«Όλοι οι κρατούμενοι είναι πολιτικοί, όσο κι αν κάποια εγκλήματα ήταν ιδιαίτερα ειδεχθή» (από την αφιέρωση του Κοροβέση, στην τελευταία έκδοση του βιβλίου, «Ανθρωποφύλακες»).

«Η Ασφά­λεια για τους κα­κούς είναι Ντα­χά­ου» (από τους «Αν­θρω­πο­φύ­λα­κες», είναι η αντι­κομ­μου­νι­στι­κή «δή­λω­ση προ­θέ­σε­ων» του αστυ­νό­μου Σπα­νού).

Κάθε Απρί­λη, τέ­τοιες μέρες και όσο πλη­σιά­ζει η μαύρη μέρα επι­βο­λής της χού­ντας των συ­νταγ­μα­ταρ­χών, ξα­να­δια­βά­ζω τους «Αν­θρω­πο­φύ­λα­κες» του Πε­ρι­κλή Κο­ρο­βέ­ση. Το βι­βλίο – ντο­κου­μέ­ντο για τα βα­σα­νι­στή­ρια και τις «επι­στη­μο­νι­κές ανα­κρί­σεις» που υπέ­στη ο Κο­ρο­βέ­σης (και όχι μόνο αυτός) στα χέρια του Σπα­νού, του Κα­ρα­πα­να­γιώ­τη, του Γκρα­βα­ρί­τη στην πε­ρι­βό­η­τη τα­ρά­τσα της οδού Μπου­μπου­λί­νας, τότε κτί­ριο της Ασφά­λειας Αθη­νών και σή­με­ρα, κε­ντρι­κό κτί­ριο του υπουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμού.

Το βι­βλίο είχα ανα­κα­λύ­ψει πρώτη φορά, φοι­τη­τής, Απρί­λης του 1999 ήταν, σε ένα πα­λαιο­βι­βλιο­πω­λείο στο Μο­να­στη­ρά­κι, εκ­δό­σεις Κάλ­βος, 1983. Μι­σο­δια­λυ­μέ­νο, με πλα­τιά στίγ­μα­τα από καφέ. «Ενί­σχυ­σα» τις αντο­χές του, με κόλλα και σε­λο­τέιπ. Ολι­γο­σέ­λι­δο και μεστό. Ακρι­βές και ανα­τρι­χια­στι­κό. Το διά­βα­σα μέσα σε ένα από­γευ­μα.

Τότε, η μαύρη επέ­τειος της 21ης Απρι­λί­ου συ­νέ­πι­πτε με τις επι­δρο­μές του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στη γει­το­νιά μας, βομ­βαρ­δί­ζο­νταν γυ­ναι­κό­παι­δα και άμα­χοι στη Σερ­βία και ο πρω­θυ­πουρ­γός, Κώ­στας Ση­μί­της λάν­σα­ρε το άθλιο σύν­θη­μα «Πρώτα η Ελ­λά­δα», που απο­τε­λού­σε φτηνή και ου­σια­στι­κά ακρο­δε­ξιά αντι­γρα­φή του αντί­στοι­χου συν­θή­μα­τος, το οποίο είχαν πλα­σά­ρει τη δε­κα­ε­τία του 1930, οι κρυ­φο­να­ζί Αμε­ρι­κα­νοί με πρω­το­πό­ρο τον απο­μο­νω­τι­στή, Τσαρλς Λίντ­μπεργκ, «America First». Το ίδιο σύν­θη­μα, επα­νά­καμ­ψε στην κε­ντρι­κή, πο­λι­τι­κή σκηνή των ΗΠΑ, διό­λου τυ­χαία, με τον Ντό­ναλντ Τραμπ.

Το 2007, στα σα­ρά­ντα χρό­νια από την εκτρο­πή των τανκς, το βι­βλίο επα­νεκ­δό­θη­κε από τις εκ­δό­σεις Ηλέ­κτρα. Και το 2013, στα σα­ρά­ντα χρό­νια από το Πο­λυ­τε­χνείο, από τις εκ­δό­σεις των Συ­να­δέλ­φων. Το αγό­ρα­σα ξανά. Και τις δυο φορές. Το διά­βα­σα ξανά και ξανά. Κάθε Απρί­λη. Σαν προ­σω­πι­κή ιε­ρο­τε­λε­στία. Τα δυο πρώτα αντί­τυ­πα, τα χά­ρι­σα σε φί­λους και σε μια συ­νερ­γα­τι­κή βι­βλιο­θή­κη, στην ελ­λα­δι­κή επαρ­χία. Κρά­τη­σα το τρίτο, το πήρα και το έχω μαζί μου, στις πε­ρι­πλα­νή­σεις μου.  

