Ο σχηματισμός των κλάστερ αποτελεί μια προσπάθεια ανταπόκρισης του καπιταλισμού στην τάση για κεντρικό κοινωνικό σχεδιασμό των αναγκών και της παραγωγής, ο οποίος ωστόσο, ποτέ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί κάτω από την κυριαρχία του ανταγωνισμού.
Τα κλάστερ εμφανίστηκαν αρχικά στη δεκαετία του ’50, άρχισαν να παίζουν ηγεμονικό ρόλο στη δεκαετία του ’70, στις ΗΠΑ, και γνώρισαν μεγάλη επέκταση στη δεκαετία του ’90. Από τότε και σταδιακά, ο όρος «business cluster» εισβάλλει και στην ορολογία της πολιτικής οικονομίας. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «επιχειρηματική συστάδα». Εμείς θα προτιμήσουμε τη μεταφορά στα ελληνικά της λέξης κλάστερ. Σήμερα, τα μεγαλύτερα 250 κλάστερ σε ΕΕ, ΗΠΑ και Ασία, καθορίζουν αποφασιστικά τη δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η δύναμή τους είναι πολύ ανώτερη ακόμη και από μεγάλα κράτη, με κύκλο εργασιών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα κλάστερ αποτελούν, πλέον, χαρακτηριστικό γνώρισμα του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Το 1990, ο νεοφιλελεύθερος καθηγητής του Χάρβαρντ, Μάικλ Πόρτερ, στο έργο σταθμό για την ανάλυση των κλάστερ, που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (The Competitive Advantage of Nations, εκδ. Free Press, New York, 1990, 1998, Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των Εθνών), ορίζει το κλάστερ ως «γεωγραφική συγκέντρωση διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων, εξειδικευμένων προμηθευτών, παρόχων υπηρεσιών και σχετιζόμενων ιδρυμάτων ενός βιομηχανικού κλάδου». Το υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου της Μεγάλης Βρετανίας ορίζει τα κλάστερ ως «γεωγραφική συγκέντρωση ανταγωνιζόμενων, συνεργαζόμενων και αλληλοεξαρτώμενων εταιριών και ιδρυμάτων που συνδέονται μεταξύ τους από ένα σύστημα επιχειρηματικών και μη δεσμών».
Σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο του κλάστερ ενοποιούνται οργανικά ανταγωνιστικές και παραπληρωματικές επιχειρήσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, κεντρικό και τοπικό κράτος και χρηματοπιστωτικός τομέας σε μία ολοκλήρωση της παραγωγής σε μια παραγωγική αλυσίδα σε έναν ιδιαίτερο βιομηχανικό κλάδο.
Σήμερα, τα κλάστερ θεωρούνται συνώνυμα της υψηλής παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Τα υπουργεία Οικονομίας των μεγαλύτερων κρατών έχουν συγκεκριμένες πολιτικές προώθησης των κλάστερ. Η ΕΕ υποστηρίζει τα κλάστερ μέσω διαφόρων προγραμμάτων (Interreg, Innova, European Cluster Observatory). Στην Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία και ιδιαίτερα από την κρίση και ύστερα, υπάρχει έντονη προώθηση της συγκρότησης σε κλάστερ του τουριστικού τομέα και του αγροτοδιατροφικού τομέα, ενώ έχει συγκροτηθεί και το κλάστερ υψηλής τεχνολογίας Corallia με κέντρο το πανεπιστήμιο της Πάτρας. Το πρώτο μνημόνιο αναφέρεται ρητά στην προώθησή τους.
Η συγκρότηση σε κλάστερ δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας σε όλους πλέον τους παραγωγικούς κλάδους στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, από τον πρωτογενή τομέα και τη γεωργία έως τη βιοτεχνολογία, την αυτοκινητοβιομηχανία, την αεροναυπηγική κ.ά. Δυστυχώς, όπως αναφέρουν οι γερμανοί Χάρτμαν και Γκέπερτ, οι αριστεροί οικονομολόγοι και αγωνιστές ελάχιστα έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό (βλ. Κλάστερ, το νέο Στάδιο του Καπιταλισμού, D. Hartmann, G. Geppert, εκδ. Assoziation A, Βερολίνο, 2008, αμετάφραστο). Ας ελπίσουμε το άρθρο αυτό να αποτελέσει κίνητρο για μαρξιστική έρευνα του φαινομένου στην Ελλάδα.
Στην «Κοιλάδα του Πυριτίου», περισσότερο γνωστή ως Silicon Valley, δημιουργήθηκε ένα από τα πρώτα κλάστερ με ολοκληρωμένη μορφή. Η Σίλικον Βάλλεϊ είναι μία περιοχή στο νότιο τμήμα του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, σε μία στενή λωρίδα που εκτείνεται από το Σαν Χοσέ ως το Μπέρκλεϊ. Εκεί συγκεντρώνονται σχεδόν όλες οι πολυεθνικές του ευρύτερου βιομηχανικού τομέα της πληροφορικής. Intel, Google, Apple, Amazon, Adobe, Microsoft, Hewlett Packard, Facebook, IBM είναι μόνο μερικές από τις πολυεθνικές που έχουν την έδρα τους στην περιοχή, ενώ οι σημαντικότερες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας στον κόσμο, από τη Nokia μέχρι τη Samsung, διατηρούν στη Σίλικον Βάλεϊ κομβικές εγκαταστάσεις. Γύρω από αυτές συγκεντρώνονται χιλιάδες μικρότερες καινοτόμες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας. Ένα μεγάλο δίκτυο εξειδικευμένων προμηθευτών συμπληρώνει την παραγωγική αλυσίδα της περιοχής.
Πλάι στις πολυεθνικές αυτές και σε στενή σύνδεση μαζί τους, δραστηριοποιούνται ερευνητικά κέντρα του στρατού και του ναυτικού των ΗΠΑ, καθώς και της NASA. Ένα δίκτυο πανεπιστημίων, με αυτό του Στάνφορντ να κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνδέονται στενά με την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Το Κονσόρτσιουμ Επιστήμης και Καινοτομίας του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο συνενώνει πανεπιστήμια όπως του Στάνφορντ και του Μπέρκλεϊ, επιχειρήσεις όπως η IBM, η Genencor και η Hewlett Packard και κρατικά ερευνητικά κέντρα όπως της NASA, σε ένα συνεργατικό ερευνητικό δίκτυο.
