Συμπληρώνεται ένα δίμηνο σχεδόν της διακυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ και απαιτείται μια συνολική σχετικά αποτίμηση αυτής της πορείας, τόσο στο ευρωπαϊκό όσο και στο εθνικό οικονομικό επίπεδο. Αυτή περιλαμβάνει σε ένα πρώτο επίπεδο :
α) Καταρχήν το γεγονός του τερματισμού του μνημονιακού κατήφορου της προηγούμενης πενταετίας και την αποτροπή της εφαρμογής ενός τρίτου μνημονίου που επεξεργάζονταν η κυβερνητική σύμπραξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Έτσι τέθηκε τέρμα στις σχεδιαζόμενες μειώσεις των συντάξεων, στην επιβολή νέων δυσβάστακτων φορολογικών μέτρων κλπ., γεγονός που αντανακλά τη δυναμική της λαϊκής ψήφου της 25ης Ιανουαρίου με την άμεση αντανάκλασή της στην πολιτική της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο τερματισμός των συνεχών μέτρων λιτότητας σ’ αυτό το διάστημα αντιπροσωπεύει μια μείζονα πολιτική κατάκτηση των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, μετά από μια εφιαλτική πενταετία μειώσεων μισθών, διόγκωσης ανεργίας, φορολογικής αφαίμαξης.
β) Κατόπιν την απαρχή εφαρμογής μιας σειράς μέτρων που αποκοπούν να αποκαταστήσουν τον δημοσιοϋπαλληλικό κόσμο που είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα ή είχε απολυθεί, την επαναλειτουργία της δημόσιας τηλεόρασης, την διακοπή του ανοιχτού κατασταλτικού ρόλου των αστυνομικών μηχανισμών, την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και των συγχωνεύσεων των σχολείων, γεγονότα που προσδίδουν έναν δημοκρατικό και αντινεοφιλελεύθερο χαρακτήρα στην κυβερνητική πρακτική, που εντούτοις όμως αφορά δευτερεύουσες πλευρές της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας της ανυπολόγιστης καταστροφής,ιδιαίτερα των ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων.
γ) Στη συνέχεια, την προς ώρας αποφυγή μιας πρόωρης χρηματοπιστωτικής ασφυξίας της χώρας,της πρόκλησης μιας άτακτης χρεοκοπίας, τη στιγμή που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρχει καμία ουσιαστική προετοιμασία για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Το διαπραγματευτικό σθένος που επιδείχθηκε σε ολόκληρη τη σειρά των Συνόδων Κορυφής και των Γιούρογκρουπ οδήγησε στην αποδοχή δυσμενών όρων, προκειμένου να αποτραπεί η καθολική οικονομική αποσταθεροποίηση της χώρας, χωρίς εντούτοις να εξαφανίζονται οι δυνατότητες ξεδιπλώματος και υλοποίησης των προγραμματικών κατευθύνσεων, τακτικών και στρατηγικών, της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Είναι η αποτύπωση αυτών των χαρακτηριστικών που εξασφάλισαν την διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και την εξασφάλιση μιας πλειοψηφικής λαϊκής υποστήριξης στην κυβερνητική πολιτική, πράγμα που μόνον με την πρώτη τετραετία της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 μπορεί να συγκριθεί. Μάλιστα η άσκηση αυτής της κυβερνητικής πολιτικής, παρά τον ανηλεή πόλεμο των ιδιωτικών τηλεοπτικών ΜΜΕ, επέφερε την ακόμη παραπέρα απονομιμοποίηση των αστικών μνημονιακών δυνάμεων, σε πρωτοφανή για την μεταπολίτευση ιστορικά επίπεδα. Όλα αυτά βέβαια με την αποδοχή της λειτουργίας, των κανόνων και καταναγκασμών του ευρωπαϊκού οικονομικού, πολιτικού, νομισματικού και δημοσιονομικού πλαισίου, με την αντίστοιχη λειτουργία των δανειακών συμβάσεων και των σχετικών μνημονιακών ρυθμίσεων της τελευταίας πενταετίας.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Ωστόσο πέραν αυτών, τα πρώτα νομοθετικά και πολιτικά βήματα υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής, καταγράφουν μια ορισμένη ανεπάρκεια έναντι των προγραμματικών δεσμεύσεων, ενώ το «πρόγραμμα των 100 πρώτων ημερών» (εξαγγελίες της Θεσσαλονίκης) μετατρέπεται πλέον ευθέως σε πρόγραμμα τετραετίας, θέτοντας τους συνεδριακούς προγραμματικούς προσανατολισμούς στο περιθώριο.