Σε κάθε περίπτωση, τα τεκταινόμενα, προαχθέντα και πραγέντα στην τελευταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγιναν, συμπυκνώνουν μέσα στη γραφειοκρατική τους ασάφεια, αδράνεια και αμορφία έναν πιθανό θάνατο και ένα πιθανό πένθος ως ενδεχόμενο σοβαρό κίνδυνο, αν δεν υπάρξουν έγκαιρα αντίρροπες κινήσεις.

Η τε­λευ­ταία Κ.Ε. του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (18-19/10/2014) είχε μπρο­στά της τρία πο­λι­τι­κά κα­θή­κο­ντα να επι­λύ­σει: α) αυτό του ικα­νο­ποι­η­τι­κού απο­λο­γι­σμού  και προ­γραμ­μα­τι­σμού του κόμ­μα­τος εν όψει μιας μα­κράς ή και σύ­ντο­μης  προ­ε­κλο­γι­κής πε­ριό­δου, β) να απα­ντή­σει εξει­δι­κεύ­ο­ντας την πο­λι­τι­κή κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών συμ­μα­χιών μας εν όψει των εκλο­γών και γ) να το­πο­θε­τη­θεί, κα­τό­πιν των ση­μα­ντι­κών εξαγ­γε­λιών και πο­λι­τι­κών δε­σμεύ­σε­ων  του προ­έ­δρου στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, για την ανα­γκαία διεύ­ρυν­ση ή μη και την προ­ώ­θη­ση/ δη­μο­σιο­ποί­η­ση του άμε­σου κυ­βερ­νη­τι­κού μας προ­γράμ­μα­τος. Η δια­σύν­δε­ση των πα­ρα­πά­νω ση­μεί­ων με την κα­τά­στα­ση του άμε­σου και με­σο­πρό­θε­σμου προ­γράμ­μα­τός μας, με την κα­τά­στα­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και των λοι­πών μα­ζι­κών κι­νη­μά­των και με τη συλ­λο­γι­κή και δη­μο­κρα­τι­κή λει­τουρ­γία του κόμ­μα­τος θα έπρε­πε να τε­θούν στο επί­κε­ντρο αυτής της δια­δι­κα­σί­ας. Συ­νέ­βη, όμως, κάτι τέ­τοιο; Δυ­στυ­χώς, όχι σε ικα­νο­ποι­η­τι­κό βαθμό. Iδίως, η ορια­κή και με ελά­χι­στη δια­φο­ρά κα­τα­ψή­φι­ση της τρο­πο­λο­γί­ας της Αρι­στε­ρής Πλατ­φόρ­μας που ανα­φε­ρό­ταν σε μια  αυ­το­νό­η­τη, κατά τη συ­νε­δρια­κή μας από­φα­ση, επέ­κτα­ση του άμε­σου προ­γράμ­μα­τός μας (κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, ανά­κτη­ση υπό δη­μό­σιο έλεγ­χο και ιδιο­κτη­σία  ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νων δη­μο­σί­ων επι­χει­ρή­σε­ων και άλλων δη­μο­σί­ων  αγα­θών, κα­τάρ­γη­ση του ΤΑΙ­ΠΕΔ, δί­καιο και αντι­πλου­το­κρα­τι­κό φο­ρο­λο­γι­κό σύ­στη­μα), επέ­κτα­ση ανα­γκαία και για την ίδια τη χρη­μα­το­δό­τη­ση του άμε­σου προ­γράμ­μα­τος, αλλά και η ίδια η γρα­φειο­κρα­τι­κή και μη  απο­λύ­τως δια­φα­νής κο­ρύ­φω­ση της συ­ζή­τη­σης για το ζή­τη­μα των συμ­μα­χιών είναι πα­ρά­με­τροι, που θα πρέ­πει να μας εμ­βά­λουν σε βαθιά ανη­συ­χία. Και να δια­λύ­σουν κάθε εφη­συ­χα­σμό, σύμ­φω­να με τον οποίο η ηγε­σία του κόμ­μα­τος θα μπο­ρού­σε να επι­λύ­σει με σχε­δόν «λευκή κάρτα» της Κ.Ε. (και μά­λι­στα ου­σια­στι­κά όλων των πτε­ρύ­γων της τε­λευ­ταί­ας) απο­τε­λε­σμα­τι­κά και επω­φε­λώς για το ρι­ζο­σπα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ το ζή­τη­μα των πο­λι­τι­κών συμ­μα­χιών. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, και εφό­σον πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό το πώς θα επι­λυ­θεί το ζή­τη­μα των συμ­μα­χιών, οι ορ­γα­νώ­σεις μελών αλλά και τα εν­διά­με­σα κομ­μα­τι­κά όρ­γα­να οφεί­λουν να στεί­λουν ισχυ­ρό και σαφές μή­νυ­μα προς την Κ.Ε. αλλά και προς την κομ­μα­τι­κή ηγε­σία σχε­τι­κά με την άρ­νη­ση συ­νερ­γα­σί­ας, συλ­λο­γι­κά και κατά μόνας, με την ΔΗΜΑΡ, το Πο­τά­μι, ή όψιμα ανη­συ­χού­ντες για τα μνη­μό­νια πα­σο­κο­γε­νείς και ανε­ξάρ­τη­τους κε­ντρο­α­ρι­στε­ρούς ή κε­ντρο­δε­ξιούς βου­λευ­τές. Αυτοί που δια­χει­ρί­στη­καν, επέ­βα­λαν, ορ­γά­νω­σαν ή υπο­στή­ρι­ξαν το αρ­γό­τε­ρο από το 2010 (και πά­ντως το αρ­γό­τε­ρο το 2012) και μετά τα μνη­μό­νια  και τους εφαρ­μο­στι­κούς νό­μους, αυτοί που αρ­γό­τε­ρα εμ­φα­νί­σθη­καν ως πρό­θυ­μες μνη­μο­νια­κές εφε­δρεί­ες, δεν μπο­ρούν να έχουν θέση στις γραμ­μές μας, στις λί­στες των υπο­στη­ρι­κτών μας και στα ψη­φο­δέλ­τιά μας, όσο ανοι­χτά και αν πρέ­πει να είναι αυτά. Οι δια­τυ­πώ­σεις της συμ­βο­λής της Αρι­στε­ρής Πλατ­φόρ­μας στο θέμα αυτό, ιδίως όσον αφορά την ΔΗΜΑΡ και τους Πα­σο­κο­γε­νείς, ήταν από­λυ­τα κα­θα­ρές και κρυ­στάλ­λι­να σα­φείς στο ζή­τη­μα αυτό και, αν είχαν υιο­θε­τη­θεί, θα μπο­ρού­σαν να έχουν στρέ­ψει την πο­λι­τι­κή του κόμ­μα­τος για τις συμ­μα­χί­ες σε ορθή και σαφή πο­λι­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση. Μήπως μπο­ρεί να υπο­στη­ρι­χθεί ότι αυτό θα μεί­ω­νε την ευ­ε­λι­ξία των πο­λι­τι­κών μας συμ­μα­χιών ή και θα ενί­σχυε την δυ­να­τό­τη­τα του Σα­μα­ρά να απο­κτή­σει τους 180 στην εκλο­γή Προ­έ­δρου της Δη­μο­κρα­τί­ας; Δεν είμαι από αυ­τούς που θε­ω­ρούν άνευ ση­μα­σί­ας τη συ­γκέ­ντρω­ση ή μη των 180 εδρών από τους Σα­μα­ρά-Βε­νι­ζέ­λο, αντί­θε­τα, έχω γρα­πτώς και προ­φο­ρι­κώς υπο­στη­ρί­ξει ότι μια τέ­τοια αρ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή εξέ­λι­ξη θα μπο­ρού­σε ορια­κά έως και να μα­ταιώ­σει για το ορατό μέλ­λον την προ­ο­πτι­κή της κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς. Όμως, η μέ­θο­δος της απο­τρο­πής αυτής της εξέ­λι­ξης, η κατά πε­ρί­πτω­ση ή κατά ομά­δες κοι­νο­βου­λευ­τι­κή και πα­ρα­σκη­νια­κή «δια­πραγ­μά­τευ­ση» ή από­πει­ρα πει­θούς ή αντί­θε­τα η πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης του ζη­τή­μα­τος και με­τα­τρο­πής  του σε στόχο κι­νη­μα­τι­κής  δρά­σης του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος είναι σο­βα­ρό πο­λι­τι­κό δί­λημ­μα που πρέ­πει να απα­ντη­θεί.    

