Αγία Ιωάννα των σφαγείων του Μπ. Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, στο θέατρο Ακροπόλ.
Όταν ο Μπρεχτ διατεινόταν ότι αυτός διαμόρφωνε ένα θέατρο το οποίο θα ενσωμάτωνε την τέχνη, την τεχνολογία, την επιστήμη και τη φιλοσοφία, με το σκοπό να διδάξει, να ψυχαγωγήσει αλλά και να μιλήσει «όχι στο όνομα της ηθικής αλλά στο όνομα αυτών που ζημιώνονται», το έπραξε δημιουργώντας «το επικό θέατρο», την έννοια «της αποστασιοποίησης», μία ολική μορφή θεάτρου του 20ου αιώνα, που επικαιροποιείται απόλυτα κάθε φορά που ενεργοποιούνται οι περίφημες καπιταλιστικές κρίσεις.
Γιατί ποτέ του δεν έκρυψε ότι στόχος του ήταν να καταδείξει με τους όρους της ποίησης, επομένως και της απόλαυσης, τους βαθύτερους μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματοςαλλά και την αντανάκλασή τους πάνω στο αξιακό ανθρώπινο σύστημα και τον τρόπο της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης.
Όπως έγραφε ο ίδιος για την έννοια του «διδακτικού θεάτρου»:
«Το πετρέλαιο, ο πληθωρισμός, ο πόλεμος, οι κοινωνικοί αγώνες, η οικογένεια, η θρησκεία, τα σιτηρά, η εμπορία σφαγμένων ζώων, αποτέλεσαν αντικείμενο θεατρικής αναπαράστασης. Ο χορός διαφώτιζε το θεατή για καταστάσεις πραγμάτων που του ήταν άγνωστες. Κινηματογραφικά έργα έδειχναν σε μοντάζ γεγονότα σε όλον τον κόσμο. Προβολές έδειχναν στατιστικό υλικό. Με την «προώθηση του υπόβαθρου» στο προσκήνιο, η πράξη των ανθρώπων εκτίθετο σε κριτική. Δειχνόταν ο ορθός και ο εσφαλμένος τρόπος δράσης. Δείχνονταν άνθρωποι που ήξεραν τι έκαναν και άνθρωποι που δεν ήξεραν. Το θέατρο έγινε υπόθεση των φιλοσόφων, εκείνων των φιλοσόφων που επιθυμούσαν όχι μόνο να ερμηνεύσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν».
Την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» άρχισε να γράφει το 1929 τον καιρό του «Μεγάλου Κραχ», αλλά ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου μετά το θάνατό του το 1959, την εποχή που μαγειρευόταν το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Το έργο, μια εκπληκτικού θάρρους θεατρική μεταφορά του μηχανισμού δημιουργίας κρίσεων, της « κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» κατά το Κεφάλαιο του Μαρξ, παραφράζοντας την ιστορία της Ζan D'Ark, της Παρθένου της Ορλεάνης του Σίλλερ, μας παρουσιάζει την πορεία της Ιωάννας Νταρκ (Ιωάννα των Σκοταδιών) από την αφελή, θρησκευτική ανάγνωση του κόσμου, έως τη συνειδητοποίηση της σκληρότητας της πραγματικότητας.
Ένα έργο που γρονθοκοπεί το θεατή. Μαρξιστικό, κομμουνιστικό, αντι-ηθικολογικό, αντιθρησκευτικό, αντιεξουσιαστικό, υπέρ της βίας και της πάλης των τάξεων, καταλήγει στην ήττα των εργαζόμενων τάξεων, έχοντας όμως φέρει στην επιφάνεια τους σκοτεινούς μηχανισμούς της χειραγώγησής τους.
Γι αυτούς τους λόγους είναι από τα έργα που σπάνια εμφανίζονται στη σκηνή.