Τα άμεσα μέτρα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης συρρικνώνονται στο ελάχιστο (από τα 1200 εκατομ. ευρώ στα 200 εκατομ.) και αφορούν τις εργατικές οικογένειες της έσχατης εξαθλίωσης (χωρίς βέβαια να αντιμετωπίζουν το ζωτικό πρόβλημα της συνολικής τους επιβίωσης) : Η επίδρασή τους στα βιομηχανικά νεκροταφεία και στις ζώνες μαζικής εργατικής γενοκτονίας του Περάματος, της Χαλκίδας, της Θεσσαλονίκης κλπ. θα είναι σχεδόν ανεπαίσθητη. Και από την άλλη πλευρά, οι ρυθμίσεις για τις 100 δόσεις προς τις εφορίες, αντιπροσωπεύουν μεν ένα μέτρο τόνωσης των φορολογικών εσόδων, εντούτοις όμως δεν αντιστοιχούνται με την περίφημη «φορολογική σεισάχθεια» προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Δεν καταργούνται δηλαδή οι φορολογικές επιβαρύνσεις που παράνομα και αντισυνταγματικά επέβαλαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις, αλλά απλά διαφοροποιείται ο τρόπος της αποπληρωμής τους. Κατά συνέπεια πρόκειται για έναν λαϊκό προοδευτισμό που με δυσκολία ανιχνεύεται στις οικονομικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ στις φορολογικές διευθετήσεις των χρεών των λαϊκών νοικοκυριών διατηρείται ολόκληρο το φάσμα των μνημονιακών φορολογικών επιβαρύνσεων.
Τα ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που εκ των πραγμάτων είναι και κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας (ενώ μια κυβέρνηση μονοδιάστατα κοινωνικής σωτηρίας δεν λειτουργεί κατ’ ανάγκην ως κυβέρνηση της Αριστεράς), τοποθετούνται σε τρία επίπεδα, που προφανώς είναι στενά αλληλένδετα μεταξύ τους :
1) Οι ολέθριες συνέπειες της παρατεταμένης εξαετούς κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου(2008 – 14), δηλαδή την μαζική καταστροφή ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων (υπερμεγέθης ανεργία του 27%), καθώς και την απαξίωση παγίων κεφαλαίων (αθροιστική πτώση του ΑΕΠ κατά 25%).
2) Οι επιπτώσεις της επισώρευσης του υπέρογκου δανεισμού που έχουν επιφέρει οι πρακτικές των αστικών κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην προηγούμενη περίοδο, και την συστηματική αποπληρωμή των τόκων και χρεολυσίων, που στερούν συνέχεια την ελληνική οικονομία από τους αναγκαίους, κοινωνικούς και επενδυτικούς, πόρους.
3) Η ολοσχερής μετάλλαξη του θεσμικού και κοινωνικού πλαισίου αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με τις εκατοντάδες μνημονιακούς εφαρμοστικούς νόμους, που επέβαλαν όρους λειτουργίας ενός προτύπου καπιταλιστικής συσσώρευσης βασισμένου στην εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας.
Η πρακτική μιας κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας που θέλει να είναι και κυβέρνηση της Αριστεράς, έχει να αντιμετωπίσει το σύνολο αυτών των τριών καίριων ζητημάτων σε μια ορισμένη αποτελεσματική πορεία, προκειμένου να ανταποκριθεί στους στόχους που έχει θέσει στον εαυτό της, και που απορρέουν από την προσμονή ικανοποίησης των λαϊκών προσδοκιών που εκφράστηκαν στην κοινοβουλευτική αναμέτρηση του Ιανουαρίου 2015. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η δίμηνη κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει ένα πρώτο δείγμα ενός τέτοιου προσανατολισμού, και μ’ αυτή την έννοια μπορεί κριτικά να αποτιμηθεί. Ο πρώτος στόχος αφορά στην αντιμετώπιση της ανεργίας και στην τροφοδότηση μιας δυναμικής οικονομικής ανάκαμψης. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την άμβλυνση και την μείωση της ισχυρής πίεσης για την συνεχή εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Ο τρίτος τέλος στόχος αφορά στηναποκατάσταση των όρων κοινωνικής δικαιοσύνης με την κατάργηση των μνημονιακών νομοθετικών ρυθμίσεων. Έτσι είναι αναγκαία η αξιολόγηση των βηματισμών που έχουν πραγματοποιηθεί, ως τροχιοδεικτικών βολών της εξέλιξης της διαχείρισης της κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας.
ΟΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Το κύριο πεδίο στο οποίο κρίνεται η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής από τη σκοπιά της λαϊκότητας και του ριζοσπαστισμού είναι η άσκηση της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή η ταχεία προώθηση μιας σοβαρής οικονομικής ανάκαμψης, συνοδευόμενη από γενναία μέτρα αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, μέσα σ’ ένα περιβάλλον μεταβατικής τουλάχιστον αναστολής – παύσης των πληρωμών των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους. Η ίδια η πορεία του ελληνικού αριστερού και λαϊκού κινήματος κρίνεται καθοριστικά από την επάρκεια απάντησης σ’ αυτό το ερώτημα.
Α) Το πρώτο εργαλείο οικονομικής πολιτικής που είχε ευαγγελισθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην μέχρι σήμερα πορεία του όλα τα προηγούμενα χρόνια, και που άλλωστε αποτέλεσε χαρακτηριστικό της Αριστεράς σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, ήταν η ανάπτυξη και παραγωγική παρέμβαση ενός ισχυρού, με χαρακτηριστικάεργατικού ελέγχου, δημόσιου τομέα της οικονομίας, συνοδευόμενου από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Εντούτοις, αυτό το εργαλείο τείνει στη σημερινή περίοδο να ακυρωθεί, στο βαθμό που οι κοινωφελείς επιχειρήσεις που έχουν ήδη αποκρατικοποιηθεί παραμένουν ως έχουν, δηλαδή ως ιδιωτικές πλέον επιχειρήσεις (λ.χ. ΟΤΕ, Αγροτική Τράπεζα, ΟΠΑΠ κλπ.), οι διαγωνισμοί που έχουν δρομολογηθεί για τις υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις φαίνεται ότι θα προχωρήσουν, ενώ θα προωθηθεί και η επανεξέταση των περιπτώσεων που έχουν αποφύγει μέχρι σήμερα το δόκανο της αποκρατικοποίησης.
Από αυτή την άποψη, οι τρεις μεγάλοι τομείς υποδομών και κοινωφελών παραγωγικών δραστηριοτήτων, που βρίσκονται στο επίκεντρο, και τείνουν να πάρουν το δρόμο της ιδιωτικοποίησης είναι : Το σιδηροδρομικό δίκτυο της ΤΡΑΙΝΟΣΕ όπου ως κύριος διεκδικητής εμφανίζεται η ρωσική κρατική εταιρίαRZD, η οποία ταυτόχρονα επιζητεί την παραχώρηση και του Οργανισμού Λιμένα Θεσσαλονίκης. – Τα περιφερειακά αεροδρόμια βρίσκονται στο στόχαστρο της κρατικής γερμανικής επιχείρησης Fraport, η οποία μάλιστα παρουσιάζεται να παρέχει ένα ικανοποιητικό τίμημα για την απόκτηση και εκμετάλλευσή τους. – Ο Οργανισμός Λιμένα Πειραιά αποτελεί το αντικείμενο της επενδυτικής επέκτασης της κρατικής κινεζικής Cosco για την εξαγορά της καταστατικής πλειοψηφίας του 68% και την παράλληλη εκμετάλλευση του Θριάσιου Πεδίου ως κέντρου διαλογής και μεταφόρτωσης εμπορευμάτων κ.ά.
Κατά συνέπεια, εφόσον πραγματοποιηθούν και αυτοί οι διαγωνισμοί ιδιωτικοποίησης, που από ότι φαίνεται προχωρούν, τότε διαπιστώνεται πλέον ότι το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου τομέα της οικονομίας θα έχει πλέον μπει στην κυριαρχία του επιχειρηματικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα οι δημόσιες επιχειρήσεις που απομένουν να είναι εντελώς περιορισμένες και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκείς από μόνες τους να διαδραματίσουν το ρόλο της «ατμομηχανής» της οικονομικής ανάταξης της χώρας. Έτσι μια λαϊκή αριστερή διακυβέρνηση στερείται πλέον αυτού του νευραλγικού εργαλείου άσκησης οικονομικής πολιτικής, αλλά και διαμόρφωσης ενός πλαισίου παραγωγικής οργάνωσης με αποφασιστικό το ρόλο των εργαζομένων, που θα μπορούσε να αποτελέσει κοινωνικό υπόδειγμα για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας.