Στην Κοιλάδα του Πυριτίου γεννήθηκε και η βιομηχανία των κεφαλαίων υψηλού ρίσκου (venture capital). Πρόκειται για χρηματοπιστωτικές εταιρίες που παρέχουν σε επίδοξους επιχειρηματίες κεφάλαια για την ίδρυση καινοτόμων εταιριών, με πολύ υψηλές αποδόσεις και όρους που τις περισσότερες φορές τους δίνουν το πάνω χέρι στη νέα εταιρία.
Τέλος, η Πολιτεία της Καλιφόρνια υποστηρίζει ενεργά τη Σίλικον Βάλεϊ με οικονομικά και αναπτυξιακά προγράμματα και υπηρεσίες προώθησης της συνεργασίας και της έρευνας στην περιοχή.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Κεντρική Ευρώπη, πάνω από το 30% της παγκόσμιας παραγωγής χημικών προϊόντων παράγεται σε τέσσερα γιγάντια κλάστερ: στην Αμβέρσα του Βελγίου, στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας και σε δύο περιοχές του γερμανικού κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, στο Ρουρ (κλάστερ ChemSite) και στο βόρειο τμήμα του Ρήνου (Κλάστερ ChemCologne).
Σύμφωνα με μελέτη της δεξαμενής σκέψης του «Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Πετροχημικής Βιομηχανίας» που διεξήχθη το 2007, τα τέσσερα αυτά κλάστερ, λόγω του βαθμού ολοκλήρωσης, διασύνδεσης και των ροών προϊόντων μεταξύ τους, συγκροτούν ένα μέγα-κλάστερ, που εκτείνεται σε τέσσερις περιοχές και τρεις χώρες (A Paradigm Shift : Supply Chain Collaboration and Competition in and between Europe’s Chemical Clusters. Results of the EPCA Think Tank Sessions organized and sponsored by EPCA).
Εταιρίες όπως η Bayer, η BP, η BASF, η IDEOS αποτελούν κάποιες από τις πολυεθνικές που διατηρούν εγκαταστάσεις σε ένα ή περισσότερα υποκλάστερ του μέγα-κλάστερ. Ένα πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, αυτοκινητόδρομων και υδάτινων οδών συνδέουν τα τέσσερα κλάστερ και κάνουν δυνατή τη ροή προϊόντων μεταξύ τους. Προϊόντα κάποιων εταιριών αποτελούν πρώτες ύλες για εργοστάσια άλλων εταιριών και κυκλοφορούν μέσω των αγωγών και των διαφόρων συνδέσεων. Ανταγωνιστικές εταιρίες χρησιμοποιούν κοινές εγκαταστάσεις για την παραγωγή των προϊόντων τους για λόγους ορθολογικότερης χρήσης των διαθέσιμων πόρων μέσα στο κλάστερ. Οι προμηθευτές των εταιριών έχουν υψηλή εξειδίκευση στις εταιρίες της χημικής βιομηχανίας και επιδιώκουν τη μεταξύ τους συνεργασία για να καλύψουν από κοινού τις ανάγκες των (κοινών) πελατών τους. Σε όλες τις περιπτώσεις, η ορθολογική χρήση των διαθέσιμων πόρων (γη, εγκαταστάσεις) μέσα στο κλάστερ και άρα η υπέρβαση του κατακερματισμού είναι το κίνητρο για συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστών. Από τη μελέτη που προαναφέραμε προκύπτει ως βασική ανάγκη η συστηματικότερη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των παραγωγών και των προμηθευτών ώστε να είναι εφικτό να σχεδιάζεται αποδοτικότερα η συνολική παραγωγή του κλάστερ.
Και εδώ, οργανική είναι η σύνδεση με πανεπιστήμια και εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και με το κράτος. Στα κλάστερ που συγκροτούν το μέγα κλάστερ, το τοπικό κράτος αλλά και η ΕΕ παίζει σημαντικό ρόλο στο συντονισμό και την προώθηση του κλάστερ προς τα έξω για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Για παράδειγμα, το κλάστερ της περιοχής του Ρουρ στη Γερμανία έχει συγκροτήσει από το 1997, το ChemSite: «μία “σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα” συγκροτήθηκε από κοινού με εταίρους από τη χημική βιομηχανία, το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας - Βεσφαλίας, τις κοινότητες της περιοχής, την πολιτική αρχή του Μίνστερ καθώς και από εταίρους από την πολιτική, την οικονομία και δημόσιες αρχές» (ό.π.). Ανάλογη πρωτοβουλία έχει συγκροτηθεί και στην περιοχή του Ρήνου, ενώ στα λιμάνια της Αμβέρσας και του Ρότερνταμ, οι αρχές των λιμανιών παίζουν το ρόλο της εκπροσώπησης και του συντονισμού του κλάστερ.
Στον δικτυακό τόπο της ChemSite διαβάζουμε επιπλέον: «Σχολείο και επιχείρηση μεταδίδουν από κοινού τα εφόδια για την επαγγελματική επιλογή. Ο σκοπός είναι πάντα η προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της επιχείρησης και η εκπαίδευση σε συνδυασμό με πρακτική άσκηση». Και παρακάτω: «Η Βόρεια Ρηνανία- Βεστφαλία έχει το πιο στενά διασυνδεδεμένο δίκτυο πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων στην Ευρώπη. Αυτό το περιβάλλον είναι κατάλληλο για έρευνα προσαρμοσμένη στην εφαρμογή, σε συνεργασία με επιστημονικά ιδρύματα και νέες επιχειρήσεις».
