Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται στη συνέντευξη που έδωσε ο Αργεντίνος σκηνοθέτης στη Νίκη Ορφανού και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ ΕΦ, το καλοκαίρι του 2012.

Το ανε­ξάρ­τη­το θέ­α­τρο στο Μπου­έ­νος Άιρες δεν είναι και­νούρ­για υπό­θε­ση. Ηδη από το 1930, υπάρ­χει στην πόλη μια πολύ ζω­ντα­νή εναλ­λα­κτι­κή θε­α­τρι­κή σκηνή, με πα­ρα­γω­γές μη εμπο­ρι­κές, με χα­μη­λούς προ­ϋ­πο­λο­γι­σμούς, με διά­θε­ση πει­ρα­μα­τι­σμού ως προς τις φόρ­μες και αμ­φι­σβή­τη­σης ως προς τα υπό­λοι­πα. Από τις αρχές του 2000 ωστό­σο, μιας δε­κα­ε­τί­ας ιδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λης για τη χώρα λόγω της χρε­ο­κο­πί­ας του 2001, το «off” θέ­α­τρο, όπως το απο­κα­λούν οι ντό­πιοι, απέ­κτη­σε δια­στά­σεις που κα­θό­λου δεν  αντι­στοι­χούν σε «πε­ρι­θώ­ριο». Δεν είναι μόνο τα 300 μικρά θέ­α­τρα που ξε­φύ­τρω­σαν σ’ όλες τις γει­το­νιές της πόλης, είναι ότι το θέ­α­τρο δια­πέ­ρα­σε τους με­μο­νω­μέ­νους τοί­χους  των black boxes και έφτα­σε πα­ντού: σε δρό­μους και σε πλα­τεί­ες, σε βα­γό­νια του μετρό και σε λε­ω­φο­ρεία, σε πρό­χει­ρα με­τα­ποι­η­μέ­νες απο­θή­κες, σε τα­ρά­τσες, ακόμα και σε σα­λό­νια ιδιω­τι­κών σπι­τιών. Οι Αρ­γε­ντί­νοι, σε πεί­σμα των και­ρών, ήταν απο­φα­σι­σμέ­νοι να κά­νουν θέ­α­τρο οπου­δή­πο­τε και με οποιο­δή­πο­τε  μέσο.

Γνή­σιο παιδί της νέας αυτής κα­τά­στα­σης είναι και το θέ­α­τρο Timbre4, που προ­έ­κυ­ψε όταν ο Κλά­ου­ντιο Τολ­κα­τσίρ απο­φά­σι­σε να με­τα­τρέ­ψει μέρος του δια­με­ρί­σμα­τός του, στη λαϊκή συ­νοι­κία Μπο­έ­δο, σε θε­α­τρά­κι 50 θέ­σε­ων. Το δια­μέ­ρι­σμα βρί­σκε­ται στο πίσω μέρος μιας casa chorizo, ενός στε­νό­μα­κρου συ­γκρο­τή­μα­τος σπι­τιών που θυ­μί­ζει σα­λά­μι…

Οι «κάσας τσο­ρί­σο» ήταν σπί­τια με­τα­να­στών από τις αρχές του 20ου αιώνα, ένα είδος ερ­γα­τι­κών κα­τοι­κιών.. Για να φτά­σει κα­νείς στο θέ­α­τρο του Τολ­κα­τσίρ, έπρε­πε να δια­σχί­σει ένα ιδιω­τι­κό δρο­μά­κι, να φτά­σει στην εσω­τε­ρι­κή αυλή και να ψάξει για το κου­δού­νι Timbre 4. Και αυτή τη δια­δρο­μή να την κάνει γρή­γο­ρα και χωρίς πολλά λόγια και φα­σα­ρία. Συ­χνά-πυ­κνά πα­ρα­πο­νιού­νταν οι γεί­το­νες για τις στρα­τιές των θε­α­τρό­φι­λων που έφτα­ναν στο δια­μέ­ρι­σμα του σκη­νο­θέ­τη, ενώ κά­ποιος έφτα­σε στο ση­μείο να υπο­βά­λει κα­ταγ­γε­λία, σύμ­φω­να με την οποία το Τimbre 4 ήταν οίκος ανο­χής και δια­κί­νη­σης ναρ­κω­τι­κών!

Ολο αυτό βέ­βαια ήταν με­γά­λος μπε­λάς για τον ιδιο­κτή­τη του θε­ά­τρου, ο οποί­ος για χρό­νια έβαζε κι έβγα­ζε μια τα­μπέ­λα από την πόρτα του με την έν­δει­ξη : «Πα­ρα­κα­λώ, μη χτυ­πά­τε το κου­δού­νι, πα­ρά­στα­ση σε εξέ­λι­ξη…»

Τα πράγ­μα­τα άλ­λα­ξαν το 2010, όταν εκ­κε­νώ­θη­κε ένα ερ­γο­στά­σιο επι­πλο­ποι­ί­ας ακρι­βώς πίσω από το δια­μέ­ρι­σμα του Τολ­κα­τσίρ. Το ερ­γο­στά­σιο προ­σαρ­τή­θη­κε στο δια­μέ­ρι­σμα, το κοινό μπο­ρού­σε πλέον να προ­σέλ­θει από ανε­ξάρ­τη­τη εί­σο­δο και το Timbre 4 μπο­ρού­σε επι­τέ­λους να καυ­χη­θεί για το νέο του χώρο των 180 θέ­σε­ων, αλλά και για τη δυ­να­τό­τη­τα πραγ­μα­τι­κής στέ­γα­σης της σχο­λής υπο­κρι­τι­κής του Τολ­κα­τσίρ (που μέχρι τότε φι­λο­ξε­νεί­το κι αυτή στο σα­λό­νι του καλ­λι­τέ­χνη).