Β) Η δεύτερη διαδικασία που εξίσου είχε βρεθεί στο επίκεντρο των πολιτικών επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η υλική πραγμάτωση της επιζήτησης «να πληρώσουν οι πλούσιοι», μ’ άλλες λέξεις να υπάρξει μια ισχυρή αναδιανομή εισοδήματος από την κυρίαρχη αστική τάξη που ωφελήθηκε τα μέγιστα από την πενταετή μνημονιακή πολιτική, προς τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο. Αυτό με την άμεση εφαρμογή ενός υψηλού δείκτη φορολόγησης των κερδών του εταιρικού τομέα της οικονομίας, προφανώς όχι με τη λογική αυτά τα φορολογικά έσοδα να μετατρέπονται σε δόσεις για την πληρωμή των τόκων και χρεολυσίων, αλλά για κατευθύνονται στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και να συμβάλλουν στην ανάταξη της εισοδηματικής καταστροφής των λαϊκών τάξεων.
Αυτή η πολιτική αναδιανομής εισοδήματος θα επέφερε την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργατικών νοικοκυριών, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της κατανάλωσης και της ζήτησης, πράγμα που με τη σειρά του θα ωθούσε τον παραγωγικό τομέα στην διεύρυνση των δραστηριοτήτων του προκειμένου να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση. Μ’ αυτό τον τρόπο θα ενισχύονταν η λειτουργία της παραγωγικής μηχανής και θα επέρχονταν μια σταδιακή απορρόφηση ενός μέρους τουλάχιστον της υπερμεγέθους ανεργίας. Ωστόσο κάθε άλλο παρά μια τέτοια οικονομική πολιτική βρίσκεται στο προσκήνιο, τη στιγμή μάλιστα που καλλιεργείται συστηματικά η λογική ενός «κοινωνικού εταιρισμού» μεταξύ εργατικής τάξης και επιχειρηματικού κεφαλαίου, και το βάρος δίνεται στην ενίσχυση της «υγιούς» επιχειρηματικότητας με κίνητρα και διευκολύνσεις κάθε είδους.
Άλλωστε τα μέτρα που προτείνονται προς τα όργανα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (π.χ. ηλεκτρονική διασύνδεση επιχειρήσεων και εφορίας, πάταξη λεθρεμπορίου καυσίμων και τσιγάρων, θεσμική διασφάλιση του ανταγωνισμού της αγοράς κλπ.), δεν θίγουν φορολογικά την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά αντιπροσωπεύουν ένα εγχείρημα περισσότερο «αστικού εκσυγχρονισμού» του κρατικού φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Σε κάθε περίπτωση και τα όποια φορολογικά έσοδα γίνει δυνατό να εισπραχθούν δεν κατευθύνονται προς δημόσιες επενδυτικές παρεμβάσεις ή μέτρα κοινωνικής αναδιανομής, αλλά παίρνουν τον δρόμο για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους.
Ο «τερματισμός» της λιτότητας που εκφωνείται στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών δεν μπορεί να έχει να κάνει μόνον με την απαίτηση διαφορετικής αντιμετώπισης της χώρας από το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, αλλά λογικά δεν μπορεί παρά να αφορά και τον «τερματισμό» της λιτότητας της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στη μισθωτή εργασία και τους ανέργους. Μια άμεση πολιτική κοινωνικής δικαιοσύνης από την πρώτη φάση της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα αντιστοιχούσε μόνον στην ικανοποίηση των εκρηκτικών λαϊκών αναγκών, αλλά θα λειτουργούσε οικονομικά στην κατεύθυνση της ταχείας ανάκαμψης, εφόσον θα προκαλούσε αύξηση της ζήτησης, άρα και της παραγωγικής προσφοράς.