Ανάμεσα στα πολλαπλά χαρακτηριστικά του κλάστερ θα ξεχωρίσουμε τα παρακάτω: Πρώτο, την έμφαση στη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της εκμετάλλευσης από την πλευρά των επιχειρήσεων εξωγενών προς αυτές παραγόντων. Δεύτερο, την «επιστημονικοποίηση» της παραγωγής και την «επιχειρηματικοποίηση» της εκπαίδευσης. Τρίτο, την τάση για υπέρβαση της αντίθεσης δημόσιου-ιδιωτικού με το κράτος να γίνεται επιχειρηματικό. Τέταρτο, την οργανική συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστικών εταιριών και παραπληρωματικών επιχειρήσεων στην άμεση διαδικασία της παραγωγής. Πέμπτο, την τάση για κεντρικό σχεδιασμό της παραγωγής. Έκτο, την τάση για χρηματιστικοποίηση της παραγωγής και το αντίστροφο.
Στην καρδιά του κλάστερ είναι το ζήτημα της παραγωγικότητας και της καινοτομίας, της λεγόμενης αλυσίδας αξίας (value chain). Ο Πόρτερ, το 1990, στο προαναφερθέν βιβλίο του, βάζει στο κέντρο της ανάλυσης την παραγωγικότητα, την οποία ορίζει ως την αξία που παράγεται από μία μονάδα εργασίας ή κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η αξία που παράγεται από την ίδια ποσότητα εργασίας ή κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερη η παραγωγικότητα. Κατά τον Πόρτερ, ο πιο σημαντικός παράγοντας παραγωγικότητας είναι η διαρκής καινοτομία, τόσο στα χαρακτηριστικά και την ποιότητα των προϊόντων, όσο και στη διαδικασία της παραγωγής. Προκειμένου, μία επιχείρηση να είναι καινοτόμα, θα πρέπει να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά παράγοντες που βρίσκονται εκτός της ίδιας της επιχείρησης. Τέτοιοι παράγοντες είναι το επίπεδο της επιστήμης και η δυνατότητα εμπορικής αξιοποίησής της, η ανταλλαγή εμπειρίας αλλά και η συνεργασία μεταξύ ανταγωνιστικών εταιριών, η δημιουργία διαύλων επικοινωνίας και ανατροφοδότησης με τους πελάτες, η στενή συνεργασία με τους προμηθευτές, αλλά και η δυνατότητα εύκολης μετατροπής μίας ιδέας σε επιχείρηση και επιτυχημένο εμπόρευμα. Από ένα τέτοιο σύστημα σύμπλεξης και συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγική αλυσίδα, προκύπτει και ο συνολικός εξορθολογισμός της τελευταίας, γεγονός που συνεπάγεται τη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας. Προκύπτει όμως και ένας τεράστιος όγκος νέων γνώσεων και ιδεών για τη βελτίωση της παραγωγής σε όλα τα επίπεδα.
Ο Μαρξ έβλεπε πάντα την παραγωγικότητα ως συνάρτηση παραγόντων κοινωνικής κλίμακας, που ο ανταγωνισμός των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών δεν επιτρέπει να αναπτυχθούν στο επίπεδο των κοινωνικών δυνατοτήτων. Η παραγωγικότητα της εργασίας, έγραφε στο Κεφάλαιο, καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων, από το μέσο όρο εντατικότητας της εργασίας, το επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής της εφαρμοσιμότητας, τον κοινωνικό συνδυασμό της διαδικασίας παραγωγής, το εύρος και την αποδοτικότητα της διαδικασίας παραγωγής και από φυσικούς παράγοντες.
Ο Λένιν, στο κορυφαίο έργο του, «Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», παρατηρεί πολύ εύστοχα ότι (στο στάδιο του ιμπεριαλισμού) καθώς ο ελεύθερος ανταγωνισμός μετασχηματίζεται σε μονοπώλιο με συνέπεια την «τεράστια πρόοδο στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής», η διαδικασία καινοτομίας και τεχνικής βελτίωσης κοινωνικοποιείται.
Στο πλαίσιο του κλάστερ η τεχνική πρόοδος έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που να κάνει το τελικό στάδιο της παραγωγής σχεδόν άνευ σημασίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στις διαδικασίες επιστημονικού σχεδιασμού τόσο των νέων εξελιγμένων προϊόντων, όσο και των διαδικασιών παραγωγής τους.
Επιστημονική επιχείρηση και επιχειρηματικό πανεπιστήμιο
Στο πλαίσιο του κλάστερ, ζητούμενο δεν είναι πλέον η αποδοτικότερη εκμετάλλευση των επιτευγμάτων της επιστήμης στην παραγωγή, αλλά η ενσωμάτωση της επιστήμης στην άμεση παραγωγική διαδικασία.
Ο Γκόρντον Μουρ, συνιδρυτής της Intel και πριν από αυτήν εταιριών που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κλάστερ της κοιλάδας του Πυριτίου, στο κείμενο του «Learning the Silicon Valley Way» [«Μαθαίνοντας με τον τρόπο της Σίλικον Βάλεϊ», στη συλλογή κειμένων «Building High-Tech Clusters», επιμέλεια των Timothy Bresnahan και Alfonso Gambardella (Cambridge University Press, 2004)], περιγράφει το μετασχηματισμό αυτόν ως εξής: Μία εταιρία υψηλής τεχνολογίας «διαφέρει ριζικά τόσο από το πανεπιστημιακό εργαστήριο όσο και από τα εργοστάσια τυποποιημένης παραγωγής και παρασκευής προϊόντων». Περιγράφει ένα νέο τύπο επιστήμονα-επιχειρηματία, τον «τεχνολόγο-μάνατζερ», ο οποίος κατέχει τόσο τεχνική διορατικότητα όσο και επιχειρηματική ικανότητα, του οποίου η δουλειά συνίσταται στο να «μετατρέπει την επιστήμη σε βιώσιμες επιχειρήσεις». Και συνεχίζει: «Στο πλαίσιο μίας καλά δομημένης εταιρίας τεχνολογίας, ο τεχνολόγος-μάνατζερ έπρεπε να μάθει να καθοδηγεί την καινοτομία έχοντας κατανόηση τόσο των εμπορικών όσο και των τεχνολογικών στόχων. Αυτοί οι μάνατζερ έπρεπε κατ’ αρχάς να είναι επιστήμονες με βαθιά κατανόηση του αντικειμένου. Οι απαιτήσεις όμως της εταιρίας σημαίνει ότι η γενικότητα που είναι τυπική του πανεπιστημιακού εργαστηρίου είναι βαθιά μη αποδοτική. Αυτοί οι μάνατζερ-τεχνολόγοι πρέπει να είναι ικανοί να επινοήσουν το συντομότερο μονοπάτι προς μία λειτουργική ανακάλυψη». Και λίγο παρακάτω: «Ο (καθαρός) επιστήμονας αναζητά νέα γνώση – μία καλύτερη ή πιο ολοκληρωμένη εικόνα των περιεχομένων του σύμπαντος. Ο μηχανικός από την άλλη, επιδιώκει την επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος, μία νέα δομή ή ηλεκτρονική συσκευή για παράδειγμα». Και τέλος: «Το χτίσιμο μίας εταιρίας γύρω από τη νέα τεχνολογία των ημιαγωγών σήμαινε να δημιουργούμε και να διατηρούμε τη γνώση που μας έδινε τη δυνατότητα να παράγουμε χρήσιμα επικερδή αντικείμενα» (οι μεταφράσεις δικές μας).
