Η κυβέρνηση από τη πρώτη στιγμή, έδειξε στα μάτια της κοινωνίας, ότι θα αντιπαρατεθεί δυνατά με τους δανειστές για το «τέλος του μνημονίου και της Τρόικας», διαπραγματευόμενη ένα διαφορετικό καθεστώς στην σχέση της με την ΟΝΕ/ΕΕ ως προς την κυρίαρχη, νεοφιλελεύθερη γραμμή αντιμετώπισης της κρίσης χρέους.
Η αντιπαράθεση έχει ήδη φτάσει σε κορύφωση καθώς οι ευρωπαίοι εταίροι κρατούν σκληρή στάση και απαιτούν υποταγή στην γραμμή συνέχισης του μνημονίου.
Η εικόνα της αυτοπεποίθησης του προέδρου μαζί με τον πολλαπλά διατυπωμένο, υπαινιγμό του εκβιασμού της ρήξης («δεν εκβιάζουμε – δεν εκβιαζόμαστε», όπερ «εκβιαζόμαστε και εκβιάζουμε»), ενθουσιάζει τον κόσμο στην Ελλάδα και διεθνώς. Δεκάδες χιλιάδες κινητοποιούνται κατεβαίνοντας σε συλλαλητήρια συμπαράστασης σ’ όλη την χώρα. Ακόμη πιο εντυπωσιακός είναι ο βαθμός της κλιμάκωσης της διεθνούς αλληλεγγύης «από κάτω». Αυτή η κοινωνική έκφραση κινητοποίησης, συσπειρώνεται στο πιο «αφαιρετικό» μήνυμα που εκπέμπει η ελληνική πολιτική εξέλιξη: «υπάρχει άλλος δρόμος, η ανατροπή της λιτότητας». Τα ποσοστά δημοφιλίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη «θρυλικά»!
Η εκδήλωση της κοινωνικής ανταπόκρισης και κινητοποίησης, η οποία παίρνει ώθηση από την στάση της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τις εξελίξεις.
Φυσικά κανείς δεν γνωρίζει την κατάληξη της αντιπαράθεσης με τους δανειστές και το ευρωπαϊκό διευθυντήριο. Τούτη την ώρα η γενικευμένη κοινωνική στήριξη της κυβέρνησης αναμφισβήτητα εκφράζει την τάση αύξησης της κοινωνικής αποφασιστικότητας καθώς επιχειρεί να εξέλθει από το καθεστώς του φόβου. Εν τούτοις, το τόσο μεγάλο ποσοστό στήριξης της κυβέρνησης και των επιλογών της μαρτυρά, όπως εξάλλου έχει φανεί και σε πρόσφατο γκάλοπ ποιοτικής ανάλυσης, πως στην κοινωνική τάση συνυπάρχουν διαφορετικές και εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές ταυτότητες, από την Αριστερά ως την Δεξιά. Συνυπάρχουν η τάση για ανάδειξη και συγκεκριμενοποίηση των αιτημάτων και των προσδοκιών του κόσμου της εργασίας και γενικότερα, προς την κυβέρνηση που αναδείχτηκε στην βάση της υπόσχεσης για την ανατροπή της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής ταυτόχρονα με τον κίνδυνο όλο το ριζοσπαστικό, ταξικό περιεχόμενο της σύγκρουσης με τους δανειστές αλλά ιδιαίτερα με την ντόπια οικονομική ελίτ να χαθεί μέσα στην διαταξική ενότητα, στην κατεύθυνση του εθνικισμού, με ότι τραγικό μπορεί να σημαίνει αυτό για το εργατικό / λαϊκό κίνημα και την Αριστερά.
Η αντίφαση αυτή, που σήμερα γεννιέται, ως ενδεχόμενο από τις εξελίξεις, αποτελεί απολύτως σημαντική, πρόκληση για την Αριστερά, εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ. Απαιτεί συγκεκριμένη παρέμβαση μέσα στο κίνημα. Η ευθύνη της στάσης της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι η μεγαλύτερη. Η «εθνική ενότητα» και πιο σωστά η ενότητα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας επιτυγχάνεται είτε με την ηγεμονία της Αριστεράς, των ιδεών της και της προτεραιότητας των συμφερόντων και των αιτημάτων του κόσμου της εργασίας ως ηγεσία των «από κάτω», είτε με την αστική ηγεμονία, των κυρίαρχων ιδεών και των συμφερόντων και επιδιώξεων του μεγάλου ντόπιου κεφαλαίου στο όνομα, δήθεν, «όλου του έθνους». Η «υποχρεωτική» συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και δυστυχώς πολύ περισσότερο η επιλογή υποψηφιότητας για πρόεδρο της Δημοκρατίας από τον χώρο της Δεξιάς, ευνοούν την λάθος κατεύθυνση.
