Συνέντευξη με την Nara Cladera (SUD Solidaires εκπαιδευτικών), καλεσμένη ομιλήτρια στις εκδηλώσεις που οργανώνει η ΜΑΧΗ σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.

Στις 6 Ιούνη, μετά από μια μακρά περίοδο κινητοποιήσεων αντίστασης μεγάλης κλίμακας, έχετε άλλη μια μεγάλη γενική απεργία. Τι θα σημαίνει αυτό και τι είδους συμμετοχή πιστεύετε ότι θα έχει;           

Η Εθνική Διασυνδικαλιστική έχει καλέσει σε δεκατέσσερις εθνικές ημέρες απεργίας και διαδηλώσεων: 19 Ιανουαρίου, 31 Ιανουαρίου, 7 Φεβρουαρίου, 11 Φεβρουαρίου, 16 Φεβρουαρίου, 7 Μαρτίου, 8 Μαρτίου, 11 Μαρτίου, 23 Μαρτίου, 28 Μαρτίου, 6 Απριλίου, 13 Απριλίου, 1 Μαΐου και 6 Ιουνίου. Ας προσπεράσουμε τη μάχη των αριθμών που παραδοσιακά φέρνει την αστυνομία, τα συνδικάτα και τα μέσα ενημέρωσης αντιμέτωπα μεταξύ τους, σχετικά με τον αριθμό των διαδηλωτών. Όποιο και αν είναι το σημείο αναφοράς που χρησιμοποιείται, η συμμετοχή ήταν εξαιρετική, η υψηλότερη των τελευταίων ετών.

Αυτό συνέβη στις μεγάλες πόλεις, αλλά και σε πλήθος πόλεων σε όλη τη Γαλλία. Ξανασυναντάμε εδώ, ένα  χαρακτηριστικό του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων: ισχυρές τοπικές ρίζες σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα, στις 31 Ιανουαρίου, ο αριθμός των διαδηλωτών∙es στην Tarbes, αν τον φέρουμε στην κλίμακα του Παρισιού, θα αντιπροσώπευε 6 εκατομμύρια ανθρώπους- στους δρόμους του Saint-Gaudens, μιας πόλης με 11.500 κατοίκους, βρέθηκαν 5.200 άτομα. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Συνολικά, ένα εκατομμύριο, δύο εκατομμύρια, δυόμισι εκατομμύρια, αυτό δεν είναι πλέον το ζητούμενο. Η κλίμακα των διαδηλώσεων δεν έχει φτάσει στο ίδιο επίπεδο εδώ και πολύ καιρό- κανείς δεν το αρνείται αυτό.

Μπορούμε να μιλήσουμε για μια κινητοποίηση εξαιρετική και ανεπαρκή. Εξαιρετική από την άποψη του αριθμού των διαδηλωτών, της διάρκειας, της λαϊκής εξέγερσης, αλλά και από την άποψη ότι απεργίες πραγματοποιούνται όλους αυτούς τους μήνες σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς. Ανεπαρκής, γιατί, όπως λέμε από την αρχή, "οι διαδηλώσεις δεν αρκούν". Και όμως παραμένουν η προτιμώμενη μέθοδος δράσης για πολλούς.

Το μπλοκάρισμα της οικονομίας, το σταμάτημα των μέσων παραγωγής, με άλλα λόγια η απεργία, παραμένει δύσκολο να γενικευτεί, είτε μακροπρόθεσμα βέβαια, είτε ακόμη και κατά τη διάρκεια των "εθνικών ημερών". Οι λόγοι γι' αυτό είναι γνωστοί, πρώτα και κύρια η ανεπάρκεια της τοπικής διακλαδικής συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αυτό οφείλεται στον μαχητικό αντισυνδικαλισμό των εργοδοτών: απουσία δικαιωμάτων στις μικρότερες επιχειρήσεις, αμφισβήτηση των δικαιωμάτων στις υπόλοιπες, κατάχρηση μέσω των φορέων εκπροσώπησης των εργαζομένων που είναι όλο και πιο θεσμικοί και όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτικοί, αντι-συνδικαλιστική καταστολή παντού.

Προκύπτει όμως και από επιλογές των ίδιων των συνδικάτων: όταν θέλεις να αλλάξεις ριζικά την κοινωνία και πιστεύεις ότι η γενική απεργία είναι ο τρόπος για να το πετύχεις, τότε δεν μπορείς να περιθωριοποιήσεις τη διακλαδική διάσταση του συνδικαλισμού στην καθημερινή δραστηριότητα.