1. Μήπως θυ­μά­στε το «’65»;

Στο εν­δια­φέ­ρον πρό­σφα­το βι­βλίο του για το «αστι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα στην Ελ­λά­δα- από το 1952 έως και το 1967» (εκ­δό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή», Αθήνα 2014) ο Μάκης Μαϊ­λης, ηγε­τι­κό στέ­λε­χος σή­με­ρα του ΚΚΕ, υπο­στη­ρί­ζει την ορθή πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή θέση ότι η στρα­τη­γι­κή της ΕΔΑ και του ΚΚΕ  κατά τη δε­κα­ε­τία του ’60 δεν ήταν μια πο­λι­τι­κή σε­χτα­ρι­στι­κή/αρι­στε­ρί­στι­κη  αλλά, όλως αντι­θέ­τως, μια πο­λι­τι­κή ουράς ένα­ντι της Ένω­σης Κέ­ντρου, σύμ­φω­να και με το σχήμα περί «ει­ρη­νι­κού πε­ρά­σμα­τος» του 20ού Συ­νε­δρί­ου του ΚΚΣΕ. Η θέση αυτή του Μ.Μ., παρά την ακρο­α­ρι­στε­ρή γοη­τεία της,  έχει ένα κενό και μια κα­τα­φα­νή λο­γι­κή αδυ­να­μία: παρά το γε­γο­νός ότι αυτή η γραμ­μή ουράς και υπο­τα­γής κο­ρυ­φώ­νε­ται στην αδυ­να­μία της ΕΔΑ-ΚΚΕ να πα­ρέμ­βει απο­τε­λε­σμα­τι­κά στο με­γα­λειώ­δες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό κί­νη­μα των Ιου­λια­νών, ο συγ­γρα­φέ­ας δεν έχει σχε­δόν τί­πο­τε να πει για αυτό το με­γά­λο κί­νη­μα ούτε για αυτήν ει­δι­κά την τότε εκ­κω­φα­ντι­κή αδυ­να­μία του ΚΚΕ. Η οπτι­κή του τε­λι­κά το υπο­βαθ­μί­ζει, αφού αυτό δεν δη­μιουρ­γή­θη­κε από μια ηγε­τι­κή  «αρι­στε­ρή» στρο­φή του τότε μάλ­λον σε ρε­φορ­μι­στι­κή γραμ­μή ΚΚΕ και από κά­ποια αλά­θη­τη ηγε­σία του που θα έκανε ανα­δρο­μι­κά, κατά τη βού­λη­ση του Μ.Μ., αυτήν τη στρο­φή. H απου­σία αυτή από το κεί­με­νο του Μ.Μ., δυ­στυ­χώς, υπε­ρα­ντι­σταθ­μί­ζει την ορθή «αρι­στε­ρή» κρι­τι­κή του στην τότε στρα­τη­γι­κή των ΕΔΑ-ΚΚΕ.

Ας σκε­φτού­με, όμως, λίγο πα­ρα­πά­νω πάνω στο με­γά­λο κί­νη­μα του ’65 ξε­περ­νώ­ντας το  πα­ρα­πά­νω βι­βλίο. Ένα με­γά­λο κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό μα­ζι­κό  κί­νη­μα, ένα αυ­θε­ντι­κά ερ­γα­τι­κό συ­γκρου­σια­κό κί­νη­μα, από τα ισχυ­ρό­τε­ρα που έζησε η χώρα μας, που παρά το ότι οι στό­χοι του δεν ήταν εμ­φα­νώς «αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κοί-σο­σια­λι­στι­κοί» αλλά δη­μο­κρα­τι­κοί/ συ­νταγ­μα­τι­κοί (άρση έκτα­κτου  κα­θε­στώ­τος στρα­τού-μο­ναρ­χί­ας- ΗΠΑ, κα­τάρ­γη­ση μο­ναρ­χί­ας, κα­τάρ­γη­ση πα­ρα­συ­ντάγ­μα­τος) θα οδη­γού­σε πι­θα­νά σε μια κρα­τι­κή ρήξη, εφό­σον οι στό­χοι αυτοί και η δυ­να­μι­κή του κι­νή­μα­τος υπη­ρε­τού­νταν από την τότε Αρι­στε­ρά και με δε­δο­μέ­νο το ανε­λα­στι­κό του με­τεμ­φυ­λια­κού  κα­θε­στώ­τος (σας θυ­μί­ζει αυτό τί­πο­τε το σύγ­χρο­νο;). Γι’ αυτό, άλ­λω­στε, έγινε και η δι­κτα­το­ρία. Προ­φα­νώς, η νίκη της Ε.Κ. στις εκλο­γές του Μαϊου 1967 θα πυ­ρο­δο­τού­σε πάλι την άλυτη πο­λι­τι­κή κρίση, ξε­κι­νώ­ντας από την απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της μο­ναρ­χί­ας και κλο­νί­ζο­ντας το όλο σύ­στη­μα εξου­σί­ας. Όπως έχουν δεί­ξει ικα­νο­ποι­η­τι­κά οι Γιάν­νης Μαυ­ρής και Χρι­στό­φο­ρος Βερ­ναρ­δά­κης («Κόμ­μα­τα και κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες στην προ­δι­κτα­το­ρι­κή  Ελ­λά­δα», Αθήνα 1991), η δυ­να­μι­κή των Ιου­λια­νών απέ­κτη­σε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας προ­ε­πα­να­στα­τι­κής ή επα­να­στα­τι­κής κα­τά­στα­σης, αρ­κε­τά όμοιας με το γαλ­λι­κό Μάη, η οποία αγνο­ή­θη­κε ως τέ­τοια από την υπαρ­κτή Αρι­στε­ρά και όταν συ­νέ­βη αλλά και αρ­γό­τε­ρα.  