Η Intel, ως μία από τις πρώτες εταιρίες που εφάρμοσε στην πράξη τη σύμφυση επιστήμης παραγωγής, οδηγήθηκε σε δύο χαρακτηριστικούς, για τη συγκρότηση των κλάστερ, μετασχηματισμούς.
Κατά πρώτον, επικεντρώθηκε στον παραγωγικό τομέα στον οποίο ήταν πιο παραγωγική και καινοτόμα: στους μικροεπεξεργαστές. Όλα τα άλλα τμήματα της εταιρίας τα «πέταξε» έξω από την οργάνωσή της. Μερικά από αυτά έγιναν αυτοτελείς επιχειρήσεις και μετατράπηκαν σε προμηθευτές της Intel με μεγάλη εξειδίκευση. Με τον τρόπο αυτό, αντί να παράγει η ίδια τις δευτερεύουσες υπηρεσίες και προϊόντα που χρειαζόταν με χαμηλή παραγωγικότητα και επιπλέον με κόστος για την παραγωγικότητα στο κύριο προϊόν της, επικεντρώθηκε στη βελτιστοποίηση της παραγωγής του κύριου προϊόντος της και αγόρασε από εξωτερικούς προμηθευτές που παρήγαν με αυξημένη παραγωγικότητα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που χρειαζόταν. Το μοντέλο αυτό βελτιώνει συνολικά την παραγωγικότητα της εταιρίας.
Δεύτερον, οι επιστήμονες-μάνατζερ της Intel παρατήρησαν ότι όσο περισσότερο τελειοποιούνταν τεχνικά ο παραγωγικός βραχίονας της εταιρίας, τόσο δυσκολότερο γινόταν να δεχτεί νέες μεθόδους και καινοτομίες από το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης (τα περίφημα Research & Development Departments των πολυεθνικών μονοπωλίων). Επειδή όμως ζητούμενο δεν είναι η τελειοποίηση μίας διαδικασίας παραγωγής, αλλά η δυνατότητα διαρκούς αλλαγής της και η προσαρμογή της σε νέες μεθόδους, οι επιστήμονες-μάνατζερ της εταιρίας αποφάσισαν να μεταφέρουν την επιστημονική δουλειά μέσα στο εργοστάσιο, καταργώντας το ξεχωριστό εργαστήριο έρευνας και ανάπτυξης.
Στο ίδιο πλαίσιο, αν από την ερευνητική δουλειά της εταιρίας προέκυπταν ιδέες ή καινοτομίες που όμως δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν από την εταιρία, είτε γιατί ήταν εκτός του αντικειμένου εξειδίκευσής της, είτε γιατί η οργάνωσή της δεν το επέτρεπε, η ομάδα που συλλάμβανε την ιδέα συχνά αποσχιζόταν (με ή παρά τη θέληση της μητέρας-εταιρίας) σε αυτοτελή εταιρία προκειμένου να αφιερωθεί στο μετασχηματισμό της νέας ανακάλυψης σε επικερδές αντικείμενο – χωρίς να απομακρύνεται βεβαίως από τον αστερισμό του κλάστερ.
Η μεταφορά της επιστήμης στην παραγωγή όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την στροφή του πανεπιστημίου στην παραγωγή. Όπως σημειώνει ο Γκόρντον Μουρ στο προαναφερθέν κείμενο, το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ ενθάρρυνε τους αποφοίτους του να γίνονται επιχειρηματίες. Μάλιστα είχε δημιουργήσει προγράμματα συνεργασίας που σκοπό είχαν να φέρουν επιχειρηματίες μέσα στο πανεπιστήμιο για την ανταλλαγή εμπειρίας και γνώσεων. Από πολύ νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του ΄60, μεταξύ άλλων και λόγω του ψυχρού πολέμου, το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ προσανατολίστηκε στην παραγωγή επιστημόνων με σκοπό την επιχειρηματική τους επιτυχία. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Τζέιμς Γκίμπονς, από το 1988, οι εταιρίες της Σίλικον Βάλεϊ που είχαν σχηματιστεί από αποφοίτους ή ερευνητικά προγράμματα του Στάνφορντ παρήγαν πάνω από το μισό εισόδημα της Σίλικον Βάλεϊ (James Gibbons (2000). “The Role of Stanford University: A Dean’s Reflections”).
Αλλά και στην ερευνητική δραστηριότητα, μπορεί κανείς να βρει τα ίχνη του Στάνφορντ σε όλες τις καινοτομίες που έφεραν την επανάσταση της πληροφορικής στην κοιλάδα της Σιλικόνης. Ο Γκίμπονς σημειώνει ότι παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος της τεχνολογίας των ημιαγωγών (τεχνολογία που οδήγησε στους μικροεπεξεργαστές) δημιουργήθηκε από την ίδια τη βιομηχανία, σημαντικές τεχνολογίες χημικής μηχανικής και της επιστήμης των υλικών είχαν αναπτυχθεί από το Στάνφορντ. O Γκόρντον Μουρ κάνει επίσης αναφορά στο κείμενο του ιστορικού του Στάνφορντ Νάθαν Ρόζενμπεργκ με τίτλο «How Exogenous is Science» (1982), στο οποίο αναφέρεται ότι «κάποια πανεπιστήμια είναι παραγωγοί τεχνολογικής γνώσης που δεν απέχει πολύ από τη δυνάμει εμπορευματοποίησή της».
