Οι εκλογές στην Ολλανδία (15 Μάρτη) δείχνουν να αποκτούν περισσότερη σημασία για τη διεθνή πολιτική σκηνή, από ό,τι για τις πολιτικές εξελίξεις στην ίδια τη χώρα.
Συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον όπου έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα οι παλιές «συναινέσεις». Συμβαίνουν σε μια χώρα όπου υπάρχουν μαζικές (τουλάχιστον εκλογικά-δημοσκοπικά) δυνάμεις και στα δύο αντίπαλα «άκρα» του πολιτικού φάσματος. Είναι οι πρώτες εκλογές σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά την νίκη Ντόναλντ Τραμπ. Το εκλογικό αποτέλεσμα στο οποίο θα μεταφραστούν αυτές οι συνθήκες θα λειτουργήσει λοιπόν ως «σήμα», καθώς οι ολλανδικές εκλογές ανοίγουν το χορό διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μεγάλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, ενδεχομένως και Ιταλία).
Τα βλέμματα είναι προφανώς στραμμένα στο Κόμμα Ελευθερίας του Βίλντερς. Είναι ο πρωτοπόρος στον «εκσυγχρονισμό» της ακροδεξιάς και στην αξιοποίηση της ισλαμοφοβίας ως κεντρικού «εργαλείου»: Ο Βίλντερς υπερασπιζόταν μια «ολλανδικότητα», που ενσωμάτωνε διάφορες πτυχές του ολλανδικού φιλελευθερισμού (σε ζητήματα σεξισμού, ομοφοβίας, αντισημιτισμού) με ένα στρεβλό τρόπο («αυτά τα ζητήματα είναι λυμένα στην πολιτισμένη Ολλανδία, η πάλη είναι ενάντια στο ισλάμ που μας απειλεί με επιστροφή στη βαρβαρότητα»). Την ίδια εποχή, παρέμενε οικονομικά νεοφιλελεύθερος (και από το 2010 έως το 2012 στήριζε κοινοβουλευτικά τη δεξιά κυβέρνηση, βάζοντας πλάτη στις μαζικές περικοπές, με αντάλλαγμα την υιοθέτηση ρατσιστικών μέτρων από τα δύο δεξιά κυβερνητικά κόμματα) και αποδεχόταν την «ευρωπαϊκή ταυτότητα» της Ολλανδίας.
Αυτή η περίοδος του κόστισε δημοσκοπικά, με αποτέλεσμα να αποσύρει την υποστήριξή του από την κυβέρνηση, όταν ήρθε ένα νέο δεύτερο πακέτο σκληρών περικοπών. Η χώρα οδηγήθηκε σε νέες εκλογές, το Κόμμα Ελευθερίας πλήρωσε εκλογικά το τίμημα της διετίας, αλλά διασώθηκε έχοντας «δραπετεύσει» έγκαιρα. Ακολούθησε μια στροφή υπεράσπισης του κοινωνικού κράτους (συνδυασμένη πάντα με επιθέσεις στους μετανάστες που τάχα το «αρμέγουν»), αλλά και μια αντι-ευρωπαϊκή στροφή (συνδυασμένη με επιθέσεις στους «τεμπέληδες του Νότου» που μας αρμέγουν, και κυρίως με επιθέσεις στην Σένγκεν: η νέα μορφή «ολλανδικότητας» πλέον απειλείται από μια ΕΕ που καταργεί τα σύνορα κι έχει πάψει να αποτελεί προστασία απέναντι στην «ισλαμική απειλή»). Πάνω σε αυτήν τη βάση πέτυχε μια δημοσκοπική ανάκαμψη που τον φέρνει σήμερα να διεκδικεί μέχρι και την πρωτιά. Πάνω σε αυτήν τη βάση, επιδιώκει «κοινό μέτωπο» με τις παραδοσιακές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς (μια ταύτιση που παλιότερα απέφευγε συστηματικά), και επιχειρεί κάποιες πρώτες κινητοποιήσεις στο δρόμο (το Κόμμα Ελευθερίας δεν ήταν καν «κόμμα», δεν είχε μέλη, οργανώσεις, έντυπα) στις οποίες συναντιέται και με τις διάφορες νεοφασιστικές οργανώσεις.
Το τι θα πετύχει εκλογικά ο Βίλντερς, θα είναι κρίσιμο για το μήνυμα που θα σταλεί στις άλλες χώρες.
