Έκθεση από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) στο Μέγαρο Εϋνάρδου (διάρκεια μέχρι 25 Φεβρουαρίου 2017).

Ο Μέμος Μακρής (1913–1993) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Πέρασε τη μεγαλύτερη και πιο δημιουργική του φάση αυτο-εξόριστος, στη μεταπολεμική Ουγγαρία, που ήταν τμήμα του λεγόμενου Ανατολικού Μπλοκ, η οποία του παρείχε πολιτικό άσυλο. Ένα από τα πιο διάσημα έργα του είναι το, γνωστό σε όλους, γλυπτό κεφάλι με τη μορφή ενός νέου, που βρίσκεται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου, ο τίτλος του οποίου είναι «Προς τιμήν των θυμάτων» της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973. Το δώρισε ο ίδιος στο Ίδρυμα, έπειτα από πρόταση της ΕΦΕΕ.

Αφορμή για την παρούσα έκθεση από το ΜΙΕΤ, με τίτλο, «Από την Αθήνα στο Παρίσι, 1934 – 1950», στάθηκε η ανακάλυψη μιας σειράς σχεδίων του, από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), της περιόδου μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, δηλαδή τη δεκαπενταετία από το 1934, τότε που ξεκινά τις σπουδές του, έως το 1950, όταν εγκαθίσταται οριστικά στη Βουδαπέστη. Τα εν λόγω σχέδια, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι κυρίως από την περίοδο της Κατοχής, βρέθηκαν στο αρχείο της πρόσφατα εκλιπούσας ζωγράφου Ελένης Σταθοπούλου (1915–2016), με την οποία ο γλύπτης συνδεόταν αισθηματικά από τα χρόνια των σπουδών του μέχρι το 1948, οπότε και συνδέθηκε με τη μετέπειτα σύζυγό του, την  Σερβογαλλίδα χαράκτρια, Ζιζή Σίρνιτς-Μακρή.

Η σημασία αυτών των εικοσιοκτώ σχεδίων του είναι κομβική για το έργο του, δεδομένου ότι είναι τα μοναδικά που σώζονται, αφού δεν είναι γνωστές οι μετέπειτα ζωγραφικές του προσπάθειες. Πρόκειται για σχέδια με μολύβι, καφέ κιμωλία και κάρβουνο, τα οποία είναι κυρίως πορτρέτα του Βασίλη Ρώτα και γυναικείο γυμνό (με τον τίτλο, «Σπουδή»). Μαζί με τα σχέδια υπάρχουν στην Έκθεση και αρκετά γλυπτά του, που χρονολογούνται στα χρόνια αυτά και συγκροτούν την πρώτη φάση της δημιουργίας του. Πρόκειται για γλυπτά, τα οποία απεικονίζουν τη Ζιζή Μακρή (1945-46 και 1950), την Μέλπω Αξιώτη (1945-46), τον Πωλ Ελυάρ (1950), και είναι φτιαγμένα από μπρούντζο, ενώ της Ελένης Σταθοπούλου (1940) είναι από μάρμαρο και του Μαρσέλ Κασέν (1945-46) από γύψο.

Όπως και άλλα έργα του, εκείνης της περιόδου, αναζητά «μια γλυπτική ρεαλιστική, με αφαιρετικό πλάσιμο, αλλά και διάθεση για ψυχολογική εμβάθυνση στην προσωπικότητα του εικονιζόμενου», σύμφωνα με την επισήμανση του Σπύρου Μοσχονά. Για να τονίσει ότι ο αρχαϊκής αφετηρίας ρεαλισμός του, «υποχωρεί για χάρη ενός ρεαλισμού όπου η εξιδανίκευση, η ήπια παραμόρφωση και η ουσιαστικότερη περιγραφή της ψυχοσύνθεσης του εικονιζόμενου κυριαρχούν. Όχι τυχαία οι αλλαγές αυτές, …εντοπίζονται πρώτα στα κεφάλια της νέας του συντρόφου [της Ζιζής Σίρνιτς]. …Η ακρίβεια στην περιγραφή είναι ακόμη έντονη∙ όμως το θλιμμένο βλέμμα, τα ανασηκωμένα φρύδια και το σφιχτό στόμα φανερώνουν μια πιο ουσιαστική προσέγγιση του συναισθηματικού κόσμου του μοντέλου, που έρχεται σε αντίθεση με την αρχαϊκή σοβαρότητα της Σταθοπούλου» (αναφέρεται στο συλλογικό βιβλίο με τίτλο, Μέμος Μακρής. Από την Αθήνα στο Παρίσι, 1934 – 1950, έκδοση του ΜΙΕΤ, Αθήνα 2016, σελ. 103-104 και 106-107, αντίστοιχα).  

