Η ταινία, «Μπερλίνγκουερ: Η Μεγάλη Ελπίδα», είναι μια βιογραφική παραγωγή που εστιάζει τόσο στην πολιτική δράση και σκέψη του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ όσο και σε προσωπικές στιγμές της ζωής του με την οικογένειά του.
Υπήρξε ο πιο εμβληματικός ηγέτες του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΙ) της δεκαετίας του 1970 και αρχές του 1980, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο και δημοφιλέστερο Κομμουνιστικό Κόμμα στο δυτικό κόσμο με 25-30% του εκλογικού σώματος και ενάμιση εκατομμύρια μέλη. Επίσης, το ΚΚΙ, παρά την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού τη δεκαετία του 1980 και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, εξακολουθούσε να έχει περί του 30% του εκλογικού σώματος. Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ πέθανε στις 11 Ιουνίου 1984. Η κηδεία του συγκέντρωσε τεράστια πλήθη και εκτιμάται ότι περισσότεροι από 1.400.000 Ιταλοίπαρευρέθηκαν στη Ρώμη για να τον αποχαιρετήσουν.
Ας δούμε, όμως, πως εξελίσσεται η υπόθεση. Η ταινία ξεκινά το 1972, όταν ο Μπερλίνγκουερ γίνεται γραμματέας του ΚΚΙ (PCI). Από την αρχή, αλλά και με αφορμή την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή, αρχίζει να διαμορφώνει τη θεωρία του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», δηλαδή χωρίς επαναστατική διαδικασία, με το επιχείρημα πως με την ενίσχυση της δημοκρατίας (στην προκειμένη περίπτωση της αστικής) είναι δυνατό να αποφευχθεί ένα πραξικόπημα από το στρατό. Παράλληλα, αρχίζει σταδιακά να αποστασιοποιείται από την Σοβιετική Ένωση.
Η ιδέα αυτή, του «δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», δεν γίνεται εύκολα αποδεχτή εντός του κόμματος. Υπάρχει έντονη αμφισβήτησηκαι εσωτερικές αντιπαραθέσεις, καθώς πρέπει να πείσει τους συντρόφους του, και ειδικά τους εργάτες, ότι αυτή η πορεία μπορεί να είναι πιο βιώσιμη.
Κεντρικό στοιχείο της αφήγησης είναι η έννοια του «Ιστορικού Συμβιβασμού», που προτείνει ο Μπερλίνγκουερ, δηλαδή τη συνεργασία των δυνάμεων της Αριστεράς με το δεξιό κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας, ώστε να μην διασπώνται οι λαϊκές δυνάμεις. Βασικός στόχος είναι να σταθεροποιηθεί η πολιτική σκηνή της Ιταλίας, να περιοριστούν οι αντιπαραθέσεις της Ψυχροπολεμικής εποχής και να ενισχυθεί η δημοκρατία. Θεωρεί πως μια ρήξη ανάμεσα στις αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις θα δίχαζε τη χώρα και θα υπονόμευε την αστική δημοκρατία. Ο Μπερλίνγκουερ βλέπει την Ιταλία σε κρίσιμη καμπή και θεωρεί ότι μόνο μέσα από μια σύμπραξη των πολιτικών δυνάμεων σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας μπορεί η χώρα να αποφύγει τις πολιτικές ακρότητες. Διαβεβαίωνε, μάλιστα, πως το ΚΚΙ δεν θέτει ζήτημα εξόδου και ρήξης με την ατλαντική συμμαχία (ΝΑΤΟ). Μάλιστα, είχε την αυταπάτη, σε σημείο εμμονής, ότι μόνο έτσι μπορεί να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός, λες και η άρχουσα τάξη θα παρέδιδε ειρηνικά την εξουσία της και θα άφηνε τα μέσα παραγωγής στους εργάτες. Το αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού ήταν ο εκφυλισμός του ΚΚΙ, η αλλαγή του ονόματός του και η μετατροπή του σε ένα αστικό κόμμα.
Στο ρεύμα το οποίο υπαγόταν το ΚΚΙ, το λεγόμενο ευρωκομμουνιστικό, ήταν ένα φαινόμενο πολιτικής και ιδεολογικής οπισθοχώρησης μέσα, όμως, σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης. Μην ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί ο Παγκόσμιος Μάης του 1968. Το ΚΚΙ έμοιαζε όλο και περισσότερο με τον ρεφορμισμό της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας της περιόδου του Μεσοπολέμου.
