Ο Μανουέλ Γκάρι είναι οικονομολόγος, ιστορικό ηγετικό στέλεχος της επαναστατικής Αριστεράς στην Ισπανία και αγωνιστής κατά του φρανκισμού. Είναι μέλος των Αντικαπιταλίστας και του Podemos.

Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει από τον απολογισμό της 20ης Δεκέμβρη, είναι η μεγάλη εκλογική υποχώρηση που υπέστησαν το Λαικό συντηρητικό κόμμα (P.P)  και το Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα της Ισπανίας  (PSOE) οι σοσιαλφιλελεύθεροι δηλαδή, που ήταν οι δύο βασικοί πυλώνες του Συντάγματος του 78, δηλαδή της συμφωνίας που έκαναν οι πρώην Φρανκιστές με τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς μετά το θάνατο του Φράνκο. Αυτές οι δύο δυνάμεις για δεκαετίες κυβερνούσαν εναλλάξ τη χώρα. Το  PP το 2011 κέρδισε περισσότερες από 10.800.000 ψήφους (44,62%)   186 βουλευτές και  το  PSOE την ίδια χρονιά πήρε σχεδόν 7.000.000  ψήφους (28,73%). Το 2015, το  PP  έχασε περισσότερες από 3.600.000 ψήφους μιας και το ψήφισε μόνο ένα 28,72%, δηλαδή  μόνο  7.215.000 ψηφοφόροι, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι παύει να έχει την απόλυτη πλειοψηφία, αφού θα έχει μόνο 123 βουλευτές. Το  PSOE έχασε περισσότερους από 1.440.000 ψήφους ,διατηρώντας μόνο  5.530.00 ( 22,01%) και μένοντας με 90 βουλευτές. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για τα χειρότερα αποτελέσματα στην ιστορία τους. Αυτή η πτώση του  PP αντισταθμίζεται μόνο με την έκρηξη των  Ciudadanos (C´s- Πολίτες), ένα νέο κόμμα της δεξιάς, παρά το γεγονός ότι  παρουσιάζεται ως κεντρώο,  ένα κόμμα που κατάφερε να κερδίσει 3.500.000 ψήφους (13,93%) και να έχει 40 βουλευτές.

Ο δικομματισμός δεν έχει πεθάνει, είναι όμως πολύ άσχημα πληγωμένος, αφού είναι η πρώτη φορά που τα δύο κόμματα μαζί παίρνουν το 50,73% και χάνουν πάνω από 5.000.000 ψήφους.  Αυτό δεν σημαίνει ότι φτάσαμε στο τέλος του καθεστώτος της μεταρρύθμισης του 1978, σημαίνει όμως ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει όπως πριν.  Ανοίγει ένα πολιτικό δίλημμα για το καθεστώς του ΄78. Ή θα καταφέρει να αυτομεταρρυθμιστεί και να αναγεννηθεί «από τα μέσα» ή οι δυνάμεις της αλλαγής  θα κατορθώσουμε να οδηγήσουμε τα πράγματα σε μια πολιτική και δημοκρατική ρήξη ξεκινώντας συνταγματικές διαδικασίες εθνικής εμβέλειας, στην Καταλονία, στη Χώρα των Βάσκων και στη Γαλικία, αλλά και στο υπόλοιπο Ισπανικό Κράτος. Οι Αντικαπιταλίστας θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για  αυτή τη  δεύτερη επιλογή. 

Το δεύτερο ζήτημα που πρέπει να αναδείξουμε (μετά το αποτέλεσμα των εκλογών) είναι η άνοδος των δυνάμεων της αλλαγής  που βρίσκονται στα  στα αριστερά του PSOE καθώς και η αναδιοργάνωση αυτής της αριστεράς. Το Podemos πήρε περισσότερο  από 3.000.000 ψήφους εκλέγοντας 42 βουλευτές. Θα πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι  ήταν η  δύναμη που πήρε τις περισσότερες ψήφους στη Χώρα των Βάσκων προσπερνώντας την ριζοσπαστική πατριωτική αριστερά (EH-Bildu) η οποία είχε μια μη αναμενόμενη υποχώρηση.  Όμως η επιτυχία ήταν ακόμα μεγαλύτερη στις περιοχές όπου υπήρξαν υποψηφιότητες  που συσπείρωσαν και άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Το αποτέλεσμα του  En Comú στην Καταλονία το οποίο βγήκε πρώτη δύναμη, είναι εντυπωσιακό: Σχεδόν ένα εκατομμύριο ψήφοι και 12 βουλευτές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Καταλονία είναι πλειοψηφικές οι ψήφοι που ζητούν το δικαίωμα για αυτοπροσδιορισμό του Καταλανικού λαού.