Ποιος ήταν, όμως, ο Μέμος Μακρής; Γεννήθηκε στην Πάτρα και από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια, πήρε ενεργά μέρος στο εργατικό κίνημα της χώρας, ενώ το 1931 εντάχτηκε στο ΚΚΕ, καθώς και στον κύκλο του περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι. Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση, οργανώνοντας παράνομες ομάδες καλλιτεχνών. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του «Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου» και ένας από τους οργανωτές της Πανελλήνιας Έκθεσης του 1941, την οποία έκλεισαν οι αρχές της Κατοχής. Τον Νοέμβριο του 1942 ήταν ένα από τα επτά ιδρυτικά μέλη του ΕΑΜ Καλλιτεχνών. Είναι αυτός που ανέλαβε το τύπωμα των ομολόγων της Αντίστασης για τις ανάγκες του αγώνα, κάτι σαν εσωτερικό δάνειο, το οποίο είχε αποφασίσει το ΕΑΜ. Μετά την Απελευθέρωση παρουσίασε έκθεση με φωτογραφίες και σχέδια από την Κατοχή και την Αντίσταση.

Το 1945, ο Μ. Μακρής πήγε στο Παρίσι για καλλιτεχνικές σπουδές, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, μαζί με άλλους 150 υπότροφους, ταξιδεύοντας με το θρυλικό πλοίο «Ματαρόα».

Όμως, το 1950 οι γαλλικές αρχές απέλασαν τον Μέμο Μακρή, λόγω των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων, ο οποίος βρήκε πολιτικό άσυλο στην Ουγγαρία. Από τότε εγκαταστάθηκε στη Βουδαπέστη, και συμμετείχε ενεργά στις καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες της χώρας, όπου καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο αξιόλογους γλύπτες της Ουγγαρίας, ενώ η φήμη του θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό στην Ευρώπη. Όπως αναφέρεται στον Πρόλογο του προαναφερθέντος βιβλίου του ΜΙΕΤ, όταν ο Μακρής ζούσε στην Ουγγαρία, στη ‘’μητριά πατρίδα’’, «κατάφερε να εκφράσει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το όραμα για έναν καλύτερο, σοσιαλιστικό κόσμο. Το όραμα του σοσιαλισμού, διεθνές, πανανθρώπινο, χωρίς να γνωρίζει σύνορα και πατρίδες, έγινε για τον γλύπτη γλώσσα καλλιτεχνική, με γνώμονα και μοναδικό θέμα τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο σαν αξία και σαν ιδανικό. Έτσι, ο ‘’ξένος’’ κατάφερε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους ‘’Ούγγρους’’ γλύπτες του 20ου αιώνα, μολονότι ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν έλαβε την ουγγρική υπηκοότητα, παραμένοντας ένας ‘’άπατρις’’ Έλληνας».

Το 1975, ο καλλιτέχνης ξαναπήρε την ελληνική ιθαγένεια.

Τέλος, να πούμε ότι τόσο στην Ουγγαρία όσο και στην Ελλάδα είναι αρκετά τα έργα του που κοσμούν πλατείες και δημόσιους χώρους. Μερικά από τα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνουν το μνημειώδες γλυπτό που αφιερώνεται στα θύματα του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν στην Αυστρία, το μνημείο στους Ούγγρους εθελοντές του ισπανικού εμφυλίου στη Βουδαπέστη, το μνημείο της απελευθέρωσης στο Πεκς, το άγαλμα από ορείχαλκο του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη μπροστά στο Δημαρχείο Αμαρουσίου Αττικής, το γλυπτό που απεικονίζει την κόρη του, με τίτλο, «Η κόρη μου η Κλειώ», στη Ιεράπετρα της Κρήτης στην ομώνυμη πλατεία της πόλης, και πολλά άλλα. 

Ετικέτες