H πο­λι­τι­κή κρίση του Ιου­λί­ου 1965 προ­κλή­θη­κε τόσο από την οξεία σύ­γκρου­ση του βα­σι­λιά με τον Γ. Πα­παν­δρέ­ου για τη συ­νταγ­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία κα­θο­ρι­σμού της σύν­θε­σης της κυ­βέρ­νη­σης («θε­ω­ρία του κη­που­ρού») όσο και -εντο­νό­τε­ρα- από την από­σπα­ση βου­λευ­τών της Ένω­σης Κέ­ντρου με «εξα­γο­ρά» από τα μο­ναρ­χι­κά, κα­πι­τα­λι­στι­κά και ιμπε­ρια­λι­στι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των κέ­ντρων εξου­σί­ας. Φαι­νο­με­νι­κά και κατά την εξω­τε­ρι­κή μορφή των πραγ­μά­των, η κρίση του 1965 ήταν απο­λύ­τως αντί­στρο­φης κα­τεύ­θυν­σης από τη ση­με­ρι­νή: τότε, οι προ­ο­δευ­τι­κές δυ­νά­μεις ζη­τού­σαν από τους βου­λευ­τές του Κέ­ντρου να επι­μεί­νουν στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή τους νο­μι­μό­τη­τα και να μην εξο­κεί­λουν προς τα αντι­δρα­στι­κά σχέ­δια. Σή­με­ρα, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και οι δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς ζη­τούν αφε­νός μεν οι «εν­διά­με­σοι βου­λευ­τές» με­τα­ξύ ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και μνη­μο­νια­κού μπλοκ, που έχουν ήδη δια­φο­ρο­ποι­η­θεί από το μνη­μο­νια­κό μπλοκ, να μην πάνε προς την υπερ­ψή­φι­ση της πρό­τα­σης της κυ­βέρ­νη­σης αλλά και κα­λούν κάθε βου­λευ­τή που θέλει να δια­τη­ρή­σει μια πο­λι­τι­κή υστε­ρο­φη­μία και ένα έντι­μο όνομα να μην οδη­γή­σει την κοι­νω­νία στο βά­ρα­θρο και  να μην υπερ­ψη­φί­σει μια τέ­τοια πρό­τα­ση. Αυτή η έκ­κλη­ση δεν έχει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας «πρό­τα­σης απο­στα­σί­ας» αλλά, αντί­θε­τα, αντι­στοι­χεί σε μια έν­νοια ευ­ρύ­τε­ρου κοι­νω­νι­κού-τα­ξι­κού  (και θα έλεγα και «εθνι­κού» κατά μια αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή έν­νοια και προ­σέγ­γι­ση) συμ­φέ­ρο­ντος, το οποίο σαφώς υπε­ρέ­χει μιας τυ­πι­κής κομ­μα­τι­κής νο­μι­μο­φρο­σύ­νης. Αυτό, πά­ντως, που είναι κοινό με το 1965 είναι η πίεση των αρι­στε­ρών ή και ευ­ρύ­τε­ρα αντι­μνη­μο­νια­κων δυ­νά­με­ων προς τους βου­λευ­τές -και ιδίως τους «εν­διά­με­σους»- να μην γί­νουν όρ­γα­να μιας από­λυ­τα αντι­δρα­στι­κής  και κοι­νω­νι­κά κα­τα­στρο­φι­κής εξέ­λι­ξης και να μην «εξα­γο­ρα­σθούν» πο­λι­τι­κά - και όχι ανα­γκα­στι­κά με την ανα­πό­δει­κτη  μέ­θο­δο της δω­ρο­δο­κί­ας. Ο λαϊ­κι­σμός -ο πραγ­μα­τι­κός λαϊ­κι­σμός , η ρηχή υπο­τι­μη­τι­κή θω­πεία στο λαό, και όχι τα «σκιά­χτρα» των μνη­μο­νια­κών που βα­φτί­ζουν έτσι τα λαϊκά και ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και διεκ­δι­κή­σεις- δεν είναι εναλ­λα­κτι­κή λύση για τη ρι­ζο­σπα­στι­κή  Αρι­στε­ρά και ενι­σχύ­ει παρά απο­δυ­να­μώ­νει τους μνη­μο­νια­κούς και την προ­πα­γάν­δα τους. Άλ­λω­στε, οι εξα­γο­ρές στον κόσμο μας είναι πολύ πιο φίνες  και πο­λύ­μορ­φες από τους κοι­νούς πή­λι­νους ή και ψη­φια­κούς «κου­μπα­ρά­δες».

Η πίεση από τα «αρι­στε­ρά» στους βου­λευ­τές αυ­τούς πρέ­πει να αντι­στοι­χη­θεί προς μια μα­ζι­κή κι­νη­μα­τι­κή πρα­κτι­κή ανά­λο­γη ή και όμοια προς αυτήν του κα­λο­και­ριού του 1965 - αυτό, προς απο­φυ­γή πα­ρε­ξη­γή­σε­ων, δεν υπαι­νίσ­σε­ται και μια ανά­λο­γης έκτα­σης βίαιη αντι­πα­ρά­θε­ση, κάτι που μόνο ο κρα­τι­κός κα­τα­σταλ­τι­κός μη­χα­νι­σμός με την πα­ρέμ­βα­σή του μπο­ρεί να το προ­κα­λέ­σει.  Ση­μαί­νει την πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση του ερ­γα­τι­κού και των λοι­πών μα­ζι­κών κι­νη­μά­των, την ανά­σχε­ση της απο­γο­ή­τευ­σης και της ητ­το­πά­θειας, οι οποί­ες έχουν χρό­νια  συσ­σω­ρευ­τεί και την ανά­πτυ­ξη ενός «πε­ζο­δρο­μί­ου», κατά την προ­σφι­λή ανα­φο­ρά των κυ­βερ­νη­τι­κών στε­λε­χών και υπουρ­γών, με απο­λύ­τως πο­λι­τι­κή στό­χευ­ση, το οποίο θα μπο­ρού­σε να πιέ­σει «ει­ρη­νι­κά, μα­ζι­κά και δη­μο­κρα­τι­κά» (προς απο­φυ­γήν πα­ρε­ξη­γή­σε­ων αυτό δεν απο­κλεί­ει μορ­φές άσκη­σης του συ­νταγ­μα­τι­κού δι­καιώ­μα­τος αντί­στα­σης ή ανυ­πα­κο­ής),  κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας τους δρό­μους  και τις πλα­τεί­ες της Αθή­νας, ώστε να απο­φευ­χθεί/ ανα­τρα­πεί  το δια­φαι­νό­με­νο κυ­βερ­νη­τι­κό σχέ­διο, ανά­λο­γα προς το κί­νη­μα εκεί­νο που έριξε δύο κυ­βερ­νή­σεις «απο­στα­τών» το κα­λο­καί­ρι  του­1965 και ανά­σχε­σε την πε­ραι­τέ­ρω κί­νη­ση των «απο­στα­τών». Αν θε­ω­ρού­με ότι μπο­ρεί να υπάρ­ξει μια τέ­τοια δυ­να­τό­τη­τα και οι λόγοι μας δεν είναι σκέ­τοι  πομ­φό­λυ­γες, προ­κει­μέ­νου  να «νο­μι­μο­ποιού­μα­στε» ως «αρι­στε­ροί/ές» μέσα στον κα­πι­τα­λι­σμό και να δια­χει­ρι­ζό­μα­στε έτσι πο­λι­τι­κά και ψυ­χο­λο­γι­κά την επι­βί­ω­σή μας μέσα στην ζού­γκλα της κα­πι­τα­λι­στι­κής  κρί­σης, τότε προς τι η τόση επι­μο­νή να πεί­σου­με έναν προς έναν ή μια προς μια τους εν­διά­με­σους βου­λευ­τές και η σκέψη να τους ανοί­ξου­με το σπίτι μας και να τους φι­λο­ξε­νή­σου­με στα ψη­φο­δέλ­τιά μας, ενόσω ή αφού «δεν έχουν κάψει τις γέ­φυ­ρες προς εμάς»; Προς τι το τόσο άγχος να χα­ρα­κτη­ρί­σου­με τους εν­διά­με­σους βου­λευ­τές ή και δυ­νά­μεις ως «πο­λι­τι­κούς συμ­μά­χους» -και με βάσει την αστή­ρι­κτη «λαϊ­κο­με­τω­πι­κής έμπνευ­σης» θε­ω­ρία ότι πά­ντο­τε οι κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χί­ες της Αρι­στε­ράς πρέ­πει να συ­νο­δεύ­ο­νται από «άνοιγ­μα»    στον πο­λι­τι­κό «με­σαίο χώρο» και τους αστούς πο­λι­τι­κούς- και μά­λι­στα, χωρίς να έχου­με «δει» ακόμη αυ­τούς τους συμ­μά­χους κατ’ όψιν, με την επί­κλη­ση μιας κυ­βέρ­νη­σης «του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και των συμ­μά­χων του»;    