Το επιχειρηματικό κράτος
Η οικονομολόγος και καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Σάσεξ, Μαριάνα Ματζουκάτο, στο βιβλίο της Το επιχειρηματικό κράτος, που κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες, (Mariana Mazzucato, The Entepreneurial State, Demos, London, 2011) σημειώνει ότι το κλίμα καινοτομίας και δημιουργικότητας της Σίλικον Βάλεϊ, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άμεση δραστηριοποίηση του αμερικανικού κράτους στους τομείς της επικοινωνίας και της πληροφορικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ίδρυση της υπηρεσίας προηγμένων ερευνών «DARPA». Πρόκειται για μία υπηρεσία του στρατού, που συγκροτούσε και χρηματοδοτούσε ερευνητικά προγράμματα τόσο για στρατιωτικούς σκοπούς όσο και για εμπορικούς. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, η DARPA συνέβαλε καθοριστικά την εξέλιξη στον τομέα της πληροφορικής στη Σίλικον Βάλεϊ, και η δραστηριότητά της στην περιοχή [όπως και σε άλλες] συνεχίζεται συστηματικά μέχρι σήμερα. Η διασύνδεσή της υπηρεσίας αυτής με τις εταιρίες της Σίλικον Βάλεϊ φαίνεται και από την θορυβώδη μεταγραφή της επικεφαλής της DARPA Regina Dugan στη Google το 2012.
Η ιστορία της DARPA στη Σίλικον Βάλεϊ έχει εντυπωσιακούς σταθμούς: Το 1971, με τη στήριξη μεγάλου αριθμού ερευνητών της DARPA, το ερευνητικό εργαστήριο Xerox PARC δημιουργεί το πρώτο γραφικό περιβάλλον για ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στο οποίο οφείλουν τη σύλληψή τους τα γνωστά μας Windows, καθώς και το πρώτο Mac. Το 1998, δύο φοιτητές του Στάνφορντ, οι Sergey Brin and Larry Page, δημοσιεύουν μία εργασία στην οποία περιγράφουν μία πρότυπη μηχανή αναζήτησης, το Google. Η εργασία τους, που οδήγησε στην ίδρυση του σημερινού κολοσσού του ίντερνετ χρηματοδοτήθηκε από την DARPA, τη NASA και το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation). To 2004, η DARPA υπογράφει συμβόλαιο 40 εκ. δολαρίων με τη Nanosolar, μία εταιρία της Σίλικον Βάλεϊ που φτιάχνει ηλιακά πάνελ με νανοτεχνολογία, τα οποία είναι πολύ λεπτά και αποδοτικά, και μπορούν ακόμη και να εκτυπώνονται.
Στην καρδιά της Ευρώπης, στη Γερμανία, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σκοπεύει να διοχετεύσει σε χρονικό διάστημα μίας πενταετίας 600 εκ. ευρώ σε 15 επιλεγμένα κλάστερ σε κλάδους από τη βιοτεχνολογία μέχρι την τεχνολογία αεροσκαφών, για έρευνα και ανάπτυξη. «Το γεφύρωμα της απόστασης μεταξύ επιστήμης και οικονομίας ανήκει στον πυρήνα της στρατηγικής υψηλής τεχνολογίας της Γερμανίας», διαβάζουμε στην αναφορά για την Έρευνα και Καινοτομία του γερμανικού υπουργείου Εκπαίδευσης και Έρευνας του 2012. Αυτή η πολιτική έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’90, όταν η γερμανική κυβέρνηση πραγματοποίησε μία στροφή στην πολιτική έρευνας και ανάπτυξης προς τη στοχευμένη διοχεύτεση κρατικής στήριξης για έρευνα σε κλάστερ. Και αυτό χωρίς να συμπεριλάβουμε τα πολυπληθή πανεπιστημιακά και κρατικά ερευνητικά κέντρα που λειτουργούν στα διάφορα κλάστερ και πραγματοποιούν στρατηγικής σημασίας βασική, αλλά και εφαρμοσμένη έρευνα προς εκμετάλλευση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Όπως εξηγεί η Mazzucato, ο ιδιωτικός τομέας σε γενικές γραμμές επενδύει στην ανάπτυξη προϊόντων με χρονικό ορίζοντα τριών με πέντε χρόνων, ώστε να μπορεί να κάνει απόσβεση της επένδυσης. Από την άλλη όμως οι τεχνολογικές απαιτήσεις της παραγωγής στη σύγχρονη εποχή μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο με έρευνα που πολλές φορές ξεπερνάει τον ορίζοντα δεκαετίας. Επιπλέον, απαιτείται ένα περιβάλλον καινοτομίας στο οποίο να μπορούν να κυνηγηθούν «τρελές» ιδέες με αβέβαιο εμπορικό αποτέλεσμα, χωρίς τον φόβο της αποτυχίας. Προϋποθέσεις που μόνο το κράτος μπορεί να καλύψει, καθώς διαθέτει χρήματα των φορολογουμένων και δεν περιορίζεται από την ανάγκη παραγωγής κέρδους. Το κράτος γίνεται επιχειρηματικό καθώς εμπλέκεται άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, συμμετέχοντας καθοριστικά στην ανάπτυξη εμπορευμάτων για λογαριασμό των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Ειδική πλευρά του κλάστερ είναι η αξιοποίηση και υποταγή του περιφερειακού ή «τοπικού κράτους». Όπως γράφουν οι Ντέτλεφ Χάρτμαν και Γκέραλντ Γκέπερτ στο βιβλίο τους «Κλάστερ, το νέο Στάδιο του Καπιταλισμού», αναλύοντας το κλάστερ της Φολκσβάγκεν στο Βόλφσμπουργκ, το κλάστερ αυτό δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης της παγκόσμιας και ειδικά της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι το ποσοστό κέρδους του κλάδου από την καθαρή πώληση αυτοκινήτων, την τελευταία 20ετία, έπεσε από το 20% στο 5%, ενώ τα κέρδη των ομίλων της προέρχονταν κυρίως από χρηματιστικές δραστηριότητες). Η Φόλκσβάγκεν, σε συνεργασία με την πολυεθνική παραγωγής ατσαλιού Ζαλτσγκίτερ ΑΕ (Salzgitter AG, πρώην Preussag AG), δημιούργησαν το κλάστερ SON (Suedoest Niedersachsen), δηλαδή της Νοτιοανατολικής Κάτω Σαξωνίας, σε συνεργασία με την τοπική Περιφέρεια (μέλος της διοίκησης του οποίου ήταν ο Σρέντερ και δραστήριος οργανωτής ο Χάρτς, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με την κατεδάφιση του γερμανικού κράτους–πρόνοιας).