Οι γεί­το­νες πια δή­λω­ναν πε­ρή­φα­νοι για τον «Τόλκα», τον όμορ­φο, ξανθό καλ­λι­τέ­χνη τους.

Ο «Τόλκα» μπήκε για καλά στο θε­α­τρι­κό χάρτη του Μπου­έ­νος Άιρες.

Εκτο­τε πήρε μέρος σε διε­θνή φε­στι­βάλ, ερ­γά­στη­κε σαν ηθο­ποιός δίπλα σε με­γά­λα ονό­μα­τα, έγρα­ψε έργα, σκη­νο­θέ­τη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρα.

Στην ερώ­τη­ση της δη­μο­σιο­γρά­φου «πώς επη­ρέ­α­σε το θέ­α­τρο η οι­κο­νο­μι­κή κρίση» απά­ντη­σε:

«Εκεί­νη η κρίση ήταν μια έκρη­ξη που μας απο­κά­λυ­ψε ποιοι ήμα­σταν στ’ αλή­θεια εμείς οι Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νοι: φτω­χοί και απρο­στά­τευ­τοι. Μας έδει­ξε ότι δεν εί­μα­στε Ευ­ρω­παί­οι, όπως ήθε­λαν να μας κά­νουν να πι­στεύ­ου­με τη δε­κα­ε­τία του 1990. Αυτή η έκρη­ξη, με όλες της τις συ­νέ­πειες, πα­ρή­γα­γε πολύ εν­δια­φέ­ρο­ντα έργα που μί­λη­σαν πραγ­μα­τι­κά για μας. Επί­σης η κρίση οδή­γη­σε σε μια πολύ με­γά­λη πα­ρα­γω­γή ανε­ξάρ­τη­του θε­ά­τρου. Δεν εί­χα­με πια να πε­ρι­μέ­νου­με καμία βο­ή­θεια από το κρά­τος. Μά­θα­με να βρι­σκό­μα­στε όλοι μαζί, να συ­ζη­τά­με και να κά­νου­με θέ­α­τρο με άλ­λους όρους. Και το κοινό μας ακο­λού­θη­σε γιατί είχε ανά­γκη να βρί­σκε­ται με άλ­λους αν­θρώ­πους, γιατί κα­νείς δεν ήθελε την απο­μό­νω­ση. Ηταν η αρχή, επώ­δυ­νη αλλά υγιής, μιας νέας δη­μιουρ­γί­ας. Μιας δη­μιουρ­γί­ας πιο προ­σω­πι­κής και πιο ξε­χω­ρι­στής στη μορφή και στο πε­ριε­χό­με­νο, από αυτής των πε­ρα­σμέ­νων δε­κα­ε­τιών.

«Σας κό­βου­με τα λεφτά για να σας βοη­θή­σου­με να γί­νε­τε πιο δη­μιουρ­γι­κοί», λένε πολ­λές κυ­βερ­νή­σεις στην Ευ­ρώ­πη τα τε­λευ­ταία χρό­νια, όταν κό­βουν τις επι­χο­ρη­γή­σεις….»

«Είναι ανώ­μα­λη η λο­γι­κή τους. Με την ίδια δι­καιο­λο­γία κό­βουν χρή­μα­τα από την παι­δεία και την υγεία. Η απά­ντη­σή μου είναι: η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα των καλ­λι­τε­χνών δεν είναι δου­λειά του κρά­τους. Αυτοί οφεί­λουν να κρα­τά­νε τους εαυ­τούς τους απα­σχο­λη­μέ­νους με το να βρί­σκουν λεφτά για μας και τις τέ­χνες και ας αφή­σουν εμάς και το κοινό να ασχο­λού­μα­στε με τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα». 

«Πώς είναι τα πράγ­μα­τα στην Αρ­γε­ντι­νή σή­με­ρα»;

«Μ’ αρέ­σει ο δρό­μος που παίρ­νει τώρα η Αρ­γε­ντι­νή. Υπάρ­χει κα­τα­νό­η­ση από την πο­λι­τι­κή ότι το κοι­νω­νι­κό κρά­τος είναι απα­ραί­τη­το. Και οι νέοι εν­θαρ­ρύ­νο­νται να συμ­με­τέ­χουν στα πράγ­μα­τα και νιώ­θουν ότι η γνώμη τους με­τρά­ει. Φυ­σι­κά και έχου­με πολλά κοι­νω­νι­κά και οι­νο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα. Αλλά αγαπώ τη χώρα μου κι είμαι αι­σιό­δο­ξος».

Στην Αθήνα και στο πλαί­σιο του Φε­στι­βάλ Αθη­νών εί­δα­με το Tercer cuerpo (τρίτο σώμα), όπου πέντε πρό­σω­πα κου­ρα­σμέ­να από τη ζωή τους πρω­τα­γω­νι­στούν σε έναν αγώνα επι­βί­ω­σης. Με χιού­μορ και ταυ­τό­χρο­νη απελ­πι­σία, ξε­κι­νούν κάθε μέρα από την αρχή, μόνο και μόνο για να κα­τα­λή­ξουν και πάλι στο χάος. Κι ο κό­σμος είναι ένα σώμα: φθαρ­τό, αδέ­ξιο και γι αυτό τόσο αν­θρώ­πι­νο.

Ποιος είπε τε­λευ­ταία ότι εάν δεν ψη­φι­στούν τα μέτρα της τρόι­κας εσω­τε­ρι­κού θα γί­νου­με Αρ­γε­ντι­νή;