συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή.