(26 Μαϊου 1947: 70 χρόνια από το άνοιγμα του κολαστηρίου της Μακρονήσου)

«Το μήκος της νύ­χτας…», είναι ένα βι­βλίο, το οποίο εκ­δό­θη­κε το 1995, από τις εκ­δό­σεις Κα­στα­νιώ­τη, και απο­τε­λεί την προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία του ποι­η­τή Λε­φτέ­ρη Ρα­φτό­που­λου όταν έκανε τη στρα­τιω­τι­κή του θη­τεία στη Μα­κρό­νη­σο, επει­δή τόλ­μη­σε τα χρό­νια της φα­σι­στι­κής κα­το­χής (1941-44) να πάρει μέρος στην Αντί­στα­ση μέσα από τις γραμ­μές του ΕΑΜ. Να θυ­μί­σου­με ότι η Μα­κρό­νη­σος άρ­χι­σε να δέ­χε­ται τους πρώ­τους εξό­ρι­στους στις 26 Μαϊου 1947.

Μέσα από τις σε­λί­δες του βι­βλί­ου, ανα­σύ­ρο­νται τραυ­μα­τι­κές μνή­μες, πε­ρι­γρά­φο­ντας κα­τα­στά­σεις, συν­θή­κες και συμ­βά­ντα στη Μα­κρό­νη­σο, που σε αφή­νουν άναυ­δο. «Μόλις, λέει, πα­τού­σες το πόδι σου, σου ρί­χνο­νταν αλ­φα­μί­τες και ‘’α­να­νή­ψα­ντε­ς’’, πρώην συ­να­γω­νι­στές. Σε πε­ρί­με­ναν με ρό­πα­λα, με βούρ­δου­λες, με κο­ντά­κια κι ό,τι άλλο σι­δε­ρι­κό έβρι­σκε ο κα­θέ­νας τους. Σε ρί­χναν κάτω, σε σά­πι­ζαν στο ξύλο, σ’ έκα­ναν λιώμα. Σε καμιά πε­ρί­πτω­ση δεν πρό­φται­νες να πας πιο πέρα απ’ το μου­ρά­γιο μόνος σου και προ­πα­ντός όρ­θιος» (σελ. 12). 

Ο αφη­γη­μα­τι­κός λόγος του Ρα­φτό­που­λου σε συ­νε­παίρ­νει. Η αφή­γη­ση γί­νε­ται σκό­πι­μα στο δεύ­τε­ρο ενικό πρό­σω­πο, επει­δή ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σπα­θεί να κρα­τή­σει μια χρο­νι­κή από­στα­ση από τα συμ­βά­ντα εκεί­νης της επο­χής και να μι­λή­σει ως «τρί­τος» και απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νος από τον πόνο, τον θυμό και το μίσος που θα ήταν φυ­σι­κό να αι­σθά­νε­ται ο κα­θέ­νας που βρί­σκε­ται σε ανά­λο­γη θέση. Μά­λι­στα, φτά­νει στο ση­μείο να νιώ­θει λύ­πη­ση για τους βα­σα­νι­στές (σελ. 83).

Στα 14 κε­φά­λαια του βι­βλί­ου, που το κα­θέ­να ξε­κι­νά με ένα ποί­η­μα, το οποίο ο Ρα­φτό­που­λος έγρα­ψε στη Μα­κρό­νη­σο, αφη­γεί­ται την κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα του στρα­το­πέ­δου. Μια κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα απο­τρό­παια και ψυ­χο­φθό­ρα, όπου οι εξό­ρι­στοι μέσα από την ολο­ή­με­ρη προ­πα­γάν­δα από τα με­γά­φω­να, τα συ­νε­χή βα­σα­νι­στή­ρια, τα σα­λέ­μα­τα του μυα­λού, τα τρε­λο­κο­μεία, τους θα­νά­τους, τις «δη­λώ­σεις με­τα­νοί­ας», τους βαν­δα­λι­σμούς, τα βρι­σί­δια, τις άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης, τις αφυ­δα­τώ­σεις από την έλ­λει­ψη νερού, τις αρ­ρώ­στιες και τις κα­κου­χί­ες, προ­σπα­θούν να επι­ζή­σουν.

Εξάλ­λου, δεν είναι τυ­χαία η ανα­πα­ρά­στα­ση που υπάρ­χει στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου. Είναι από τον ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα, του Edvard Munch, η «Κραυ­γή» («Le Cri», 1893), ο οποί­ος δεί­χνει δυο χέρια να κρα­τούν ένα πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο που φω­νά­ζει-κραυ­γά­ζει. Ου­σια­στι­κά, το εξώ­φυλ­λο «συμ­βο­λί­ζει την κραυ­γή του συγ­γρα­φέα του, αλλά και χι­λιά­δων άλλων αν­θρώ­πων», όπως εύ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεί ο Α. Αντω­νί­ου. Είναι μια κραυ­γή θα­νά­του.

Το Μήκος της Νύ­χτας δεν είναι τί­πο­τε άλλο από μια εφιαλ­τι­κή και ατε­λεί­ω­τη νύχτα στο κο­λα­στή­ριο της Μα­κρο­νή­σου, καθώς συ­νο­δευό­ταν από βα­σα­νι­στή­ρια με­γά­λης βα­ναυ­σό­τη­τας, προ­κει­μέ­νου να απο­σπα­στούν με τη βία «δη­λώ­σεις με­τα­νοί­ας». «Μια τέ­τοια νύχτα εκεί δεν άρ­χι­ζε μ’ ένα τυ­πι­κό ηλιο­βα­σί­λε­μα… Εκεί­νη, εκεί, άρ­χι­ζε όταν (ώρα με­σο­νύ­χτι) ακου­γό­ταν τ’ όνομα σου… Η νύχτα εκεί­νη… δε σ’ απο­χω­ρί­στη­κε από τότε! Το μήκος της ταυ­τί­στη­κε με το μήκος μιας ζωής ή ενός θα­νά­του, -δι­κής σου ή δικού σου, ή όποιου άλλου την ‘’έ­ζη­σε­’’…» (σελ. 89).

Οι μαρ­τυ­ρί­ες άλλων κρα­του­μέ­νων, για τα βα­σα­νι­στή­ρια που υπέ­στη­σαν, σε αφή­νουν με την απο­ρία, πως γί­νε­ται να υπάρ­χει τέ­τοιο μίσος σε εκεί­νους που ανα­λάμ­βα­ναν να έχουν το ρόλο του βα­σα­νι­στή. Μόνο η ψυ­χο­λο­γία μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει μια τέ­τοια στάση. Να δύο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές μαρ­τυ­ρί­ες για τις μορ­φές βα­σα­νι­στη­ρί­ων: «Μια βρα­διά μας έβα­λαν ολό­γυ­μνους σ’ εάν σακί με μια πε­λώ­ρια γάτα! Μας πέ­τα­ξαν σε βαθιά νερά δε­μέ­νους μ’ ένα σχοι­νί. Όσο βου­τού­σα­με στο νερό η γάτα αφη­νια­σμέ­νη γαν­τζω­νό­τα­νε μ’ όλα της τα νύχια πάνω μου για να σωθεί. Μόλις μας τρα­βού­σαν απάνω προ­σπα­θού­σε να χι­μή­σει στο πρό­σω­πο γιατί νό­μι­ζε πως εγώ είμαι ο εχθρός της. Αυτό συ­νε­χί­στη­κε κά­μπο­σες φορές… Όταν μ’ έβγα­λαν από το σακί κομ­μα­τια­σμέ­νο και μι­σό­τρε­λο ήμου­να έτοι­μος να υπο­γρά­ψω το χαρτί της ατί­μω­σης που μου ’φέ­ραν…» (σελ. 82). «Ήταν μαζί μ’ εμένα κι άλλοι δύο φα­ντά­ροι. Μας βα­σά­νι­σαν άγρια, ώρες ολό­κλη­ρες, όλοι τους. Μας κα­τέ­βα­σαν στη θά­λασ­σα, μας έρι­ξαν στο νερό, μας ξα­νά­φε­ραν πίσω, συ­νέ­χι­σαν να μας βα­σα­νί­ζουν. Μας άδεια­ζαν κου­βά­δες νερό όταν λι­πο­θυ­μού­σα­με και συ­νέ­χι­ζαν. Εγώ ήρθε στιγ­μή που δεν άντε­χα άλλο. Υπό­γρα­ψα. Τους άλ­λους δυο τους έσυ­ραν έξω απ’ τη σκηνή. Το πρωί ο ένας τους βρέ­θη­κε μ’ ένα σκοι­νί σφιγ­μέ­νο στο λαιμό του. Ο άλλος με στου­μπι­σμέ­νο το κρα­νίο του. Αυτόν τον πήραν για να τον παν στο ‘’νο­σο­κο­μεί­ο­’’! Ποιο νο­σο­κο­μείο; Κα­νέ­νας μας δεν τον ξα­να­εί­δε…» (σελ. 81-82).

Η σκλη­ρό­τη­τα των βα­σα­νι­στη­ρί­ων κάνει φα­νε­ρό ότι επρό­κει­το για ένα ορ­γα­νω­μέ­νο σύ­στη­μα εξό­ντω­σης, το οποίο με πρό­σχη­μα την «ανα­μόρ­φω­ση» των κρα­του­μέ­νων, ασκού­νταν σω­μα­τι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή βία, ώστε να καμ­φθεί η συ­νεί­δη­ση και το φρό­νη­μά τους, και να  αλ­λοιω­θεί η προ­σω­πι­κό­τη­τά τους, με σκοπό να απο­κη­ρύ­ξουν τις ιδέες τους.

Παρ’ όλα αυτά, «η Μα­κρό­νη­σος διέ­ψευ­σε τους εμπνευ­στές της και γε­λοιο­ποί­η­σε τους υμνη­τές της…» (σελ. 72). Στις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, που έγι­ναν στις 5 Μαρ­τί­ου 1950, οι «ανα­νή­ψα­ντες» πήραν τη δική τους εκ­δί­κη­ση. Οι διοι­κού­ντες, με βάση τους αριθ­μούς των φα­ντά­ρων που είχαν υπο­γρά­ψει «δή­λω­ση με­τα­νοί­ας» προ­έ­βλε­παν ότι το εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα θα ήταν του­λά­χι­στον 90% υπέρ των «εθνι­κών κομ­μά­των». Όμως, το απο­τέ­λε­σμα ήταν συ­ντρι­πτι­κά 90% ενά­ντια σε αυτά τα κόμ­μα­τα και υπέρ του Πλα­στή­ρα (ΕΠΕΚ) και της Δη­μο­κρα­τι­κής Πα­ρά­τα­ξης. Διότι, τε­λι­κά, «Το τι είσαι ή δεν είσαι, είναι και μένει πάντα ολό­τε­λα άσχε­το με το τι θα υπο­χρε­ω­θείς να πεις ή να πρά­ξεις! Με κα­μιάς λογής υπο­χώ­ρη­ση στη βία δεν αλ­λά­ζει ποτέ αυτό που ’σαι, αν εσύ έχεις τη επί­γνω­ση και ξέ­ρεις πόσο αδύ­να­μο είναι το πρό­σω­πο κα­τέ­να­ντι των όπλων!...» (σελ. 195).

Ετικέτες