Θα ήταν αστείο να νομίζει κανένας ότι τα αστικά κόμματα της Βρετανίας θα εφαρμόσουν μια φιλεργατική πολιτική επειδή αποχώρησαν από την ΕΕ ή ότι τέλος πάντων αποχώρησαν από αυτή για να εφαρμόσουν μια φιλεργατική πολιτική.
Κατά διάρκεια του ταραγμένου 20ου αιώνα, δύο ήταν οι φορές που η Γερμανία έβαλε φωτιά στον κόσμο και έγινε αιτία αντίστοιχου αριθμού παγκοσμίων πολέμων με εκατομμύρια θύματα. Κύρια αφορμή και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσε ο αποκλεισμός της από το μοίρασμα των τότε αποικιών και η αγωνιώδης προσπάθεια αναζήτησης «ζωτικού χώρου», οικονομικών ζωνών δηλαδή δικής της επιρροής. Αυτό και μόνο αποδείχτηκε «ικανή συνθήκη» για να συρθεί δις η οικουμένη σε ένα μακελειό άνευ προηγουμένου.
Τα πράγματα σήμερα έχουν αντιστραφεί σε ότι αφορά τον έλεγχο των αγορών. Παρ΄ότι η αποικιοκρατία έχει οικονομικά και όχι στρατιωτικά χαρακτηριστικά στη σημερινή εποχή και η ίδρυση της ΕΕ κατάφερε επί χρόνια να αποτρέψει τους ανταγωνισμούς και τις πολεμικές συρράξεις στη γηραιά ήπειρο, τα ίδια προβλήματα, αναγεννημένα από τη βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό, επανέρχονται στην πρότερη μορφή τους και με δριμύτερο ίσως τρόπο. Μόνο που αυτή τη φορά δεν αντανακλώνται ιδιαίτερα στα κιτρινόμαυρα χρώματα της γερμανικής σημαίας αλλά στον γαλαζοκόκκινο θυρεό της πρώην αυτοκρατορικής ηγέτιδας του κόσμου, της Βρετανίας.
Η άρχουσα τάξη της Βρετανίας, τρομαγμένη από την ιλιγγιώδη επέκταση του γερμανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού τα τελευταία χρόνια, άρχισε να αισθάνεται σοβαρά τον κίνδυνο ότι ακόμη και αυτή, η πάλαι ποτέ κυρίαρχος των επτά θαλασσών, κάποια στιγμή θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν απλό οικονομικό δορυφόρο της πανίσχυρης Γερμανίας, αυτής που κάποτε μοιράσανε σαν λάφυρο οι μεγάλες δυνάμεις (ανάμεσα σε αυτές και η ίδια), στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά που απ’ ότι φαίνεται αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της και μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο. Δεν έμενε τίποτε άλλο στους ευγενικούς κατά τ’ άλλα Αγγλοσάξονες παρά μια δυναμική αντίδραση απέναντι στον σημερινό οικονομικό επεκτατισμό της σύμμαχης χώρας, με τη μορφή εξόδου αρχικά από τη συμμαχία και εφαρμογής ενός νέου σχεδίου εθνικού προστατευτισμού των οικονομικών συμφερόντων τους.
Ως πρώτο βήμα λοιπόν γι αυτή την αντίδραση επιλέχτηκε το Brexit. Θα ήταν ενδιαφέρον όμως να γνωρίζουμε τι ακριβώς έχουν στο μυαλό της για τη συνέχεια οι ηγέτες της αστικής τάξης στη Γηραιά Αλβιόνα και ποιος είναι ο σχεδιασμός τους από εδώ και πέρα. Η σύγκρουση χωρίς κανόνες πλέον δύο τέτοιων τεράστιων οικονομικών δυνάμεων, δεν εγκυμονεί τίποτε το θετικό για το μέλλον της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η Βρετανία αναμφισβήτητα είναι ισχυρή οικονομία , αποτελεί μια παγκόσμια υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη και φυσικά δεν αντιμετωπίζει σε καμία περίπτωση τα προβλήματα της ανίσχυρης και απόλυτα εξαρτημένης από το ξένο τραπεζικό κεφάλαιο Ελλάδας.