Στο βιβλίο τους αντλούν τα εξής συμπεράσματα: Η ανάπτυξη του Κλάστερ της Φολκσβάγκεν στο Βόλφσμπουργκ εκπροσωπεί την «επανίδρυση της περιοχής» με μια «διαδικασία μοντερνοποίησης» η οποία «αγκαλιάζει ολόκληρες τις κοινωνικοκοοιονομικές σχέσεις και πηγές». «Η μετάδοση των μεθόδων επιχειρηματικής διεύθυνσης στις Περιφέρειες και τους ανθρώπους της», και «η υποταγή ενός μέρους του πληθυσμού σε μια περιφερειακή ’’διαδικασία ποιότητας’’», αντίγραφο των επιχειρήσεων, αποτελούν τον πυρήνα της πολιτικής των κλάστερ. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η γενίκευση των συμπερασμάτων τους: «Το κλάστερ φαίνεται να είναι το εργαστήριο για το επόμενο στάδιο αύξησης της κοινωνικής παραγωγικότητας και κυρίως για μια νέα πολιτική μορφή, η οποία, σε πρώτη προσέγγιση, μπαίνει στη θέση της καπιταλιστικής απορρύθμισης στον 20ο αιώνα που φεύγει».
Συνεργασία μεταξύ ανταγωνιζόμενων και παραπληρωματικών εταιριών.
«Σκοπός των κλάστερ ανταγωνιστικότητας», τονίζεται στον εξειδικευμένο ιστότοπο του γαλλικού υπουργείου Οικονομίας για την προώθηση των κλάστερ. [http://competitivite.gouv.fr/], «είναι η επένδυση σε συνέργειες και συνεργατικά σχέδια που θα δώσουν στις συμβαλλόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να γίνουν πρώτες στον τομέα τους, τόσο στη Γαλλία όσο και διεθνώς».
Στο κλάστερ χημείας του Ρότερνταμ παρατηρείται μία σύμπλεξη μεταξύ πολυεθνικών ή οποία θα ήταν αδύνατη έξω από το πλαίσιο συγκρότησης του κλάστερ:
Η εταιρία Akzo Nobel προμηθεύει την ιαπωνική πολυεθνική Shin-Etsu με χλώριο για την παρασκευή αιθυλενοδιχλωριδίου (EDC), μονομερούς βινυλοχλωριδίου (VCM) και πολυβινυλοχλωριδίου (PVC). Οι μονάδες παρασκευής των δύο εταιριών συνδέονται με πολυπύρηνους αγωγούς – ένα σύστημα αγωγών που έχει κατασκευάσει η αρχή του λιμανιού του Ρόντερνταμ (τοπικό κράτος) και το νοικιάζει σε όλους τους συμμετέχοντες στο κλάστερ.
Η Akzo Nobel προμηθεύει με χλώριο και μία άλλη πολυεθνική, τη Huntsman, η οποία το χρησιμοποιεί για την παρασκευή MDI. Το χλώριο που χρησιμοποιεί η Huntsman επιστρέφει στην Akzo Nobel με τη μορφή αερίου υδροχλωρικού οξέως, το οποίο με τη σειρά του χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή EDC/VMC από την ιαπωνική Shin-Etsu. Με αυτόν τον τρόπο, το χλώριο χρησιμοποιείται δύο φορές.
Μέσω αγωγών, η Akzo Nobel προμηθεύει με χλώριο δύο άλλες πολυεθνικές, την Hexion, για την παραγωγή επιχλωρυδρίνης και την Tronox, για την παραγωγή διοξειδίου του τιτανίου.
Οι πέντε αυτές εταιρίες έχουν συγκροτήσει ένα σύστημα ολοκλήρωσης της παραγωγής που επιτρέπει μεγάλη αποδοτικότητα στην αξιοποίηση των πρώτων υλών και των διαδικασιών στην αλυσίδα παραγωγής.
Ανάλογη στενότατη συνεργασία παρατηρείται και μεταξύ των προμηθευτών:
To 2003, δύο εταιρίες του κλάστερ ChemSite (Ρηνανία / Ρουρ), η Bayer και η Degussa, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία κοινή διαδικασία προμήθειας υπηρεσιών logistics που ονομάστηκε ComLog. To 2007 προστέθηκε άλλη μία εταιρία από το κλάστερ, η Lanxess. Στη συνέχεια, η ComLog προχώρησε σε στρατηγική συνεργασία με την εταιρία σιδηροδρόμων Railion, για την παροχή εξειδικευμένων και εξατομικευμένων υπηρεσιών μεταφοράς μέσω σιδηροδρόμου για τα προϊόντα των εταιριών που συνεργάζονται στην ComLog. [πηγή: A Paradigm Shift : Supply Chain Collaboration and Competition in and between Europe’s Chemical Clusters. Results of the EPCA Think Tank Sessions organized and sponsored by European Petrochemical Association (2007).]