Εν­δε­χο­μέ­νως, αυτό το πο­λι­τι­κό άγχος να είναι κάπως δι­καιο­λο­γη­μέ­νο ή και ανε­κτό. Να συ­νο­δεύ­ε­ται από μια υπόρ­ρη­τη και πά­ντο­τε - μη- εκ­φε­ρό­με­νη εκτί­μη­ση ότι το μα­ζι­κό κί­νη­μα προ­σώ­ρας μας «ψό­φη­σε» ή μας «τε­λεί­ω­σε» κοι­νώς, ότι η πα­θη­τι­κο­ποι­η­μέ­νη και τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη κοι­νω­νία πε­ρι­μέ­νει τα πάντα από τη «σοφή» μας εκλο­γι­κή πα­ρέμ­βα­ση και μόνο, και, άρα ότι χρειά­ζε­ται τα πράγ­μα­τα να «σπρω­χτούν» άμεσα από τα πάνω. Όμως, η ηθική υπο­χρέ­ω­ση να «λέμε την αλή­θεια στον λαό», όπως θα μας πρό­τει­νε ο Αντό­νιο Γκράμ­σι, επι­τάσ­σει, αν έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, -πράγ­μα που έντο­να αμ­φι­σβη­τώ-, να πά­ψου­με να ομνύ­ου­με ψυ­χα­να­γκα­στι­κά στις κι­νη­μα­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις και να πούμε ότι η λύση είναι η έμ­με­ση πο­λι­τι­κή δια­με­σο­λά­βη­ση και «μό­χλευ­ση από τα πάνω» και η ανα­γκαία «με­τα­τό­πι­ση» των προ­γραμ­μα­τι­κών μας στό­χων και ότι, ακόμη, η λε­γό­με­νη «ανά­θε­ση» είναι κακό μεν πράγ­μα πλην, όμως, τώρα ανα­γκαίο. Το χει­ρό­τε­ρο πράγ­μα δεν είναι οι «δε­ξιές με­τα­το­πί­σεις», μόλο που συ­νή­θως είναι πολύ επι­ζή­μιες για το κί­νη­μα και αντι­στοι­χούν κατά κα­νό­να στο «μέσο όρο» των προη­γού­με­νων  υπο­χω­ρή­σε­ών και ηττών του, αλλά οι ψευ­δείς «αρι­στε­ρές απο­λο­γη­τι­κές» πίσω από τις «με­τα­το­πί­σεις» που θέ­λουν δήθεν και το σκύλο χορ­τά­το και την πίτα ολό­κλη­ρη. Το έχου­με ζήσει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ: και τα­ξι­κή με­ρο­λη­ψία και ισο­σκε­λι­σμέ­νοι προ­ϋ­πο­λο­γι­σμοί και «άρση της λι­τό­τη­τας» και πο­λι­τι­κές συμ­μα­χί­ες-«τα­κτι­κές» βέ­βαια- με τον «πο­λι­τι­κό με­σαίο χώρο» και ευ­ε­λι­ξία κοι­νο­βου­λευ­τι­κών και εκλο­γι­κών εγ­χει­ρη­μά­των και με­γά­λη τρα­γι­κών δια­στά­σε­ων σύ­γκρου­ση που θα θέσει τα πάντα στο ζύγι, «ακόμη και τη ζωή μας», αλλά και χάι­δε­μα ταυ­τό­χρο­να των διε­θνών και εθνι­κών κέ­ντρων κα­πι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας, εμ­φα­νών ή και αφα­νών, και, βέ­βαια, συ­νε­χής επί­κλη­ση του πιο ασυμ­βί­βα­στου, ατα­λά­ντευ­του, διε­θνι­στι­κού  και ανο­πορ­τού­νι­στου  «μαρ­ξι­σμού» -αλή­θεια, τι έχει τρα­βή­ξει δια­κό­σια χρό­νια  αυτός ο μαρ­ξι­σμός!- και «χωρίς επι­στρο­φή» στον Κέινς αλλά κα­θα­ρό άνοιγ­μα στο σο­σια­λι­στι­κό μέλ­λον και εμπι­στο­σύ­νη από­λυ­τη στην ηγε­σία αλλά και  θε­ω­ρη­τι­κές ανα­φο­ρές στους «κιν­δύ­νους» και τα «σύν­νε­φα» που μα­ζεύ­ο­νται γύρω της και πα­τριώ­τες αλλά και κο­σμο­πο­λί­τες και με την ανα­γκαία κρα­τι­κή ασφά­λεια και με τους νοι­κο­κυ­ραί­ους αλλά  και «δι­καιω­μα­τι­κοί» και με τις μειο­νό­τη­τες.  Και, τέλος, μετά τη «με­γά­λη σύ­γκρου­ση», πάνω από όλα πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή εθνι­κή συ­νεν­νό­η­ση και συμ­φω­νία. Πράγ­μα­τι, ενό­ψει και όλων αυτών των εμ­φα­νώς με­τα­νε­ο­τε­ρι­κών και μη συμ­βι­βά­σι­μων ή μη επι­λύ­σι­μων αντι­φά­σε­ων εντός του εδώ και καιρό μη συ­νε­κτι­κού λόγου μας, η στάση μας απέ­να­ντι στο μα­ζι­κό κί­νη­μα και στις όποιες προ­ο­πτι­κές ανά­πτυ­ξής του οφεί­λει να με­τα­βλη­θεί ρι­ζι­κά. Κατ’ αρχήν, οφεί­λου­με να πα­ρα­δε­χτού­με ότι το μα­ζι­κό κί­νη­μα έχει δε­χτεί με­γά­λα πο­λι­τι­κά  πλήγ­μα­τα και παρ’ όλα αυτά κά­ποιοι το­μείς του αντέ­χουν, πλήγ­μα­τα που συν­δέ­ο­νται και με την ισχύ, ακαμ­ψία και αδιαλ­λα­ξία του τα­ξι­κού αντι­πά­λου και με τις ίδιες τις δικές του χρό­νιες κοι­νω­νι­κές ή και πο­λι­τι­σμι­κές αδυ­να­μί­ες  αλλά και με την εξαι­ρε­τι­κά ελ­λι­πή, λα­θε­μέ­νη και αντι­φα­τι­κή κομ­μα­τι­κή πα­ρέμ­βα­σή μας σε αυτό μετά το 2012 - η θε­ω­ρία της «αυ­το­νο­μί­ας του κοι­νω­νι­κού» δεν είναι το σφουγ­γά­ρι που σβή­νει μο­νί­μως τις πο­λι­τι­κές ευ­θύ­νες μας ή τις πο­λι­τι­κές μας επι­λο­γές, αν είναι έτσι ας εγκα­τα­λεί­ψου­με τα πο­λι­τι­κά υπο­κεί­με­να και ας βυ­θι­στού­με στο «βαθύ κοι­νω­νι­κό», όπως έκα­ναν  κατά και­ρούς κά­ποιοι συ­νε­πέ­στε­ροι ημών/υμών. Κατά δεύ­τε­ρον, η ανα­φο­ρά στο μα­ζι­κό και το ερ­γα­τι­κό  κί­νη­μα δεν ση­μαί­νει, σύμ­φω­να με μια ξε­πε­ρα­σμέ­νη «κκέ­δι­κη» αντί­λη­ψη, ότι οι άν­θρω­ποι θα είναι στρα­τιω­τά­κια που θα κα­τε­βαί­νουν στον δρόμο κατ’ εντο­λήν όποτε το επι­τάσ­σουν οι κοι­νο­βου­λευ­τι­κοί μας τα­κτι­κοί χει­ρι­σμοί και με βάση το κου­δού­νι κά­ποιου κομ­μα­τι­κού δό­κτο­ρος Πα­βλόφ. Και εμείς ως κόμμα έχου­με κάνει χρήση αυτής της λο­γι­κής με τρό­πους που μάλ­λον κού­ρα­σαν παρά ενέ­πνευ­σαν τους αν­θρώ­πους.

Κατά τρί­τον, χρειά­ζε­ται να πο­λι­τι­κο­ποι­ή­σου­με και να οξύ­νου­με τις υπαρ­κτές κι­νη­μα­τι­κές αντι­στά­σεις και κοι­νω­νι­κές αντι­θέ­σεις (αξιο­λό­γη­ση στο Δη­μό­σιο και την Το­πι­κή Αυ­το­διοί­κη­ση, ασφα­λι­στι­κά τα­μεία, αγώ­νες όπως αυτός των κα­θα­ρι­στριών, Σκου­ριές και άλλα πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κά μέ­τω­πα, ζη­τή­μα­τα ερ­γα­τι­κής νο­μο­θε­σί­ας, πάλη για τους μι­σθούς σε δη­μό­σιο και ιδιω­τι­κό τομέα, απο­λύ­σεις, κι­νή­μα­τα για τον ΕΝΦΙΑ, αντι­φα­σι­στι­κός και αντι­ρα­τσι­στι­κός αγώ­νας κ.ά.), να συν­δέ­σου­με την ιδέα ότι οι μι­κροί και με­γά­λοι αγώ­νες μπο­ρούν να κερ­δί­σουν  από τώρα με την προ­ο­πτι­κή  πτώ­σης της κυ­βέρ­νη­σης και εφαρ­μο­γής ενός εναλ­λα­κτι­κού προ­γράμ­μα­τος και να προ­σπα­θή­σου­με να συ­νο­λι­κο­ποι­η­θούν και να συ­ντο­νι­στούν αυτά τα μέ­τω­πα σε συν­δυα­σμό και με την από­κρου­ση της επί­τευ­ξης των 180 βου­λευ­τών και την πο­λι­τι­κή επι­βο­λή της διε­ξα­γω­γής εθνι­κών εκλο­γών. Επί­σης, last but not least, να καούν οι «πολ­λα­πλές ατζέ­ντες» και οι απο­τυ­πώ­σεις της «δι­πλής γλώσ­σας» στην πλα­τεία Συ­ντάγ­μα­τος και να λέμε ανοι­χτά σε κάθε φάση τι σκε­φτό­μα­στε στο λαό και στους ερ­γα­ζό­με­νους.

