Από την ώρα που έμαθα για την απώλεια του Αντρέα προσπαθώ να συγκεντρώσω τις κοινές μας στιγμές, φράσεις του, αντικείμενα, συμβουλές, πολιτικές τοποθετήσεις τίποτε να μην ξεχάσω.
Σκέφτομαι πόσο σημαντικός ήταν για μένα, για κάθε μία συντρόφισσα και σύντροφο που τον γνωρίσαμε, για κάθε μετανάστη που τον γνώρισε στο Κυριακάτικο Σχολείο αλλά και για την ιστορία της ΔΕΑ συνολικά.
Τον Αντρέα τον γνώρισα το 2001 στην οργάνωση. Μείναμε μαζί για κάποια χρόνια στην Θεμιστοκλέους, στα Εξάρχεια, απέναντι από το Εφήμερο. Αυτός, η Μαίρη, η άλλη η Κατερίνα των ΕΑΑΚ και εγώ. Κάποια έφευγε, κάποια έμενε. Ο Αντρέας σταθερά η ψυχή του σπιτιού. Να φτιάχνει μικρά καθημερινά έργα τέχνης με τα χέρια του. Πίνακες, καραβάκια, θήκες, δούλευε με το ξύλο, με το δέρμα, έφτιαχνε αντικείμενα, γέμιζε τα σπίτια μας. Έβρισκε λύσεις. Τον θυμάμαι με τα πόδια σταυροπόδι στην κουζίνα, να πίνουμε καφέ με τις ώρες, να μιλάμε για την επανάσταση, για τον έρωτα, την ΟΣΕ να μου λέει ιστορίες ξεκινώντας πάντα με αυτό το «άκου να σου πω…».
Από τις πολλές ιστορίες που στριμώχνονται στο κεφάλι μου κρατάω μια μικρούλα. Κάπου στα 23 μου του μίλησα για αυτή την ιδέα για το κόκκινο τρένο της επανάστασης. Κάθε βαγόνι και μια εποχή. Μπορούμε να πηγαίνουμε από το ένα βαγόνι στο άλλο. Το τρένο χάνεται κάπου στον ορίζοντα. Θυμάμαι ότι χρησιμοποιούσα αυτό το κάπως παιδικό σχήμα, όταν πρότεινα σε κάποιο άτομο να γίνει μέλος. Κάθε τρένο μια εποχή, έλα και συ να φτιάχνουμε την μηχανή, να μην σταματήσει. Δεν θυμάμαι το στόρι πολύ καλά, αλλά θυμάμαι ότι ο Αντρέας το ζωγράφισε. Ασχολήθηκε βδομάδες. Μέχρι και τον Σπάρτακο ζωγράφισε πάνω. Το τρένο το έκανε κάπως κυκλικό, δεν ήταν ολόισιο, δεν πήγαινε ντουγρού προς το μέλλον. Και μας το έφερε, σαν δώρο. Το έφτιαξε. Το έκανε πράξη. Του έδωσε νόημα. Υπάρχει ακόμα στην Κλαζομενών.
Λοιπόν, η ζωή του Αντρέα δεν ήταν εύκολη, αλλά κουβαλούσε πάντα αυτό το γλυκό χαμόγελο σαν χρέος και κατάφερνε να είναι ελαφρύς. Ευγενικός, αέρινος, κουβέντιαζε, κουβέντιαζε, κουβέντιαζε. Άκουγε και την μεγαλύτερη μαλακία που είχες να του πεις και κατάφερνε να σε «ξεκολλήσει».
Ο Αντρέας μας φρόντιζε πολύ. Όσες και όσοι ζήσαμε μαζί του το ξέρουμε καλά. Μεταμόρφωνε το σπίτι, μεταμόρφωνε την πολιτική συζήτηση. Ναι είχε σημασία το πανό να είναι έργο τέχνης. Ναι είχε σημασία να μιλάμε κουβεντιαστά, στα ντεσιμπέλ που αντέχουμε.
Στις πολιτικές διαδικασίες έφερνε πάντα την αισιοδοξία αλλά και την αγωνία της τοπικής κοινωνίας, της κοινότητας. Ζούσε σαν γείτονας, ήταν ριζωμένος στα Εξάρχεια, έπιανε τον παλμό, έφερνε το συναίσθημα στην πολιτική συζήτηση χωρίς να το φοβάται, κάτι που η γενιά του δεν το συνηθίζει. Ο Αντρέας προσπερνούσε την ένταση και το πολιτικό δράμα, περπατούσε θαραλλέα πάνω από τις νάρκες της πολιτικής διαφωνίας και αναδείκνυε μιαν άλλη πτυχή της συζήτησης που μας είχε διαφύγει. Μας επανάφερε τόσο μαλακά, χωρίς να το καταλαβαίνουμε.
Και άκουγε. Καταλάβαινε. Ήξερε. Και ο τρόπος που μιλούσε, μύριζε ελευθερία. Ζούσε φωτεινός, ήταν ερωτεύσιμος. Ήξερε να είναι χαρούμενος, δεν παραιτούνταν από αυτό το δικαίωμα χωρίς να λείπει ποτέ από τη διαδήλωση.
Δεν ήταν ποτέ πατερναλιστικός. Ποτέ ματσό. Δεν είχε καμία αγωνία να είναι κεντρικό πρόσωπο. Ήταν στο κέντρο χωρίς να είναι. Δεν την φοβόταν την διαφωνία, ήταν όμως ψύχραιμος και μιλούσε πάντα με την καρδιά του. Ποτέ ξύλινα, ποτέ τυπικά. Όπως και η Πόπη, η αδερφή του. Από την ίδια σπορά και οι δύο.
Ο Αντρέας ήταν άχρονος. Δεν έβλεπες την ηλικία του, δεν την καταλάβαινες. Δεν είχε σημασία. Ήταν παρών με όλες του τις ηλικίες.
Αντρέα υπάρχεις στις λέξεις μας, στις συζητήσεις μας, στην ιστορία μας, στις ιστορίες μας.
Εσύ το βάθος του ουρανού μας το ζωγράφισες κυριολεκτικά. Σε αγαπάμε, σε ευχαριστούμε, σε αποχαιρετούμε με οδύνη για την απώλεια αλλά γεμάτες και γεμάτοι από το πέρασμά σου.