Συνηθίζουμε να θυμόμαστε, με έντονο τρόπο, πρόσωπα ή και γεγονότα, σε περιόδους που χρονικά συμπληρώνονται στρογγυλοί αριθμοί. Ίσως, επειδή είναι μια ευκαιρία συγκέντρωσης συναισθημάτων, αναδρομής στο παρελθόν, ανασκόπησης, απολογισμού, αναστοχασμού, αλλά και ανάγκης μοιράσματος βιωμάτων. Πριν από 10 χρόνια, και για την ακρίβεια στις 23 Απρίλη 2011, απεβίωσε η σύζυγός μου, Λίτσα Σωτηροπούλου, σε ηλικία μόλις 47 ετών, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο.

Δέκα χρό­νια, λοι­πόν, όχι εύ­κο­λα, χωρίς την πα­ρου­σία της.

Ποια ήταν, όμως, η Λίτσα που έχω προ­σω­πι­κά βιώ­σει και αι­σθά­νο­μαι την ανά­γκη να μοι­ρα­στώ μαζί σας;

Γεν­νή­θη­κε στην Κε­ρα­σιά της ορει­νής Τρι­χω­νί­δας Αι­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας, στις 24-12-1963, και ήταν το πρώτο παιδί μιας πο­λυ­με­λούς και πο­λύ­τε­κνης αγρο­τι­κής οι­κο­γέ­νειας. Από παιδί, ακόμη, συμ­με­τεί­χε ου­σια­στι­κά σε αγρο­τι­κές ερ­γα­σί­ες, κυ­ρί­ως στα καπνά, βοη­θώ­ντας ενερ­γά την οι­κο­γέ­νειά της, πρώτα στο χωριό και κα­τό­πιν στο Αγρί­νιο, όπου και με­τα­κό­μι­σαν. Νέα ακόμη εντά­χθη­κε στην ΠΑΣΠ (Πα­νελ­λή­νια Αγω­νι­στι­κή Σπου­δα­στι­κή Πα­ρά­τα­ξη) και στη σπου­δά­ζου­σα νε­ο­λαία ΠΑΣΟΚ Με­σο­λογ­γί­ου, όπου φοί­τη­σε στη Σχολή Διοί­κη­σης Οι­κο­νο­μί­ας (Τμήμα Λο­γι­στι­κής) του αντί­στοι­χου ΤΕΙ, ενώ πα­ράλ­λη­λα ερ­γα­ζό­ταν. Τον Φε­βρουά­ριο του 1986 δια­γρά­φτη­κε από τη σπου­δά­ζου­σα του ΠΑΣΟΚ, μαζί με πολ­λούς άλ­λους οι οποί­οι αντι­τά­χθη­καν στα μέτρα λι­τό­τη­τας της κυ­βέρ­νη­σης, εκεί­νη την εποχή, και έφτια­ξαν άλλη φοι­τη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη, τη ΣΑΣΠ (Σο­σια­λι­στι­κή Αγω­νι­στι­κή Σπου­δα­στι­κή Πα­ρά­τα­ξη). Την ίδια πε­ρί­ο­δο, από το 1984 έως το 1992, συμ­με­τεί­χε στο Ξε­κί­νη­μα και από το 1992 μέχρι το 1994 στη Σο­σια­λι­στι­κή Έκ­φρα­ση. Στο Με­σο­λόγ­γι, διε­τέ­λε­σε μέλος του Γρα­φεί­ου Τομέα του πυ­ρή­να του Ξε­κι­νή­μα­τος (1984-87) και αμέ­σως μετά ήρθε στην Αθήνα.Το τε­λευ­ταίο χρο­νι­κό διά­στη­μα, πριν πε­θά­νει, υπο­στή­ρι­ζε πο­λι­τι­κά την ορ­γά­νω­ση Κόκ­κι­νο και από πολύ νωρίς συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ Τρα­πε­ζών, καθώς υπήρ­ξε μέλος του συ­ντο­νι­στι­κού του ορ­γά­νου. Ιδε­ο­λο­γι­κά ήταν προ­σκεί­με­νη στον τρο­τσκι­στι­κό χώρο.

Από το 1987 έως το 1991 δού­λε­ψε ως ερ­γά­τρια πα­ρα­γω­γής στην «προ­βλη­μα­τι­κή» κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γία ΒΕΛΚΑ, όπου και δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε συν­δι­κα­λι­στι­κά, από την οποία απο­λύ­θη­κε, μόλις έκλει­σε η επι­χεί­ρη­ση. Ως μέλος του σω­μα­τεί­ου συμ­με­τεί­χε σε όλους τους αγώ­νες των λε­γό­με­νων «προ­βλη­μα­τι­κών» επι­χει­ρή­σε­ων, μέσα από τους οποί­ους οι ερ­γα­ζό­με­νοι προ­σπα­θού­σαν να κρα­τή­σουν τα ερ­γο­στά­σια ανοι­κτά, απέ­να­ντι στις επι­θέ­σεις των κρα­τού­ντων οι οποί­οι ήθε­λαν να τα κλεί­σουν ή να τα που­λή­σουν, όπως τε­λι­κά έγινε. Μετά την από­λυ­σή της από τη ΒΕΛΚΑ, για τριά­μι­σι χρό­νια, πε­ρί­που, ήταν άνερ­γη ή πε­ρι­πτω­σια­κά ερ­γα­ζό­με­νη, επι­σφα­λής, όπως λέμε σή­με­ρα.

