Η εξέγερση, τον Μάη του 1936, στη Θεσσαλονίκη αποτελεί σταθμό στη δράση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, με την έννοια ότι για πρώτη φορά η εργατική τάξη έθεσε ουσιαστικά το ζήτημα του δυϊσμού της εξουσίας, δηλαδή ποιος ελέγχει την κατάσταση.

Οι αιτίες της εξέγερσης ήταν η ακρίβεια, οι χαμηλοί μισθοί, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα, καθώς επίσης η αυταρχική συμπεριφορά του κράτους και της Αστυνομίας απέναντι στα συνεχή εργατικά αιτήματα. Ομως, η σπίθα άναψε από τον κλάδο των καπνεργατών, ο οποίος αντιμετώπιζε εκτεταμένη ανεργία και είχε ξεκινήσει απεργία από τις 29 Απριλίου 1936.

Να επισημάνουμε ότι οι καπνεργάτες αποτελούσαν το πιο πολυάριθμο τμήμα της εργατικής τάξης και έφταναν περίπου τις 50.000. Ηταν ο μαχητικότερος και ο πλέον συμπαγής κλάδος, με ισχυρή συγκέντρωση σε ορισμένες πόλεις της χώρας (Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Αγρίνιο).

 

Στη Θεσσαλονίκη ξεπερνούσαν τις 10.000. Οσον αφορά τη σύνθεσή τους, το 70% ήταν γυναίκες και οι μισοί, περίπου, ήταν Εβραίοι, ενώ στην πλειονότητά τους βρίσκονταν κάτω από την επιρροή του ΚΚΕ. Αποτέλεσαν την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος, επειδή μπορούσαν να διεξάγουν τους μεγαλύτερους σε διάρκεια, μαχητικότητα και συμμετοχή εργατικούς αγώνες.

Επιπρόσθετα, μέσα από τους αγώνες τους, αναπτύχθηκε ένας πρότυπος θεσμός: το Ταμείο Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ), στη βάση του οποίου σχεδιάστηκε και συγκροτήθηκε αργότερα το ΙΚΑ. Ηταν ο πρώτος ασφαλιστικός οργανισμός που ανέπτυξε μια υπηρεσία περίθαλψης, δημιούργησε 15 ιατρεία, απασχολούσε 162 γιατρούς, ίδρυσε κλινικές στη Θεσσαλονίκη και τη Δράμα, σανατόρια και εξοχικά αναρρωτήρια για τους φυματικούς καπνεργάτες, θερινές κατασκηνώσεις, κέντρα μητρότητας, φαρμακαποθήκη, καθώς επίσης και λουτρά για τους ασφαλισμένους.

Ετσι, οι καπνεργάτες λειτουργούσαν ως «κλάδος-πιλότος» και ως κλάδος-παράδειγμα για το υπόλοιπο συνδικαλιστικό κίνημα, έχοντας με αυτό τον τρόπο μια τεράστια συνεισφορά στη διαδικασία μαχητικής ταξικής συγκρότησης, εμπνέοντας και στους εργάτες άλλων κλάδων το αίσθημα της συμμετοχής και της αλληλεγγύης.

Αυτό συνέβαινε επειδή τα αιτήματά τους δεν αφορούσαν αποκλειστικά το επάγγελμά τους, αλλά επεδίωκαν να εκφράσουν τους πόθους μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπως ήταν η έμφαση στην ποιότητα της εργασίας και στο να μην αφήσουν τους εργοδότες να αποφασίσουν αυτοί για την κατανομή της εργασίας στον χώρο δουλειάς.

Οι αιτίες της ριζοσπαστικοποίησής τους ήταν η μεγάλη συγκέντρωσή τους, καθώς επίσης ο χώρος εργασίας, ο οποίος προσφερόταν για την ανάπτυξη της συζήτησης και μιας ιδιότυπης εργατικής δημοκρατίας στους τόπους δουλειάς, που έβρισκε την έκφρασή της στις Επιτροπές Σαλονιών, σε κάθε καπναποθήκη.

Η Επιτροπή επενέβαινε κάθε φορά που γινόταν παραβίαση του μισθού και των ωρών εργασίας, επέβλεπε τις συνθήκες υγιεινής, τον αερισμό, την καθαριότητα, τις προσλήψεις και γενικά υποστήριζε κάθε εργατικό δικαίωμα. Ηταν μια μορφή Εργατικού Ελέγχου.

