Η θεατρική παράσταση «Το Μινόρε» βασίζεται στη θρυλική τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής», που παιζόταν στην ΕΡΤ το 1983-84. Τώρα με νέες παραστάσεις μεταφέρθηκε από τον Πειραιά, όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία, στο Θέατρο Ιλίσια. Η σκηνοθεσία είναι του Τάκη Τζαμαργιά και η μουσική επιμέλεια του Ιεροκλή Μιχαηλίδη.
Είμαστε στον Πειραιά της δεκαετίας του 1920-30 και στις αρχές του ’40. Η υπόθεση πλέκεται γύρω από την πρώτη κομπανία, «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» (Βαμβακάρης, Δελιάς, Μπάτης, Παγιουμτζής), που φτιάχτηκε το 1934, με τη διαφορά ότι τα ονόματα όσο και η υπόθεση είναι αλλαγμένα, ενώ υπάρχει αρκετή δόση μυθοπλασίας.
Μέσα, λοιπόν, από τη διαμόρφωση του πειραιώτικου ρεμπέτικου μεταφερόμαστε στις κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες διαμόρφωσαν μια ολόκληρη εποχή: τη φτωχολογιά, τους απόκληρους του λιμανιού, τους εργάτες, τους χαμάληδες, τους αστέγους, τους ανέργους, τους περιστασιακά εργαζόμενους, τους πρόσφυγες, αλλά και στην ύπαρξη ενός ιδιόμορφου υπο-προλεταριάτου, που αποτελούνταν από μπράβους, νταβατζήδες, πόρνες, κουτσαβάκια, καρφιά της αστυνομίας, κλέφτες, εμπόρους ναρκωτικών, χασικλήδες, πρεζάκια, χαμίνια, μάγκες και τόσους άλλους. Ένα υπο-προλεταριάτο, που μπορούσε να κάνει κάθε είδους νταλαβέρι με τους πολιτευτές των αστικών κομμάτων και το κράτος για να επιβιώνει (τραμπουκισμούς, προβοκάτσιες, ξυλοδαρμούς, μέχρι και φόνους).
Είναι όλα αυτά τα στρώματα που συνδέθηκαν με το ρεμπέτικο, επειδή ακριβώς εξέφρασε αυτό που βίωναν ο καθένας και η καθεμιά από τη μεριά του, και με τον τρόπο του, και που γέννησαν συγκλονιστικά τραγούδια τόσο για τους χασικλήδες, τους νταήδες και τους παράνομους, αλλά ιδιαίτερα γι’ αυτούς που αναφέρονται στο μεροκάματο, στη φτώχεια, στην αγάπη, στον έρωτα, στην απόρριψη, στον χωρισμό, στην απελπισία, στην απώλεια.
Όπως φαίνεται και από την παράσταση, σημείο καμπής αποτέλεσε η δικτατορία του Μεταξά, το 1936, η οποία επιβάλλει λογοκρισία στους στίχους που αναφέρονται σε χασίσια, λουλάδες, ναργιλέδες, κ.λπ. Οι γωνίες λειαίνονται και τα τραγούδια γίνονται πιο προσιτά στο ευρύ κοινό, αλλάζοντας τη θεματολογία, κάτι όμως που είχε ήδη αρχίσει να γίνεται πριν ακόμη την επιβολή της δικτατορίας. Μετά έρχεται ο πόλεμος και η Κατοχή, αναδεικνύονται νέοι καλλιτέχνες, οι οποίοι παίρνουν τη σκυτάλη, όπως ο Τσιτσάνης, ο οποίος είναι ο εκφραστής της νέας εποχής, και γράφονται επίσης καταπληκτικά τραγούδια.
Χωρίς να ωραιοποιούμε καταστάσεις, όπως συνήθως κατόπιν συμβαίνει, προσπαθώντας να φανταστούμε τον εαυτό μας κάτι σαν αυτούς και να ταυτιστούμε μαζί τους άκριτα, ενώ κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά ήταν τα πράγματα, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι όλος αυτός ο κόσμος έχει χαθεί οριστικά και αμετάκλητα, και ότι το μουσικό είδος που έχει φτάσει μέχρι τις μέρες μας και μας γοητεύει, διαμορφώθηκε μέσα από όλες αυτές τις αντιφάσεις, που προαναφέραμε.
Η εν λόγω θεατρική διασκευή μάς ταξιδεύει σε έναν κόσμο που γνωρίζουμε μόνο μέσα από την παράδοση (ρεμπέτικες κομπανίες, βιβλία, επιστημονικές εργασίες, κινηματογραφικές και θεατρικές παραστάσεις, αφιερώματα, κ.λπ.), και μας καλεί να απολαύσουμε μια ολόκληρη μουσική περίοδο, πλημμυρισμένη με τα βασικά τραγούδια που σημάδεψαν την ιστορία του ρεμπέτικου. Εξακολουθούν δε να μιλούν στην καρδιά μας, επειδή μας συντροφεύουν στους καημούς και στις πίκρες μας, στους νταλκάδες και στην απελπισία μας, στους έρωτές μας και στις ερωτικές μας απογοητεύσεις, ενώ μας παρηγορούν όταν τα χορεύουμε ή τα τραγουδάμε, προσφέροντάς μας ακόμη έντονες συγκινήσεις.