2. Μια κα­θα­ρή και σαφής πο­λι­τι­κή εκλο­γι­κών συμ­μα­χιών είναι άμεσα  ανα­γκαία και εφι­κτή

Έχω τη γνώμη ότι η πα­ρα­τε­τα­μέ­νη ασά­φεια και η συ­νε­χής με­τά­θε­ση του προ­βλή­μα­τος των πο­λι­τι­κών συμ­μα­χιών στο μέλ­λον λει­τουρ­γεί υπο­νο­μευ­τι­κά για το κύρος του εγ­χει­ρή­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και μειω­τι­κά ακόμη και γι’ αυτήν την εκλο­γι­κή του δυ­να­μι­κή, η οποία δεν συ­μπί­πτει πά­ντο­τε με τη συ­νι­στα­μέ­νη των δη­μο­σκο­πή­σε­ων. Οι κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις που μας ακο­λου­θούν ή ορ­θό­τε­ρα ο ερ­γα­τι­κός-λαϊ­κός-αγρο­τι­κός-πλητ­τό­με­νος μι­κρο­α­στι­κός το­μέ­ας αυτών των δυ­νά­με­ων, η «αρι­στε­ρή» κοι­νω­νι­κά  και απεί­ρως πλειο­ψη­φι­κή συ­νι­στώ­σα των δυ­νά­μει εκλο­γέ­ων φίλων και υπο­στη­ρι­κτών μας, έχει στο εσω­τε­ρι­κό της δια­φο­ρε­τι­κές τα­χύ­τη­τες συ­γκρό­τη­σης, πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης, απο­δε­κτών πο­λι­τι­κών αλ­λα­γών, έντα­σης και βαθ­μού στη σύ­γκρου­ση που θα επι­χει­ρή­σου­με, έχει μια ποι­κι­λία και δια­φο­ρο­ποι­η­σι­μό­τη­τα κοι­νω­νι­κών ανα­γκών και προ­τε­ραιο­τή­των. Για άλ­λους είναι προ­τε­ραιό­τη­τα τα 751 ευρώ, για άλ­λους η μη από­λυ­ση, για άλ­λους η μη δή­μευ­ση της πε­ριου­σί­ας τους από τις τρά­πε­ζες, για άλ­λους η μα­κρο­χρό­νια ανερ­γία, για άλ­λους οι ει­σφο­ρές, για άλ­λους τα κόκ­κι­να δά­νεια. Σε όλους, όμως, και αυτό είναι ο πυ­ρή­νας της έντο­νης αρι­στε­ρής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης του 2010-2012 και των ποιο­τή­των της «που παρ’ όλα αυτά» εξα­κο­λου­θούν να αντέ­χουν, είναι ένα πράγ­μα κοινό και αδια­σά­λευ­το: η έντο­νη απώ­θη­ση και απόρ­ρι­ψη προς το σάπιο πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, προς το «νο­ση­ρό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό» και προς το πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό που υπο­στή­ρι­ξε τα μνη­μό­νια και την εφαρ­μο­γή τους. Αυτό το ίδιο που εμείς οι αρι­στε­ροί το λέμε «απα­ξί­ω­ση» ή και σά­πι­σμα του αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού και το οποίο οι αντι­δια­με­τρι­κά προς εμάς το­πο­θε­τη­μέ­νοι φα­σί­στες, αν ήταν πιο εγ­γράμ­μα­τοι, θα το έλε­γαν «θά­να­το της δη­μο­κρα­τί­ας». Συ­νε­πώς, αυτό που θα ήταν το κα­τα­στρο­φι­κό­τε­ρο ακόμη και από μια προ­γραμ­μα­τι­κή ανα­δί­πλω­ση, θα ήταν μια «δεξιά διεύ­ρυν­ση» προς αυτό το πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό και τα υπο­λείμ­μα­τά του και μια απο­δο­χή ως «συμ­μά­χων μας» δυ­νά­με­ων και προ­σώ­πων που πρω­τα­γω­νί­στη­σαν στη δια­δι­κα­σία λε­η­λά­τη­σης των κοι­νω­νι­κών και ερ­γα­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Κατά δε την έν­νοια που ο λαϊ­κός κό­σμος προ­σλαμ­βά­νει την τάξη του ως ένα άλλο «έθνος» ένα­ντι του αστι­κού έθνους και δεν ταυ­τί­ζει την εθνι­κή ανα­φο­ρά με την «εθνι­κή ενό­τη­τα», είναι σωστό να ει­πω­θεί ότι τα πρό­σω­πα αυτά δί­καια θε­ω­ρού­νται και ως «κα­τα­στρο­φείς του δη­μο­σί­ου και του εθνι­κού συμ­φέ­ρο­ντος» (θέση που θα προ­κα­λού­σε «αντιε­θνο­λαϊ­κι­στι­κή» αλ­λερ­γία στους δυ­νά­μει συμ­μά­χους μας της ΔΗΜΑΡ και ιδίως στους ιστο­ρι­κούς αυτού του κόμ­μα­τος, που όμως είναι αρε­στοί και σε ένα δικό μας τμήμα). Μια τέ­τοια εξέ­λι­ξη θα σή­μαι­νε ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από τμήμα της λύσης της κρί­σης πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης θα γι­νό­ταν τμήμα του προ­βλή­μα­τος.     

Συ­νε­πώς, η μη επί­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος αυτού τώρα, κατά τον τρόπο που θα επέ­τασ­σε, άλ­λω­στε, ακόμη και η περ­σι­νή συ­νε­δρια­κή μας από­φα­ση, η ανα­βο­λή ωσό­του τυχόν υπάρ­ξουν «τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα» ή εν πάση πε­ρι­πτώ­σει κα­τα­στεί δύ­σκο­λη έως αδύ­να­τη η συλ­λο­γι­κή-δη­μο­κρα­τι­κή επί­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος, είναι μια κα­θα­ρά αρ­νη­τι­κή εξέ­λι­ξη και δεν συμ­βάλ­λει στη νίκη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της Αρι­στε­ράς. Και είναι ακόμη πιο αρ­νη­τι­κή, αν σκε­φτεί κα­νείς ότι εν­δε­χο­μέ­νως-ίσως υπήρ­χαν στην τε­λευ­ταία Κ.Ε. οι δυ­νά­μεις, οι συ­σχε­τι­σμοί και οι πρα­κτι­κές δυ­να­τό­τη­τες που θα έλεγ­χαν και θα πε­ριό­ρι­ζαν αυτήν την εξέ­λι­ξη. Και είναι ακόμη πιο αρ­νη­τι­κή, αν συλ­λο­γι­σθεί κα­νείς το βάθος χρό­νου και την προ­ο­πτι­κή των συ­στη­μι­κών επι­θέ­σε­ων και αφο­μοιω­τι­κών κι­νή­σε­ων ενά­ντια στην πο­λύ­μορ­φη αρι­στε­ρή-ρι­ζο­σπα­στι­κή τάση ή τά­σεις εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ καθώς και τη θε­σμι­κή προ­βλη­μα­τι­κό­τη­τα ορι­σμέ­νων κα­τα­στα­τι­κών όψεων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (όπως η ανά­δει­ξη του προ­έ­δρου ως δια­κρι­τού κομ­μα­τι­κού ορ­γά­νου από το συ­νέ­δριο). Και είναι ακόμη πιο αρ­νη­τι­κή, αν συλ­λο­γι­σθεί κα­νείς ότι οι σκέ­ψεις και οι προ­βλη­μα­τι­σμοί απέ­να­ντι στο συ­στη­μι­κό κίν­δυ­νο «διά των συμ­μα­χιών» είναι εδώ και καιρό δια­μορ­φω­μέ­νοι στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και πώς «όποιος έχει έγκαι­ρα προει­δο­ποι­η­θεί έχει τον χρόνο και για να προ­ε­τοι­μα­σθεί» (Ουίν­στον Τσόρ­τσιλ). Παύση.

