Ο σχηματισμός των κλάστερ αποτελεί μια προσπάθεια ανταπόκρισης του καπιταλισμού στην τάση για κεντρικό κοινωνικό σχεδιασμό των αναγκών και της παραγωγής, ο οποίος ωστόσο, ποτέ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί κάτω από την κυριαρχία του ανταγωνισμού.

Τα κλά­στερ εμ­φα­νί­στη­καν αρ­χι­κά στη δε­κα­ε­τία του ’50, άρ­χι­σαν να παί­ζουν ηγε­μο­νι­κό ρόλο στη δε­κα­ε­τία του ’70, στις ΗΠΑ, και γνώ­ρι­σαν με­γά­λη επέ­κτα­ση στη δε­κα­ε­τία του ’90. Από τότε και στα­δια­κά, ο όρος «business cluster» ει­σβάλ­λει και στην ορο­λο­γία της πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Στα ελ­λη­νι­κά έχει με­τα­φρα­στεί ως «επι­χει­ρη­μα­τι­κή συ­στά­δα». Εμείς θα προ­τι­μή­σου­με τη με­τα­φο­ρά στα ελ­λη­νι­κά της λέξης κλά­στερ. Σή­με­ρα, τα με­γα­λύ­τε­ρα 250 κλά­στερ σε ΕΕ, ΗΠΑ και Ασία, κα­θο­ρί­ζουν απο­φα­σι­στι­κά τη δυ­να­μι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης. Η δύ­να­μή τους είναι πολύ ανώ­τε­ρη ακόμη και από με­γά­λα κράτη, με κύκλο ερ­γα­σιών εκα­το­ντά­δων δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων ευρώ. Τα κλά­στερ απο­τε­λούν, πλέον, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του στα­δί­ου του ολο­κλη­ρω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.

Το 1990, ο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος κα­θη­γη­τής του Χάρ­βαρντ, Μάικλ Πόρ­τερ, στο έργο σταθ­μό για την ανά­λυ­ση των κλά­στερ, που δεν έχει με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά (The Competitive Advantage of Nations, εκδ. Free Press, New York, 1990, 1998, Το αντα­γω­νι­στι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα των Εθνών), ορί­ζει το κλά­στερ ως «γε­ω­γρα­φι­κή συ­γκέ­ντρω­ση δια­συν­δε­δε­μέ­νων επι­χει­ρή­σε­ων, εξει­δι­κευ­μέ­νων προ­μη­θευ­τών, πα­ρό­χων υπη­ρε­σιών και σχε­τι­ζό­με­νων ιδρυ­μά­των ενός βιο­μη­χα­νι­κού κλά­δου». Το υπουρ­γείο Βιο­μη­χα­νί­ας και Εμπο­ρί­ου της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας ορί­ζει τα κλά­στερ ως «γε­ω­γρα­φι­κή συ­γκέ­ντρω­ση αντα­γω­νι­ζό­με­νων, συ­νερ­γα­ζό­με­νων και αλ­λη­λο­ε­ξαρ­τώ­με­νων εται­ριών και ιδρυ­μά­των που συν­δέ­ο­νται με­τα­ξύ τους από ένα σύ­στη­μα επι­χει­ρη­μα­τι­κών και μη δε­σμών».

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση στο πλαί­σιο του κλά­στερ ενο­ποιού­νται ορ­γα­νι­κά αντα­γω­νι­στι­κές και πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, εκ­παι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα, κε­ντρι­κό και το­πι­κό κρά­τος και χρη­μα­το­πι­στω­τι­κός το­μέ­ας σε μία ολο­κλή­ρω­ση της πα­ρα­γω­γής σε μια πα­ρα­γω­γι­κή αλυ­σί­δα σε έναν ιδιαί­τε­ρο βιο­μη­χα­νι­κό κλάδο.

Σή­με­ρα, τα κλά­στερ θε­ω­ρού­νται συ­νώ­νυ­μα της υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και της και­νο­το­μί­ας. Τα υπουρ­γεία Οι­κο­νο­μί­ας των με­γα­λύ­τε­ρων κρα­τών έχουν συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές προ­ώ­θη­σης των κλά­στερ. Η ΕΕ υπο­στη­ρί­ζει τα κλά­στερ μέσω δια­φό­ρων προ­γραμ­μά­των (Interreg, Innova, European Cluster Observatory). Στην Ελ­λά­δα, την τε­λευ­ταία δε­κα­ε­τία και ιδιαί­τε­ρα από την κρίση και ύστε­ρα, υπάρ­χει έντο­νη προ­ώ­θη­ση της συ­γκρό­τη­σης σε κλά­στερ του του­ρι­στι­κού τομέα και του αγρο­το­δια­τρο­φι­κού τομέα, ενώ έχει συ­γκρο­τη­θεί και το κλά­στερ υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας Corallia με κέ­ντρο το πα­νε­πι­στή­μιο της Πά­τρας. Το πρώτο μνη­μό­νιο ανα­φέ­ρε­ται ρητά στην προ­ώ­θη­σή τους.

Η συ­γκρό­τη­ση σε κλά­στερ δεν είναι η εξαί­ρε­ση, αλλά ο κα­νό­νας σε όλους πλέον τους πα­ρα­γω­γι­κούς κλά­δους στις ανα­πτυγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές χώρες, από τον πρω­το­γε­νή τομέα και τη γε­ωρ­γία έως τη βιο­τε­χνο­λο­γία, την αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νία, την αε­ρο­ναυ­πη­γι­κή κ.ά. Δυ­στυ­χώς, όπως ανα­φέ­ρουν οι γερ­μα­νοί Χάρ­τμαν και Γκέ­περτ, οι αρι­στε­ροί οι­κο­νο­μο­λό­γοι και αγω­νι­στές ελά­χι­στα έχουν ασχο­λη­θεί με το φαι­νό­με­νο αυτό (βλ. Κλά­στερ, το νέο Στά­διο του Κα­πι­τα­λι­σμού, D. Hartmann, G. Geppert, εκδ. Assoziation A,  Βε­ρο­λί­νο, 2008, αμε­τά­φρα­στο). Ας ελ­πί­σου­με το άρθρο αυτό να απο­τε­λέ­σει κί­νη­τρο για μαρ­ξι­στι­κή έρευ­να του φαι­νο­μέ­νου στην Ελ­λά­δα.

Στην «Κοι­λά­δα του Πυ­ρι­τί­ου», πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στή ως Silicon Valley, δη­μιουρ­γή­θη­κε ένα από τα πρώτα κλά­στερ με ολο­κλη­ρω­μέ­νη μορφή. Η Σί­λι­κον Βάλ­λεϊ είναι μία πε­ριο­χή στο νότιο τμήμα του κόλ­που του Σαν Φραν­σί­σκο, σε μία στενή λω­ρί­δα που εκτεί­νε­ται από το Σαν Χοσέ ως το Μπέρ­κλεϊ. Εκεί συ­γκε­ντρώ­νο­νται σχε­δόν όλες οι πο­λυ­ε­θνι­κές του ευ­ρύ­τε­ρου βιο­μη­χα­νι­κού τομέα της πλη­ρο­φο­ρι­κής. Intel, Google, Apple, Amazon, Adobe, Microsoft, Hewlett Packard, Facebook, IBM είναι μόνο με­ρι­κές από τις πο­λυ­ε­θνι­κές που έχουν την έδρα τους στην πε­ριο­χή, ενώ οι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες εται­ρί­ες υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας στον κόσμο, από τη Nokia μέχρι τη Samsung, δια­τη­ρούν στη Σί­λι­κον Βάλεϊ κομ­βι­κές εγκα­τα­στά­σεις. Γύρω από αυτές συ­γκε­ντρώ­νο­νται χι­λιά­δες μι­κρό­τε­ρες και­νο­τό­μες εται­ρί­ες υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας. Ένα με­γά­λο δί­κτυο εξει­δι­κευ­μέ­νων προ­μη­θευ­τών συ­μπλη­ρώ­νει την πα­ρα­γω­γι­κή αλυ­σί­δα της πε­ριο­χής.

Πλάι στις πο­λυ­ε­θνι­κές αυτές και σε στενή σύν­δε­ση μαζί τους, δρα­στη­ριο­ποιού­νται ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα του στρα­τού και του ναυ­τι­κού των ΗΠΑ, καθώς και της NASA. Ένα δί­κτυο πα­νε­πι­στη­μί­ων, με αυτό του Στάν­φορντ να κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέση, συν­δέ­ο­νται στενά με την οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα της πε­ριο­χής. Το Κον­σόρ­τσιουμ Επι­στή­μης και Και­νο­το­μί­ας του Κόλ­που του Σαν Φραν­σί­σκο συ­νε­νώ­νει πα­νε­πι­στή­μια όπως του Στάν­φορντ και του Μπέρ­κλεϊ, επι­χει­ρή­σεις όπως η IBM, η Genencor και η Hewlett Packard και κρα­τι­κά ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα όπως της NASA, σε ένα συ­νερ­γα­τι­κό ερευ­νη­τι­κό δί­κτυο.

Στην Κοι­λά­δα του Πυ­ρι­τί­ου γεν­νή­θη­κε και η βιο­μη­χα­νία των κε­φα­λαί­ων υψη­λού ρί­σκου (venture capital). Πρό­κει­ται για χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές εται­ρί­ες που πα­ρέ­χουν σε επί­δο­ξους επι­χει­ρη­μα­τί­ες κε­φά­λαια για την ίδρυ­ση και­νο­τό­μων εται­ριών, με πολύ υψη­λές απο­δό­σεις και όρους που τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές τους δί­νουν το πάνω χέρι στη νέα εται­ρία.

Τέλος, η Πο­λι­τεία της Κα­λι­φόρ­νια υπο­στη­ρί­ζει ενερ­γά τη Σί­λι­κον Βάλεϊ με οι­κο­νο­μι­κά και ανα­πτυ­ξια­κά προ­γράμ­μα­τα και υπη­ρε­σί­ες προ­ώ­θη­σης της συ­νερ­γα­σί­ας και της έρευ­νας στην πε­ριο­χή.

Στην άλλη πλευ­ρά του Ατλα­ντι­κού, στην Κε­ντρι­κή Ευ­ρώ­πη, πάνω από το 30% της πα­γκό­σμιας πα­ρα­γω­γής χη­μι­κών προ­ϊ­ό­ντων πα­ρά­γε­ται σε τέσ­σε­ρα γι­γά­ντια κλά­στερ: στην Αμ­βέρ­σα του Βελ­γί­ου, στο Ρό­τερ­νταμ της Ολ­λαν­δί­ας και σε δύο πε­ριο­χές του γερ­μα­νι­κού κρα­τι­δί­ου της Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας – Βε­στφα­λί­ας, στο Ρουρ (κλά­στερ ChemSite) και στο βό­ρειο τμήμα του Ρήνου (Κλά­στερ ChemCologne).

Σύμ­φω­να με με­λέ­τη της δε­ξα­με­νής σκέ­ψης του «Ευ­ρω­παϊ­κού Συν­δέ­σμου Πε­τρο­χη­μι­κής Βιο­μη­χα­νί­ας» που διε­ξή­χθη το 2007, τα τέσ­σε­ρα αυτά κλά­στερ, λόγω του βαθ­μού ολο­κλή­ρω­σης, δια­σύν­δε­σης και των ροών προ­ϊ­ό­ντων με­τα­ξύ τους, συ­γκρο­τούν ένα μέ­γα-κλά­στερ, που εκτεί­νε­ται σε τέσ­σε­ρις πε­ριο­χές και τρεις χώρες (A Paradigm Shift : Supply Chain Collaboration and Competition in and between Europe’s Chemical Clusters. Results of the EPCA Think Tank Sessions organized and sponsored by EPCA).

Εται­ρί­ες όπως η Bayer, η BP, η BASF, η IDEOS απο­τε­λούν κά­ποιες από τις πο­λυ­ε­θνι­κές που δια­τη­ρούν εγκα­τα­στά­σεις σε ένα ή πε­ρισ­σό­τε­ρα υπο­κλά­στερ του μέ­γα-κλά­στερ. Ένα πο­λύ­πλο­κο δί­κτυο αγω­γών, αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μων και υδά­τι­νων οδών συν­δέ­ουν τα τέσ­σε­ρα κλά­στερ και κά­νουν δυ­να­τή τη ροή προ­ϊ­ό­ντων με­τα­ξύ τους. Προ­ϊ­ό­ντα κά­ποιων εται­ριών απο­τε­λούν πρώ­τες ύλες για ερ­γο­στά­σια άλλων εται­ριών και κυ­κλο­φο­ρούν μέσω των αγω­γών και των δια­φό­ρων συν­δέ­σε­ων. Αντα­γω­νι­στι­κές εται­ρί­ες χρη­σι­μο­ποιούν κοι­νές εγκα­τα­στά­σεις για την πα­ρα­γω­γή των προ­ϊ­ό­ντων τους για λό­γους ορ­θο­λο­γι­κό­τε­ρης χρή­σης των δια­θέ­σι­μων πόρων μέσα στο κλά­στερ. Οι προ­μη­θευ­τές των εται­ριών έχουν υψηλή εξει­δί­κευ­ση στις εται­ρί­ες της χη­μι­κής βιο­μη­χα­νί­ας και επι­διώ­κουν τη με­τα­ξύ τους συ­νερ­γα­σία για να κα­λύ­ψουν από κοι­νού τις ανά­γκες των (κοι­νών) πε­λα­τών τους. Σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις, η ορ­θο­λο­γι­κή χρήση των δια­θέ­σι­μων πόρων (γη, εγκα­τα­στά­σεις) μέσα στο κλά­στερ και άρα η υπέρ­βα­ση του κα­τα­κερ­μα­τι­σμού είναι το κί­νη­τρο για συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ αντα­γω­νι­στών. Από τη με­λέ­τη που προ­α­να­φέ­ρα­με προ­κύ­πτει ως βα­σι­κή ανά­γκη η συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρη ανταλ­λα­γή πλη­ρο­φο­ριών με­τα­ξύ των πα­ρα­γω­γών και των προ­μη­θευ­τών ώστε να είναι εφι­κτό να σχε­διά­ζε­ται απο­δο­τι­κό­τε­ρα η συ­νο­λι­κή πα­ρα­γω­γή του κλά­στερ.

Και εδώ, ορ­γα­νι­κή είναι η σύν­δε­ση με πα­νε­πι­στή­μια και εκ­παι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, αλλά και με το κρά­τος. Στα κλά­στερ που συ­γκρο­τούν το μέγα κλά­στερ, το το­πι­κό κρά­τος αλλά και η ΕΕ παί­ζει ση­μα­ντι­κό ρόλο στο συ­ντο­νι­σμό και την προ­ώ­θη­ση του κλά­στερ προς τα έξω για την προ­σέλ­κυ­ση νέων επεν­δύ­σε­ων. Για πα­ρά­δειγ­μα, το κλά­στερ της πε­ριο­χής του Ρουρ στη Γερ­μα­νία έχει συ­γκρο­τή­σει από το 1997, το ChemSite: «μία “σύ­μπρα­ξη δη­μό­σιου-ιδιω­τι­κού τομέα” συ­γκρο­τή­θη­κε από κοι­νού με εταί­ρους από τη χη­μι­κή βιο­μη­χα­νία, το κρα­τί­διο της Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας - Βε­σφα­λί­ας, τις κοι­νό­τη­τες της πε­ριο­χής, την πο­λι­τι­κή αρχή του Μίν­στερ καθώς και από εταί­ρους από την πο­λι­τι­κή, την οι­κο­νο­μία και δη­μό­σιες αρχές» (ό.π.). Ανά­λο­γη πρω­το­βου­λία έχει συ­γκρο­τη­θεί και στην πε­ριο­χή του Ρήνου, ενώ στα λι­μά­νια της Αμ­βέρ­σας και του Ρό­τερ­νταμ, οι αρχές των λι­μα­νιών παί­ζουν το ρόλο της εκ­προ­σώ­πη­σης και του συ­ντο­νι­σμού του κλά­στερ.

Στον δι­κτυα­κό τόπο της ChemSite δια­βά­ζου­με επι­πλέ­ον: «Σχο­λείο και επι­χεί­ρη­ση με­τα­δί­δουν από κοι­νού τα εφό­δια για την επαγ­γελ­μα­τι­κή επι­λο­γή. Ο σκο­πός είναι πάντα η προ­σαρ­μο­γή της εκ­παί­δευ­σης στις ανά­γκες της επι­χεί­ρη­σης και η εκ­παί­δευ­ση σε συν­δυα­σμό με πρα­κτι­κή άσκη­ση». Και πα­ρα­κά­τω: «Η Βό­ρεια Ρη­να­νία- Βε­στφα­λία έχει το πιο στενά δια­συν­δε­δε­μέ­νο δί­κτυο πα­νε­πι­στη­μί­ων και ερευ­νη­τι­κών κέ­ντρων στην Ευ­ρώ­πη. Αυτό το πε­ρι­βάλ­λον είναι κα­τάλ­λη­λο για έρευ­να προ­σαρ­μο­σμέ­νη στην εφαρ­μο­γή, σε συ­νερ­γα­σία με επι­στη­μο­νι­κά ιδρύ­μα­τα και νέες επι­χει­ρή­σεις».

Ανά­με­σα στα πολ­λα­πλά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του κλά­στερ θα ξε­χω­ρί­σου­με τα πα­ρα­κά­τω: Πρώτο, την έμ­φα­ση στη διαρ­κή αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας μέσω της εκ­με­τάλ­λευ­σης από την πλευ­ρά των επι­χει­ρή­σε­ων εξω­γε­νών προς αυτές πα­ρα­γό­ντων. Δεύ­τε­ρο, την «επι­στη­μο­νι­κο­ποί­η­ση» της πα­ρα­γω­γής και την «επι­χει­ρη­μα­τι­κο­ποί­η­ση» της εκ­παί­δευ­σης. Τρίτο, την τάση για υπέρ­βα­ση της αντί­θε­σης δη­μό­σιου-ιδιω­τι­κού με το κρά­τος να γί­νε­ται επι­χει­ρη­μα­τι­κό. Τέ­ταρ­το, την ορ­γα­νι­κή συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ αντα­γω­νι­στι­κών εται­ριών και πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων στην άμεση δια­δι­κα­σία της πα­ρα­γω­γής. Πέμ­πτο, την τάση για κε­ντρι­κό σχε­δια­σμό της πα­ρα­γω­γής. Έκτο, την τάση για χρη­μα­τι­στι­κο­ποί­η­ση της πα­ρα­γω­γής και το αντί­στρο­φο.

Στην καρ­διά του κλά­στερ είναι το ζή­τη­μα της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και της και­νο­το­μί­ας, της λε­γό­με­νης αλυ­σί­δας αξίας (value chain). Ο Πόρ­τερ, το 1990, στο προ­α­να­φερ­θέν βι­βλίο του, βάζει στο κέ­ντρο της ανά­λυ­σης την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα, την οποία ορί­ζει ως την αξία που πα­ρά­γε­ται από μία μο­νά­δα ερ­γα­σί­ας ή κε­φα­λαί­ου. Όσο με­γα­λύ­τε­ρη είναι η αξία που πα­ρά­γε­ται από την ίδια πο­σό­τη­τα ερ­γα­σί­ας ή κε­φα­λαί­ου, τόσο με­γα­λύ­τε­ρη η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα. Κατά τον Πόρ­τερ, ο πιο ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας είναι η διαρ­κής και­νο­το­μία, τόσο στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και την ποιό­τη­τα των προ­ϊ­ό­ντων, όσο και στη δια­δι­κα­σία της πα­ρα­γω­γής. Προ­κει­μέ­νου, μία επι­χεί­ρη­ση να είναι και­νο­τό­μα, θα πρέ­πει να εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται απο­τε­λε­σμα­τι­κά πα­ρά­γο­ντες που βρί­σκο­νται εκτός της ίδιας της επι­χεί­ρη­σης. Τέ­τοιοι πα­ρά­γο­ντες είναι το επί­πε­δο της επι­στή­μης και η δυ­να­τό­τη­τα εμπο­ρι­κής αξιο­ποί­η­σής της, η ανταλ­λα­γή εμπει­ρί­ας αλλά και η συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ αντα­γω­νι­στι­κών εται­ριών, η δη­μιουρ­γία διαύ­λων επι­κοι­νω­νί­ας και ανα­τρο­φο­δό­τη­σης με τους πε­λά­τες, η στενή συ­νερ­γα­σία με τους προ­μη­θευ­τές, αλλά και η δυ­να­τό­τη­τα εύ­κο­λης με­τα­τρο­πής μίας ιδέας σε επι­χεί­ρη­ση και επι­τυ­χη­μέ­νο εμπό­ρευ­μα. Από ένα τέ­τοιο σύ­στη­μα σύ­μπλε­ξης και συ­νερ­γα­σί­ας  με­τα­ξύ όλων των εμπλε­κο­μέ­νων στην πα­ρα­γω­γι­κή αλυ­σί­δα, προ­κύ­πτει και ο συ­νο­λι­κός εξορ­θο­λο­γι­σμός της τε­λευ­ταί­ας, γε­γο­νός που συ­νε­πά­γε­ται τη συ­νο­λι­κή αύ­ξη­ση της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας. Προ­κύ­πτει όμως και ένας τε­ρά­στιος όγκος νέων γνώ­σε­ων και ιδεών για τη βελ­τί­ω­ση της πα­ρα­γω­γής σε όλα τα επί­πε­δα.

Ο Μαρξ έβλε­πε πάντα την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα ως συ­νάρ­τη­ση πα­ρα­γό­ντων κοι­νω­νι­κής κλί­μα­κας, που ο αντα­γω­νι­σμός των με­μο­νω­μέ­νων κε­φα­λαιο­κρα­τών δεν επι­τρέ­πει να ανα­πτυ­χθούν στο επί­πε­δο των κοι­νω­νι­κών δυ­να­το­τή­των. Η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας, έγρα­φε στο Κε­φά­λαιο, κα­θο­ρί­ζε­ται από πολ­λούς πα­ρά­γο­ντες, με­τα­ξύ άλλων, από το μέσο όρο εντα­τι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας, το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης της επι­στή­μης και της τε­χνο­λο­γι­κής της εφαρ­μο­σι­μό­τη­τας, τον κοι­νω­νι­κό συν­δυα­σμό της δια­δι­κα­σί­ας πα­ρα­γω­γής, το εύρος και την απο­δο­τι­κό­τη­τα της δια­δι­κα­σί­ας πα­ρα­γω­γής και από φυ­σι­κούς πα­ρά­γο­ντες.

Ο Λένιν, στο κο­ρυ­φαίο έργο του, «Ιμπε­ρια­λι­σμός, Ανώ­τα­το στά­διο του κα­πι­τα­λι­σμού», πα­ρα­τη­ρεί πολύ εύ­στο­χα ότι (στο στά­διο του ιμπε­ρια­λι­σμού) καθώς ο ελεύ­θε­ρος αντα­γω­νι­σμός με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε μο­νο­πώ­λιο με συ­νέ­πεια την «τε­ρά­στια πρό­ο­δο στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της πα­ρα­γω­γής», η δια­δι­κα­σία και­νο­το­μί­ας και τε­χνι­κής βελ­τί­ω­σης  κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται.

Στο πλαί­σιο του κλά­στερ η τε­χνι­κή πρό­ο­δος έχει φτά­σει σε τέ­τοιο επί­πε­δο που να κάνει το τε­λι­κό στά­διο της πα­ρα­γω­γής σχε­δόν άνευ ση­μα­σί­ας, με­τα­το­πί­ζο­ντας το κέ­ντρο βά­ρους στις δια­δι­κα­σί­ες επι­στη­μο­νι­κού σχε­δια­σμού τόσο των νέων εξε­λιγ­μέ­νων προ­ϊ­ό­ντων, όσο και των δια­δι­κα­σιών πα­ρα­γω­γής τους.

Επι­στη­μο­νι­κή επι­χεί­ρη­ση και επι­χει­ρη­μα­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο

Στο πλαί­σιο του κλά­στερ, ζη­τού­με­νο δεν είναι πλέον η απο­δο­τι­κό­τε­ρη εκ­με­τάλ­λευ­ση των επι­τευγ­μά­των της επι­στή­μης στην πα­ρα­γω­γή, αλλά η εν­σω­μά­τω­ση της επι­στή­μης στην άμεση πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία.

Ο Γκόρ­ντον Μουρ, συ­νι­δρυ­τής της Intel και πριν από αυτήν εται­ριών που έπαι­ξαν κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στη δια­μόρ­φω­ση του κλά­στερ της κοι­λά­δας του Πυ­ρι­τί­ου, στο κεί­με­νο του «Learning the Silicon Valley Way» [«Μα­θαί­νο­ντας με τον τρόπο της Σί­λι­κον Βάλεϊ», στη συλ­λο­γή κει­μέ­νων «Building High-Tech Clusters», επι­μέ­λεια των Timothy Bresnahan και Alfonso Gambardella (Cambridge University Press, 2004)], πε­ρι­γρά­φει το με­τα­σχη­μα­τι­σμό αυτόν ως εξής: Μία εται­ρία υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας «δια­φέ­ρει ρι­ζι­κά τόσο από το πα­νε­πι­στη­μια­κό ερ­γα­στή­ριο όσο και από τα ερ­γο­στά­σια τυ­πο­ποι­η­μέ­νης πα­ρα­γω­γής και πα­ρα­σκευ­ής προ­ϊ­ό­ντων». Πε­ρι­γρά­φει ένα νέο τύπο επι­στή­μο­να-επι­χει­ρη­μα­τία, τον «τε­χνο­λό­γο-μά­να­τζερ», ο οποί­ος κα­τέ­χει τόσο τε­χνι­κή διο­ρα­τι­κό­τη­τα όσο και επι­χει­ρη­μα­τι­κή ικα­νό­τη­τα, του οποί­ου η δου­λειά συ­νί­στα­ται στο να «με­τα­τρέ­πει την επι­στή­μη σε βιώ­σι­μες επι­χει­ρή­σεις». Και συ­νε­χί­ζει: «Στο πλαί­σιο μίας καλά δο­μη­μέ­νης εται­ρί­ας τε­χνο­λο­γί­ας, ο τε­χνο­λό­γος-μά­να­τζερ έπρε­πε να μάθει να κα­θο­δη­γεί την και­νο­το­μία έχο­ντας κα­τα­νό­η­ση τόσο των εμπο­ρι­κών όσο και των τε­χνο­λο­γι­κών στό­χων. Αυτοί οι μά­να­τζερ έπρε­πε κατ’ αρχάς να είναι επι­στή­μο­νες με βαθιά κα­τα­νό­η­ση του αντι­κει­μέ­νου. Οι απαι­τή­σεις όμως της εται­ρί­ας ση­μαί­νει ότι η γε­νι­κό­τη­τα που είναι τυ­πι­κή του πα­νε­πι­στη­μια­κού ερ­γα­στη­ρί­ου είναι βαθιά μη απο­δο­τι­κή. Αυτοί οι μά­να­τζερ-τε­χνο­λό­γοι πρέ­πει να είναι ικα­νοί να επι­νο­ή­σουν το συ­ντο­μό­τε­ρο μο­νο­πά­τι προς μία λει­τουρ­γι­κή ανα­κά­λυ­ψη». Και λίγο πα­ρα­κά­τω: «Ο (κα­θα­ρός) επι­στή­μο­νας ανα­ζη­τά νέα γνώση – μία κα­λύ­τε­ρη ή πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νη ει­κό­να των πε­ριε­χο­μέ­νων του σύ­μπα­ντος. Ο μη­χα­νι­κός από την άλλη, επι­διώ­κει την επί­τευ­ξη ενός συ­γκε­κρι­μέ­νου απο­τε­λέ­σμα­τος, μία νέα δομή ή ηλε­κτρο­νι­κή συ­σκευή για πα­ρά­δειγ­μα». Και τέλος: «Το χτί­σι­μο μίας εται­ρί­ας γύρω από τη νέα τε­χνο­λο­γία των ημια­γω­γών σή­μαι­νε να δη­μιουρ­γού­με και να δια­τη­ρού­με τη γνώση που μας έδινε τη δυ­να­τό­τη­τα να πα­ρά­γου­με χρή­σι­μα επι­κερ­δή αντι­κεί­με­να» (οι με­τα­φρά­σεις δικές μας).