Περιφερειακή ανισόμετρη ανάπτυξη
Ο σχηματισμός των κλάστερ αποτελεί μια προσπάθεια καπιταλιστικής ανταπόκρισης στην τάση και ανάγκη για κεντρικό κοινωνικό σχεδιασμό των αναγκών και της παραγωγής, ο οποίος ωστόσο, ποτέ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί κάτω από την κυριαρχία του ανταγωνισμού. Στο κλάστερ ChemSite (Ρηνανία – Ρουρ), οι προμηθευτές των μεγάλων εταιριών χημείας παραπονούνται ότι αν γνώριζαν τα πλάνα παραγωγής των πελατών τους θα προετοιμάζονταν καλύτερα για την κάλυψη των αναγκών. Οι συντονιστικές πρωτοβουλίες των κλάστερ χημείας δουλεύουν στην κατεύθυνση ενός κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής, όσο αυτό είναι δυνατό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιριών δεν επιτρέπει σε τέτοιο βαθμό ολοκλήρωση του σχεδιασμού, ο βαθμός κοινωνικοποίησης του κλάστερ όμως την κάνει απαραίτητη.
Στον καπιταλισμό, τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το χρήμα. Ο έλεγχος του χρήματος στο κλάστερ ασκείται από το χρηματοπιστωτικό τομέα με την ευρεία έννοια, είτε πρόκειται για παραδοσιακές τράπεζες, είτε για επενδυτικές τράπεζες, hedge funds και κεφάλαια υψηλού ρίσκου, είτε για την ίδια την χρηματοπιστωτική δραστηριότητα των εταιριών που διαπραγματεύονται τη μετοχή τους στις αγορές. Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή προϊόντων, αν και αποτελεί τη βάση της οικονομίας, υποτάσσεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα αφού μετατρέπεται σε αντικείμενο τζόγου. Η Marianna Mazzucato σημειώνει ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες ξοδεύουν για τη χειραγώγηση των μετοχών τους περίπου όσο ξοδεύουν για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Τα κέρδη των εταιριών αυτών δεν προέρχονται αποκλειστικά από τις πωλήσεις προϊόντων αλλά, πλέον, κυρίως από τη χρηματιστηριακή διακύμανση της εταιρίας, γεγονός που επιβεβαιώνει και τον ποιοτικά ανώτερο βαθμό σήψης στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Τα κλάστερ συγκροτούν οάσεις υψηλής παραγωγικότητας σε ερήμους υπανάπτυξης και καθυστέρησης. Μάλιστα, η επιτυχία τους εξαρτάται ακριβώς από αυτό. Θα πρέπει η παραγωγικότητα στο κλάστερ να είναι αρκετά πάνω από τον κοινωνικό μέσο όρο προκειμένου να αποφέρει μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, γεγονός που σημαίνει ότι η παραγωγή εκτός κλάστερ εξαναγκάζεται να καλύψει το χαμένο έδαφος με την άνευ προηγουμένου συμπίεση του εργατικού κόστους. Στις 23 Οκτωβρίου 2013, ο βρετανικός Guardian παραπονούνταν ότι η υποτιθέμενη ανάκαμψη της Μ. Βρετανίας είναι ανάπτυξη για την ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου και στασιμότητα ή ύφεση για την υπόλοιπη Μ. Βρετανία. Πλάι στην εντεινόμενη εθνοκρατική ανισόμετρη ανάπτυξη, τώρα εντείνεται η ανισομετρία μεταξύ περιοχών μέσα στην ίδια τη χώρα, αποτελώντας όχι μόνο αποτέλεσμα, αλλά και προϋπόθεση της υψηλής παραγωγικότητας των κλάστερ.
Γενικά συμπεράσματα για τα κλάστερ
Κλάστερ είναι η σύμπλεξη βιομηχανικού, χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, επιστήμης και κράτους για την αποδοτική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και όλης της παραγωγικής δραστηριότητας της κοινωνίας. Το κλάστερ είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Αποτελεί γεωγραφική συγκέντρωση επιχειρήσεων που συνενώνει: α) ανταγωνιστικές ή/και ομοειδείς πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε έναν ή περισσότερους κλάδους, τους προμηθευτές και παρόχους υπηρεσιών, β) ένα ή πολλά πανεπιστημιακά-ερευνητικά κέντρα και συχνά επαγγελματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα διαφόρων βαθμίδων, γ) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και δ) περιφερειακούς – κρατικούς δημόσιους φορείς ή επαγγελματικές ενώσεις. Πολλές φορές τμήματα γιγάντιων πολυεθνικών αυτονομούνται σε αυτοτελείς πολυεθνικές εταιρίες σε διαφορετικούς κλάδους για να επανενωθούν στο πλαίσιο του κλάστερ σε ανώτερο επίπεδο με σχέση παραγωγού-προμηθευτή ή και συνεργάτη-ανταγωνιστή. Ιδιαίτερο γνώρισμα του κλάστερ είναι η συγκρότηση σε τοπική-περιφερειακή βάση. Αξιοποιεί το έθνος-κράτος, αλλά το υπονομεύει ταυτόχρονα, εφορμώντας στην παγκόσμια αγορά με ορμητήριο το «τοπικό κράτος».
Στο πλαίσιο του κλάστερ, η πανεπιστημιακή έρευνα συνενώνεται με τη διαδικασία έρευνας και ανάπτυξης της επιχείρησης υποτάσσοντας τις μεθόδους της επιστήμης και τους στόχους της στην «καινοτομία», στο εμπορικό μυστικό, στην πατέντα και στο γρήγορο κέρδος. Η επιστημονική έρευνα μετατρέπεται σε βιομηχανική διαδικασία, μεταβάλλοντας, όμως, θεμελιακά τον προσανατολισμό και τις μεθόδους της επιστήμης, από τη γενική κατανόηση των πλευρών ενός φαινομένου στη «στενή» αξιοποίησή του για την παραγωγή ενός εμπορικά αξιοποιήσιμου προϊόντος. Το πανεπιστήμιο παρέχει στο κλάστερ υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, βασική έρευνα και ένα φόρουμ επιστημονικής αναζήτησης και ανταλλαγής ιδεών με σκοπό την παραγωγή τελικών προϊόντων. Στη διαδικασία αυτή είναι που υπάρχει και ο μεγαλύτερος δείκτης συνεργασίας των κατά τα άλλα ανταγωνιστικών πολυεθνικών, οι οποίες επωφελούνται από κοινές υποδομές και ροές ανθρώπινου δυναμικού και ιδεών, που δεν μπορούν να δημιουργήσουν στο εσωτερικό τους.