Ενώ αυτό είναι απαραίτητο για να προχωρήσουμε μπροστά, είναι επίσης σημαντικό να επαναλάβουμε την ισχυρή φύση αυτού του μαζικού κινήματος. Χωρίς να επανέλθουμε στις τεράστιες διαδηλώσεις σε όλες τις περιοχές, θα πρέπει να σημειώσουμε τα μπλόκα και τις συγκεντρώσεις που συνεχίζονται, ιδιαίτερα από τον Μάρτιο. Δεν υποκαθιστούν τις απεργίες, γιατί έχουν ασθενέστερη επίδραση στην οικονομία, στην παραγωγή και επομένως στα κέρδη των καπιταλιστών. Όμως φέρνουν κοντά τις συνδικαλιστικές ομάδες της CGT, των Solidaires, της FSU, ακόμα και της FO ή της CFDT, στις ίδιες γειτονιές στα μεγάλα αστικά κέντρα. Βραχυπρόθεσμα, αυτό ενισχύει τη λαϊκή εμπιστοσύνη στο κίνημα και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που το οργανώνουν- μακροπρόθεσμα, δημιουργεί μια θετική δυναμική για το συνδικαλιστικό κίνημα.

Πώς προετοιμάζεστε εσείς, η SUD SOLIDIRES και τα άλλα συνδικάτα του IDF για αυτή τη μεγάλη απεργία;

Όταν η ημερομηνία της 6ης Ιουνίου ανακοινώθηκε από την εθνική διασυνδικαλιστική το βράδυ της 1ης Μαΐου, αναρωτηθήκαμε ειλικρινά τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μεταξύ δύο διαδηλώσεων.

Εξ ου και η σειρά των βραδινών διαδηλώσεων, γνωστών ως " παρελάσεις με δάδες ", εξ ου και οι συζητήσεις και μερικές φορές οι πρωτοβουλίες για τα απεργιακά ταμεία, εξ ου και οι " Γενικές Συνελεύσεις " στις πόλεις που συγκεντρώνουν ακτιβίστριες κι ακτιβιστές από διαφορετικές οργανώσεις, εξ ου και οι " διαδηλώσεις της κατσαρόλας " των τελευταίων μηνών.

Η ενότητα είναι επίσης πολύ ορατή στις διάφορες δράσεις που αποφασίζονται τοπικά σε όλη τη χώρα: μοίρασμα φυλλαδίων στις πύλες των επιχειρήσεων ή σε δημόσιους χώρους, αποκλεισμός σταθμών διοδίων, κυκλικών κόμβων ή δρόμων, υποστήριξη καταλήψεων χώρων παραγωγής κ.ο.κ. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της μακροχρόνιας διατήρησης της εθνικής διασυνδικαλιστικής και των συνθημάτων που προβάλλονται από κάθε συνδικαλιστική δύναμη. Το αποτέλεσμα στην πραγματικότητα - και αυτό είναι που μετράει - αντανακλάται στο υψηλό επίπεδο της κοινωνικής κινητοποίησης. Είναι προς το μεγάλο μας συμφέρον να διατηρήσουμε την ενότητα της συνδικαλιστικής δράσης, αλλά παραμένουν και τα διασυνδικαλιστικά πλαίσια προβληματισμού. Αυτό θα είναι απαραίτητο απέναντι στην επιθυμία να καταστραφεί ο συνδικαλισμός.

Μια διαδοχή διαδηλώσεων δεν θα είναι αρκετή για να κερδίσουμε. Διότι δεν εμποδίζουν την οικονομία, αλλά και επειδή συγκεντρώνουν ανθρώπους που είναι ήδη κινητοποιημένοι, σε διαφορετικό βαθμό. Τώρα, η κλίση της ισορροπίας δυνάμεων υπέρ μας προϋποθέτει να κερδίσουμε εκείνους που δεν έχουν ενταχθεί στο συλλογικό κίνημα διαμαρτυρίας: τους εργαζόμενους σε εταιρείες όπου η απεργία δεν είναι στην ημερήσια διάταξη, εκείνους σε τομείς όπου πιστεύουν ότι "δεν μπορούν" να απεργήσουν- όπου υπάρχει η ανάγκη να αισθάνονται την έμπρακτη υποστήριξη των συνδικαλιστικών ομάδων της διπλανής μεγάλης εταιρείας, μερικές φορές στον ίδιο χώρο (υπεργολαβία), η ανάγκη να υπολογίζουν στις συναντήσεις με τις τοπικές συνδικαλιστικές ομάδες και την παρουσία τους. Τα μοιράσματα φυλλαδίων και οι συζητήσεις που οργανώνονται από τα τοπικά σωματεία/τα παραρτήματα των CGT, των Solidaires και άλλα, είναι απαραίτητα για να οικοδομήσουμε μια εθνική διακλαδική απεργία.