Η Intel, ως μία από τις πρώ­τες εται­ρί­ες που εφάρ­μο­σε στην πράξη τη σύμ­φυ­ση επι­στή­μης πα­ρα­γω­γής,  οδη­γή­θη­κε σε δύο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς, για τη συ­γκρό­τη­ση των κλά­στερ, με­τα­σχη­μα­τι­σμούς.

Κατά πρώ­τον, επι­κε­ντρώ­θη­κε στον πα­ρα­γω­γι­κό τομέα στον οποίο ήταν πιο πα­ρα­γω­γι­κή και και­νο­τό­μα: στους μι­κρο­ε­πε­ξερ­γα­στές. Όλα τα άλλα τμή­μα­τα της εται­ρί­ας τα «πέ­τα­ξε» έξω από την ορ­γά­νω­σή της. Με­ρι­κά από αυτά έγι­ναν αυ­το­τε­λείς επι­χει­ρή­σεις και με­τα­τρά­πη­καν σε προ­μη­θευ­τές της Intel με με­γά­λη εξει­δί­κευ­ση. Με τον τρόπο αυτό, αντί να πα­ρά­γει η ίδια τις δευ­τε­ρεύ­ου­σες υπη­ρε­σί­ες και προ­ϊ­ό­ντα που χρεια­ζό­ταν με χα­μη­λή πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα και επι­πλέ­ον με κό­στος για την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα στο κύριο προ­ϊ­όν της, επι­κε­ντρώ­θη­κε στη βελ­τι­στο­ποί­η­ση της πα­ρα­γω­γής του κύ­ριου προ­ϊ­ό­ντος της και αγό­ρα­σε από εξω­τε­ρι­κούς προ­μη­θευ­τές που πα­ρή­γαν με αυ­ξη­μέ­νη πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα τα προ­ϊ­ό­ντα και τις υπη­ρε­σί­ες που χρεια­ζό­ταν. Το μο­ντέ­λο αυτό βελ­τιώ­νει συ­νο­λι­κά την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της εται­ρί­ας.

Δεύ­τε­ρον, οι επι­στή­μο­νες-μά­να­τζερ της Intel πα­ρα­τή­ρη­σαν ότι όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο τε­λειο­ποιού­νταν τε­χνι­κά ο πα­ρα­γω­γι­κός βρα­χί­ο­νας της εται­ρί­ας, τόσο δυ­σκο­λό­τε­ρο γι­νό­ταν να δε­χτεί νέες με­θό­δους και και­νο­το­μί­ες από το τμήμα έρευ­νας και ανά­πτυ­ξης (τα πε­ρί­φη­μα Research & Development Departments  των πο­λυ­ε­θνι­κών μο­νο­πω­λί­ων). Επει­δή όμως ζη­τού­με­νο δεν είναι η τε­λειο­ποί­η­ση μίας δια­δι­κα­σί­ας πα­ρα­γω­γής, αλλά η δυ­να­τό­τη­τα διαρ­κούς αλ­λα­γής της και η προ­σαρ­μο­γή της σε νέες με­θό­δους, οι επι­στή­μο­νες-μά­να­τζερ της εται­ρί­ας απο­φά­σι­σαν να με­τα­φέ­ρουν την επι­στη­μο­νι­κή δου­λειά μέσα στο ερ­γο­στά­σιο, κα­ταρ­γώ­ντας το ξε­χω­ρι­στό ερ­γα­στή­ριο έρευ­νας και ανά­πτυ­ξης.

Στο ίδιο πλαί­σιο, αν από την ερευ­νη­τι­κή δου­λειά της εται­ρί­ας προ­έ­κυ­πταν ιδέες ή και­νο­το­μί­ες που όμως δεν μπο­ρού­σαν να εφαρ­μο­στούν από την εται­ρία, είτε γιατί ήταν  εκτός του αντι­κει­μέ­νου εξει­δί­κευ­σής της, είτε γιατί η ορ­γά­νω­σή της δεν το επέ­τρε­πε, η ομάδα που συλ­λάμ­βα­νε την ιδέα συχνά απο­σχι­ζό­ταν (με ή παρά τη θέ­λη­ση της μη­τέ­ρας-εται­ρί­ας) σε αυ­το­τε­λή εται­ρία προ­κει­μέ­νου να αφιε­ρω­θεί στο με­τα­σχη­μα­τι­σμό της νέας ανα­κά­λυ­ψης σε επι­κερ­δές αντι­κεί­με­νο – χωρίς να απο­μα­κρύ­νε­ται βε­βαί­ως από τον αστε­ρι­σμό του κλά­στερ.

Η με­τα­φο­ρά της επι­στή­μης στην πα­ρα­γω­γή όμως δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί χωρίς την στρο­φή του πα­νε­πι­στη­μί­ου στην πα­ρα­γω­γή. Όπως ση­μειώ­νει ο Γκόρ­ντον Μουρ στο προ­α­να­φερ­θέν κεί­με­νο, το πα­νε­πι­στή­μιο του Στάν­φορντ εν­θάρ­ρυ­νε τους απο­φοί­τους του να γί­νο­νται επι­χει­ρη­μα­τί­ες. Μά­λι­στα είχε δη­μιουρ­γή­σει προ­γράμ­μα­τα συ­νερ­γα­σί­ας που σκοπό είχαν να φέ­ρουν επι­χει­ρη­μα­τί­ες μέσα στο πα­νε­πι­στή­μιο για την ανταλ­λα­γή εμπει­ρί­ας και γνώ­σε­ων. Από πολύ νωρίς, ήδη από τη δε­κα­ε­τία του ΄60, με­τα­ξύ άλλων και λόγω του ψυ­χρού πο­λέ­μου, το πα­νε­πι­στή­μιο του Στάν­φορντ προ­σα­να­το­λί­στη­κε στην πα­ρα­γω­γή επι­στη­μό­νων με σκοπό την επι­χει­ρη­μα­τι­κή τους επι­τυ­χία. Σύμ­φω­να με υπο­λο­γι­σμούς του Τζέιμς Γκί­μπονς, από το 1988, οι εται­ρί­ες της Σί­λι­κον Βάλεϊ που είχαν σχη­μα­τι­στεί από απο­φοί­τους ή ερευ­νη­τι­κά προ­γράμ­μα­τα του Στάν­φορντ πα­ρή­γαν πάνω από το μισό ει­σό­δη­μα της Σί­λι­κον Βάλεϊ (James Gibbons (2000). “The Role of Stanford University: A Dean’s Reflections”).

Αλλά και στην ερευ­νη­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, μπο­ρεί κα­νείς να βρει τα ίχνη του Στάν­φορντ σε όλες τις και­νο­το­μί­ες που έφε­ραν την επα­νά­στα­ση της πλη­ρο­φο­ρι­κής στην κοι­λά­δα της Σι­λι­κό­νης. Ο Γκί­μπονς ση­μειώ­νει ότι πα­ρό­λο που το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της τε­χνο­λο­γί­ας των ημια­γω­γών (τε­χνο­λο­γία που οδή­γη­σε στους μι­κρο­ε­πε­ξερ­γα­στές) δη­μιουρ­γή­θη­κε από την ίδια τη βιο­μη­χα­νία, ση­μα­ντι­κές τε­χνο­λο­γί­ες χη­μι­κής μη­χα­νι­κής και της επι­στή­μης των υλι­κών είχαν ανα­πτυ­χθεί από το Στάν­φορντ. O Γκόρ­ντον Μουρ κάνει επί­σης ανα­φο­ρά στο κεί­με­νο του ιστο­ρι­κού του Στάν­φορντ Νάθαν Ρό­ζεν­μπεργκ με τίτλο «How Exogenous is Science» (1982), στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται ότι «κά­ποια πα­νε­πι­στή­μια είναι πα­ρα­γω­γοί τε­χνο­λο­γι­κής γνώ­σης που δεν απέ­χει πολύ από τη δυ­νά­μει εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σή της».