Γ) Ένα τρίτο επίπεδο στο οποίο μπορεί να αναδειχθεί μια ριζοσπαστική οικονομική πολιτική αφορά τον τομέα των εργοστασίων και των επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί από την καπιταλιστική κρίση και τις πολιτικές των μνημονίων. Οι παραγωγικές αυτές μονάδες (από την Κόκα Κόλα μέχρι τα Χαλυβουργεία και από την Αλλατίνη μέχρι την Αγνό) δεν έκλεισαν γιατί στερούνταν παραγωγικότητας και κοινωνικής χρησιμότητας των προϊόντων τους, αλλά γιατί στα πλαίσια της κρίσης υπερσυσσώρευσης και του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, βρέθηκαν να παράγουν ζημιογόνα αποτελέσματα, είδαν τον κύκλο εργασιών τους να συρρικνώνεται κλπ. Έτσι, η κήρυξη αυτών των επιχειρήσεων σε καθεστώς δημόσιας κοινωνικής κυριότητας, σ’ ό,τι αφορά τα πάγια κεφάλαιά τους (μηχανολογικός εξοπλισμός, γήπεδα κλπ.) είναι μια πρώτη προϋπόθεση για την υλοποίηση μιας πολιτικής ανασύστασης του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Άλλωστε, οι απολυμένοι άνεργοι αυτών των επιχειρήσεων διαθέτουν όλη την αναγκαία τεχνογνωσία για την συγκεκριμένη ή παραπλήσιες παραγωγικές δραστηριότητες. Για να ενεργοποιηθεί μια τέτοια προοπτική είναι αναγκαία η εθνικοποίηση αυτών των εγκαταστάσεων, η επαναπρόσληψη των εργαζομένων που έχασαν την εργασία τους, η δημόσια τραπεζική χρηματοδότησή τους για τεχνολογικούς εκσυγχρονισμούς, προμήθειες και κεφάλαια κίνησης, η λειτουργία τους με όρους άσκησης εργατικού ελέγχου, η μικτή τους διαχείρισή από δημόσιους φορείς και συνεταιρισμούς των ίδιων των εργαζομένων. Προφανώς σε κάθε περίπτωση επαναλειτουργίας αυτών των παραγωγικών μονάδων, η διάθεση των προϊόντων τους και η προσφορά των υπηρεσιών τους δεν μπορεί να γίνεται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της «ελεύθερης αγοράς», αλλά στα πλαίσια κοινωνικών δικτύων διάθεσης της παραγωγής τους, στη βάση της επιδίωξης ικανοποίησης των ζωτικών λαϊκών αναγκών.
Σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να δημιουργηθεί ένας κοινωνικός τομέας της οικονομίας, παράλληλα προφανώς με τη λειτουργία του εταιρικού της τομέα, που οι προσανατολισμοί του να συμβαδίζουν με τηνπαραγωγική δραστηριότητα των κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν περιέλθει στην κυριότητα του δημοσίου. Μάλιστα, στο βαθμό που εφαρμοστεί η αναγκαία πολιτική αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, θα μπορεί να καλύψει ένα σημαντικό μέρος της ζήτησης και της αγοράς. Σε τελική ανάλυση η συνδυασμένη ενεργοποίηση και των τριών αυτών ριζοσπαστικών διαστάσεων της οικονομικής πολιτικής (επανακτημένος δημόσιος τομέας, αναδιανεμητική πολιτική, κοινωνικοποιημένη παραγωγή) είναι η μόνη που μπορεί να θέσει στα σίγουρα σε αναπτυξιακή τροχιά την χώρα, να ξεπεράσει τα φαινόμενα της οικονομικής καταστροφής, να εξασφαλίσει όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, να οδηγήσει στην ανάκαμψη του ΑΕΠ, να ισχυροποιήσει την ελληνική κοινωνία έναντι της στάσης της ελληνικής και των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων.
Μια τέτοια συνολική οικονομική διαδικασία έχει προφανέστατα χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής ριζοσπαστικής πολιτικής, ενταγμένης στη σοσιαλιστική στρατηγική προοπτική. Διαφορετικά πώς θα επιτευχθεί η πολυπόθητη οικονομική ανάταξη με παράλληλα μέτρα υπέρ των εργαζόμενων στρωμάτων :Με την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κινεζικής, γερμανικής, ρωσικής αφετηρίας, που αποσκοπούν αποκλειστικά στην εξαγορά ήδη υπαρκτών δημόσιων επιχειρήσεων με σημαντικές πάγιες επενδύσεις, χωρίς να δημιουργούν άλλωστε πρόσθετες θέσεις εργασίας ; Με την αναμονή της επενδυτικής δραστηριοποίησης των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων των οποίων η ανάκαμψη της κερδοφορίας βασίζεται αποκλειστικά στα μνημονιακά μέτρα λιτότητας, οι οποίες δεν δίστασαν να αναδείξουν πολυπληθείς στρατιές ανέργων, να κλείσουν εκατοντάδες εργοστάσια, και οι οποίες χαρακτηρίζονται μακροχρόνια από μια επενδυτική απροθυμία ; Με την προσμονή της διάθεσης ενός ευρωπαϊκού σχεδίου Μάρσαλ που θα δρομολογούσε ένα νέο new deal στο έδαφος του παραγωγικού ολέθρου της ελληνικής παραγωγής, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός συνασπισμός των αστικών τάξεων σε πολιτικό, οικονομικό και νομισματικό επίπεδο, όχι μόνον είναι αδιάφορος σε μια τέτοια προοπτική, αλλά δεν αποδέχεται ακόμη και την απομείωση του δημόσιου χρέους, και απαιτεί την αδιάλειπτη καταβολή των δόσεων των τοκοχρεολυσίων, με την απειλή της πρόκλησης χρεοκοπίας κλπ. ;