Στόχος των ευρωκομμουνιστών ηγετών, όπως και των σοσιαλδημοκρατών, ήταν και είναι να περιορίσουν τα όποια ριζοσπαστικά κοινωνικά αιτήματα και τις αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων και να τις «καναλιζάρουν σε δρόμους σύμφωνους με τη διατήρηση του αστικού συστήματος», όπως έλεγε ο Μαντέλ. Επί της ουσίας θέλουν να εξαλείψουν την αντιπαλότητα και εχθρότητα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και να υπερασπιστούν το αστικό κράτος. Η στρατηγική αυτή, αντί να ενδυναμώνει την εργατική τάξη, οδήγησε στην ενσωμάτωση του κομμουνιστικού κινήματος στο αστικό κράτος και στην αποδοχή των καπιταλιστικών δομών. Κατά τον Μαντέλ, ο ευρωκομμουνισμός εγκατέλειψε τον επαναστατικό χαρακτήρα του μαρξισμού, υποκαθιστώντας τον με έναν ρεφορμισμό που τελικά αποδυνάμωνε τα κινήματα. Θεωρούσε τον «ιστορικό συμβιβασμό» ως στρατηγική υποταγής και όχι ως πραγματική εναλλακτική για τον σοσιαλισμό. Και συμπλήρωνε ότι «[η] εργατική τάξη δεν έχει να διαλέξει ανάμεσα στις διάφορες παραλλαγές της αστικής διεθνούς πολιτικής. […] Η εργατική τάξη πρέπει να αγωνιστεί για μια διεθνή εργατική πολιτική, δηλαδή για μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική που αντιτάσσεται σε κάθε συμμαχία με μια μερίδα της μπουρζουαζίας ενάντια σε μιαν άλλη μερίδα της. Αυτό μεταφράζεται σήμερα με δύο φόρμουλες: ‘‘Ενάντια στον εξοπλισμό […] και ενάντια στις πολεμικές προετοιμασίες κάθε ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας! Για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης!’’». Πόσο επίκαιρο ακούγεται σήμερα, αυτό που έλεγε ο Μαντέλ από το 1977, κάνοντας κριτική στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα.
Είναι γεγονός ότι η ταινία απευθύνεται πιο πολύ σε πολιτικοποιημένο κοινό, το οποίο έχει μια σχετική γνώση με τα τεκταινόμενα της εποχής που έδρασε ο Μπερλίνγκουερ. Ωστόσο, επειδή έχει χρονολογική σειρά των γεγονότων και συγκροτημένη αφήγηση βοηθά τον θεατή, που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιταλική πολιτική σκηνή της εποχής, να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη. Η παραγωγή περιλαμβάνει ιστορική τεκμηρίωση μέσω της χρήσης αρχειακού υλικού, φωτογραφιών και ντοκουμέντων της εποχής, τα οποία εντάσσονται στην αφήγηση.
Συνοπτικά, η ταινία, «Μπερλίνγκουερ: Η Μεγάλη Ελπίδα», αποτελεί μια προσπάθεια να φωτιστεί ένα σύνθετο κεφάλαιο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας μέσω ενός ιστορικού βιογραφικού φιλμ. Αναδεικνύει τη σύγκρουση ανάμεσα στο ιδανικό και το ρεαλιστικό, ανάμεσα σε μια ηγετική προσωπικότητα και τις αντιφάσεις του κόσμου που καλείται να ηγηθεί, καθώς και την πολιτική και ιδεολογική οπισθοχώρηση του ΚΚΙ στις απαιτήσεις της άρχουσας τάξης. Είναι ένα έργο που απευθύνεται όχι μόνο σε όσους αγαπούν το πολιτικό σινεμά, αλλά και σε όσους αναζητούν να κατανοήσουν καλύτερα τις δυνάμεις που διαμόρφωσαν την Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις αντιφάσεις του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος, που έκανε τη «μεγάλη ελπίδα» να καταλήξει σε χαμένη ευκαιρία.
(*) Αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών, στις 3-10-2015.