Το επι­χει­ρη­μα­τι­κό κρά­τος

Η οι­κο­νο­μο­λό­γος  και κα­θη­γή­τρια στο πα­νε­πι­στή­μιο του Σάσεξ, Μα­ριά­να Μα­τζου­κά­το, στο βι­βλίο της Το επι­χει­ρη­μα­τι­κό κρά­τος, που κυ­κλο­φό­ρη­σε πριν από με­ρι­κούς μήνες, (Mariana Mazzucato, The Entepreneurial State, Demos, London, 2011) ση­μειώ­νει ότι το κλίμα και­νο­το­μί­ας και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας της Σί­λι­κον Βάλεϊ, οφεί­λε­ται σε με­γά­λο βαθμό στην άμεση δρα­στη­ριο­ποί­η­ση του αμε­ρι­κα­νι­κού κρά­τους στους το­μείς της επι­κοι­νω­νί­ας και της πλη­ρο­φο­ρι­κής.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα είναι η ίδρυ­ση της υπη­ρε­σί­ας προηγ­μέ­νων ερευ­νών «DARPA». Πρό­κει­ται για μία υπη­ρε­σία του στρα­τού, που συ­γκρο­τού­σε και χρη­μα­το­δο­τού­σε ερευ­νη­τι­κά προ­γράμ­μα­τα τόσο για στρα­τιω­τι­κούς σκο­πούς όσο και για εμπο­ρι­κούς. Κατά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του ’70, η DARPA συ­νέ­βα­λε κα­θο­ρι­στι­κά την εξέ­λι­ξη στον τομέα της πλη­ρο­φο­ρι­κής στη Σί­λι­κον Βάλεϊ, και η δρα­στη­ριό­τη­τά της στην πε­ριο­χή [όπως και σε άλλες] συ­νε­χί­ζε­ται συ­στη­μα­τι­κά μέχρι σή­με­ρα. Η δια­σύν­δε­σή της υπη­ρε­σί­ας αυτής με τις εται­ρί­ες της Σί­λι­κον Βάλεϊ φαί­νε­ται και από την θο­ρυ­βώ­δη με­τα­γρα­φή της επι­κε­φα­λής της DARPA Regina Dugan στη Google το 2012.

Η ιστο­ρία της DARPA στη Σί­λι­κον Βάλεϊ έχει εντυ­πω­σια­κούς σταθ­μούς: Το 1971, με τη στή­ρι­ξη με­γά­λου αριθ­μού ερευ­νη­τών της DARPA, το ερευ­νη­τι­κό ερ­γα­στή­ριο Xerox PARC δη­μιουρ­γεί το πρώτο γρα­φι­κό πε­ρι­βάλ­λον για ηλε­κτρο­νι­κούς υπο­λο­γι­στές, στο οποίο οφεί­λουν τη σύλ­λη­ψή τους τα γνω­στά μας Windows, καθώς και το πρώτο Mac. Το 1998, δύο φοι­τη­τές του Στάν­φορντ, οι Sergey Brin and Larry Page, δη­μο­σιεύ­ουν μία ερ­γα­σία στην οποία πε­ρι­γρά­φουν μία πρό­τυ­πη μη­χα­νή ανα­ζή­τη­σης, το Google. Η ερ­γα­σία τους, που οδή­γη­σε στην ίδρυ­ση του ση­με­ρι­νού κο­λοσ­σού του ίντερ­νετ χρη­μα­το­δο­τή­θη­κε από την DARPA, τη NASA και το Εθνι­κό Ίδρυ­μα Επι­στη­μών (National Science Foundation). To 2004, η DARPA υπο­γρά­φει συμ­βό­λαιο 40 εκ. δο­λα­ρί­ων με τη Nanosolar, μία εται­ρία της Σί­λι­κον Βάλεϊ που φτιά­χνει ηλια­κά πάνελ με να­νο­τε­χνο­λο­γία, τα οποία είναι πολύ λεπτά και απο­δο­τι­κά, και μπο­ρούν ακόμη και να εκτυ­πώ­νο­νται.

Στην καρ­διά της Ευ­ρώ­πης, στη Γερ­μα­νία, η ομο­σπον­δια­κή κυ­βέρ­νη­ση σκο­πεύ­ει να διο­χε­τεύ­σει σε χρο­νι­κό διά­στη­μα μίας πε­ντα­ε­τί­ας 600 εκ. ευρώ σε 15 επι­λεγ­μέ­να κλά­στερ σε κλά­δους από τη βιο­τε­χνο­λο­γία μέχρι την τε­χνο­λο­γία αε­ρο­σκα­φών, για έρευ­να και ανά­πτυ­ξη. «Το γε­φύ­ρω­μα της από­στα­σης με­τα­ξύ επι­στή­μης και οι­κο­νο­μί­ας ανή­κει στον πυ­ρή­να της στρα­τη­γι­κής υψη­λής τε­χνο­λο­γί­ας της Γερ­μα­νί­ας», δια­βά­ζου­με στην ανα­φο­ρά για την Έρευ­να και Και­νο­το­μία του γερ­μα­νι­κού υπουρ­γεί­ου Εκ­παί­δευ­σης και Έρευ­νας του 2012. Αυτή η πο­λι­τι­κή έχει ξε­κι­νή­σει από τη δε­κα­ε­τία του ’90, όταν η γερ­μα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση πραγ­μα­το­ποί­η­σε μία στρο­φή στην πο­λι­τι­κή έρευ­νας και ανά­πτυ­ξης προς τη στο­χευ­μέ­νη διο­χεύ­τε­ση κρα­τι­κής στή­ρι­ξης για έρευ­να σε κλά­στερ. Και αυτό χωρίς να συ­μπε­ρι­λά­βου­με τα πο­λυ­πλη­θή πα­νε­πι­στη­μια­κά και κρα­τι­κά ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα που λει­τουρ­γούν στα διά­φο­ρα κλά­στερ και πραγ­μα­το­ποιούν στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας βα­σι­κή, αλλά και εφαρ­μο­σμέ­νη έρευ­να προς εκ­με­τάλ­λευ­ση από τις ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις.

Όπως εξη­γεί η Mazzucato, ο ιδιω­τι­κός το­μέ­ας σε γε­νι­κές γραμ­μές επεν­δύ­ει στην ανά­πτυ­ξη προ­ϊ­ό­ντων με χρο­νι­κό ορί­ζο­ντα τριών με πέντε χρό­νων, ώστε να μπο­ρεί να κάνει από­σβε­ση της επέν­δυ­σης. Από την άλλη όμως οι τε­χνο­λο­γι­κές απαι­τή­σεις της πα­ρα­γω­γής στη σύγ­χρο­νη εποχή μπο­ρούν να ικα­νο­ποι­η­θούν μόνο με έρευ­να που πολ­λές φορές ξε­περ­νά­ει τον ορί­ζο­ντα δε­κα­ε­τί­ας. Επι­πλέ­ον, απαι­τεί­ται ένα πε­ρι­βάλ­λον και­νο­το­μί­ας στο οποίο να μπο­ρούν να κυ­νη­γη­θούν «τρε­λές» ιδέες με αβέ­βαιο εμπο­ρι­κό απο­τέ­λε­σμα, χωρίς τον φόβο της απο­τυ­χί­ας. Προ­ϋ­πο­θέ­σεις που μόνο το κρά­τος μπο­ρεί να κα­λύ­ψει, καθώς δια­θέ­τει χρή­μα­τα των φο­ρο­λο­γου­μέ­νων και δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται από την ανά­γκη πα­ρα­γω­γής κέρ­δους. Το κρά­τος γί­νε­ται επι­χει­ρη­μα­τι­κό καθώς εμπλέ­κε­ται άμεσα στην πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία, συμ­με­τέ­χο­ντας κα­θο­ρι­στι­κά στην ανά­πτυ­ξη εμπο­ρευ­μά­των για λο­γα­ρια­σμό των κα­πι­τα­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων.

Ει­δι­κή πλευ­ρά του κλά­στερ είναι η αξιο­ποί­η­ση και υπο­τα­γή του πε­ρι­φε­ρεια­κού ή «το­πι­κού κρά­τους». Όπως γρά­φουν οι Ντέ­τλεφ Χάρ­τμαν και Γκέ­ραλντ Γκέ­περτ στο βι­βλίο τους «Κλά­στερ, το νέο Στά­διο του Κα­πι­τα­λι­σμού», ανα­λύ­ο­ντας το κλά­στερ της Φολκ­σβά­γκεν στο Βόλφ­σμπουργκ, το κλά­στερ αυτό δη­μιουρ­γή­θη­κε ως απο­τέ­λε­σμα της κρί­σης της πα­γκό­σμιας και ει­δι­κά της γερ­μα­νι­κής αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νί­ας στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του ’90 (χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ανα­φέ­ρουν ότι το πο­σο­στό κέρ­δους του κλά­δου από την κα­θα­ρή πώ­λη­ση αυ­το­κι­νή­των, την τε­λευ­ταία 20ε­τία, έπεσε από το 20% στο 5%, ενώ τα κέρδη των ομί­λων της προ­έρ­χο­νταν κυ­ρί­ως από χρη­μα­τι­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες). Η Φόλκ­σβά­γκεν, σε συ­νερ­γα­σία με την πο­λυ­ε­θνι­κή πα­ρα­γω­γής ατσα­λιού Ζαλτσ­γκί­τερ ΑΕ (Salzgitter AG, πρώην Preussag AG), δη­μιούρ­γη­σαν το κλά­στερ SON (Suedoest Niedersachsen), δη­λα­δή της Νο­τιο­α­να­το­λι­κής Κάτω Σα­ξω­νί­ας, σε συ­νερ­γα­σία με την το­πι­κή Πε­ρι­φέ­ρεια (μέλος της διοί­κη­σης του οποί­ου ήταν ο Σρέ­ντερ και δρα­στή­ριος ορ­γα­νω­τής ο Χάρτς, ο οποί­ος συ­νέ­δε­σε το όνομά του με την κα­τε­δά­φι­ση του γερ­μα­νι­κού κρά­τους–πρό­νοιας).