Η υποστήριξη των υφιστάμενων απεργιών είναι επίσης αυτονόητη. Στην Ιλ ντε Φρανς, για παράδειγμα, δεκάδες εργαζόμενοι των θυγατρικών της La Poste (Chronopost, στο Alfortville στο Val-de-Marne- DPD στο Le Coudray Montceaux, στην Essonne) απεργούν εδώ και ενάμιση χρόνο. Είναι παρόντες σε όλες τις διαδηλώσεις στο Παρίσι από τις 19 Ιανουαρίου, αλλά πολύ λίγες συνδικαλιστικές ομάδες ήταν παρούσες στις διαδηλώσεις τους και στις απεργιακές τους πικέτες, τις προσκαλούσαν στις επιχειρήσεις τους ή στο κατώφλι τους για να προβάλλουν την απεργία. Είκοσι μήνες αγώνα είναι ασυνήθιστο, αλλά σε κάθε περιοχή υπάρχουν απεργίες για να στηριχτούμε και να στηρίξουμε!

Το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα, με τόσο μεγάλες απεργίες, με τόσο μεγάλη περίοδο αντοχής, έχει δυσκολέψει και ταπεινώσει τον Μακρόν. Στις 8 Ιουνίου, η Εθνοσυνέλευση θα έχει την πρώτη της ευκαιρία να ψηφίσει για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η Intersyndicale καλεί πανηγυρικά τους βουλευτές να αναλάβουν την ευθύνη ψηφίζοντας υπέρ αυτού του κειμένου. Πώς έχει επηρεαστεί η ριζοσπαστική αριστερά από το ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα που βγήκε στο δρόμο από τον Ιανουάριο; Ποιος είναι ο πολιτικός αντίκτυπος αυτού του κινήματος;

Ένα άλλο μάθημα της περιόδου είναι ότι τα κοινωνικά ζητήματα διαμορφώνουν την πολιτική και, όπως σε κάθε στιγμή ισχυρού συλλογικού αγώνα της κοινωνικής μας τάξης, η ακροδεξιά δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των συζητήσεων. Η οργάνωση της ταξικής πάλης, στην πράξη, είναι ο καλύτερος τρόπος για να την απωθήσουμε. Εξ ου και οι προσπάθειες της Εθνικής Συμμαχίας (Rassemblement National της Λεπέν) να επιστρέψουμε στο περιβάλλον των ΜΜΕ με την πρόταση δυσπιστίας στην Εθνοσυνέλευση. Όσο για την αριστερά, τρέχει πίσω από το κίνημα- οι ηγέτες της υιοθετούν τα συνδικαλιστικά συνθήματα, αλλά όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι αυτοί που επέτρεψαν την ύπαρξη του σημερινού κινήματος και των προοπτικών του.

Ο αγώνας συνεχίζεται χάρη στα εκατομμύρια των ανθρώπων που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις- αλλά αν υπήρχαν μόνο αυτές οι ημέρες δράσης, η πολιτική κρίση που προκλήθηκε από τη μαζική απόρριψη του νομοσχεδίου της κυβέρνησης δεν θα ήταν τέτοιας κλίμακας.

Αυτό το οφείλουμε στους απεργούς. Δύσκολες απεργίες, ανεπαρκείς απεργίες, αλλά απεργίες που δείχνουν ότι αυτός ο νόμος δεν είναι ίσως έτοιμος να εφαρμοστεί, ότι η περίοδος της θεσμικής πολιτικής αστάθειας ανοίγει προοπτικές, αρκεί να μην εγκλωβιστούμε στους λεγόμενους "θεσμούς".

Χωρίς τους απεργούς, η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν να καταφύγει στο διάταγμα 49-3. Χωρίς τους απεργούς, το ζήτημα του δημοψηφίσματος δεν θα είχε τεθεί σε δημόσιο διάλογο. Χωρίς τους απεργούς, η ομάδα LIOT δεν θα είχε καταθέσει τροπολογία στην Εθνοσυνέλευση για την ακύρωση της αλλαγής στα 64 χρόνια...

Η κρίση της αστικής τους "δημοκρατίας" είναι σαφής: η κυβέρνηση βασίστηκε στη σχετική πλειοψηφία της και στη δεξιά πτέρυγα της Εθνοσυνέλευσης. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Για λίγες εβδομάδες, η "εθνική εκπροσώπηση" έστησε ένα σόου, μια θεατρική παράσταση- ούτε αυτό αποτελεί έκπληξη.

Η αντιπολίτευση ενήργησε για να καθυστερήσει την έγκριση του κειμένου και η κυβέρνηση έκανε το ίδιο για να επιταχύνει την έγκρισή του. Κάθε ομάδα προσποιήθηκε ότι προσβλήθηκε από τα μέσα που χρησιμοποίησε το άλλο στρατόπεδο: πληθώρα τροπολογιών από τη μία πλευρά, αποκλεισμός της ψηφοφορίας από την άλλη.