Από την άλλη πλευρά, η ευρωπαϊκή και διεθνής εικόνα των κινητοποιήσεων και μάλιστα η κλιμάκωσή τους, δίνει μια «πρόγευση» της δύναμης ενός εναλλακτικού, αριστερού, αντινεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Της δύναμης που μπορεί να απελευθερώσει η ρήξη του «αδύναμου κρίκου» της ευρωπαϊκής κρίσης, απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά, εκκινώντας ένα ντόμινο κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών σε όλη την Ευρώπη. Με προϋπόθεση η όποια εξέλιξη να μπορεί να ερμηνευτεί απ’ τ’ αριστερά, στο μαζικό κοινωνικό ακροατήριο, ντόπιο και ευρωπαϊκό, ως μεταβατική ρήξη (ακόμη και ο συμβιβασμός φέρει ξεκάθαρα την σφραγίδα του νικητή).
Ανατροπή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής;
Ωστόσο ο ρόλος και η κίνηση του λαϊκού παράγοντα δεν είναι ανεξάρτητη από τις πολιτικές αποφάσεις και επιλογές. Τι σημαίνει ανατροπή της λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής; Τι σημαίνει παραγωγή εναλλακτικού, αριστερού υποδείγματος; Μπορεί μια τέτοια εξέλιξη να προκύψει σε συνδυασμό με μια συναινετική διευθέτηση του χρέους με τους δανειστές;
Η ανατροπή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και της λιτότητας και πολύ περισσότερο η έναρξη μιας διαδικασίας αναδιανομής πλούτου και ισχύος υπέρ του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας και εις βάρος του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και διεθνούς, απαιτεί ως προϋπόθεση τη λύση στο πρόβλημα του χρέους, ώστε, κατ’ ελάχιστο, να αποφέρει τη δραστική μείωση των τοκοχρεωλυσίων αλλά και την αναστολή πληρωμής τους για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Εντούτοις δεν ισχύει το αντίστροφο: η διευθέτηση του χρέους δεν οδηγεί αυτόματα και αυτονόητα σε αριστερή, ταξική πολιτική και στην ανατροπή της λιτότητας! Οι όροι της συμφωνίας, οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» κρύβουν τα ουσιαστικά ζητήματα.
Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική στην αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης έχει στο επίκεντρο μια σειρά από ανελαστικές παραμέτρους, όπως είναι η υποτίμηση της εργασίας (μείωση μισθών και δικαιωμάτων), οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, η διάλυση του «κοινωνικού κράτους» και η αντικατάστασή του από το λεγόμενο «δίχτυ προστασίας» για το κατώτερο κοινωνικό τμήμα και βέβαια ο κεντρικός ρόλος των τραπεζών στην υπηρεσία του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού συστήματος και των «αγορών». Ωστόσο η σκληρή λιτότητα δεν έχει αποφέρει στην Ευρώπη ορατή έξοδο από την «κρίση χρέους» και πολύ περισσότερο στην ελληνική περίπτωση, παρότι οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» και η υποτίμηση της εργασίας έχουν ήδη προχωρήσει πολύ. Στις τρέχουσες συνθήκες το μεγαλύτερο πρόβλημα, μεταξύ άλλων, για τη νέα ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην διαχείριση των τραπεζών με επικρεμόμενο το ερώτημα της δημόσιας ιδιοκτησίας και ελέγχου, στα μέτρα αναδιανομής, επαναφοράς και ενίσχυσης της εργατικής νομοθεσίας, αύξησης μισθών και συντάξεων, ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους, ανάκτησης των δημόσιων κοινωνικών αγαθών, καθώς επίσης και στις ιδιωτικοποιήσεις με ανοιχτό το ζήτημα όχι μόνο του τέλους τους αλλά και της ανάκτησης από το Δημόσιο ιδιωτικοποιημένων, στρατηγικών για την παραγωγή και την οικονομία, επιχειρήσεων.
