Κατά παράδοξο τρόπο αυτός ήταν και ο τελευταίος ρόλος του Χάρι Ντιν Στάντον, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 91 ετών στις 16 Σεπτέμβρη 2017. Σαν να προέβλεπε το τέλος, αποφάσισε να είναι πρωταγωνιστής σε μια ταινία με αναφορά, ουσιαστικά, τον ίδιο.

Η ταινία, που έχει σκηνοθετήσει ο Τζον Κάρολ Λιντς, είναι μια κομεντί βαθιά φιλοσοφημένη πάνω στο νόημα της ζωής και του θανάτου, όμως με μηνύματα αγάπης για τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο 90χρονος Λάκι είναι ένας ηλικιωμένος που απολαμβάνει τη μοναχικότητα και την καθημερινότητά του, ζώντας σε ένα αγρόκτημα σε κάποια κωμόπολη των ΗΠΑ. Η ζωή του κυλά ήρεμα, απλά και αργά. Με το που ξυπνά το πρωί, ανάβει αμέσως τσιγάρο και κατόπιν κάνει τη γυμναστική του, ακούγοντας μουσική. Αμέσως μετά ξεκινά τη βόλτα του. Πηγαίνει για καφέ στο κοντινό καφεστιατόριο, μιλά με τους θαμώνες και λύνει το σταυρόλεξό του. Μετά, στον γυρισμό, αγοράζει τσιγάρα και γάλα, παρακολουθεί παιχνίδια γνώσεων στην τηλεόραση και το βράδυ πάει βόλτα για ένα ποτό στο μπαρ της περιοχής, κουβεντιάζοντας με τους φίλους του. Επίσης, είναι σαρκαστικός, βρίζει αρκετά, και κατά πως φαίνεται, είναι άθεος.

Όμως, αυτή την καθημερινότητα έρχεται να διαταράξει μια ξαφνική λιποθυμία. Οι εξετάσεις δεν δείχνουν να έχει κάτι παθολογικό. Από ότι φαίνεται, αυτή η αδιαθεσία οφείλεται στα γηρατειά. Ακόμη και τίποτα να μην έχεις, «κάποια στιγμή το σώμα θα καταρρεύσει», του λέει ο γιατρός, υπενθυμίζοντάς του ότι «Όλα είναι μέρος της διαδικασίας. Είναι φυσιολογικό να σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου. Το θέμα είναι να το αποδεχτούμε».

Αυτό, βάζει τον Λάκι να σκεφτεί κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έδινε σημασία. Δηλαδή, ότι δεν έχει μόνο γεράσει, αλλά βρίσκεται και στην αντίστροφη μέτρηση. Γεγονός που γίνεται η αφορμή για να φιλοσοφήσει επάνω στο θέμα της θνητότητας.

«Φοβάμαι», εξομολογείται ο Λάκι στη νεαρή κοπέλα, η οποία εργάζεται στο καφεστιατόριο, όταν εκείνη πηγαίνει να τον δει. Και είναι λογικό. Διότι, κατά βάθος, ο φόβος των γηρατειών είναι ο φόβος για το θάνατο. Η μέση ηλικία, τα γηρατειά και η ανησυχία για τον θάνατο είναι ένα υπαρξιακό ζήτημα, το οποίο δεν αφήνει κανένα ανέγγιχτο.

«Τα γεράματα είναι από τα πλέον απροσδόκητα πράγματα που συμβαίνουν στον άνθρωπο», έγραφε ο Τρότσκι στο Ημερολόγιό του, στις 8 Μαϊου 1935. Και να σκεφτείς κανείς ότι τότε ήταν μόνο 56 ετών. Γι’ αυτό, «Θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε ως στόχο όλοι στο νου μας να γεράσουμε χαριτωμένα», όπως λέει ο Τιμόθεος Φάρος. Όμως, αυτό δεν λύνεται με ευχολόγια, αλλά από το πώς αντιμετωπίζουμε τη μέση ηλικία. Η διεγερτική εμπειρία μιας καλής προσωπικής σχέσης, η ευρύτητα δημιουργικών ενδιαφερόντων, οι πνευματικές αναζητήσεις, και γενικά οι καλές και ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις είναι τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά στοιχεία για την έλευση των γηρατειών.

Η ταινία με χιούμορ διαλογίζεται την ζωή, της οποίας την αξία και το πραγματικό νόημα, αλλά και την ασημαντότητα πολλών προβλημάτων, μπορεί να τα καταλάβει κάποιος/-α, μόνο μπροστά στο θάνατο ή φιλοσοφώντας πάνω σε αυτόν. Είναι ακριβώς αυτή την αναπόφευκτη πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται με αναπάντεχο τρόπο ο Λάκι, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά. «Ο ρεαλισμός είναι η αποδοχή μιας κατάστασης όπως έχει», λέει ο ίδιος.

Και, κάπως έτσι, προς το τέλος της ταινίας, μιλώντας με τους φίλους του, στο μπαρ, για το θέμα της θνητότητας, δίνει το δικό του στίγμα για τη ζωή: «Όλα θα χαθούν και δεν θα μείνει τίποτα. Σκοτάδι». «Και τι κάνουμε με αυτό;», τον ρωτάνε οι φίλοι του. Όταν, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι όπως τα θέλουμε, «χαμογελάμε». Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο Λάκι: Χαμογελάμε!! Όπως λέει ο Osho, «…αν δεν μπορείς να γελάσεις μ’ αυτό, αν δεν μπορείς να εξαφανιστείς μέσα στο αιώνιο, αφήνοντας ένα γέλιο πίσω σου, δεν έχεις ζήσει σωστά». Χαμογελάμε, λοιπόν, ή έστω προσπαθούμε.

Η ταινία, όχι τυχαία, τελειώνει με το τραγούδι του Τζόνι Κας, το «I see a darkness». 

Ετικέτες