Το κύριο μάθημα που πρέπει να αντλήσουμε από αυτή την κοινοβουλευτική ακολουθία είναι ότι δείχνει, για άλλη μια φορά, το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των "εκπροσώπων του λαού" και ... του λαού. Σε πλήρη συμμόρφωση με τους κανόνες της λεγόμενης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε έναν νόμο που απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης, οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες πρέπει να αναλάβουν την επίθεση σε αυτό το ζήτημα.

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση του λεγόμενου δημοκρατικού παιχνιδιού, το οποίο αρνείται τα ίδια τα θεμέλια της δημοκρατίας. Το σημερινό σύστημα έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει τα συμφέροντα των αφεντικών, των μετόχων, των κερδοσκόπων και των καπιταλιστών- είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι τα εργαλεία που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τη διαιώνισή του θα μας επιτρέψουν να το ξεπεράσουμε!

Το δικό μας κοινωνικό στρατόπεδο, εκείνων που δεν ζουν από την εκμετάλλευση των άλλων, πρέπει να περάσει ξανά στην επίθεση με προτάσεις για την οργάνωση μιας κοινωνίας αυτοδιαχειριζόμενης, ισότιμης, οικολογικής... δημοκρατικής, αν επιστρέψουμε στην πραγματική έννοια της λέξης.

Με αυτό το σκεπτικό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αντί να υποβάλει το νομοσχέδιό του στην ψηφοφορία των βουλευτών και να διακινδυνεύσει έτσι την απόρριψή του, κατέφυγε στο άρθρο 49-3 του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω κείμενο θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εξ ορισμού, εκτός εάν τις επόμενες ημέρες υπερψηφιστεί μια πρόταση δυσπιστίας από την πλειοψηφία των βουλευτών.

Υπάρχει βέβαια μια νέα αριθμητική και δημοκρατική απάτη πίσω από αυτή την επιλογή: ενώ η έγκριση ή η απόρριψη ενός νόμου αξιολογείται με σχετική πλειοψηφία (οι αποχές και οι απουσίες μειώνουν το όριο που πρέπει να επιτευχθεί, αρκεί να υπάρχουν περισσότερα "υπέρ" από "κατά"), η πρόταση μομφής που ακολουθεί την εφαρμογή του άρθρου 49-3 απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των βουλευτών- στην προκειμένη περίπτωση 287. Αυτό ουσιαστικά αντιστρέφει την ανάγκη για πλειοψηφία επί του κειμένου: μη μπορώντας να συγκεντρώσει τις ψήφους που θα χρειαζόταν για την επικύρωσή του, η κυβέρνηση απαίτησε από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση να συγκεντρώσει 287 ψήφους για να απορριφθεί μέσω της πρότασης μομφής. Όπως αναμενόταν, αυτό δεν επιτεύχθηκε, με 278 ψήφους (περισσότερες από τον αριθμό που θα λάμβανε η κυβέρνηση σε περίπτωση τακτικής ψηφοφορίας στις 16 Μαρτίου).

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τότε που υπάρχει το άρθρο 49-3, τόσο οι αριστερές όσο και οι δεξιές κυβερνήσεις το χρησιμοποίησαν με ενθουσιασμό: πριν από αυτή την 100ή έκδοση, από το 1962 είχαν υπάρξει 56 "αριστερές 49-3" και 33 "δεξιές 49-3". Από το 1962, και στην πραγματικότητα από το 1981, καμία κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν οι αριστερές δυνάμεις που φωνάζουν μετά την απόφαση Μακρόν/Μπορν στις 16 Μαρτίου, δεν επιχείρησε να σχεδιάσει καμία μεταρρύθμιση με στόχο την κατάργηση αυτής της συνταγματικής δυνατότητας. Το γεγονός παραμένει ότι η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο συνέβαλε στην αναζωπύρωση της εξέγερσης στη χώρα.

Δεν κερδίσαμε, αφού η κυβέρνηση μετέτρεψε το νομοσχέδιό της σε νόμο. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι οι ταξικοί μας εχθροί είχαν διαφορετικό στόχο: να καταστρέψουν το συνδικαλιστικό κίνημα. Απέτυχαν και κερδίσαμε ένα πολύτιμο ιδεολογικό δεδομένο για τη συνέχιση του αγώνα κατά αυτού του νόμου: τώρα για τον πληθυσμό αυτό που είναι ΝΟΜΙΜΟ δεν είναι απαραίτητα ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΜΕΝΟ.

Ετικέτες