Παρ’ όλα αυτά όμως η Βρετανία, όπως και οι υπόλοιπες χώρες, μέχρι τώρα υπόκειται στους κανόνες και τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στην ΕΕ, έτσι όπως αυτοί διαμορφώθηκαν διαχρονικά, με την αποδοχή και τη σύμπραξη και της ίδιας.
Αυτοί οι κανόνες, που κύρια αφορούσαν τη διευκόλυνση ιδιωτικών επιχειρηματικών επενδύσεων και την εύκολη διακίνηση χρήματος, όσο η παγκόσμια οικονομία ακολουθούσε ανοδικές τάσεις ή είχε ένα είδος σταθεροποίησης, ευνοούσε την παραγωγή υψηλού ποσοστού κερδών και κατ’ επέκταση τις αβρές συμμαχικές σχέσεις μεταξύ των πιο ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης. Όταν όμως η κρίση έκανε απειλητικά την εμφάνισή της, τότε άπαντες τέθηκαν προ αδιεξόδων . Έπρεπε βασικά να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να καλύψουν τις πιο αδύναμες οικονομίες, τις οποίες εν τω μεταξύ απομυζούσαν οδηγώντας τες σε μαρασμό, ενώ η επίσημη συνεισφορά τους στα ταμεία της Ένωσης τώρα πλέον τους φαινόταν αναντίστοιχη σε σχέση με τα κέρδη και τα υπόλοιπα οφέλη που επιτύγχαναν.
Την ίδια ώρα το ισχυρό βρετανικό κεφάλαιο, στα πλαίσια πάντα της ΕΕ, ασφυκτιούσε αδυνατώντας να έχει την απόλυτη ευχέρεια κινήσεων και την ελευθερία να αντιμετωπίσει τον γερμανικό οικονομικό ανεμοστρόβιλο που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του.
Τη συγκεκριμένη κατάσταση, η βρετανική ψυχοσύνθεση με τη μακρά παράδοση της παγκόσμιας διακυβέρνησης (το εθνικό σλόγκαν Rule England κυριαρχούσε επί αιώνες) και την προσπάθεια να ξεχωρίζει πάντα από την υπόλοιπη Ευρώπη (η νησιωτική γεωγραφική της διαμόρφωση βοηθούσε πάντα σε αυτό) δεν θα μπορούσε να την ανεχτεί στο διηνεκές. Η γερμανική βαλίτσα πήγαινε πολύ μακριά, παρά την αρμονικότητα των σχέσεων των δύο χωρών, την συνεχή ανανέωση των φιλικών δεσμών και τους θερμούς ασπασμούς των ηγετών τους για πάρα πολλά χρόνια.
Στην πραγματικότητα οι Βρετανοί καπιταλιστές αντιλήφθηκαν ότι αν η κατάσταση συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο, πολύ σύντομα θα βρεθούν να παίζουν περιφερειακό ρόλο, ως απλοί συνοδοιπόροι της γερμανικής οικονομικής υπερδύναμης. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που κατόπιν «ωρίμου σκέψεως» αποφάσισαν «να χωρίσουν τα τσανάκια τους» από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Αυτή την έννοια είχε λοιπόν η «ηρωική» απόφαση του Brexit που πολλοί, ακόμη και μέσα στην Αριστερά, την είδαν ως μια θετική εξέλιξη και ως ένα σοβαρό βήμα για τη διάλυση της αντιδραστικής, όπως είναι αλήθεια ότι εξελίχθηκε, Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το Brexit αυτό ήταν μια κίνηση από τα δεξιά που τίποτε δεν έχει να προσφέρει στους Βρετανούς εργαζόμενους, το αντίθετο, μπορεί να συσσωρεύσει ακόμη μεγαλύτερα δεινά. Θα ήταν αστείο να νομίζει κανένας ότι τα αστικά κόμματα της Βρετανίας θα εφαρμόσουν μια φιλεργατική πολιτική επειδή αποχώρησαν από την ΕΕ ή ότι τέλος πάντων αποχώρησαν από αυτή για να εφαρμόσουν μια φιλεργατική πολιτική.