Στην τε­λευ­ταία επα­νέκ­δο­ση, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε και η πα­ρου­σί­α­ση της νέας έκ­δο­σης στον πρώτο όροφο της ΕΣΗΕΑ. Η αί­θου­σα ήταν κα­τά­με­στη. Δεν έπε­φτε καρ­φί­τσα. Κό­σμος, μέχρι τις σκά­λες. Χαμός. Του άξιζε. Και του Κο­ρο­βέ­ση. Και του βι­βλί­ου. Εξάλ­λου, απο­τε­λεί μια από τις ελά­χι­στες και σπά­νιες μαρ­τυ­ρί­ες, γε­νι­κά,  για την κατά Gregoire Chamayou, κυ­νη­γε­τι­κή εξου­σία και τις με­θό­δους βί­αι­ης θε­με­λί­ω­σης και επι­βο­λής της. Δεν είναι ένα βι­βλίο, στενά για τη χού­ντα, τη Μπου­μπου­λί­νας, τους μπά­τσους της δι­κτα­το­ρί­ας. Είναι ένα βι­βλίο για τη βία της εξου­σί­ας, σε όλες τις μορ­φές και τις πα­ραλ­λα­γές της, ανε­ξάρ­τη­τα αν φο­ρά­ει τα χακί ή εγκα­θι­δρύ­ε­ται πάνω στις ερ­πύ­στριες. Είναι ένα βι­βλίο για τον Πα­πα­δό­που­λο, τον Πι­νο­τσέτ, τον Βι­ντέ­λα, αλλά και τον Κορ­κο­νέα και τον ανώ­νυ­μο ΜΑ­Τα­τζή, που κα­τέ­βα­σε το κλομπ και άνοι­ξε το κε­φά­λι στον ανώ­νυ­μο δια­δη­λω­τή στις 29 Ιου­νί­ου 2011, στο Σύ­νταγ­μα, όταν ο δεύ­τε­ρος του είπε απλώς «μη με χτυ­πή­σεις» - και ο ΜΑ­Τα­τζής πλημ­μύ­ρι­σε το πλα­κό­στρω­το με το αίμα του αν­θρώ­που που λι­πο­θύ­μη­σε επι­τό­που από το χτύ­πη­μα στο κε­φά­λι. Είναι ένα βι­βλίο για όλους τους κο­μπλε­ξι­κούς βα­σα­νι­στές που έχουν μπει στην υπη­ρε­σία του κρά­τους και της εξου­σί­ας, εν­δε­δυ­μέ­νοι την ανά­λο­γη στολή. Για όλους τους «Μι­χά­λη­δες Πέ­τρου», για να θυ­μη­θού­με τον πιο γνω­στό αρ­χι­βα­σα­νι­στή και case study του ΕΑΤ-ΕΣΑ.

Κάθε Σάβ­βα­το, διά­βα­ζα τη στήλη του στην «Εφη­με­ρί­δα των Συ­ντα­κτών», το «Κέ­ντρο του Πε­ρι­θω­ρί­ου», στη δια­δι­κτυα­κή της εκ­δο­χή. Ένα εκ των ων ουκ άνευ, εβδο­μα­διαίο ρα­ντε­βού και υπερ­πο­λύ­τι­μο δη­μο­σιο­γρα­φι­κό ανά­γνω­σμα.  Ήταν μια όαση στο κέ­ντρο των γε­γο­νό­των, ει­δι­κά όσων δεν έβρι­σκαν απα­ραί­τη­τα τον σχο­λια­σμό και την ανά­δει­ξη που τους άρ­μο­ζε στις συ­γκυ­ρί­ες των και­ρών. Με όλες τις πι­θα­νές δια­φω­νί­ες που μπο­ρεί να έχει κα­νείς με τα κάθε φορά γρα­φό­με­να. Ήταν μια πνευ­μα­τι­κή απο­σκευή, σε εβδο­μα­διαία βάση, ένα κρυ­στάλ­λι­νο νερό σε επο­χές στει­ρό­τη­τας και ξη­ρα­σί­ας, για να θυ­μη­θώ και τον Μι­χά­λη Κα­τσα­ρό.

Από τις αρχές του Μάρτη, και ενώ η «κα­ται­γί­δα» του κο­ρω­νοϊ­ού συν­δυα­ζό­ταν με τη λαί­λα­πα των αντι­δη­μο­κρα­τι­κών και ανε­λεύ­θε­ρων μέ­τρων κα­τα­να­γκα­στι­κού κατ’ οίκον εγκλει­σμού και πα­ρα­κο­λού­θη­σης, που πήραν διά­φο­ρα κράτη στην υφή­λιο, της Ελ­λά­δας και της κυ­βέρ­νη­σης Μη­τσο­τά­κη, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, η στήλη του Κο­ρο­βέ­ση είχε σιω­πή­σει. Θες η γε­ω­γρα­φι­κή από­στα­ση, θες τα άλλα προ­βλή­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής, θες ο κο­ρω­νο­ϊ­ός που μας χτύ­πη­σε- για την ακρί­βεια, οι χει­ρι­σμοί των ηγε­τών και των κυ­βερ­νή­σε­ων, που μας βρή­καν, δεν υπο­ψιά­στη­κα. Θα γρά­ψει ξανά, σκε­φτό­μουν. Και πε­ρί­με­να.

