Όποιος μηχανικός έτυχε να βρεθεί το Σαββατοκύριακο (15-16/3) στις διαδικασίες του ΤΕΕ είδε μια πολύ περίεργη εικόνα: Για τη θέση του προέδρου της αντιπροσωπείας υπήρξαν τρεις υποψηφιότητες: μια προερχόμενη από το γνωστό καθεστωτικό ΠΑΣΟΚ, μία προερχόμενη από το χώρο της αριστεράς (Ανταρσύα και μέρος του ΣΥΡΙΖΑ) και μία «ανεξάρτητη», την οποία εντέλει στήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ και η Δεξιά, έστω και αν αυτό δεν ήταν η αρχική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα χρησιμοποιήσω την εικόνα αυτή για να παραθέσω μερικά σημεία σε σχέση με την αλληλοσυσχέτιση αριστερής τακτικής και στρατηγικής στην περίοδο και κυρίως να αποδομήσω λανθασμένες κατά τη γνώμη μου πρακτικές που προσπαθούν να ηγεμονεύσουν στη δικιά μας Αριστερά. Ως αφετηριακή παραδοχή δέχομαι το πρόσφατο άρθρο του Χρήστου Λάσκου «Το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός», στο οποίο ο συγγραφέας πολύ εύστοχα σημειώνει ότι ο αντίπαλος για την αριστερά και το κίνημα πρέπει αφενός να δείχνεται με σαφήνεια και αφετέρου να απειλείται. Παρακάτω σημειώνω κάποιες συνθήκες τόσο σε επίπεδο αριστερής ρητορείας όσο και τακτικών οι οποίες «διαβάζονται διπλά». Αν διαβαστούν με τον έναν (λανθασμένο κατά τη γνώμη μου) τρόπο δεν υπηρετούν αυτόν τον αναγκαίο διπλό στόχο που θέτει ο Λάσκος. Αν διαβαστούν διαφορετικά ορίζουν τη ζητούμενη συγκρουσιακή αριστερή πολιτική στο σήμερα.
Αποκλειστικό μας κριτήριο είναι ο κόσμος
Πράγματι στη μνημονιακή περίοδο όλο και μεγαλύτερα κομμάτια κόσμου αποδεσμεύονται από τον παλιό δικομματισμό και εντάσσονται στην Αριστερά. Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα για το ρόλο της Αριστεράς. Θα είναι απλά ο «θυρωρός» κατά την είσοδο αυτού του κόσμου στις γραμμές της ή θα του προσφέρει το χώρο, τα όπλα και την έμπνευση για να δράσει; Αν η απάντηση φαίνεται εύκολη, η διαδικασία είναι δύσκολη και κοπιώδης. Καμία αριστερή πολιτική δεν μπορεί να στερεωθεί για πολύ εάν δεν αντανακλά έναν πραγματικό συσχετισμό δύναμης. Επομένως δουλειά μας, ως πολιτικό υποκείμενο είναι να ισχυροποιούμε συνεχώς τον δικό μας συσχετισμό δύναμης. Αυτό επιτυγχάνεται όσο καταφέρνουμε να κεφαλαιοποιούμε τις μικρές ή μεγάλες νίκες της περιόδου (βλ. στην περίπτωση των μηχανικών τον αγώνα ενάντια στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών) και συνεχώς πυροδοτούμε αγώνες για την επίτευξη νέων. Με άλλα λόγια, μια αριστερή στρατηγική ορίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται συνεχώς από τον κόσμο στο βαθμό που τον εμπλέκει σε νέες κινηματικές δράσεις. Διαφορετικά, δηλαδή αν θεωρήσουμε ότι κρινόμαστε μόνο από «αυτό που λέμε», κάνουμε ένα διπλό λάθος: αφενός θεωρούμε ότι το κίνημα είναι μια φυσική νομοτέλεια που εμφανίζεται αυτόματα αφετέρου φοβόμαστε ότι οι όποιες συγκρουσιακές προς το σύστημα πρακτικές μας δεν ακολουθούνται από τον κόσμο.