3. Ιντερ­μέν­τζο συ­ναι­σθη­μα­τι­κής χα­λά­ρω­σης: για την επι­λε­κτι­κή πο­λι­τι­κή χρήση των λέ­ξε­ων και των εν­νοιών και την ύστε­ρη αστι­κή πο­λι­τι­κή κυ­ριαρ­χία

Είναι φα­νε­ρό ότι οι «συ­νι­στώ­σες» της κυ­βέρ­νη­σης Σα­μα­ρά εδώ και πολύ καιρό παί­ζουν με τη γλώσ­σα και επι­χει­ρούν -χά­ριν της πο­λι­τι­κής επι­κοι­νω­νί­ας- να αλ­λά­ζουν διαρ­κώς τις πα­γιω­μέ­νες γλωσ­σι­κές χρή­σεις των εν­νοιών. Από την εποχή που η κα­τάρ­γη­ση των μνη­μο­νί­ων έγινε απε­μπλο­κή, απα­γκί­στρω­ση, προ­ο­πτι­κή λήξης, έξο­δος κ.λπ., έχου­με φτά­σει σε μια κα­τά­στα­ση όπου το «μνη­μό­νιο» νο­εί­ται άλ­λο­τε ως χρη­μα­το­δο­τι­κό πρό­γραμ­μα, άλ­λο­τε ως νο­μι­κό και θε­σμι­κό κα­θε­στώς, άλ­λο­τε ως η νο­μι­κή εφαρ­μο­γή της δα­νεια­κής σύμ­βα­σης, άλ­λο­τε ως ένα «κακό που τώρα πέ­ρα­σε», άλ­λο­τε ως η κακή μας η μοίρα.

Ο βομ­βαρ­δι­σμός των αν­θρώ­πων κα­θη­με­ρι­νά, από την κυ­βέρ­νη­ση και τα φίλια προς αυτήν ΜΜΕ, από δια­φο­ρε­τι­κές, εναλ­λασ­σό­με­νες και συ­γκρουό­με­νες πο­λι­τι­κά γλωσ­σι­κές χρή­σεις των ίδιων λέ­ξε­ων δεν είναι απλώς μια επι­κοι­νω­νια­κή κα­τά­στα­ση αλλά ένας μη­χα­νι­σμός εξου­σί­ας και αδρα­νο­ποί­η­σης, μα­ζι­κής χει­ρα­γώ­γη­σης, όπως θα έλεγε και ο Τσόμ­σκι. Με τον τρόπο αυτόν, η σύγ­χυ­ση γε­νι­κεύ­ε­ται και ο «κυ­ρί­αρ­χος» δεν είναι μόνον αυτός που κη­ρύσ­σει την «κα­τά­στα­ση εξαί­ρε­σης» αλλά και -κυ­ρί­ως- εκεί­νος που ορί­ζει το πεδίο και τις τα­κτι­κές των λε­κτι­κών παι­γνί­ων, τη δια­βαθ­μι­σμέ­νη, συγ­χυ­τι­κή, πα­ρα­μορ­φω­τι­κή γλωσ­σι­κή χρήση καθώς και τη χωρίς έλ­λο­γο πυ­ρή­να μείξη και αμοι­βαία ή αλ­λη­λο­α­πο­κλεί­ου­σα ακύ­ρω­ση των δια­φο­ρε­τι­κών γλωσ­σι­κών χρή­σε­ων μιας λέξης ή μιας κα­τά­στα­σης. Οι λέ­ξεις δεν ση­μαί­νουν πλέον τί­πο­τε ή ση­μαί­νουν τα πάντα. Το νε­κρο­ζώ­ντα­νο Μνη­μό­νιο πέ­θα­νε, αλλά και θα υπάρ­χει για πάντα. Ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός απο­σιω­πά­ται πια από όλους, δε­ξιούς και αρι­στε­ρούς, αλλά πα­ρα­μέ­νει η απο­κλει­στι­κή ηγε­μο­νι­κή αστι­κή στρα­τη­γι­κή στην Ε.Ε., τις ΗΠΑ και διε­θνώς.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν είναι κα­θό­λου απέξω από τη γλωσ­σι­κή κρίση, δεν είναι κα­θό­λου  άμοι­ρος πλέον αυτής της γλωσ­σι­κής σύγ­χυ­σης ως στρα­τη­γι­κού μη­χα­νι­σμού «απο­μό­νω­σης» και εξου­σί­α­σης. Η συ­νε­χής και υπο­τρο­πιά­ζου­σα τρο­πο­ποί­η­ση και πα­ραλ­λαγ­μέ­νη εφαρ­μο­γή μιας έν­νοιας (όπως εν­δει­κτι­κά η «δια­γρα­φή του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους» που γί­νε­ται «κού­ρε­μα», «δια­γρα­φή του με­γά­λου μέ­ρους» (δη­λα­δή πόσου; 20 ή 80 %;), «πά­γω­μα», «ακόμη και η επι­μή­κυν­ση δεν είναι κακή», ξα­να­γυρ­νά ως «η δια­γρα­φή του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του χρέ­ους» κ.λπ.) εθί­ζει τους μεν πο­λι­τι­κούς στην ανευ­θυ­νό­τη­τα και τον κυ­νι­σμό διά της λε­γό­με­νης «δη­μιουρ­γι­κής ασά­φειας» («creative unclearness»), όπως δη­λώ­θη­κε και στην τε­λευ­ταία Κ.Ε., σε ισχυ­ρά δη­λα­δή «ναρ­κω­τι­κά», τους δε εξου­σια­ζό­με­νους στη λο­γι­κή «όλες οι εκ­φο­ρές είναι άσχε­τες προς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα», «άλλα λένε και άλλα θα κά­νουν» ,«όλοι λένε ψέ­μα­τα», «όλοι λένε τα ίδια», «ας ψη­φί­σου­με απλώς για να επι­βιώ­σου­με», συμ­βάλ­λει δη­λα­δή στο γε­νι­κευ­μέ­νο κυ­νι­σμό και στην πλήρη απο­μά­γευ­ση και απα­ξί­ω­ση της πο­λι­τι­κής και της δη­μό­σιας σφαί­ρας, στην από­λυ­τη ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση της πο­λι­τι­κής, η οποία είναι και η μη­τέ­ρα όλων των ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων του ύστε­ρου  κα­πι­τα­λι­σμού. Αυτό, αν συ­νε­χι­στεί για πολύ, δεν θα οδη­γή­σει στο επι­θυ­μη­τό για εμάς βά­θε­μα της αστι­κής κρί­σης πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης υπέρ των ρι­ζο­σπα­στι­κών εναλ­λα­κτι­κών προ­τά­σε­ων, αλλά στην ύστε­ρη αστι­κή επί­λυ­σή της διά της πλή­ρους κα­τα­στρο­φής της δη­μό­σιας σφαί­ρας και της ίδιας της δυ­να­τό­τη­τας πραγ­μα­τι­κής επι­κοι­νω­νί­ας με­τα­ξύ των μελών της κοι­νω­νί­ας. Ο «τε­χνο­φα­σι­σμός» ή ορ­θό­τε­ρα ο τε­χνο­ο­λο­κλη­ρω­τι­σμός, δεν είναι πολύ μα­κριά από μια τέ­τοια εξέ­λι­ξη. Και τότε η Χρυσή Αυλή θα ομοιά­σει με ένα λού­μπεν και βίαιο νη­πια­γω­γείο σε σχέση με τον νέο Λε­βιά­θαν, το  τέρας που θα ανα­δυ­θεί στα­δια­κά από το κοι­νω­νι­κό χάος και την κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση. Βε­βαί­ως, η «εξαι­ρε­τι­κή» και οπορ­του­νι­στι­κή χρήση της πο­λι­τι­κής γλώσ­σας, όπως και γε­νι­κό­τε­ρα η γλώσ­σα σε κρίση, δεν απο­τε­λεί πο­λι­τι­στι­κό πρό­βλη­μα κατά το κόμμα μας, τα πο­λι­τι­στι­κά προ­βλή­μα­τα στην Ελ­λά­δα, βλέ­πε­τε, είναι βα­σι­κώς «χρη­μα­το­δο­τι­κά».

