Αναβλήθηκε η σημερινή δίκη του Θανάση Κούρκουλα, λόγω παρέλευσης ωραρίου. Εκδικάστηκαν οι υποθέσεις ως το νούμερο 35, ενώ η υπόθεση της δίωξης κατά της ΚΑΡ είχε νούμερο 45. Θα εκδικαστεί στις 12/11/14. Ο μηνυτής δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, ούτε και δικηγόρος του.
Την ώρα που η Χρυσή Αυγή αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες και ηγετικά της μέλη είναι προφυλακισμένα, φαντάζει ιδιαίτερα βολικός κάποιου είδους συμψηφισμός μεταξύ των «άκρων». Αυτός είναι άλλωστε ένας από τους βασικούς λόγους που φτάνουν στο ακροατήριο, σήμερα, άνθρωποι και οργανώσεις του αντιφασιστικού κινήματος και της αριστεράς μετά από τις μηνύσεις-παρωδία Χρυσαυγιτών και συνοδοιπόρων.
Η βιομηχανία συκοφαντικών διώξεων, μικρή σημασία και τύχη θα είχε, αν γινόταν κάποια χρόνια πριν, ή αν βρισκόμασταν σε μια πιο «κανονική» πολιτική συγκυρία. Όμως, την ώρα της ολομέτωπης επίθεσης ενάντια σε κάθε κοινωνικό και πολιτικό δικαίωμα από την ακροδεξιά κυβέρνηση και τους κρατικούς μηχανισμούς, η μη θέση στο αρχείο προκλητικά στοχευμένων υποθέσεων όπως αυτές του Σάββα Μιχαήλ, της Εργατικής Αλληλεγγύης ή της δικής μου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου αθώα ή ακίνδυνη. Ακριβώς γι’ αυτό, δοκιμάζονται -κατά τη γνώμη μου προς το παρόν επιτυχημένα- τα αντανακλαστικά του μαζικού κινήματος και της αριστεράς όσον αφορά το εύρος της στήριξης και της απόκρουσης αυτών των μεθοδεύσεων.
Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με μια δοκιμασία που μπορεί να αποβεί εις βάρος σε όσων την απεργάζονται. Όχι μόνο με την πανηγυρική αθώωση των κατηγορούμενων, αλλά και με την επίτευξη ενός ανώτερου επιπέδου αλληλοκατανόησης, συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών δυνάμεων του κινήματος και της αριστεράς. Αυτό αποτελεί άλλωστε στοιχειώδη προϋπόθεση για να μην επιστρέψουμε στην προ δολοφονίας του Φύσσα περίοδο, όπου τα τάγματα εφόδου ήταν περίπου νομιμοποιημένα και έχαιραν της ασυλίας της ΕΛ.ΑΣ., με τις ευλογίες των ακροδεξιών φωστήρων της κυβέρνησης και των ΜΜΕ που εισηγούνταν πολιτική «ανοικτών θυρών» με τη Χρυσή Αυγή ή μια πιο «σοβαρή» εκδοχή της.
Ιδιαίτερα μετά τη διπλή δολοφονία στο Νέο Ηράκλειο και την καμπάνια «θυματοποίησής» της, η επανασυσπείρωση του σκληρού πυρήνα της Χρυσής Αυγής δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται (βλέπε πανελλαδικό φιάσκο της 30 Νοέμβρη). Για να συρρικνωθεί όμως και η ευρύτερη επιρροή των νεοναζί, απαιτείται μια πολύ συστηματικότερη και συντονισμένη απάντηση από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αντίστασης, με διάρκεια, και σε όλα τα επίπεδα: στο δρόμο, στους χώρους νεολαίας κι εργασίας, στις τοπικές κοινωνίες, στα δικαστήρια, στο κοινοβούλιο.
Πολιτικά, ο αντιφασισμός έχει να διανύσει ένα κρίσιμο διάστημα. Από τη μία μεριά, θα χρειαστεί να ξεπεραστούν δισταγμοί τμημάτων της αριστεράς περί της χρησιμότητας της μαζικής απομόνωσης των φασιστών στο δρόμο. Από την άλλη μεριά, θα απαιτηθεί μεγαλύτερη προσαρμογή από τμήματα του «μαχητικού αντιφασισμού», στην ιδέα ότι μπορούν να συμπορεύονται με πιο «θεσμικές» εκφράσεις και πρωτοβουλίες του κινήματος και της αριστεράς. Τέλος, θα απαιτηθεί μια πιο σεμνή αντιμετώπιση των πραγμάτων, από χώρους που αρέσκονται στη λογική «το κίνημα είμαι εγώ». Το σίγουρο είναι πως πολλοί δείχνουν να έχουν πάρει τα μηνύματα του κινδύνου, κι αυτό είναι εξαιρετικά αισιόδοξο. Δεν περιμένει, άλλωστε, κανείς ριζικές μεταμορφώσεις από τη μια μέρα στην άλλη.
Τις επόμενες μέρες, λοιπόν, θα συναντηθούμε μέσα κι έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων, ως κατήγοροι - και όχι ως κατηγορούμενοι. Κατήγοροι των φασιστών, αλλά και ενός συστήματος που παλεύει με νύχια και με δόντια να εξουδετερώσει τους βασικούς αντιπάλους του. Αισιοδοξώ πως έχουμε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Τα μαθήματα του Δεκέμβρη του 2008, του Αγίου Παντελεήμονα του 2009-10, αλλά και των παλλαϊκών κινητοποιήσεων του 2011-12 δεν τα έχουν πάρει μόνο οι από πάνω, αλλά σε μεγάλο βαθμό και εμείς. Τις επόμενες εβδομάδες και μήνες καλούμαστε να τα μετουσιώσουμε σε πολιτική πράξη.