Το Compromis-Podemos  στη Βαλένσια επίσης, έλαβε 700.000 ψήφους και  9 βουλευτές, ενώ στην περίπτωση της Γαλικίας το  En Marea-Anova-EU πέτυχε ένα αποτέλεσμα πρωτοφανές για την αριστερά της Γαλικίας: περισσότερες από 400.000 ψήφους και  6 βουλευτές. Αυτό σημαίνει ότι στο σύνολό τους οι δυνάμεις της αλλαγής έχουν εκλέξει  69 βουλευτές και έχουν λάβει σχεδόν 5.200.000 ψήφους  (20,6%),βρίσκονται δηλαδή πολύ κοντά  στα ποσοστά του PSOE.

Δυστυχώς η Ενωμένη Αριστερά παρά το γεγονός ότι έλαβε περισσότερους από 900.000 ψήφους εκλέγει μόνο 2 βουλευτές, εξαιτίας του εκλογικού συστήματος. Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με το 2011, εκτός από το γεγονός ότι χάνει 700.000 ψήφους, χάνει επίσης και 9 βουλευτές, αν και κάποια από τα μέλη της εκλέχτηκαν μέσα από τις κοινές εκλογικές λίστες.  

Το πρώτο ζήτημα που χρειάζεται να επισημάνουμε είναι ότι οι δυνάμεις της αλλαγής  βρίσκονται μπροστά σε μια  πρόκληση  μεγάλων διαστάσεων από την οποία προκύπτουν διάφορα ζητήματα.

Καταρχάς, να οργανώσουν την αντίσταση και να προσφέρουν εναλλακτικές κόντρα στις πολιτικές της λιτότητας της κυβέρνησης που θα σχηματιστεί, κόντρα στην Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαική Κομισιόν. Να έρθουν σε ρήξη με την λογική του Μάαστριχτ και του συμφώνου σταθερότητας. Γιατί, στο σκηνικό που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές, δεν είναι σίγουρο τι δρόμο θ ακολουθήσουν, ούτε τι βαθμός συμφωνίας υπάρχει μεταξύ τους.

Κατά δεύτερον, οι δυνάμεις της αλλαγής θα πρέπει να διατηρήσουν μια σκληρή στάση όσον αφορά την υποστήριξη του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού των λαών στις  διάφορες περιοχές της Ισπανίας, και ιδιαίτερα του Καταλανικού λαού. Απέναντι στις  νομικές απειλές (που συνδέονται με το σύνταγμα του 1978) που βρίσκονται σε εξέλιξη.

Το τρίτο ζήτημα που προκύπτει είναι ότι αυτές οι δυνάμεις θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα επιλέξουν να μπουν στη λογική μικρών μεταρρυθμίσεων του Συντάγματος ή αν θα συμβάλουν σε μια δημοκρατική ρήξη με το καθεστώς του ΄78.

Το τέταρτο ζήτημα είναι ότι θα πρέπει να σχεδιάσουν πώς θα ξεκινήσει μια διαδικασία αναδιοργάνωσης και πολιτικών συνεργασιών που να οδηγήσουν σε μια Λαϊκή Ενότητα.