Στο ζήτημα της κρίσης χρέους, εντός των διεθνών αστικών κύκλων και ιμπεριαλιστικών διευθυντηρίων, είναι ανοιχτή μια συζήτηση – αντιπαράθεση για την βέλτιστη αντιμετώπισή της, απ’ την σκοπιά της ανάκαμψης της εύρυθμης καπιταλιστικής λειτουργίας. Αφορά στην αντιπαράθεση εκδοχών «περισσότερης ή λιγότερης» λιτότητας εντός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου. Στην αντιπαράθεση μεταξύ της «αμερικάνικης», «νεοκεϋνσιανής», νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και της «γερμανικής», ακραία νεοφιλελεύθερης. Παρά τη διαφορά στην αστική διαχείριση του προβλήματος του χρέους δεν συνιστά ριζική διαφορά στις στρατηγικές νεοφιλελεύθερες παραμέτρους που εξασφαλίζουν την απόλυτη προτεραιότητα στις ανάγκες της αγοράς έναντι της εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Εξάλλου η ενδοϊμπεριαλιστική, αυτή αντιπαράθεση έχει σαφή όρια που ορίζονται από το «ατλαντικό» πλαίσιο της σφιχτής αλληλεξάρτησης και συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Απαιτεί, με άλλα λόγια, «συναινέσεις».
Προκύπτει λοιπόν πως ακόμη και μια ενδεχόμενη, αν και όχι πολύ πιθανή, ομαλή αντικατάσταση της «γερμανικής» ευρωπαϊκής γραμμής από μια νέα, πιο «ελαστική» αντίληψη για τα όρια της δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν ανοίγει τον δρόμο για αριστερές, αναδιανεμητικές πολιτικές εάν δεν αντιστοιχεί σε σημαντικού βαθμού υπερίσχυση των δυνάμεων της εργασίας επί του κεφαλαίου και μάλιστα τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η Ελλάδα και η νέα, αριστερή κυβέρνησή της (αν και όχι δυστυχώς η «κυβέρνηση της Αριστεράς») βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, και των «από πάνω» και των «από κάτω», για διαφορετικούς λόγους. Αστικοί κύκλοι, πολιτικοί εκπρόσωποι και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κυρίως σοσιαλδημοκράτες, έχουν (αντικειμενικούς και υποκειμενικούς) λόγους να καλοβλέπουν μια χαλάρωση της τρέχουσας, σκληρής «γερμανικής» γραμμής, αν και μέσα σε πλήθος αντιφάσεων καθώς δεν επιθυμούν την ρήξη με την υπάρχουσα νεοφιλελεύθερη κατάσταση και σίγουρα όχι ως αποτέλεσμα της υπερίσχυσης μιας αριστερής κυβέρνησης – του ΣΥΡΙΖΑ - με ουσιαστικά ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Επίσης και ο αμερικάνικος παράγοντας επιθυμεί διακαώς την ευθυγράμμιση της ευρωπαϊκής στρατηγικής καθώς επηρεάζει τα, προς ώρας θετικά, αποτελέσματα της δικής του διαχείρισης της κρίσης (ο Ομπάμα διακήρυξε πρόσφατα το «τέλος της κρίσης» στις ΗΠΑ). Τα περιθώρια εκμετάλλευσης των αντιθέσεων και των τάσεων αυτών από την ελληνική κυβέρνηση είναι περιορισμένα στο βαθμό που δεν θα «καταστρέφεται» η αριστερή της φυσιογνωμία και προοπτική από τους βαθιά νεοφιλελεύθερους όρους που συνοδεύουν μια τέτοια διαχείριση καθώς και από την βαθύτερη πρόσδεση στις ατλαντικές γεωπολιτικές στρατηγικές (ήδη ο Καμένος έχει αρχίσει να «υμνεί» τον άξονα Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ). Αντίθετα τα στοιχεία που συνεγείρουν τους «από κάτω» πανευρωπαϊκά είναι ακριβώς ο αριστερός χαρακτήρας της «αντίστασης» και η προοπτική της ανατροπής του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος δημιουργώντας τις προϋποθέσεις μιας εντελώς διαφορετικής συμμαχίας – αυτής των λαών, των κινημάτων και της Αριστεράς.