Εκλογές
Παρά τις συνεχείς διακηρύξεις της συντηρητικής πρωθυπουργού Τερέζα Μέι ότι εκλογές δεν θα γίνουν πριν το 2020, όλως αιφνιδίως η κυρία αυτή ανακοίνωσε πρόωρες εκλογές και μάλιστα με fast-track διαδικασίες, εντός των επόμενων 2-3 μηνών, τοποθετώντας τες τον Ιούνιο. Η επίσημη αιτιολογία είναι ότι «το δημοψήφισμα δεν πρόκειται να επαναληφθεί, επιζητούμε ένα καθαρό Brexit και γι αυτό χρειάζεται μια ισχυρή κυβέρνηση» (εννοώντας βέβαια μια κυβέρνηση Τόρυδων των οποίων αποτελεί και επίλεκτο μέλος).
Αυτές οι κινήσεις είναι ενδεικτικές του τι πρόκειται να επακολουθήσει. Γνωρίζουν καλά ότι το «Brexit τους» δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να διορθώσει τα πράγματα για τους εργαζόμενους στο «νησί», το αντίθετο, ο σκοπός τους είναι να ακολουθήσουν ακόμη πιο σκληρές πολιτικές λιτότητας από αυτές που είχε επιβάλλει η ΕΕ σε μια σειρά χώρες. Η προσπάθεια τους λοιπόν εξαντλείται στο να εκμεταλλευτούν το ελάχιστο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ως τις εκλογές για να διατηρήσουν τη διαφορά των 20 περίπου μονάδων που τους δίνουν οι διάφορες, αμφιβόλου εγκυρότητας θα πρέπει να ομολογήσουμε, δημοσκοπήσεις από το Εργατικό Κόμμα του «αριστερού» Κόρμπιν.
Ενδέχεται βεβαίως να λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο, όπως έκαναν πριν λίγο καιρό οι «έγκυροι» αναλυτές στη Γαλλία στην περίπτωση του Μελανσόν, τον οποίο ενώ μέχρι τότε δεν τον υπολόγιζαν καθόλου, οι πρόσφατες μετρήσεις πλέον τον φέρνουν, στα όρια πάντα του στατιστικού λάθους, ως πιθανό υποψήφιο για τον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών.
Γνωρίζουν ωστόσο οι Βρετανοί Συντηρητικοί πολύ καλά ότι ο χρόνος δεν δουλεύει υπέρ τους και ο εκλογικός συσχετισμός αργότερα θα είναι συντριπτικά εις βάρος τους, εξ ου και η βιασύνη τους για το «δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών στην ψηφοφορία».
Αλλαγή νομίσματος-Έξοδος από την ΕΕ
Η Βρετανία πιθανά να αποτελέσει ένα καλό μάθημα γι αεκείνους που θεωρούν ότι φεύγοντας απλά από την ευρωζώνη ή και από την ίδια την ΕΕ έχουν αυτόματα βρει και το κλειδί για τη λύση όλων των προβλημάτων. Μια τέτοια κίνηση χωρίς ακριβή σχεδιασμό, ολοκληρωμένο πρόγραμμα και μαζική διεθνή υποστήριξη και με δεδομένο τον παγκόσμιο οικονομικό και ιμπεριαλιστικό συσχετισμό, μπορεί να εξελιχτεί σε εφιάλτη, ειδικά για μικρές χώρες με αδύναμη οικονομία όπως είναι η Ελλάδα.
Οι σκληρές αποφάσεις που παίρνουν η Κομισιόν, το ΔΝΤ, ο Σόιμπλε και οι λοιποί έχει ομολογηθεί δημοσίως ότι είναι πολιτικές και όχι οικονομικές αποφάσεις και δεν πρόκειται φυσικά, όσο περνάει από το χέρι τους, να επιτρέψουν οποιαδήποτε παρέκκλιση.
