Πριν ένα, περίπου, μήνα έγινε στην κυπριακή βουλή μια ιστορικής σημασίας ψηφοφορία που άνοιξε το δρόμο για το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου και την υποθήκευση του μέλλοντος όλων των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται σε αυτή τη χώρα, και αυτών που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα.

Στη συζήτηση που προηγήθηκε της ψηφοφορίας το ρόλο του βασικού υπερασπιστή των συμφερόντων της ευρύτερης δεξιάς και των καπιταλιστών (ντόπιων και ξένων) ανέλαβε ο ηγέτης του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου. Έχει σημασία να εξετάσουμε το λόγο που έβγαλε στη βουλή τη μέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου για τις ιδιωτικοποιήσεις για έναν και μόνο λόγο. Γιατί, ως γνήσιος εκπρόσωπος του κεφαλαίου, συμπυκνώνει την επιχειρηματολογία όλων αυτών που έχουν βάλει στόχο να «σώσουν» την Κύπρο εξαθλιώνοντας το λαό της… κάτι σαν τα «έξυπνα» όπλα, που δολοφονούν μαζικά αφήνοντας τα κτίρια ανέπαφα.

Ο Νεοφύτου, λοιπόν, δήλωσε τα εξής: «Η κατάσταση της οικονομίας επιβάλλει όπως όλοι μας, πάνω από ιδεολογίες, τοποθετήσουμε το εθνικό συμφέρον… Αυτό, εξάλλου, έκαμε και ο Δημήτρης Χριστόφιας ενόσω ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αν και δεν άφησε την αριστερή του ιδεολογία, η οποία μεταξύ άλλων λέει ότι δεν μπορείς να κοινωνικοποιείς τις ζημιές και να ιδιωτικοποιείς το κέρδος, μας έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο με το οποίο κρατικοποιήσαμε τη Λαϊκή Τράπεζα, δίνοντάς της 1,8 δισ. Ο Δημήτρης Χριστόφιας ήταν επίσης που από τις Βρυξέλλες δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να συμφωνήσει με το Μνημόνιο. Πώς ήταν δυνατόν ένας αριστερός ιδεολόγος να καλεί την καταραμένη Τρόικα να έρθει να σώσει τη χώρα του; Και όμως ενήργησε πραγματιστικά, γιατί αυτό επέβαλλαν οι πραγματικότητες. Δεν χωρούν ιδεολογίες σήμερα. Πρέπει να είμαστε πραγματιστές, για να σώσουμε τον τόπο» (4/3 στην ολομέλεια της Βουλής).

Δεν θα σταθούμε ιδιαίτερα στην επίκληση «του εθνικού συμφέροντος και της σωτηρίας του τόπου». Είναι το συνηθισμένο καταφύγιο των αστών (και των φασιστών) όταν προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Είναι, επίσης, γνωστό πως τα μεγαλύτερα εγκλήματα εναντίον του λαού γίνονται στο όνομα της πατρίδας. Αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η απόπειρα του να μας πείσει πως -απέναντι στην επέλαση του καπιταλισμού και στην εξαθλίωση που προκαλεί- δεν υπάρχει καμία εναλλακτική. Προφανώς, ούτε εδώ ο κ. Νεοφύτου ανακαλύπτει τον τροχό. Τα επιχειρήματα του «ρεαλισμού», «του τέλους των ιδεολογιών» και της «έλλειψης εναλλακτικών» είναι τα όπλα που ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν οι καπιταλιστές για την επίθεση τους ενάντια στην εργατική τάξη. Μάλιστα, οι αγγλοσάξονες ομοϊδεάτες του Νεοφύτου συμπυκνώνουν αυτή την επιχειρηματολογία στο σλόγκαν ‘TINA -There Is No Alternative’ (1).

«Δεν υπάρχει άλλος δρόμος» ισχυρίζονται, λοιπόν, οι καπιταλιστές και είναι ξεκάθαρο γιατί. Οι πολιτικές τους είναι τόσο βίαιες και αποκρουστικές, που μπορεί να περάσουν μόνο αν καταφέρουν να μας πείσουν ότι θα μας βρει βιβλική καταστροφή σε περίπτωση που δεν υπακούσουμε. Αυτό που δεν αναφέρουν, βέβαια, είναι ότι πρόκειται για τις ίδιες πολιτικές που μας έφεραν ως εδώ και ότι αυτοί που μας απειλούν με εξοντωτικά αντίποινα -σε περίπτωση που δεν πειθαρχήσουμε- είναι οι ίδιοι οι καπιταλιστές.