Στο βι­βλίο τους αντλούν τα εξής συ­μπε­ρά­σμα­τα: Η ανά­πτυ­ξη του Κλά­στερ της Φολκ­σβά­γκεν στο Βόλφ­σμπουργκ εκ­προ­σω­πεί την «επα­νί­δρυ­ση της πε­ριο­χής» με μια «δια­δι­κα­σία μο­ντερ­νο­ποί­η­σης» η οποία «αγκα­λιά­ζει  ολό­κλη­ρες τις κοι­νω­νι­κο­κο­οιο­νο­μι­κές σχέ­σεις και πηγές». «Η με­τά­δο­ση των με­θό­δων επι­χει­ρη­μα­τι­κής διεύ­θυν­σης στις Πε­ρι­φέ­ρειες και τους αν­θρώ­πους της», και «η υπο­τα­γή ενός μέ­ρους του πλη­θυ­σμού σε μια πε­ρι­φε­ρεια­κή ’’δια­δι­κα­σία ποιό­τη­τα­ς’’», αντί­γρα­φο των επι­χει­ρή­σε­ων, απο­τε­λούν τον πυ­ρή­να της πο­λι­τι­κής των κλά­στερ. Αξί­ζει εδώ να ανα­φερ­θεί η γε­νί­κευ­ση των συ­μπε­ρα­σμά­των τους: «Το κλά­στερ φαί­νε­ται να είναι το ερ­γα­στή­ριο για το επό­με­νο στά­διο αύ­ξη­σης της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και κυ­ρί­ως για μια νέα πο­λι­τι­κή μορφή, η οποία, σε πρώτη προ­σέγ­γι­ση, μπαί­νει στη θέση της κα­πι­τα­λι­στι­κής απορ­ρύθ­μι­σης στον 20ο αιώνα που φεύ­γει».

Συ­νερ­γα­σία με­τα­ξύ αντα­γω­νι­ζό­με­νων και πα­ρα­πλη­ρω­μα­τι­κών εται­ριών.

«Σκο­πός των κλά­στερ αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας», το­νί­ζε­ται στον εξει­δι­κευ­μέ­νο ιστό­το­πο του γαλ­λι­κού υπουρ­γεί­ου Οι­κο­νο­μί­ας για την προ­ώ­θη­ση των κλά­στερ. [http://​com​peti​tivi​te.​gouv.​fr/], «είναι η επέν­δυ­ση σε συ­νέρ­γειες και συ­νερ­γα­τι­κά σχέ­δια που θα δώ­σουν στις συμ­βαλ­λό­με­νες επι­χει­ρή­σεις τη δυ­να­τό­τη­τα να γί­νουν πρώ­τες στον τομέα τους, τόσο στη Γαλ­λία όσο και διε­θνώς».

Στο κλά­στερ χη­μεί­ας του Ρό­τερ­νταμ πα­ρα­τη­ρεί­ται μία σύ­μπλε­ξη με­τα­ξύ πο­λυ­ε­θνι­κών ή οποία θα ήταν αδύ­να­τη έξω από το πλαί­σιο συ­γκρό­τη­σης του κλά­στερ:

Η εται­ρία Akzo Nobel προ­μη­θεύ­ει την ια­πω­νι­κή πο­λυ­ε­θνι­κή Shin-Etsu με χλώ­ριο για την πα­ρα­σκευή αι­θυ­λε­νο­δι­χλω­ρι­δί­ου (EDC), μο­νο­με­ρούς βι­νυ­λο­χλω­ρι­δί­ου (VCM) και πο­λυ­βι­νυ­λο­χλω­ρι­δί­ου (PVC). Οι μο­νά­δες πα­ρα­σκευ­ής των δύο εται­ριών συν­δέ­ο­νται με πο­λυ­πύ­ρη­νους αγω­γούς – ένα σύ­στη­μα αγω­γών που έχει κα­τα­σκευά­σει η αρχή του λι­μα­νιού του Ρό­ντερ­νταμ (το­πι­κό κρά­τος) και το νοι­κιά­ζει σε όλους τους συμ­με­τέ­χο­ντες στο κλά­στερ.

Η Akzo Nobel προ­μη­θεύ­ει με χλώ­ριο και μία άλλη πο­λυ­ε­θνι­κή, τη Huntsman, η οποία το χρη­σι­μο­ποιεί για την πα­ρα­σκευή MDI. Το χλώ­ριο που χρη­σι­μο­ποιεί η Huntsman επι­στρέ­φει στην Akzo Nobel με τη μορφή αε­ρί­ου υδρο­χλω­ρι­κού οξέως, το οποίο με τη σειρά του χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως πρώτη ύλη για την πα­ρα­γω­γή EDC/VMC από την ια­πω­νι­κή Shin-Etsu. Με αυτόν τον τρόπο, το χλώ­ριο χρη­σι­μο­ποιεί­ται δύο φορές.

Μέσω αγω­γών, η Akzo Nobel προ­μη­θεύ­ει με χλώ­ριο δύο άλλες πο­λυ­ε­θνι­κές, την Hexion, για την πα­ρα­γω­γή επι­χλω­ρυ­δρί­νης και την Tronox, για την πα­ρα­γω­γή διο­ξει­δί­ου του τι­τα­νί­ου.

Οι πέντε αυτές εται­ρί­ες έχουν συ­γκρο­τή­σει ένα σύ­στη­μα ολο­κλή­ρω­σης της πα­ρα­γω­γής που επι­τρέ­πει με­γά­λη απο­δο­τι­κό­τη­τα στην αξιο­ποί­η­ση των πρώ­των υλών και των δια­δι­κα­σιών στην αλυ­σί­δα πα­ρα­γω­γής.

Ανά­λο­γη στε­νό­τα­τη συ­νερ­γα­σία πα­ρα­τη­ρεί­ται και με­τα­ξύ των προ­μη­θευ­τών:

To 2003, δύο εται­ρί­ες του κλά­στερ ChemSite (Ρη­να­νία / Ρουρ), η Bayer και η Degussa, απο­φά­σι­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν μία κοινή δια­δι­κα­σία προ­μή­θειας υπη­ρε­σιών logistics που ονο­μά­στη­κε ComLog. To 2007 προ­στέ­θη­κε άλλη μία εται­ρία από το κλά­στερ, η Lanxess. Στη συ­νέ­χεια, η ComLog προ­χώ­ρη­σε σε στρα­τη­γι­κή συ­νερ­γα­σία με την εται­ρία σι­δη­ρο­δρό­μων Railion, για την πα­ρο­χή εξει­δι­κευ­μέ­νων και εξα­το­μι­κευ­μέ­νων υπη­ρε­σιών με­τα­φο­ράς μέσω σι­δη­ρο­δρό­μου για τα προ­ϊ­ό­ντα των εται­ριών που συ­νερ­γά­ζο­νται στην ComLog. [πηγή: A Paradigm Shift : Supply Chain Collaboration and Competition in and between Europe’s Chemical Clusters. Results of the EPCA Think Tank Sessions organized and sponsored by European Petrochemical Association (2007).]

Πε­ρι­φε­ρεια­κή ανι­σό­με­τρη ανά­πτυ­ξη

Ο σχη­μα­τι­σμός των κλά­στερ απο­τε­λεί μια προ­σπά­θεια κα­πι­τα­λι­στι­κής αντα­πό­κρι­σης στην τάση και ανά­γκη για κε­ντρι­κό κοι­νω­νι­κό σχε­δια­σμό των ανα­γκών και της πα­ρα­γω­γής, ο οποί­ος ωστό­σο, ποτέ δεν μπο­ρεί να ολο­κλη­ρω­θεί κάτω από την κυ­ριαρ­χία του αντα­γω­νι­σμού. Στο κλά­στερ ChemSite (Ρη­να­νία – Ρουρ), οι προ­μη­θευ­τές των με­γά­λων εται­ριών χη­μεί­ας πα­ρα­πο­νού­νται ότι αν γνώ­ρι­ζαν τα πλάνα πα­ρα­γω­γής των πε­λα­τών τους θα προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν κα­λύ­τε­ρα για την κά­λυ­ψη των ανα­γκών. Οι συ­ντο­νι­στι­κές πρω­το­βου­λί­ες των κλά­στερ χη­μεί­ας δου­λεύ­ουν στην κα­τεύ­θυν­ση ενός κε­ντρι­κού σχε­δια­σμού της πα­ρα­γω­γής, όσο αυτό είναι δυ­να­τό. Ο αντα­γω­νι­σμός με­τα­ξύ των εται­ριών δεν επι­τρέ­πει σε τέ­τοιο βαθμό ολο­κλή­ρω­ση του σχε­δια­σμού, ο βαθ­μός κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης του κλά­στερ όμως την κάνει απα­ραί­τη­τη.