Η πολιτική κατάσταση είναι ρευστή και υπάρχουν μετατοπίσεις (πολιτικών χώρων)
Ο ΣΥΡΙΖΑ ορθά επέλεξε να θέσει το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο ως μια οπτική του ανάλυσης του πολιτικού χάρτη σήμερα. Και πράγματι οι μετατοπίσεις παραδοσιακών πολιτικών χώρων και μπλοκ υπό αυτό το πρίσμα είναι ορατές. Αν μείνουμε εκεί όμως, και ξεχάσουμε την επικαιροποιημένη σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο σήμερα κάνουμε ένα μεγάλο λάθος στοχοθέτησης αλλά και υποτίμησης του αντιπάλου. Ένα λάθος που έχει σημαντικές διαστάσεις. Αρχικά υποτιμάται η συνεχής ανάγκη (δια του λόγου αλλά και της πρακτικής όπου γίνεται) για ενότητα της Αριστεράς. Κατά δεύτερον, δεν δίνεται το ισχυρό δημόσιο στίγμα σύγκρουσης με το σύστημα και τους ιστορικούς εκφραστές του. Τρίτον υποτιμούμε τη τάση των πρώην ισχυρών του πολιτικού χάρτη να μας κόψουν κοινωνική δυναμική ενισχύοντας στο δημόσιο λόγο (παραδόξως) τις αντιφάσεις μας: την ίδια στιγμή που μας επιτίθενται για τον «ακραίο» λόγο μας (π.χ. για το μεταναστευτικό), μας χρεώνουν ότι συμμαχούμε με συστημικές δυνάμεις. Τέλος, και πιο σημαντικό, υποτιμούμε την ανάγκη να υποστηρίξουμε την κίνηση του κόσμου που αποδεσμεύεται από τον δικομματισμό όχι μόνο σε επίπεδο περιεχόμενου αλλά και σε επίπεδο προσώπων. Αντιθέτως (διαβάζοντας τη συνθήκη ανάποδα) ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει συνεχώς να επικαιροποιεί την ηγεμονία του στον κόσμο της Αριστεράς, στον κόσμο δηλαδή που εκτός των άλλων πρωταγωνιστεί στους κοινωνικούς αγώνες σήμερα. Δεν μπορεί να συμπράττει σε κανένα επίπεδο με τις συστημικές πολιτικές δυνάμεις αλλά να τις στοχοθετεί. Πρέπει να μην «φέρεται από» αλλά να «φέρει» τις πολιτικές του συμμαχίες σε ένα καθαρά ρηξιακό πλαίσιο και κάτι τέτοιο γίνεται συνεχώς και δημόσια.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι το περιεχόμενό της
Η κυβέρνηση της Αριστεράς κρίνεται –και θα κριθεί στην πράξη- καθόσον συγκροτεί τις κυριαρχούμενες σήμερα κοινωνικές τάξεις σε κυρίαρχο κοινωνικό μπλοκ και μάλιστα υπό το στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού. Αν διαβαστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς μόνο ως προς το περιεχόμενο της τότε εύκολα ρέπουμε προς τεχνοκρατικές λύσεις ανόρθωσης και τελικά διαχείρισης ενός «παραστρατημένου» κοινωνικού συστήματος. Με απλά λόγια, θα καλέσουμε τους «ουδέτερους» τεχνοκράτες να διαχειριστούν το σύστημα υπό την ηγεμονία ενός αριστερού προγράμματος. Αν αντιθέτως, όπως ισχυρίζομαι, διαβαστεί η κυβέρνηση της Αριστεράς υπό την τριπλέτα πρόγραμμα-μεθοδολογία-στρατηγικός στόχος, τότε πραγματικά διαμορφώνουμε ένα ριζικά διαφορετικό πολιτικό πεδίο υπό το πρίσμα της αριστερής ηγεμονίας στο σύνολο της. Σε αυτό το πλαίσιο εκτός από το ένα ρηξιακό πρόγραμμα απαιτούνται και θεσμίσεις για τη συνεχή ενοποίηση, κινηματικότητα και αυτοοργάνωση του λαϊκού παράγοντα. Απαιτούνται δράσεις σε επίπεδο θεσμών και κινήματος προκειμένου ο κόσμος να κινητοποιείται για να υπερασπιστεί «τη δικιά του κυβέρνηση», την κυβέρνηση της Αριστεράς. Την κυβέρνηση της Αριστεράς που θα στηρίζει τις διεκδικήσεις τους οι οποίες με τη σειρά τους θα είναι άμεσα υλικές που όμως για να επιτευχθούν θα απαιτούν συνεχείς συγκρούσεις με το κεφάλαιο και τους εκφραστές του. Την κυβέρνηση της Αριστεράς που θα οδηγεί συνεχώς το σύστημα στα όρια του, θεσμοθετώντας και νομοθετώντας με ταξική μονομέρεια. Τελικά, την κυβέρνηση της Αριστεράς που (πρέπει να) είναι περιεχομενικά και μεθοδολογικά αντικαπιταλιστική.
Κλείνοντας δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, πρέπει να ξαναθυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο περίφημο εκλογικό ποσοστό του 27%. Δεν έφτασε μόνο διότι δεν φοβήθηκε να αναμετρηθεί με την ιστορική ευθύνη της αριστερής εξουσίας και της χάραξης ενός αντικαπιταλιστικού δρόμου. Έφτασε εκεί και διότι στήριξε και τροφοδοτήθηκε από τα κοινωνικά κινήματα. Έφτασε εκεί και διότι έθεσε το ζήτημα της κατάκτησης της ουσιαστικής δημοκρατίας στο σύνολο της. Έφτασε εκεί και διότι έθεσε την ανάγκη της αριστερής ηγεμονίας στο δημόσιο λόγο, στις πολιτικές πρακτικές και στις ιδέες, με τα εργαλεία και τη μεθοδολογία της ίδιας της Αριστεράς. Συνεπώς η ρήξη και η σύγκρουση όχι μόνο με τους διαχειριστές αλλά με τον καπιταλισμό συνολικότερα ήταν και παραμένει -ρητά ή άρρητα- πυρήνας των επιλογών μας. Δεύτερον, ο Daniel Bensaid ήδη από το 2007 μας υπενθύμισε ότι υπάρχει ανάγκη «για την επιστροφή της στρατηγικής στην Αριστερά». Εκκινώντας από εκεί θα έλεγα ότι για το ΣΥΡΙΖΑ σήμερα η αριστερή στρατηγική είναι συνεχώς παρούσα και κρίνεται ακόμα και από την πιο μικρή τακτική μας επιλογή.