Η ΤΙΝΑ αλά κυπριακά

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στον κ. Νεοφύτου και στους ντόπιους υπέρμαχους του καπιταλισμού. Προκειμένου να κάνουν το παλιό ιδεολογικό όπλο της «έλλειψης εναλλακτικών» πιο ισχυρό και αποτελεσματικό, επιχειρούν να το προσαρμόσουν στην Κύπρο του σήμερα. Έτσι εξηγείται «το σφάξιμο με το γάντι» της ηγεσίας του ΑΚΕΛ από το Νεοφύτου. Ας παρακολουθήσουμε την αλληλουχία των επιχειρημάτων της παλιάς καραβάνας της δεξιάς:

o Χριστόφιας είναι αριστερός ιδεολόγος ηγέτης, άρα αποτελεί τον καλύτερο εκφραστή της αριστεράς.
όταν είδε τα σκούρα, έκανε γαργάρα την ιδεολογία του, έφερε το μνημόνιο και κοινωνικοποίησε τις ζημιές των τραπεζών
άρα οι αριστερές ιδέες είναι λόγια του αέρα και δεν εφαρμόζονται. Ατράνταχτη απόδειξη για αυτό είναι η διακυβέρνηση Χριστόφια
άρα η αριστερά πέθανε, μόνος ρεαλιστικός δρόμος είναι ο παλιός, καλός καπιταλιστικός μονόδρομος της εκμετάλλευσης, των μνημονίων, της ανεργίας και της εξαθλίωσης.

Η επιχειρηματολογία του κ. Νεοφύτου αποτελεί μνημείο διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Γίνεται, όμως, επικίνδυνη επειδή ο έμπειρος πολιτευτής ξέρει την τέχνη του να χρησιμοποιεί μισές αλήθειες προκειμένου να επιβάλλει εντελώς αυθαίρετα συμπεράσματα. Είναι αλήθεια πως -σε μια συγκυρία πολύ κρίσιμη για την τάξη μας- η κυβέρνηση Χριστόφια δεν ήρθε σε ρήξη με τα συμφέροντα των ντόπιων και των ξένων καπιταλιστών. Αποδέχτηκε τον «καπιταλιστικό ρεαλισμό», συμβιβάστηκε και προσπάθησε να κατευνάσει την επιθετικότητα των αστών με συνεχείς υποχωρήσεις. Η κατάληξη αυτών των επιλογών είναι γνωστή… τη ζούμε καθημερινά στο πετσί μας. Δόθηκε, έτσι, η δυνατότητα στους υπερασπιστές του καπιταλισμού -στους φανατικούς της πιο απάνθρωπης ιδεολογίας- να μας επιτίθενται σε όλα τα μέτωπα και, την ίδια στιγμή, να γαβγίζουν πως «δεν χωρούν ιδεολογίες σήμερα».

Γιατί όμως οι Κύπριοι αστοί μάχονται να ξεμπερδέψουν μια και καλή με τους εργατικούς αγώνες και την αριστερά χρησιμοποιώντας το βλακώδες επιχείρημα «ο Χριστόφιας συμβιβάστηκε-η αριστερά ξόφλησε-σκάσε και κολύμπα»; Γιατί γνωρίζουν καλά ότι, προκειμένου να επιβληθούν, πρέπει να τσακίσουν οριστικά τις αντιστάσεις στην κοινωνία και στους χώρους δουλειάς. Γιατί ο τελικός στόχος τους δεν είναι ο Χριστόφιας και η ηγεσία του ΑΚΕΛ αλλά ολόκληρη η εργατική τάξη. Και έχουν πλήρη συναίσθηση ότι με αυτό τον εχθρό δεν θα ξεμπερδέψουν καθόλου εύκολα. Η μαχητική κινητοποίηση των εργατών της ΑΗΚ τις μέρες ψήφισης του νομοσχεδίου (2) είναι ένα ελάχιστο δείγμα του θανάσιμου κινδύνου που αντιμετωπίζουν όταν η εργατική τάξη διεκδικεί οργανωμένα.