Όπως ανα­φέ­ρει ο συγ­γρα­φέ­ας Λιού­ις Κάρολ (Lewis Caroll) στο έργο του «Μέσα από τον κα­θρέ­φτη», που απο­τε­λεί συ­νέ­χεια της «Αλί­κης στη χώρα των θαυ­μά­των» (πα­ρα­πο­μπή σε Π. Όστερ «Η τρι­λο­γία της Νέας  Υόρ­κης», Αθήνα 2014, Με­ταίχ­μιο, σελ. 115 ):

«Όταν χρη­σι­μο­ποιώ μια λέξη, είπε ο Χάμ­πτι Ντάμ­πτι με τόνο μάλ­λον επι­τι­μη­τι­κό, αυτή ση­μαί­νει αυτό ακρι­βώς που διά­λε­ξα να ση­μαί­νει. Τί­πο­τε λι­γό­τε­ρο, τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Το ερώ­τη­μα είναι, είπε η Αλίκη, αν μπο­ρείς να κά­νεις τις λέ­ξεις να ση­μαί­νουν τόσο πολλά δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα. Το ερώ­τη­μα είναι, είπε ο Χαμ­πτι Ντάμ­πτι, ποιος θα είναι ο κυ­ρί­αρ­χος. Αυτό είναι όλο».   

Το «σμι­τια­νό» επι­χεί­ρη­μα περί κυ­ριαρ­χί­ας του Χάμ­πτι Ντάμ­πτι, πέρα από τη γλωσ­σι­κή σύγ­χυ­ση που επι­φέ­ρει ο εξου­σια­στι­κός λόγος, ανα­φέ­ρε­ται και σε μια άλλη ση­μα­ντι­κή διά­στα­ση, αυτήν της ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νης και ασύμ­με­τρης χρή­σης των ιστο­ρι­κών όρων του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος και γε­νι­κό­τε­ρα της μαρ­ξι­στι­κής Αρι­στε­ράς για να υπο­δη­λω­θούν άλλα ση­μαι­νό­με­να και να κα­λυ­φθούν σύγ­χρο­νες ανά­γκες ρι­ζι­κά άλλες των ιστο­ρι­κών ση­μαι­νο­μέ­νων. Το ότι ένα πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα ανα­φέ­ρε­ται στο «σο­σια­λι­σμό» και στην «κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των μέσων πα­ρα­γω­γής», όπως με «εμ­βρί­θεια» δια­πί­στω­σε στη Βουλή ο κ. Βο­ρί­δης, δεν ση­μαί­νει ούτε ότι έχουν εμ­φα­νι­σθεί ήδη οι πο­λι­τι­κοί όροι για ένα τέ­τοιο σχέ­διο ούτε, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ότι το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο αυτού του προ­γράμ­μα­τος ανα­γκα­στι­κά «εν­νο­εί» και «απο­δέ­χε­ται» κατά τις συ­νέ­πειές του ένα τέ­τοιο πρό­γραμ­μα. Μπο­ρεί, για ένα με­γά­λο τμήμα αυτού του υπο­κει­μέ­νου, αυτός ο στρα­τη­γι­κός σχε­δια­σμός να απο­τε­λεί όχι μια απλή εξα­πά­τη­ση αλλά ένα ανα­γκαίο φα­ντα­σια­κό του πα­ρελ­θό­ντος που το εμπνέ­ει και το εμ­ψυ­χώ­νει για να πραγ­μα­τώ­σει ένα πολύ δια­φο­ρε­τι­κό πο­λι­τι­κό παρόν (από έναν αρι­στε­ρό κεϊν­σια­νι­σμό έως ένα σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρο ρε­α­λι­στι­κό σχέ­διο). Αν όντως συμ­βαί­νει αυτό, τότε έχου­με την ιδε­ο­λο­γι­κή  επι­βο­λή και προ­βο­λή των όρων «ενός νε­κρού πα­ρελ­θό­ντος» πάνω σε ένα «άφατο και απροσ­διό­ρι­στο ακόμη μέλ­λον». Και αν αυτό, η αντί­φα­ση δη­λα­δή φα­ντα­σια­κού/συμ­βο­λι­κού και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ απο­τε­λεί ακόμη και για πε­ριο­ρι­σμέ­νο ιστο­ρι­κά χρόνο πραγ­μα­τι­κή δια­κύ­βευ­ση, για τα πε­ρισ­σό­τε­ρα κόμ­μα­τα του ΚΕΑ απο­τε­λεί μια αρ­κε­τά ρε­α­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση του άχα­ρου πα­ρό­ντος τους και του άδη­λου μέλ­λο­ντός τους. Με τα λόγια του Μαρξ στη «Δε­κά­τη Ογδόη Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βο­να­πάρ­τη», «η πα­ρά­δο­ση όλων των πε­θα­μέ­νων γε­νε­ών βα­ραί­νει σαν βρα­χνάς στα κε­φά­λια των ζω­ντα­νών (…). Κι ακόμη όταν δεί­χνουν ότι κα­τα­γί­νο­νται με τη δη­μιουρ­γία κάτι εντε­λώς και­νού­ριου, κα­λούν πε­ρί­φο­βοι σε βο­ή­θεια τα πνεύ­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος δα­νει­ζό­με­νοι τα ονό­μα­τά τους, τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους, τις εν­δυ­μα­σί­ες τους». Γι’ αυτό, άλ­λω­στε, κατά τη γνω­στή φράση, «οι νε­κροί πρέ­πει να θά­ψουν τους δι­κούς τους νε­κρούς και η προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση να βρει το δρόμο της» και οι μαρ­ξι­στές του 21ου αιώνα, για να μην πέ­σουν θύ­μα­τα της «ιδε­ο­λο­γί­ας», πρέ­πει να επα­νε­φεύ­ρουν και επα­νοι­κο­δο­μή­σουν  θε­ω­ρη­τι­κά αλλά και πρα­κτι­κά την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή ανα­τρο­πή και όχι απλώς να επι­και­ρο­ποι­ή­σουν τα πα­ρελ­θο­ντι­κά τους σύμ­βο­λα και να εφη­συ­χά­σουν.