Ο ρόλος της Αριστεράς
Σ’ αυτές τις σύνθετες συνθήκες και πρωτοφανείς προκλήσεις ο ρόλος της όλης Αριστεράς καθώς και της «κοινωνικής αριστεράς» και των κινημάτων είναι κρίσιμος. Δύο, διαμετρικά αντίθετα, λάθη ορίζουν το πεδίο των χρήσιμων επιλογών: η άνευ όρων και κριτικής υποταγή στο λαϊκό αίσθημα και βέβαια η «δίκη πρόθεσης» και η αυστηρή κριτική κάθε κυβερνητικής κίνησης με την ελπίδα της γρήγορης δικαίωσης στα μάτια της κοινωνίας και του κινήματος.
Πολύ περισσότερο τώρα που η διαπραγμάτευση έχει μπει σε πολύ κρίσιμη φάση, οι όποιοι συμβιβασμοί και ενδεχόμενες υποχωρήσεις δεν πρέπει να πλήξουν ανεπανόρθωτα τον ριζοσπαστικό πυρήνα του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Οι αριστερές τάσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να συμβάλουν στην επίμονη διατύπωση των «κόκκινων γραμμών» υπεράσπισης του προγραμματικού περιεχομένου των επεξεργασιών και των αποφάσεων του κόμματος. Μάλιστα εάν η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης κάνει ορατή ως αναπότρεπτη (χωρίς ηχηρή και σε κοινή θέα υποχώρηση) την προοπτική ρήξεων, η αριστερή στροφή προς τις ριζοσπαστικές, ταξικές αιχμές και περιεχόμενα της κυβερνητικής πολιτικής είναι επιβεβλημένη. Έτσι λοιπόν η απόφαση του πρωθυπουργού να νομοθετήσει η κυβέρνηση άμεσα παρά την εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις είναι σημαντική και πρέπει να τονιστεί. Αντίθετα η επιλογή του στελέχους της ΝΔ για πρόεδρο της Δημοκρατίας πρέπει να αντιμετωπιστεί αρνητικά.
Εξάλλου είναι αναγκαία η προσπάθεια σύνδεσης με την κοινωνία στην βάση αυτών των ταξικών προτεραιοτήτων, προσδοκιών και αιτημάτων καθώς μπροστά στην κλιμάκωση των αδιεξόδων στην αναζήτηση λύσης «κοινά επωφελούς» («win – win»), η «εθνική ενότητα» θα δοκιμαστεί και συγκεκριμένα πλέον, κοινωνικά τμήματα, ο κόσμος της εργασίας, τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και βέβαια ο κόσμος της Αριστεράς θα ΄ναι αυτός που θα κληθεί να ηγηθεί και να δώσει τον τόνο στη σύγκρουση με τις αστικές δυνάμεις, διεθνείς και ντόπιες.
Ο ρόλος και η λειτουργία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα βρίσκεται, δικαιολογημένα σε ένα βαθμό, σε κατάσταση σοκ, συμπυκνώνει τα καθήκοντα.
Για τις δυνάμεις της «άλλης» αριστεράς, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η δυνατότητα επωφελούς πίεσης έχει μεγαλώσει – πέρα από την κριτική για τη μέχρι σήμερα στάση τους, πρωτίστως του σεχταρισμού του ΚΚΕ – καθώς μπορούν στο κοινωνικό μα και στο κοινοβουλευτικό επίπεδο (το ΚΚΕ) να προωθήσουν αιτήματα και επιλογές απ’ τ’ αριστερά εκφράζοντας συγκεκριμένα αιτήματα, πρωτίστως του κόσμου της εργασίας και των κινημάτων.
Η ιστορική συνθήκη είναι πρωτότυπη, δύσκολη και αντιφατική αλλά ακόμη ανοιχτή ως προς την εξέλιξή της. Η ευθύνη της Αριστεράς να διασφαλίσει τη συνέχεια και την κλιμάκωση της ταξικής και πολιτικής πάλης σε όφελος του κόσμου της εργασίας, της κοινωνικής πλειοψηφίας και της σοσιαλιστικής προοπτικής, είναι μεγαλύτερη από ποτέ στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.