Ταυτόχρονα, η αστική τάξη για να διατηρήσει την κυριαρχία της χρειάζεται να μας νικήσει και στο πεδίο των ιδεών. Γι’ αυτό έχουν φαγωθεί να ταυτίσουν τις ιδέες και τη δράση της αριστεράς με τη διακυβέρνηση Χριστόφια. Γιατί η κυβέρνηση Χριστόφια ακολούθησε τη στρατηγική της «αριστερής» διαχείρισης του καπιταλισμού με τελικό στόχο τον «εξανθρωπισμό» του μέσα από μεταρρυθμίσεις. Αυτή η στρατηγική οδηγεί, αργά ή γρήγορα (και στις σημερινές συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, πολύ γρήγορα) σε ταπεινωτικό συμβιβασμό και πλήρη ενσωμάτωση. Αυτό έγινε και στην περίπτωση της κυβέρνηση Χριστόφια και για αυτό χαίρονται οι Κύπριοι καπιταλιστές. Αυτό όμως που, σκόπιμα, τους «διαφεύγει» είναι ότι υπάρχει και άλλος δρόμος που δεν είναι αδιέξοδος…

Ο δρόμος της ανατροπής

Απέναντι στη μεταρρυθμιστική στρατηγική υπάρχει η στρατηγική της ρήξης με τον καπιταλισμό. O ίδιος ο Μαρξ δεν οραματιζόταν τη μεταρρύθμιση του καπιταλιστικού συστήματος, ούτε την αντικατάστασή του από κάποιο άλλο εκμεταλλευτικό σύστημα που θα βασίζεται στην επιβολή των συμφερόντων των λίγων πάνω στους πολλούς. Στο κομμουνιστικό μανιφέστο περιγράφει την επαναστατική στρατηγική με τα παρακάτω λόγια: «Όταν το προλεταριάτο στην πάλη του ενάντια στην αστική τάξη συγκροτείται αναγκαστικά σε τάξη, όταν γίνεται με μια επανάσταση κυρίαρχη τάξη και σαν κυρίαρχη τάξη καταργεί βίαια τις παλιές σχέσεις παραγωγής, τότε μαζί μ” αυτές τις σχέσεις παραγωγής καταργεί τους όρους ύπαρξης της ταξικής αντίθεσης, τις τάξεις γενικά και έτσι και την ίδια τη δικιά του κυριαρχία σαν τάξη. Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις έρχεται μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (3).

Έτσι, και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που σε όλο τον κόσμο πάλεψαν και παλεύουν για τον κομμουνισμό έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους για μια κοινωνία που θα καταργήσει τις κοινωνικές τάξεις. Μια κοινωνία που δεν τη αντιλαμβανόμαστε σαν άπιαστο όνειρο αλλά ως μια αναγκαιότητα που ξεκινάμε να τη δημιουργούμε από σήμερα. Η γερμανίδα επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ περιγράφει τον τρόπο αναδεικνύοντας τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και τη στρατηγική της επανάστασης. Υποστηρίζει ότι η πάλη για τις μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως απαραίτητη. Όχι για να αντικαταστήσει την πάλη για επανάσταση αλλά για να την προετοιμάσει: «μεταξύ της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής επανάστασης υφίσταται για την σοσιαλδημοκρατία μια αδιάσπαστη συνάρτηση, δεδομένου ότι ο αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι το μέσο, ενώ ο αγώνας για την κοινωνική ανατροπή είναι ο τελικός της σκοπός…»

Η Ρόζα ξεκαθαρίζει, ακόμη, πως «… όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν διαλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και πιο βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν διαφορετικό σκοπό και συγκεκριμένα, όχι τη δημιουργία ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος, αλλά απλούστατα επουσιώδεις μεταβολές στο παλιό» (4). Τι σχέση έχουν, όμως, όλα αυτά με την κατάσταση που ζούμε σήμερα στην Κύπρο;