Έχουμε τονίσει πολλές φορές στο παρελθόν ότι η έξοδος από την ευρωζώνη και την ΕΕ αποτελούν «αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη». Οι κορώνες περί «αυτόνομης εθνικής ανάπτυξης» και «εθνικής παραγωγικής ανασυγκρότησης» που θα έρθουν αυτόματα όταν αλλάξει το νόμισμα, ηχούν εντελώς φάλτσα σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα και ακούγονται λίγο σαν τις ρομαντικές αναζητήσεις των πρώιμων σοσιαλιστών, οι οποίοι δημιουργούσαν αποκομμένες από τον υπόλοιπο κόσμο κοινότητες θεωρώντας ότι θα αποτελέσουν, μέσα από την κολεκτιβιστική λειτουργία τους, μια μορφή επίγειων παραδείσων. Σημαδιακά ο Τόμας Μουρ, ιδρυτής μιας τέτοιας κοινότητας στον Νέο Κόσμο, της είχε δώσει το όνομα Ουτοπία. Αυτές οι κοινότητες βεβαίως, παρά τον ηρωισμό και την ανιδιοτελή προσφορά των μελών τους, επιβεβαίωσαν τον παραπάνω χαρακτηρισμό και δεν στάθηκε δυνατόν να επιβιώσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με τον ίδιο τρόπο είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επιβιώσει μια οικονομία βασισμένη μόνο στη δική της αγορά και παραγωγική δυνατότητα, ειδικά όταν δεν διαθέτει αναπτυγμένη βαριά βιομηχανία.
Συχνά τελευταία ακούγονται ειρωνικά σχόλια για τους διεθνιστές που «δεν επιθυμούν να γίνει το πρώτο βήμα απαγκίστρωσης από την ΕΕ αλλά περιμένουν να έρθει πρώτα ο σοσιαλισμός παντού». Ακόμη κι αν γίνει αυτό το βήμα σε κάποια χώρα (και προφανώς δεν είμαστε ηλίθιοι να μην αντιλαμβανόμαστε ότι κάποιος κρίκος πρέπει να σπάσει πρώτος για να δημιουργηθεί ένα ντόμινο αποσπάσεων από την κεντρική αλυσίδα), αν δεν το προετοιμάσεις καλά αυτό, αν δεν χτίσεις τις συμμαχίες σου με το διεθνές εργατικό κίνημα και τα κόμματα του, τότε θα βρεθείς απομονωμένος και ευάλωτος στις άγριες διαθέσεις των παγκόσμιων οικονομικών γερακιών. Οι τραπεζίτες-τοκογλύφοι και τα τσιράκια τους τρόμαξαν περισσότερο με τη δυναμική που έπαιρνε η διεθνής συμπαράσταση στην ελληνική κυβέρνηση και τον Τσίπρα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, η οποία έτεινε να εξελιχθεί σε ένα δυναμικό παγκόσμιο κίνημα, παρά από την ίδια την «αριστερή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και η ΕΣΣΔ, μια χώρα με τεράστιες δυνατότητες εκτός των άλλων και αστείρευτες πλουτοπαραγωγικές πηγές, δεν κατέρρευσε λόγω εξωτερικών επεμβάσεων αλλά λόγω της οικονομικής στασιμότητας που είχε οδηγηθεί εξ’ αιτίας της απομόνωσης της.
Συνεπώς καλό θα ήταν να ξεφύγουμε από τις εθνικιστικές αυταπάτες και να επιδιώξουμε με όσες δυνάμεις έχουμε να ισχυροποιήσουμε τις οργανώσεις μας και τα μέτωπα μας στο εσωτερικό και την ίδια ώρα να σφυρηλατήσουμε πιο στενές σχέσεις με τους εργαζόμενους και τα κινήματα στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Ένας άλλος κόσμος εξακολουθεί να είναι εφικτός, όπως ακούγονταν κάποτε, αλλά για να φτάσεις εκεί χρειάζεται ενότητα, πάλη και κυρίως διεθνιστική αλληλεγγύη!