Το πρωί του Σαβ­βά­του, Απρί­λης μήνας ξανά, δέκα μέρες πριν από τη γνω­στή, μαύρη ημε­ρο­μη­νία, με τις κυ­βερ­νή­σεις στον κόσμο να μας έχουν πε­ρά­σει κά­ποιου εί­δους αλυ­σί­δες - ή να μας σέρ­νουν σε κά­ποια γου­να­ρά­δι­κα, όπως έγρα­ψε σωστά ο Αντώ­νης Ντα­βα­νέ­λος, στο κεί­με­νο για τον Γλέζο - με πρό­σχη­μα την «αδυ­να­μία» κα­θα­ρά υγειο­νο­μι­κής αντι­με­τώ­πι­σης της παν­δη­μί­ας, άνοι­ξα τη δια­δι­κτυα­κή καρ­τέ­λα της ΕΦΣΥΝ και η φω­το­γρα­φία του Κο­ρο­βέ­ση ήταν εκεί, με την πέν­θι­μη αναγ­γε­λία.

Πέ­θα­νε ο Κο­ρο­βέ­σης, όπως μέρες νω­ρί­τε­ρα πέ­θα­νε ο Μα­νώ­λης Γλέ­ζος, και αν υπάρ­χει κά­ποια δια­δι­κα­σία «πα­ρα­πό­νων» στον χρόνο και τον χά­ρο­ντα, βγαί­νω πα­ρα­πο­νού­με­νος και θιγ­μέ­νος ως ανα­γνώ­στης κα­ταρ­χάς που έχασε μια τόσο ξε­χω­ρι­στή, ιδιαί­τε­ρη και πάνω από όλα, καί­ρια και πο­λύ­τι­μη ανα­γνω­στι­κή, δη­μο­σιο­γρα­φι­κή και σχο­λιο­γρα­φι­κή πυ­ξί­δα. Μια γραφή και μια άποψη, δυ­σα­να­πλή­ρω­τη.

Ευ­τυ­χώς, έχουν μεί­νει πίσω οι «Αν­θρω­πο­φύ­λα­κες». Ευ­τυ­χώς. Γιατί στην εποχή του κο­ρω­νοϊ­ού και των πάσης φύ­σε­ως και επαγ­γέλ­μα­τος, «κο­ρω­νο­φυ­λά­κων», πο­λι­τι­κών, αστυ­νο­μι­κών, δη­μο­σιο­γρά­φων, στρα­τιω­τι­κών, εξου­σια­στών και κυ­βερ­νη­τών, που απαι­τούν συ­ναί­νε­ση στα κοι­νω­νι­κώς κα­τα­στρο­φι­κά έργα τους και δια­τά­ζουν απο­ποί­η­ση της κρι­τι­κής μας ικα­νό­τη­τας και της ιδιό­τη­τας του πο­λί­τη και του σκε­πτό­με­νου αν­θρώ­που μπρο­στά στις τρύ­πιες ση­μαί­ες της «εθνι­κής ομο­ψυ­χί­ας» και τα κάλ­πι­κα εί­δω­λα των 6 μ.μ. (σχε­δόν πα­νευ­ρω­παϊ­κή ώρα «εξη­μέ­ρω­σης») ή των διαγ­γελ­μά­των, χρεια­ζό­μα­στε όσο ποτέ, γρα­φές, μνή­μες, μαρ­τυ­ρί­ες, πνευ­μα­τι­κές απο­σκευ­ές και εφό­δια  όπως είναι οι «Αν­θρω­πο­φύ­λα­κες».

Ευ­τυ­χώς, έχου­με στις βι­βλιο­θή­κες μας, τους «Αν­θρω­πο­φύ­λα­κες». Δυ­στυ­χώς, πέ­θα­νε ο Κο­ρο­βέ­σης και χά­θη­κε το «κέ­ντρο του πε­ρι­θω­ρί­ου». Και δυ­στυ­χέ­στε­ρα, ζούμε, στη συ­γκυ­ρία,  με διά­φο­ρους «κο­ρω­νο­φύ­λα­κες» πάνω από το κε­φά­λι μας.

Όχι για πολύ ακόμα.

Ετικέτες