Οι προκλήσεις για την αντικαπιταλιστική αριστερά στην Κύπρο

Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί είναι ενδεικτική του τι συμβαίνει όταν η αριστερά δεν παλεύει καθημερινά για να οργανώσει μικρούς και μεγάλους αγώνες έχοντας ως στρατηγικό στόχο την αλλαγή της κοινωνίας. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι αφήνεται το πεδίο ελεύθερο στον εχθρό. Και είναι πλέον φανερό ότι οι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό επιχειρούν να μας επιβάλλουν μια εφιαλτική πραγματικότητα. Με πολιορκητικό κριό το μνημόνιο πασχίζουν να γκρεμίσουν δικαιώματα και κατακτήσεις που κερδήθηκαν με αίμα. Δυστυχώς, τη στιγμή που μας έχουν κηρύξει ανελέητο πόλεμο, η θεσμική αριστερά αλλά και οι ηγεσίες των συντεχνιών σηκώνουν λευκή σημαία. Η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν προσφέρει καμία εναλλακτική προοπτική ουσιαστικής ρήξης με το καπιταλιστικό πλαίσιο προκαλώντας, έτσι, την απογοήτευση στον κόσμο. Από την άλλη πλευρά και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες βρέθηκαν πολύ πίσω από τις ανάγκες του κόσμου της δουλειάς. Πιο πρόσφατο παράδειγμα ήταν η στάση τους κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων των εργαζομένων στους ημικρατικούς. Ενώ οι τελευταίοι έδωσαν ένα μαχητικό απεργιακό αγώνα, τα ηγετικά στελέχη κινήθηκαν σε μια λογική εκτόνωσης των αντιδράσεων και όχι κλιμάκωσης των κινητοποιήσεων.

Αυτή η υποχωρητική στάση δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στην οργάνωση της τάξης μας αφού τα αφεντικά μέσα από τις απολύσεις και τις απειλές έχουν καταφέρει να πλήξουν ισχυρές συντεχνίες του ιδιωτικού τομέα (π.χ. οικοδομή) ενώ με τις επαπειλούμενες ιδιωτικοποιήσεις επιχειρούν να διαλύσουν τις συντεχνίες των εργαζόμενων του δημοσίου. Την ίδια στιγμή, η μείωση της συνδικαλιστικής δράσης και η αδυναμία των εργατικών συντεχνιών να εντάξουν νέα μέλη από χώρους δουλειάς-κάτεργα (μετανάστες, μερικώς «απασχολούμενους», ανασφάλιστους, εργαζόμενους-εργαζόμενες χωρίς σύμβαση) κάνουν τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Απέναντι στην κατάσταση που πάει να διαμορφωθεί είναι επιτακτική ανάγκη η αντικαπιταλιστική αριστερά να αντιπαρατάξει ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης σε δύο κατευθύνσεις.

Καταρχήν, χρειάζεται να οργανώσουμε συστηματική παρέμβαση για να στηρίξουμε τους μικρότερους ή μεγαλύτερους απεργιακούς αγώνες που συνεχίζουν να ξεσπάνε σε χώρους δουλειάς (δημοσιοποίηση με πανό-προκηρύξεις-εκδηλώσεις αλληλεγγύης, δημιουργία απεργιακού ταμείου, συμμετοχή στις κινητοποιήσεις). Η μικρή μας εμπειρία μέχρι τώρα στο Γρανάζι μας έχει δείξει ότι μέσα από αυτή τη δράση μπορούν να προκύψουν θεαματικά αποτελέσματα. Χρειάζεται, ακόμη, να οργανωθούμε στις συντεχνίες όπου υπάρχουν και να παλέψουμε για τη δημιουργία νέων σωματείων όπου δεν υπάρχει συντεχνία με στόχο την άσκηση αφόρητης πίεσης στις ηγεσίες αλλά και την ανάδειξη νέων, μάχιμων συνδικαλιστών & συνδικαλιστριών. Ανθρώπων που να είναι πρόθυμοι να οργανώσουν τον αγώνα ενάντια στις απολύσεις, στις περικοπές μισθών και στις ελαστικές σχέσεις εργασίας που προσπαθούν να επιβάλλουν τα αφεντικά με εκβιασμούς και με την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» (5). Μόνο έτσι οι εργαζόμενοι θα συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη που έχουμε στα χέρια μας. Θα αντιληφθούμε δηλαδή ότι είμαστε στην πραγματικότητα τα γρανάζια της μηχανής, η κινητήρια δύναμη του συστήματος άρα μπορούμε και να το αλλάξουμε άμα το θελήσουμε.

Ταυτόχρονα, είναι υπόθεση των συντροφισσών και των συντρόφων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, είναι υπόθεση όλων μας, να ξαναφέρουμε το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας στο προσκήνιο. Γιατί η δημιουργία μιας κοινωνίας που δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν είναι ουτοπία. Είναι η πραγματική εναλλακτική στον παραλογισμό που ζούμε.

Ετικέτες