Στον κα­πι­τα­λι­σμό, τί­πο­τε δεν μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει χωρίς το χρήμα. Ο έλεγ­χος του χρή­μα­τος στο κλά­στερ ασκεί­ται από το χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό τομέα με την ευ­ρεία έν­νοια, είτε πρό­κει­ται για πα­ρα­δο­σια­κές τρά­πε­ζες, είτε για επεν­δυ­τι­κές τρά­πε­ζες, hedge funds και κε­φά­λαια υψη­λού ρί­σκου, είτε για την ίδια την χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα των εται­ριών που δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται τη με­το­χή τους στις αγο­ρές. Ως απο­τέ­λε­σμα, η πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων, αν και απο­τε­λεί τη βάση της οι­κο­νο­μί­ας, υπο­τάσ­σε­ται στο χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό σύ­στη­μα αφού με­τα­τρέ­πε­ται σε αντι­κεί­με­νο τζό­γου. Η Marianna Mazzucato ση­μειώ­νει ότι οι φαρ­μα­κευ­τι­κές εται­ρί­ες ξο­δεύ­ουν για τη χει­ρα­γώ­γη­ση των με­το­χών τους πε­ρί­που όσο ξο­δεύ­ουν για την ανά­πτυ­ξη νέων φαρ­μά­κων. Τα κέρδη των εται­ριών αυτών δεν προ­έρ­χο­νται απο­κλει­στι­κά από τις πω­λή­σεις προ­ϊ­ό­ντων αλλά, πλέον, κυ­ρί­ως από τη χρη­μα­τι­στη­ρια­κή δια­κύ­μαν­ση της εται­ρί­ας,  γε­γο­νός που επι­βε­βαιώ­νει και τον ποιο­τι­κά ανώ­τε­ρο βαθμό σήψης στο στά­διο του ολο­κλη­ρω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.

Τα κλά­στερ συ­γκρο­τούν οά­σεις υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας σε ερή­μους υπα­νά­πτυ­ξης και κα­θυ­στέ­ρη­σης. Μά­λι­στα, η επι­τυ­χία τους εξαρ­τά­ται ακρι­βώς από αυτό. Θα πρέ­πει η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα στο κλά­στερ να είναι αρ­κε­τά πάνω από τον κοι­νω­νι­κό μέσο όρο προ­κει­μέ­νου να απο­φέ­ρει με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό κέρ­δους, γε­γο­νός που ση­μαί­νει ότι η πα­ρα­γω­γή εκτός κλά­στερ εξα­να­γκά­ζε­ται να κα­λύ­ψει το χα­μέ­νο έδα­φος με την άνευ προη­γου­μέ­νου συ­μπί­ε­ση του ερ­γα­τι­κού κό­στους. Στις 23 Οκτω­βρί­ου 2013, ο βρε­τα­νι­κός Guardian πα­ρα­πο­νού­νταν ότι η υπο­τι­θέ­με­νη ανά­καμ­ψη της Μ. Βρε­τα­νί­ας είναι ανά­πτυ­ξη για την ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή του Λον­δί­νου και στα­σι­μό­τη­τα ή ύφεση για την υπό­λοι­πη Μ. Βρε­τα­νία. Πλάι στην εντει­νό­με­νη εθνο­κρα­τι­κή ανι­σό­με­τρη ανά­πτυ­ξη, τώρα εντεί­νε­ται η ανι­σο­με­τρία με­τα­ξύ πε­ριο­χών μέσα στην ίδια τη χώρα, απο­τε­λώ­ντας όχι μόνο απο­τέ­λε­σμα, αλλά και προ­ϋ­πό­θε­ση της υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας των κλά­στερ.

Γε­νι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα για τα κλά­στερ

Κλά­στερ είναι η σύ­μπλε­ξη βιο­μη­χα­νι­κού, χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού κε­φα­λαί­ου, επι­στή­μης και κρά­τους για την απο­δο­τι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης και όλης της πα­ρα­γω­γι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας της κοι­νω­νί­ας. Το κλά­στερ είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα του στα­δί­ου του ολο­κλη­ρω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Απο­τε­λεί γε­ω­γρα­φι­κή συ­γκέ­ντρω­ση επι­χει­ρή­σε­ων που συ­νε­νώ­νει: α) αντα­γω­νι­στι­κές ή/και ομοει­δείς πο­λυ­ε­θνι­κές επι­χει­ρή­σεις, σε έναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους κλά­δους, τους προ­μη­θευ­τές και πα­ρό­χους υπη­ρε­σιών, β) ένα ή πολλά πα­νε­πι­στη­μια­κά-ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα και συχνά επαγ­γελ­μα­τι­κά εκ­παι­δευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα δια­φό­ρων βαθ­μί­δων, γ) χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά ιδρύ­μα­τα καθώς και δ) πε­ρι­φε­ρεια­κούς – κρα­τι­κούς δη­μό­σιους φο­ρείς ή επαγ­γελ­μα­τι­κές ενώ­σεις. Πολ­λές φορές τμή­μα­τα γι­γά­ντιων πο­λυ­ε­θνι­κών αυ­το­νο­μού­νται σε αυ­το­τε­λείς πο­λυ­ε­θνι­κές εται­ρί­ες σε δια­φο­ρε­τι­κούς κλά­δους για να επα­νε­νω­θούν στο πλαί­σιο του κλά­στερ σε ανώ­τε­ρο επί­πε­δο με σχέση πα­ρα­γω­γού-προ­μη­θευ­τή ή και συ­νερ­γά­τη-αντα­γω­νι­στή. Ιδιαί­τε­ρο γνώ­ρι­σμα του κλά­στερ είναι η συ­γκρό­τη­ση σε το­πι­κή-πε­ρι­φε­ρεια­κή βάση. Αξιο­ποιεί το έθνος-κρά­τος, αλλά το υπο­νο­μεύ­ει ταυ­τό­χρο­να, εφορ­μώ­ντας στην πα­γκό­σμια αγορά με ορ­μη­τή­ριο το «το­πι­κό κρά­τος».

Στο πλαί­σιο του κλά­στερ, η πα­νε­πι­στη­μια­κή έρευ­να συ­νε­νώ­νε­ται με τη δια­δι­κα­σία έρευ­νας και ανά­πτυ­ξης της επι­χεί­ρη­σης υπο­τάσ­σο­ντας τις με­θό­δους της επι­στή­μης και τους στό­χους της στην «και­νο­το­μία», στο εμπο­ρι­κό μυ­στι­κό, στην πα­τέ­ντα και στο γρή­γο­ρο κέρ­δος. Η επι­στη­μο­νι­κή έρευ­να με­τα­τρέ­πε­ται σε βιο­μη­χα­νι­κή δια­δι­κα­σία, με­τα­βάλ­λο­ντας, όμως, θε­με­λια­κά τον προ­σα­να­το­λι­σμό και τις με­θό­δους της επι­στή­μης, από τη γε­νι­κή κα­τα­νό­η­ση των πλευ­ρών ενός φαι­νο­μέ­νου στη «στενή» αξιο­ποί­η­σή του για την πα­ρα­γω­γή ενός εμπο­ρι­κά αξιο­ποι­ή­σι­μου προ­ϊ­ό­ντος. Το πα­νε­πι­στή­μιο πα­ρέ­χει στο κλά­στερ υψηλά ει­δι­κευ­μέ­νο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό, βα­σι­κή έρευ­να και ένα φό­ρουμ επι­στη­μο­νι­κής ανα­ζή­τη­σης και ανταλ­λα­γής ιδεών με σκοπό την πα­ρα­γω­γή τε­λι­κών προ­ϊ­ό­ντων. Στη δια­δι­κα­σία αυτή είναι που υπάρ­χει και ο με­γα­λύ­τε­ρος δεί­κτης συ­νερ­γα­σί­ας των κατά τα άλλα αντα­γω­νι­στι­κών πο­λυ­ε­θνι­κών, οι οποί­ες επω­φε­λού­νται από κοι­νές υπο­δο­μές και ροές αν­θρώ­πι­νου δυ­να­μι­κού και ιδεών, που δεν μπο­ρούν να δη­μιουρ­γή­σουν στο εσω­τε­ρι­κό τους.