Γι’ αυτό και έχει σημασία τι θα πετύχει το αντίπαλο δέος: Και αυτό δεν είναι το «ακραίο κέντρο», αλλά οι δυνάμεις στα αριστερά του δικομματισμού. Εκεί βρίσκεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα μαζικό αντινεοφιλελεύθερο κόμμα της Αριστεράς που, αν και μαοϊκών καταβολών, σήμερα ουσιαστικά διεκδικεί το ρόλο και τη θέση της «παλιάς σοσιαλδημοκρατίας» (έχοντας ρίξει αρκετό νερό στο κρασί του στη διαδρομή), και κατά καιρούς καταγράφει πολύ υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά, ενώ έχει πετύχει και καλά εκλογικά σκορ. Υπάρχει επίσης η «Πράσινη Αριστερά», προϊόν ανασύνθεσης διάφορων κομουνιστογενών ομάδων με οικολογικές δυνάμεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90, που στέκεται σαφώς δεξιότερα του ΣΚ (θυμίζει κεντροαριστερά), αλλά δεν έχει συμμετέχει ποτέ του σε κυβέρνηση και έτσι καταγράφεται στις δυνάμεις της «αριστερής αντιπολίτευσης».
Το αν θα ενισχυθούν και πόσο αυτές οι δυνάμεις, θα είναι επίσης ένα σημαντικό σήμα. Ιδιαίτερα καθώς το 2012-17 η Ολλανδία έζησε μια κυβέρνηση «Μεγάλου Συνασπισμού» - την οποία πληρώνει πρωτίστως το Εργατικό Κόμμα, που δημοσκοπικά απειλείται με καθίζηση, και το κρίσιμο ερώτημα είναι προς τα πού θα κινηθούν οι ψηφοφόροι που το εγκαταλείπουν. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα αφορά το δίλημμα που έχει θέσει από το 2012 ο Μελανσόν στη Γαλλία: Αν θα θεωρηθεί υπεύθυνος για την κρίση ο τραπεζίτης ή ο μετανάστης.
Προς το παρόν, επικρατεί μια δημοσκοπική εικόνα αβεβαιότητας και αλλαγών. Είναι πιθανή μια ανατροπή συσχετισμών στο εσωτερικό της Δεξιάς, με τους (πιο «παραδοσιακούς» συντηρητικούς) Χριστιανοδημοκράτες να πετυχαίνουν μια μεγάλη «νεκρανάσταση» και να διεκδικούν ξανά από το («φιλελεύθερο») Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας την πρωτοκαθεδρία (την οποία είχαν ιστορικά και έχασαν τα προηγούμενα χρόνια). Από εκεί και πέρα, όλοι δείχνουν να διεκδικούν άνοδο των ποσοστών τους (κυρίως στο φόντο της πτώσης του Εργατικού Κόμματος): από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και την Πράσινη Αριστερά μέχρι το σοσιαλφιλελεύθερο D66 και το Κόμμα για τα Ζώα.
Βέβαια πολλές φορές έχουν ανατραπεί οι δημοσκοπικές προβλέψεις στο δρόμο για την κάλπη, ενώ αρκετές φορές το Εργατικό Κόμμα έχει αποδειχτεί επτάψυχο: τελευταία φορά στις εκλογές του 2012, όταν όλες οι προβλέψεις έδειχναν ότι θα κατέρρεε και θα έχανε την πρωτοκαθεδρία από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο φλέρταρε ακόμα και με την πρώτη θέση και βρέθηκε τελικά τέταρτο.
Είναι μια εικόνα κρίσης και ρευστότητας, ενδεικτική της περιόδου που ζούμε, αν και ίσως δεν θα σημαίνει κάποια σοβαρή πολιτική κρίση μετεκλογικά στην ίδια την Ολλανδία, με δεδομένη την παράδοση να υπάρχουν πολλά κόμματα στο κοινοβούλιο και να σχηματίζονται πάντοτε κυβερνήσεις συνεργασίας. Αλλά το μήνυμα της κάλπης θα είναι σημαντικό, τόσο ως «πυξίδα» για τις κοινωνικές διαθέσεις σε μια χώρα το «κέντρο» της ΕΕ, όσο και για το «σήμα» που θα στείλει στην υπόλοιπη Ευρώπη και για το ποιου πολιτικού ρεύματος τα πανιά θα φουσκώσει…
*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο Νο 379 της Εργατικής Αριστεράς