Στο σύστημα της παραγωγικότητας και άρα της παραγωγής υπεραξίας, στο κλάστερ συνδυάζονται πιο αποδοτικά οι μορφές απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Συνδυάζονται πιο αποδοτικά η χειρωνακτική, ανειδίκευτη ή εργοστασιακή εργασία με την υψηλής ειδίκευσης επιστημονική εργασία, πάντα με καθοριστικό το ρόλο της δεύτερης, καθώς η παραγωγή εμπορευμάτων με υψηλή περιεκτικότητα σύνθετης, επιστημονικής εργασίας αποδίδει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
Το κλάστερ είναι η στρεβλωμένη αντανάκλαση και η αντιδραστική καπιταλιστική μορφή της αντικειμενικής τάσης για επιστημονική καθοδήγηση της παραγωγής, για μετατροπή του εργάτη σε «συλλογικό διανοούμενο κοινωνικό εργάτη», που αποτελούν τις δυναμικές τάσεις για την επανάσταση και τον κομμουνισμό της εποχής μας. Ταυτόχρονα, παραδοσιακές πηγές συγκριτικού πλεονεκτήματος (πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας κ.λπ.) χάνουν σε σημασία απέναντι σε παράγοντες όπως το επιστημονικό εργατικό δυναμικό, η σύνδεση με την επιστήμη, η διαρκής καινοτομία, η παραγωγή προϊόντων με υψηλή σύνθεση επιστημονικής εργασίας και καινοτομίας.
Το κλάστερ αποτελεί μορφή παραγωγικής συγκρότησης που αντιστοιχεί στο ανώτατο, μέχρι στιγμής, επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής. Η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε την πρώτο κύμα κοινωνικοποίησης της παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο. Στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού η κοινωνικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής ανεβαίνει ποιοτικά, ενώ κοινωνικοποιείται και η διαδικασία καινοτομίας (Λένιν), με τα πρώτα τμήματα έρευνας και ανάπτυξης στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, η βιομηχανική παραγωγή πλησιάζει σχεδόν στο ανώτατο, μέχρι στιγμής, στάδιο αυτοματοποίησής της, ενώ η διαδικασία ανάπτυξης προϊόντων και υπηρεσιών κοινωνικοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να σπάει τα όρια μεμονωμένων μονοπωλιακών επιχειρήσεων ή ακόμη και πολυκλαδικών πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων.
Το κλάστερ αντιπροσωπεύει την τάση για υπέρβαση της ίδιας της μεμονωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης, αφού επιβάλλει την οργανική συνεργασία -και όχι μία απλή συμφωνία για το μοίρασμα της αγοράς- μεταξύ ανταγωνιζόμενων εταιριών.
Απαιτείται η πολυεπίπεδη εμπλοκή του κράτους στην παραγωγή, όχι παράλληλα με τον ιδιωτικό τομέα για την αντιμετώπιση τυχών αποτυχιών της ελεύθερης αγοράς και την πρόληψη κρίσεων, αλλά καθεαυτό στην παραγωγική διαδικασία, παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση και υποστήριξη καινοτόμων ιδιωτικών επιχειρήσεων, στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων έως και τη δημιουργία ολόκληρων, στρατηγικής σημασίας βιομηχανικών κλάδων (βιοτεχνολογία, νανοτεχνολογία, πληροφορική κ.ά).
Το κλάστερ μαρτυρά επιπλέον την αντικειμενική ανάγκη για κοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής, που όμως καταστέλλεται από τον ανταγωνισμό, ο οποίος παίρνει νέα ένταση την ίδια στιγμή που σε πολλές πλευρές του αναιρείται από την ανάγκη συνεργασίας. Οι νεολογισμοί «coopetition» από τις λέξεις cooperation (συνεργασία) και competition (ανταγωνισμός) και «frenemy» από τις λέξεις friend (φίλος) και «enemy» (εχθρός), έρχονται να δηλώσουν αυτήν ακριβώς την ενότητα αντιθέσεων.
Το κλάστερ, δεν παράγει απλώς σε μαζική κλίμακα την εργατική τάξη, αλλά παράγει και μία εργατική τάξη που τείνει να εξοβελίσει πλήρως την αστική τάξη ακόμη και από την πνευματική εργασία. Η αστική τάξη περιορίζεται πλέον στον σκληρό πυρήνα της λειτουργίας της: στην άντληση των κερδών, στο σχεδιασμό της πολιτικής καθυπόταξης των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας, στη διοίκηση επιχειρήσεων στα ανώτερα επίπεδα της διοικητικής μηχανής και φυσικά στον τζόγο.
Η εργατική τάξη τείνει να αναλάβει όλη τη διαδικασία παραγωγής, από τη σύλληψη και την ανάπτυξη του προϊόντος μέχρι την τελική παρασκευή και διάθεσή του στην αγορά. Παίρνει αντικειμενικά μέρος στο σχεδιασμό της διαδικασίας παραγωγής και φυσικά στην εκτέλεσή της. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί βεβαίως μία ανώτερη αντικειμενική βάση για ένωση της εργατικής τάξης, καθώς δημιουργείται πρωτοφανής δυνατότητα υπέρβασης του καταμερισμού εργασίας. Μία βασική αντίφαση του κεφαλαίου, όμως είναι να αδυνατεί, λόγω του ανταγωνισμού, να διαχύσει σε ολόκληρη την κοινωνία τα πλεονεκτήματα που παράγονται από την βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Το κλάστερ δεν μπορεί να υπερβεί τις καπιταλιστικές αντιθέσεις, αλλά τις ανεβάζει όλες σε ανώτατο επίπεδο.
Ενώ λοιπόν υπάρχουν ανώτερες δυνατότητες ένωσης της εργατικής τάξης, ταυτόχρονα μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ διαφορετικών εργατικών στρωμάτων, γεγονός που συνεπάγεται πρόσθετα καθήκοντα και στρατηγική υπέρβασης αυτών των δυσκολιών από μία σύγχρονη κομμουνιστική πρωτοπορία.