Από το 1997 ερ­γα­ζό­ταν στην Εμπο­ρι­κή Τρά­πε­ζα. Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στο συν­δι­κα­λι­σμό, δεν έλει­ψε από καμία απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση και δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­κε στην αρι­στε­ρή συν­δι­κα­λι­στι­κή πα­ρά­τα­ξη της Ενιαί­ας Αγω­νι­στι­κής Συ­σπεί­ρω­σης (ΕΑΣ), και μέσα από τις γραμ­μές της εκλέ­χθη­κε μέλος στο διοι­κη­τι­κό συμ­βού­λιο του σω­μα­τεί­ου ερ­γα­ζο­μέ­νων την πε­ρί­ο­δο 2008-2010. Σκια­γρα­φώ­ντας την προ­σω­πι­κό­τη­τα της Λί­τσας, μια φίλη και συ­να­δέλ­φισ­σά της, η Φιλιώ Γκα­βα­λι­ζού­δη, σε κά­ποιο άλλο βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα, σε λίγες, αδρές γραμ­μές νο­μί­ζω ότι τα είπε όλα: «Στα­θε­ρή, σί­γου­ρη, ψύ­χραι­μη. Ποτέ δεν με­τά­νιω­σες για τα εύ­κο­λα που άφη­σες χρό­νια πριν. Ποτέ δεν γύ­ρι­σες το βλέμ­μα πίσω, συν­δι­κα­λί­στρια από τα παλιά, να ’χεις και συ δια­συν­δέ­σεις και ανέ­σεις, τις ‘‘σα­ρά­ντα­’’ προ­α­γω­γές από το φίλο που σε χτυ­πά­ει στην πλάτη, την ήσυχη συ­νεί­δη­ση με το Armani στην κω­λό­τσε­πη, την επε­τεια­κή πο­ρεία μια φορά το χρόνο εναλ­λάξ κι ύστε­ρα δι­καιω­μέ­νος ύπνος το­βρά­δυ».Τα ίδια, πε­ρί­που, είχε πει και ο Λε­ω­νί­δας Κα­ρύ­γιαν­νης: «Κάθε εποχή γεννά τους αν­θρώ­πους της. Έτσι λοι­πόν η Λίτσα, άν­θρω­πος μιας άλλης επο­χής, με τον αγώνα της, με τη στάση της κρά­τη­σε τις μι­κρές εστί­ες των ιδα­νι­κών της σε μια δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δο που το κί­νη­μα είχε υπο­χω­ρή­σει και προ­ε­τοί­μα­σε τον δρόμο για να βρει δι­καί­ω­ση ο αγώ­νας της, όχι στο απώ­τε­ρο αλλά στο άμεσο μέλ­λον».

Η Λίτσα, όσο μπό­ρε­σε, δι­καί­ω­σε μια ζωή γε­μά­τη αλλά και δύ­σκο­λη. Δεν υπήρ­ξε ποτέ το πρώτο βιολί, και αυτό από επι­λο­γή. Ήταν πάντα το δεύ­τε­ρο, όμως, εκεί­νο που με στα­θε­ρό τρόπο κρατά το τέμπο και ενι­σχύ­ει το πρώτο, όταν αυτό πάει να φαλ­τσά­ρει. Είναι από τους/τις αφα­νείς ήρωες/-ίδες της ιστο­ρί­ας. Ερ­γά­στη­κε σκλη­ρά, από παιδί ακόμη. Δεν φο­βή­θη­κε ποτέ τη δου­λειά. Στά­θη­κε και έδωσε τη μάχη τής ζωής. Και πα­ρό­τι ως χα­ρα­κτή­ρας ήταν εσω­στρε­φής, δεν υπήρ­ξε ποτέ αντι­κοι­νω­νι­κή. Απε­να­ντί­ας, είχε πολύ ανε­πτυγ­μέ­νο το αί­σθη­μα της αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Αγω­νί­στη­κε, δη­μιούρ­γη­σε, πρό­σφε­ρε, διά­βα­σε, έδωσε χαρά και δύ­να­μη, ήταν εξαι­ρε­τι­κή μάνα, χό­ρευε πολύ ωραία, ενώ χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν για τη φι­λο­ξε­νία της αλλά και το τα­λέ­ντο της στη μα­γει­ρι­κή. Υπήρ­ξε ένας ευαί­σθη­τος και δρα­στή­ριος, πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά, άν­θρω­πος, απί­θα­να εύ­στρο­φος, λι­γο­μί­λη­τος, τρο­με­ρά δί­καιος, με ακλό­νη­τες ηθι­κές αξίες, και με ένα ωραίο πλατύ χα­μό­γε­λο και μα­κριά χυτά μαύρα μαλ­λιά. Αλλά η τύχη το ’φερε, έτσι, ώστε να μην μπο­ρέ­σει να ολο­κλη­ρώ­σει το βι­βλίο της ζωής της. Πα­ρό­τι πέ­θα­νε πολύ νέα, εντού­τοις, όπως λέει ο Κα­βά­φης, στο ποί­η­μά του, «Το πρώτο σκαλί»: «Εδώ που έφθα­σες λίγο δεν είναι/τόσο που έκα­μες, με­γά­λη δόξα».

Ετικέτες