4. Έξο­δος από την τε­λευ­ταία Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή

Η τε­λευ­ταία Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή υπήρ­ξε μια αδια­φα­νής, απρό­σω­πη, μη συ­νε­κτι­κή και μη προ­ω­θη­τι­κή δια­δι­κα­σία, ενό­ψει μά­λι­στα των άμε­σων με­γά­λων ανα­γκών στρά­τευ­σης και συ­σπεί­ρω­σης. Για πρώτη φορά στην ιστο­ρία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, το σχέ­διο πο­λι­τι­κής από­φα­σης ανα­κοι­νώ­θη­κε ή μάλ­λον πα­ρου­σιά­σθη­κε από μι­κρο­φώ­νου χωρίς να μοι­ρα­στεί και να δια­βα­στεί από τα μέλη, τα οποία, όμως, ψή­φι­σαν τε­λι­κά επί αυτού. Αυτό είναι πρω­το­φα­νές και απο­τε­λεί σο­βα­ρή υπο­χώ­ρη­ση/αλ­λοί­ω­ση σε σχέση με τον όποιο πο­λι­τι­κό πο­λι­τι­σμό έχου­με κα­το­χυ­ρώ­σει. Δεν είναι τε­χνι­κό πρό­βλη­μα και δεν πρέ­πει να επα­να­λη­φθεί. Η έμπνευ­ση στα μέλη και τον κόσμο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν ξε­κι­νά από τις λί­στες μελών ή τις λί­στες φίλων ή τις λί­στες στή­ρι­ξης ή τις λί­στες γάμου. Ξε­κι­νά από τις σχέ­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης και τις σχέ­σεις αξιο­πι­στί­ας και εμπι­στο­σύ­νης με­τα­ξύ των υπαρ­κτών μελών και των υπαρ­κτών στε­λε­χών του κόμ­μα­τος. Ξε­κι­νά, αν μη τι άλλο, από έναν δη­μο­κρα­τι­κό, συμ­με­το­χι­κό, ανοι­χτό στα μέλη και δια­φα­νή πο­λι­τι­κό πο­λι­τι­σμό με γνώση όλων των δε­δο­μέ­νων. Ξε­κι­νά από μια δια­φο­ρε­τι­κή ποιό­τη­τα σχέ­σε­ων ανά­με­σά μας που μπο­ρεί να απο­τε­λέ­σει «πα­ρά­δειγ­μα» για όλη την κοι­νω­νία. Μήπως την εί­δα­τε;   

Επι­πλέ­ον, η τε­λευ­ταία Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή ανέ­δει­ξε σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα λει­τουρ­γί­ας του ανε­κτί­μη­του και ανα­παλ­λο­τρί­ω­του αγα­θού της ύπαρ­ξης  εν­δο­κομ­μα­τι­κών ιδε­ο­λο­γι­κών τά­σε­ων με εσω­τε­ρι­κή δη­μο­κρα­τία και δη­μό­σια λει­τουρ­γία και το­πο­θέ­τη­ση, αγα­θού που κα­τα­κτή­θη­κε με πολύ αγώνα στο ιδρυ­τι­κό μας συ­νέ­δριο. Σύμ­φω­να και με την ορ­θό­τε­ρη ερ­μη­νεία της από­φα­σης του Συ­νε­δρί­ου για τις τά­σεις, αυτές διευ­ρύ­νουν και εμπλου­τί­ζουν τον πο­λι­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό διά­λο­γο μέσα στο κόμμα, πο­λι­τι­κο­ποιούν βα­θύ­τε­ρα την εσω­κομ­μα­τι­κή και τη δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση, εντάσ­σουν ορ­γα­νι­κό­τε­ρα τα μέλη στην κομ­μα­τι­κή ζωή και αφί­στα­νται από τη με­τα­τρο­πή τους σε γρα­φειο­κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς ή σε μη­χα­νι­σμούς «κα­να­λι­ζα­ρί­σμα­τος» των δια­φω­νιών ή και των συμ­φω­νιών μέσα στο κόμμα. Αν έτσι έχου­νε τα πράγ­μα­τα, η πα­ρού­σα λει­τουρ­γία των τά­σε­ων και ρευ­μά­των μέσα στο κόμμα δεν συ­νέ­βα­λε ικα­νο­ποι­η­τι­κά στην τε­λευ­ταία Κ.Ε. στην κα­τα­νό­η­ση και επί­λυ­ση των κρί­σι­μων πο­λι­τι­κών ζη­τη­μά­των. Ο κίν­δυ­νος της γρα­φειο­κρα­τι­κής λει­τουρ­γί­ας του κόμ­μα­τος πα­ρα­μέ­νει πά­ντο­τε υπαρ­κτός, ενό­ψει μά­λι­στα της πι­θα­νής με­τα­τρο­πής του σε κόμμα δια­κυ­βέρ­νη­σης και του αντι­κει­με­νι­κού  κιν­δύ­νου «κρα­τι­κο­ποί­η­σής» του. Αυτή την τάση την είχε προ­εί­δει από το 1905 ο συγ­γρα­φέ­ας Ρο­μπέρ­το Μί­χελς μι­λώ­ντας για το «σι­δε­ρέ­νιο νόμο της ολι­γαρ­χί­ας» στα μα­ζι­κά αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα και από τότε δεν έπαψε ποτέ σχε­δόν να επα­λη­θεύ­ε­ται - με την εξαί­ρε­ση των με­γά­λων επα­να­στα­τι­κών κα­μπών. Αν αυτός ο κίν­δυ­νος ενι­σχυ­θεί, αυτό δεν θα οφεί­λε­ται διό­λου στην ύπαρ­ξη ιδε­ο­λο­γι­κών τά­σε­ων αλλά μάλ­λον στην ελατ­τω­μα­τι­κή λει­τουρ­γία τους. Αυτό δεν ση­μαί­νει κα­θό­λου ότι οι τά­σεις  έχουν όλες συλ­λή­βδην την ίδια ευ­θύ­νη ή ότι «όλοι μαζί το φέ­ρα­με ως εδώ», όσον αφορά τα προ­βλή­μα­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Όμως, το ζή­τη­μα της γρα­φειο­κρα­τι­κής αντί­λη­ψης υπάρ­χει αντι­κει­με­νι­κά για όλα τα ρεύ­μα­τα της Αρι­στε­ράς.   

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, τα τε­κται­νό­με­να, προ­α­χθέ­ντα και πρα­γέ­ντα στην τε­λευ­ταία Κ.Ε., καθώς και ιδίως όσα δεν έγι­ναν, συ­μπυ­κνώ­νουν μέσα στη γρα­φειο­κρα­τι­κή τους ασά­φεια, αδρά­νεια και αμορ­φία έναν πι­θα­νό θά­να­το και ένα πι­θα­νό πέν­θος ως εν­δε­χό­με­νο σο­βα­ρό κίν­δυ­νο, αν δεν υπάρ­ξουν έγκαι­ρα αντίρ­ρο­πες κι­νή­σεις. Τον πι­θα­νό θά­να­το της πο­λι­τι­κής μας αθω­ό­τη­τας και το πι­θα­νό πέν­θος για το χα­μέ­νο εν­θου­σια­σμό μας. Ορι­σμέ­νοι, όπως ο σ. Δρα­γα­σά­κης, αυτόν το θά­να­το τον ονο­μά­ζουν εύ­στο­χα «βίαιη ωρί­μαν­ση». Δεν συ­νι­στά αυτή η απο­στρο­φή από­λυ­το εν­νοιο­λο­γι­κό λάθος, καθώς ο θά­να­τος, υλι­κός ή συ­ναι­σθη­μα­τι­κός, δια­λε­κτι­κά απο­τε­λεί άρ­νη­ση της ζωής και, άρα, αντι­κει­με­νι­κό βίαιο προ­χώ­ρη­μα και ολο­κλή­ρω­ση ενός προ­τσές  βιο­λο­γι­κής και ψυ­χι­κής ωρί­μαν­σης και ακόμη και η σήψη πα­ρά­γει νέα ζωή. Αν, όμως, ο θά­να­τος του εν­θου­σια­σμού μας απο­τε­λέ­σει τη βάση της νέας  ωρί­μαν­σης, η ωρί­μαν­ση αυτού του τύπου θα επι­φέ­ρει λίγο ή πολύ αρ­γό­τε­ρα και τον ίδιο τον θά­να­το αυτού του  πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου (δες και την ιστο­ρία του ΠΑΣΟΚ - αλλά τι ρόλο παί­ζει, εμείς δεν «μπο­ρού­με» να γί­νου­με ΠΑΣΟΚ λόγω ιστο­ρι­κής ού­γιας και «καλής ανα­τρο­φής»). Εν­δε­χο­μέ­νως, όμως, έχου­με ακόμη κά­ποιον χρόνο και αρ­κε­τές δυ­νά­μεις για να τα απο­φύ­γου­με όλα αυτά τα δυ­σά­ρε­στα και να τα ανα­τά­ξου­με. Όπως έλε­γαν οι πα­λαιοί κομ­μου­νι­στές, η ζωή θα δεί­ξει. Ή, όπως λένε οι μου­σουλ­μά­νοι, ο Θεός είναι με­γά­λος.

Ετικέτες