Στο σύ­στη­μα της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και άρα της πα­ρα­γω­γής υπε­ρα­ξί­ας, στο κλά­στερ συν­δυά­ζο­νται πιο απο­δο­τι­κά οι μορ­φές από­λυ­της και σχε­τι­κής υπε­ρα­ξί­ας. Συν­δυά­ζο­νται πιο απο­δο­τι­κά η χει­ρω­να­κτι­κή, ανει­δί­κευ­τη ή ερ­γο­στα­σια­κή ερ­γα­σία με την υψη­λής ει­δί­κευ­σης επι­στη­μο­νι­κή ερ­γα­σία, πάντα με κα­θο­ρι­στι­κό το ρόλο της δεύ­τε­ρης, καθώς η πα­ρα­γω­γή εμπο­ρευ­μά­των με υψηλή πε­ριε­κτι­κό­τη­τα σύν­θε­της, επι­στη­μο­νι­κής ερ­γα­σί­ας απο­δί­δει πολύ με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό κέρ­δους.

Το κλά­στερ είναι η στρε­βλω­μέ­νη αντα­νά­κλα­ση και η αντι­δρα­στι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή μορφή της αντι­κει­με­νι­κής τάσης για επι­στη­μο­νι­κή κα­θο­δή­γη­ση της πα­ρα­γω­γής, για με­τα­τρο­πή του ερ­γά­τη σε «συλ­λο­γι­κό δια­νο­ού­με­νο κοι­νω­νι­κό ερ­γά­τη», που απο­τε­λούν τις δυ­να­μι­κές τά­σεις για την επα­νά­στα­ση και τον κομ­μου­νι­σμό της επο­χής μας. Ταυ­τό­χρο­να, πα­ρα­δο­σια­κές πηγές συ­γκρι­τι­κού πλε­ο­νε­κτή­μα­τος (πρώ­τες ύλες, πηγές ενέρ­γειας κ.λπ.) χά­νουν σε ση­μα­σία απέ­να­ντι σε πα­ρά­γο­ντες όπως το επι­στη­μο­νι­κό ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό, η σύν­δε­ση με την επι­στή­μη, η διαρ­κής και­νο­το­μία, η πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων με υψηλή σύν­θε­ση επι­στη­μο­νι­κής ερ­γα­σί­ας και και­νο­το­μί­ας.

Το κλά­στερ απο­τε­λεί μορφή πα­ρα­γω­γι­κής συ­γκρό­τη­σης που αντι­στοι­χεί στο ανώ­τα­το, μέχρι στιγ­μής, επί­πε­δο κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της πα­ρα­γω­γής. Η βιο­μη­χα­νι­κή επα­νά­στα­ση προ­κά­λε­σε την πρώτο κύμα κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της πα­ρα­γω­γής μέσα στο ερ­γο­στά­σιο. Στο στά­διο του μο­νο­πω­λια­κού κα­πι­τα­λι­σμού η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της βιο­μη­χα­νι­κής πα­ρα­γω­γής ανε­βαί­νει ποιο­τι­κά, ενώ κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται και η δια­δι­κα­σία και­νο­το­μί­ας (Λένιν), με τα πρώτα τμή­μα­τα έρευ­νας και ανά­πτυ­ξης στις μο­νο­πω­λια­κές επι­χει­ρή­σεις. Στο στά­διο του ολο­κλη­ρω­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, η βιο­μη­χα­νι­κή πα­ρα­γω­γή πλη­σιά­ζει σχε­δόν στο ανώ­τα­το, μέχρι στιγ­μής, στά­διο αυ­το­μα­το­ποί­η­σής της, ενώ η δια­δι­κα­σία ανά­πτυ­ξης προ­ϊ­ό­ντων και υπη­ρε­σιών κοι­νω­νι­κο­ποιεί­ται σε τέ­τοιο βαθμό ώστε να σπάει τα όρια με­μο­νω­μέ­νων μο­νο­πω­λια­κών επι­χει­ρή­σε­ων ή ακόμη και πο­λυ­κλα­δι­κών πο­λυ­ε­θνι­κών μο­νο­πω­λια­κών ομί­λων.

Το κλά­στερ αντι­προ­σω­πεύ­ει την τάση για υπέρ­βα­ση της ίδιας της με­μο­νω­μέ­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής επι­χεί­ρη­σης, αφού επι­βάλ­λει την ορ­γα­νι­κή συ­νερ­γα­σία -και όχι μία απλή συμ­φω­νία για το μοί­ρα­σμα της αγο­ράς- με­τα­ξύ αντα­γω­νι­ζό­με­νων εται­ριών.

Απαι­τεί­ται η πο­λυ­ε­πί­πε­δη εμπλο­κή του κρά­τους στην πα­ρα­γω­γή, όχι πα­ράλ­λη­λα με τον ιδιω­τι­κό τομέα για την αντι­με­τώ­πι­ση τυχών απο­τυ­χιών της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς και την πρό­λη­ψη κρί­σε­ων, αλλά κα­θε­αυ­τό στην πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία, παί­ζο­ντας πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στην ίδρυ­ση και υπο­στή­ρι­ξη και­νο­τό­μων ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, στην έρευ­να και ανά­πτυ­ξη νέων προ­ϊ­ό­ντων έως και τη δη­μιουρ­γία ολό­κλη­ρων, στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας βιο­μη­χα­νι­κών κλά­δων (βιο­τε­χνο­λο­γία, να­νο­τε­χνο­λο­γία, πλη­ρο­φο­ρι­κή κ.ά).

Το κλά­στερ μαρ­τυ­ρά επι­πλέ­ον την αντι­κει­με­νι­κή ανά­γκη για κοι­νω­νι­κό σχε­δια­σμό της πα­ρα­γω­γής, που όμως κα­τα­στέλ­λε­ται από τον αντα­γω­νι­σμό, ο οποί­ος παίρ­νει νέα έντα­ση την ίδια στιγ­μή που σε πολ­λές πλευ­ρές του αναι­ρεί­ται από την ανά­γκη συ­νερ­γα­σί­ας. Οι νε­ο­λο­γι­σμοί «coopetition» από τις λέ­ξεις cooperation (συ­νερ­γα­σία) και competition (αντα­γω­νι­σμός) και «frenemy» από τις λέ­ξεις friend (φίλος) και «enemy» (εχθρός), έρ­χο­νται να δη­λώ­σουν αυτήν ακρι­βώς την ενό­τη­τα αντι­θέ­σε­ων.

Το κλά­στερ, δεν πα­ρά­γει απλώς σε μα­ζι­κή κλί­μα­κα την ερ­γα­τι­κή τάξη, αλλά πα­ρά­γει και μία ερ­γα­τι­κή τάξη που τεί­νει να εξο­βε­λί­σει πλή­ρως την αστι­κή τάξη ακόμη και από την πνευ­μα­τι­κή ερ­γα­σία. Η αστι­κή τάξη πε­ριο­ρί­ζε­ται πλέον στον σκλη­ρό πυ­ρή­να της λει­τουρ­γί­ας της: στην άντλη­ση των κερ­δών, στο σχε­δια­σμό της πο­λι­τι­κής κα­θυ­πό­τα­ξης των δη­μιουρ­γι­κών δυ­νά­με­ων της κοι­νω­νί­ας, στη διοί­κη­ση επι­χει­ρή­σε­ων στα ανώ­τε­ρα επί­πε­δα της διοι­κη­τι­κής μη­χα­νής και φυ­σι­κά στον τζόγο.

Η ερ­γα­τι­κή τάξη τεί­νει να ανα­λά­βει όλη τη δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής, από τη σύλ­λη­ψη και την ανά­πτυ­ξη του προ­ϊ­ό­ντος μέχρι την τε­λι­κή πα­ρα­σκευή και διά­θε­σή του στην αγορά. Παίρ­νει αντι­κει­με­νι­κά μέρος στο σχε­δια­σμό της δια­δι­κα­σί­ας  πα­ρα­γω­γής και φυ­σι­κά στην εκτέ­λε­σή της. Η εξέ­λι­ξη αυτή δη­μιουρ­γεί βε­βαί­ως μία ανώ­τε­ρη αντι­κει­με­νι­κή βάση για ένωση της ερ­γα­τι­κής τάξης, καθώς δη­μιουρ­γεί­ται πρω­το­φα­νής δυ­να­τό­τη­τα υπέρ­βα­σης του κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας. Μία βα­σι­κή αντί­φα­ση του κε­φα­λαί­ου, όμως είναι να αδυ­να­τεί, λόγω του αντα­γω­νι­σμού, να δια­χύ­σει σε ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νία τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα που πα­ρά­γο­νται από την βελ­τί­ω­ση της πα­ρα­γω­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας. Το κλά­στερ δεν μπο­ρεί να υπερ­βεί τις κα­πι­τα­λι­στι­κές αντι­θέ­σεις, αλλά τις ανε­βά­ζει όλες σε ανώ­τα­το επί­πε­δο.

Ενώ λοι­πόν υπάρ­χουν ανώ­τε­ρες δυ­να­τό­τη­τες ένω­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης, ταυ­τό­χρο­να με­γα­λώ­νει η από­στα­ση με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών ερ­γα­τι­κών στρω­μά­των, γε­γο­νός που συ­νε­πά­γε­ται πρό­σθε­τα κα­θή­κο­ντα και στρα­τη­γι­κή υπέρ­βα­σης αυτών των δυ­σκο­λιών από μία σύγ­χρο­νη κομ­μου­νι­στι­κή πρω­το­πο­ρία.

Ετικέτες