Τέλος, χρειάζεται να κάνουμε δύο ακόμα σημειώσεις. Οι εκλογές έχουν αλλάξει τον πολιτικό χάρτη της χώρας, όμως τα κεντρικά προβλήματα παραμένουν: ανεργία, χαμηλοί μισθοί, το καταλανικό ζήτημα, εξώσεις κλπ. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι πλέον έχουμε μια εκλογική δύναμη την οποία η εργατική τάξη δεν είχε πριν από τις εκλογές, πράγμα το οποίο μας επιτρέπει να σχεδιάσουμε νέες στρατηγικές αγώνα, στην περίπτωση που το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της αλλαγής αποφασίσουν να ακολουθήσουν το δρόμο του αγώνα και των κινητοποιήσεων.

Και με τη σειρά της, αυτή η νέα διάρθρωση των κομμάτων -έχοντας υπόψη βεβαίως ότι υπάρχουν κόμματα πατριωτικά στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων συντηρητικών και προοδευτικών κατευθύνσεων, των οποίων τη φύση δεν μπορούμε να αναλύσουμε σε αυτό το άρθρο – εμποδίζει  την άμεση και χωρίς τίμημα συγκρότηση  νέας κυβέρνησης. Η πολιτική αστάθεια θα είναι το χαρακτηριστικό του επόμενου διαστήματος και δεν θα πρέπει να απορρίπτουμε το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών.  Αυτή τη στιγμή η συζήτηση σε επίπεδο αστικής τάξης και ΜΜΕ, καθώς και οι «ευρωπαικές» πιέσεις , οι πιέσεις των βιομήχανων και του κεφαλαίου, είναι να πετύχουν την σταθερότητα, πετυχαίνοντας τον μεγάλο συνασπισμό PP-PSOE. Αυτό όμως θα ήταν ένα φιάσκο για το PSOE.

Αντί να συζητάμε για τα προβλήματα της χώρας, όλη η πολεμική γίνεται με τους κλασικούς όρους της θεσμικής κυβερνησιμότητας.

Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται μια φόρμουλα α λα Πορτογαλία και οι νέες δυνάμεις της αλλαγής έχουν μπροστά τους την πρόκληση να συζητήσουν τα ζητήματα συμμαχιών και κυβέρνησης, με κριτήριο την ταξική  ανεξαρτητοποίηση. Πρόκειται για μια συναρπαστική στιγμή για τους Αντικαπιταλίστας.

Σημειώσεις*: 

[1] Το PP δημιουργήθηκε από τον Manuel Fraga το 1989. Ο Fraga ήταν υπουργός του Franco, μεταξύ άλλων υπουργός «ενημέρωσης» από το 1962 μέχρι το 1969 και υπουργός εσωτερικών την αποφασιστική περίοδο 1975-1976, μετά την άνοδο του Juan Carlos στον θρόνο. Το 1989, στηριζόμενος στη Λαϊκή Συμμαχία, που δημιουργήθηκε από τα ηγετικά κλιμάκια του φρανκισμού για την περίοδο της μετάβασης, αλλάζει την ονομασία του κόμματος –σε Λαϊκό Κόμμα– και ενώνει διάφορες δυνάμεις της συντηρητικής και άκρας δεξιάς. Ο José Maria Aznar ήταν ο καθοριστικός διάδοχός του. Υπήρξε πρόεδρος του ισπανικού Κράτους από τον Μάη του 1996 μέχρι τον Απρίλη του 2004. (Σημ. της Σύνταξης του A l’Encontre)

[2] Το 1977, το PSOE συγκέντρωνε 29,32%, το 1979 30,4%, το 1982 48,11%, το 1986 44,06, το 1989 39,6%, το 1993 38,78%, το 1996 37, 63%, το 2000 34,16%, το 2004 42,59%, το 2008 43,87, το 2011 28,76%.

ΤΟ PP (και στη συνέχεια τα κόμματα που συσπειρώνει από το 1989) : 1977 8,21%, 1979 5,89%, 1982 23,36%, 1986 29,57%, 1989 25,79%, 1993 34,76%, 1996 38,79%, 2000 44,52%, 2004 37,71%, 2008 39,94%, 201144,63%. 

Η μετάφραση έγινε από τα Ισπανικά. Οι σημειώσεις μεταφράστηκαν από τη γαλλική δημοσίευση του  A l’Encontre  

Ετικέτες