Η απελευθέρωση του εμπορίου των καπνών, η ανεργία που αυτή προκαλούσε, η απασχόληση καινούργιων ανασφάλιστων εργατών/-τριών με τη μέθοδο της υπεργολαβίας και της εργασίας με το κομμάτι ήταν οι μηχανισμοί οι οποίοι επέδρασαν καταλυτικά στη μείωση της διαπραγματευτικής τους δύναμης, σπάζοντας τη δύναμη του συνδικάτου.

Ενας επιπρόσθετος λόγος της αποδυνάμωσής τους ήταν η συνδυασμένη προσπάθεια κράτους και εργοδοσίας να μειώσουν βαθμιαία τον αριθμό τους, επειδή δεν μπορούσαν να ανεχτούν τη ριζοσπαστικοποίηση των καπνεργατών, τους οποίους θεωρούσαν επικίνδυνη εργατική ομάδα και γι’ αυτό κρίθηκε σκόπιμο να χτυπηθεί.

Ηταν, λοιπόν, φυσικό επόμενο, μετά τη βάναυση συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στις κινητοποιήσεις των καπνεργατών, στις 8 Μάη 1936, στη Θεσσαλονίκη, να προκληθεί γενική αγανάκτηση, με αποτέλεσμα να κατεβούν σε απεργία συμπαράστασης στους καπνεργάτες όλοι οι κλάδοι των εργαζομένων. Ετσι, στις 9 Μαΐου κηρύσσεται η μεγάλη Γενική Απεργία στη Θεσσαλονίκη, ενώ τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τους απεργούς. Η εξέγερση φαίνεται ως η μόνη λύση για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα.

Τα οικονομικά αιτήματα ανάχθηκαν σε καθαρά ταξικά ζητήματα, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρει τόσο η άμεση ικανοποίησή τους όσο οι πολιτικές αλλαγές που θα επέλθουν με την υλοποίησή τους. Ουσιαστικά, στις 9 του μηνός, όπως και την επομένη, η εξουσία ήταν στα χέρια του λαού. Η πόλη νεκρώθηκε, ενώ η απεργία σημείωσε καθολική επιτυχία, παρά τα αιματηρά γεγονότα που σημειώθηκαν και τους νεκρούς.

Την καταστολή της εξέγερσης ακολούθησε κύμα διώξεων, φυλακίσεων και εκτοπίσεων συνδικαλιστών, εργατών και αριστερών. Συνελήφθησαν όλες οι απεργιακές επιτροπές και αρκετά άτομα της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής. Εδώ, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι σχεδόν πάντα μετά τις εργατικές εξεγέρσεις ακολουθεί κύμα διώξεων, διότι είναι πάγια λογική των κρατούντων να αντιμετωπίζουν τον λαό ως εσωτερικό εχθρό που πρέπει να κατασταλεί.

Τέλος, από τα όσα μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, φαίνεται ότι τα συνδικάτα την εποχή του Μεσοπολέμου έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των εργατών.

Ετσι, παρ’ ότι υπήρχαν μεγάλη εσωτερική διαστρωμάτωση και κατακερματισμός της εργατικής τάξης, έντονη παραταξιοποίηση, αδύνατες οργανωτικές δομές, κατακερματισμός εξαιτίας των πολλών πρωτοβάθμιων σωματείων, τα οποία είχαν λίγα μέλη και ήταν εύκολα χειραγωγήσιμα από το κράτος, τους εργοδότες ή τις παρατάξεις, εντούτοις τα συνδικάτα, ιδιαίτερα τα πιο ισχυρά, προσπαθούσαν να ρυθμίζουν τους όρους οργάνωσης της εργασίας προς όφελος των συμφερόντων της εργατικής τάξης, συνέβαλαν στην ταξική συγκρότηση της εργατικής τάξης, καθόριζαν τα απεργιακά αιτήματα, διαπραγματεύονταν με το κράτος και τους εργοδότες, ενώ λειτουργούσαν ως πόλος έλξης για ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Τα συμπεράσματα για το σήμερα, από όλα τα παραπάνω, είναι πασιφανή.

*Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

Ετικέτες