Όμως ο Νίκος Μαστοράκης τόλμησε να σκηνοθετήσει το έργο ως ένα σκοτεινό σημερινό πολιτικό θρήλερ, με τη σκηνή ένα μεγάλο σφαγείο (μία οθόνη δείχνει διαρκώς τον πάγκο του χασάπη και κρέατα να κόβονται) και τους ηθοποιούς- ανέργους, ως πρόσωπα εξαθλιωμένα, ως διαβιούντα alien, στις υπόγειες στοές του μετρό της Ν. Υόρκης.
Τις περίφημες επιγραφές του Μπρεχτ, είχαν αντικαταστήσει ηλεκτρονικές λεζάντες και ένα τηλεοπτικό έκτακτο δελτίο μας ενημέρωνε σταδιακά για την εξέλιξη της κρίσης στη αγορά κρεάτων και τις τράπεζες. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου και το βιολοντσέλο επί σκηνής, επέτειναν την αίσθηση μιας μαύρης ροκ όπερας που εξελισσόταν ως εφιάλτης δίχως τέλος.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης ως ο κυρίαρχος επιχειρηματίας Πιέρποντ Μάουλερ, κατόρθωσε με την καθηλωτική του ερμηνεία, να μας μεταφέρει την αντιφατικότητα, την κυκλοθυμία, την μοχθηρία και τη διαστροφή ενός προσώπου, που στο έργο δεν αποτελεί χαρακτήρα αλλά σύμβολο του μεγάλου κεφαλαίου.
Παράλληλα η Βίκυ Βολιώτη έπλασε τη ρευστή προσωπικότητα της Ιωάννας με εύπλαστα υλικά αλλά και την αναγκαία δύναμη.
Πρόκειται λοιπόν για μία αναμφισβήτητα επιτυχημένη παράσταση που συμπλέει από καθαρά μαρξιστικές θέσεις με την πολιτική συγκυρία και τα καθήκοντα της περιόδου που διανύουμε.
Όμως πλέον, με την ικανότητα του αναπτυγμένου καπιταλισμού της εποχής μας και τον αστικοδημοκρατικό μανδύα διακυβέρνησης που έχει τη δυνατότητα «χωνέματος» ακόμα και των ιδεών ανατροπής του, διερωτάται κανείς εάν ένα θεατρικό έργο, ακόμα και ανατρεπτικό στην ουσία του, φτάνει το στόχο του σήμερα , ή γίνεται μέρος μιας «διανοουμενίστικης αντικαπιταλιστικής ρουτίνας» που αφορά κυρίως μορφωμένα μεσοστρώματα και όχι τις λαϊκές χειμαζόμενες τάξεις που αφορά κατά κύριο λόγο.
Από αυτήν την άποψη είναι επείγον να στοχαστούμε πάνω στην παρακάτω διατύπωση του Μπρεχτ:
«Το επικό θέατρο προϋποθέτει, εκτός από ένα συγκεκριμένο επίπεδο τεχνικής, μία ισχυρή κίνηση στην κοινωνική ζωή, η οποία να δημιουργεί ένα ενδιαφέρον για την ελεύθερη συζήτηση των ερωτημάτων της ζωής με σκοπό την επίλυσή τους και η οποία να μπορεί να υπερασπιστεί αυτό το ενδιαφέρον ενάντια σε όλες τις αντιτιθέμενες τάσεις. Αποτελεί την ευρύτερη και πιο προχωρημένη προσπάθεια για ένα μοντέρνο θέατρο για το πλατύ κοινό και έχει να υπερπηδήσει τεράστιες δυσκολίες όπως και όλες οι ζωντανές δυνάμεις. Στις σφαίρες της πολιτικής, της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της τέχνης».
Γίνεται φανερό λοιπόν, ότι επείγεται μαζί με όλα τ' άλλα, να ανοίξει ο διάλογος για την πολιτική παρέμβαση της ριζοσπαστικής αριστεράς στο χώρο του πολιτισμού από την άποψη της διεκδίκησης της ηγεμονίας στο χώρο των ιδεών και μάλιστα αυτός ο διάλογος να αφορά κυρίως τις υποτελείς τάξεις, με την έννοια ότι « και ο εκπαιδευτής εκπαιδεύεται από τον εκπαιδευόμενο».