Τοποθέτηση του Πάνου Λάμπρου, Μέλους της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, στη συζήτηση της Διεθνιστικής Εργατικής Αριστεράς(ΔΕΑ) στη Θεσ/νικη με θέμα: "40 χρόνια Μεταπολίτευση-Εργατικοί αγώνες και Αριστερά".

Το κλίμα της μεταπολίτευσης ήταν ένα κλίμα ελευθερίας, εξεγερσιακό και αντιλαμβανόμουν τότε κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι-ες, ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη δυνατότητα. Ποια ήταν αυτή η δυνατότητα; Όχι απλώς να στεριώσει και να διευρυνθεί η δημοκρατία αλλά ταυτόχρονα ότι υπήρχε η δυνατότητα να αλλάξουμε τον κόσμο. Θεωρούσαμε ότι είναι απολύτως εφικτός αυτός ο στόχος. Αυτή ήταν η αίσθηση εκείνης της περιόδου. Γι' αυτό βλέπαμε ανθρώπους να εντάσσονται μαζικά σε οργανώσεις και κόμματα της Αριστεράς αλλά και στα συνδικάτα σε αντίθεση με αυτό που βλέπουμε σήμερα.

Η κοινή συνισταμένη όλων ήταν ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι ορίζοντας αλλά είναι κάτι που μπορούμε να το κατακτήσουμε σύντομα. Η ευθύνη της Αριστεράς, συνεπώς, ήταν πολύ μεγάλη, μαζί και οι δυνατότητες, τις οποίες όμως μπορούμε να πούμε ότι δεν τις αξιοποίησε, γιατί καταρχάς ήταν πολυδιασπασμένη, με πολύ σκληρές ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και ταυτότητες σε αντίθεση πάλι με τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει σήμερα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ταυτόχρονα, εμφανίζεται ένα καινούριο, μεταλλαγμένο μόρφωμα, με διαφορετικό στρατηγικό προσανατολισμό, το ΠΑΣΟΚ, που συγκροτεί τον κεντρώο σοσιαλδημοκρατικό χώρο και απειλεί την Αριστερά. Κλέβει συνθήματα, έχει μια αριστερή ρητορική, απαντά, με ένα τρόπο, σε αιτήματα των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων.

Η ανανεωτική Αριστερά (ΚΚΕ εσ.) ενώ σωστά θέτει το ζήτημα της εδραίωσης και της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, έχει ταυτόχρονα φοβικά σύνδρομα και άρα αντιμετωπίζει στην πρώτη φάση αμυντικά τα διάφορα ζητήματα. Υπενθυμίζω την περιβόητη ΕΑΔΕ, την προσπάθεια δηλαδή κατά τη διάρκεια της χούντας να δημιουργηθεί ένα αντιδικτατορικό δημοκρατικό μέτωπο με δυνάμεις του αστισμού, με πρωτοβουλία της Αριστεράς, αφήνοντας χώρο ιδεολογικά σε ένα συντηρητικό ΚΚΕ και, βέβαια, πολιτικά στο ΠΑΣΟΚ να απευθυνθεί στα λαϊκά στρώματα και να τα κερδίσει.

Από τότε, βέβαια, είχε αναπτυχθεί μία πολύ μεγάλη συζήτηση τόσο για τη φυσιογνωμία του, όπως την είδαμε να ξεδιπλώνεται τα επόμενα χρόνια, όσο και για τη σχέση ΠΑΣΟΚ και Αριστεράς, με ποικίλες εκφράσεις: από την κριτική υποστήριξη προς αυτό στη δεκαετία του '80 με την “ψήφο χωρίς αυταπάτες” από κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μέχρι και τις κόκκινες σημαίες που ανεμίζουν τη βραδιά της εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ το '81, την οικουμενική κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει το ΚΚΕ και η ΕΑΡ, έως και το ανοιχτό φλερτ με το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του Σημίτη.

Εκτός από την πολύ σημαντική συμβολή του εργατικού κινήματος αυτήν την περίοδο, υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών κινήσεων και κινημάτων που αναπτύσσεται παράλληλα στον απόηχο του Μάη του '68, όπως είναι π.χ. το γυναικείο κίνημα που αναπτύσσεται στην Ελλάδα μέσα από την οπτική των δικαιωμάτων κι όχι τόσο του φεμινισμού αυτά τα πρώτα χρόνια. Τμήμα του αριστερού ευρωκομμουνισμού και της άκρας Αριστεράς καταφέρνουν, παρά τις δυσκολίες, να συνθέσουν αυτές τις νέες οπτικές σε έναν ενιαίο πολιτικό λόγο που εκβάλλει πολύ αργότερα, στις αρχές του 2000, στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, το οποίο συγκροτείται ως το κίνημα των κινημάτων, και τελικά στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια μεγάλη κατάκτηση που πρέπει να περιφρουρήσουμε ως κόρη οφθαλμού. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο του αδιεξόδου των προηγούμενων χρόνων αλλά και συνέπεια ωρίμανσης και μιας νέας κουλτούρας. Ότι ακριβώς μπορούμε να συνυπάρχουμε παρά τις διαφωνίες σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα, γιατί αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ σημαντικότερα. Και δεν είναι προφανώς η κυβερνητική εξουσία που μας ενώνει, αλλά είμαστε δοκιμασμένοι σε κοινές δράσεις και μέτωπα πολύ πριν συγκροτηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο αγώνας της μεταπολίτευσης ήταν επιθετικός, γιατί ο κόσμος πίστευε ότι μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Σήμερα παρά τη δυνατότητα η ριζοσπαστική Αριστερά να κυβερνήσει, ο αγώνας μας είναι μάλλον αμυντικός. Κάνουμε επίθεση μέσω της άμυνας, μιλάμε πολύ συχνά για τη σωτηρία της κοινωνίας.

Ταυτόχρονα, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση αν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά πρέπει να μιλήσει για “προωθητικούς” συμβιβασμούς ή αν θα βάλουμε στόχους μέσω των οποίων θα βλέπουμε τον ορίζοντα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αν θα μιλήσουμε μόνο για το μισθό ή τη βασική σύνταξη ή αν θα θέσουμε ευρύτερους στόχους που θα έχουν το άρωμα του σοσιαλισμού. Ισχυρίζομαι ότι πρέπει να μιλήσουμε συνολικά, για την ανάγκη της κοινωνικής απελευθέρωσης κι όχι μόνο για τα άμεσα ζητήματα και τις δυσκολίες που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική. Υπάρχουν μια σειρά ζητήματα για τα οποία χρειάζεται άποψη και βούληση.

Κλείνοντας, λοιπόν, θα ήθελα να αναφέρω ένα παράδειγμα από τον Γκράμσι, για να δείξω τις δυνατότητες και τις αποστάσεις που υπάρχουν σήμερα. Το 1917 ο νεαρός δημοσιογράφος Γκράμσι κάνει ένα ρεπορτάζ για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τα 2/3 της ανταπόκρισης αφορούν τις φυλακές. Είναι εντυπωσιακό το ζήτημα που θέτουν τότε οι Μπολσεβίκοι και ο τρόπος που το βάζουν. Οι Μπολσεβίκοι στέλνουν ένα γράμμα προς τους φυλακισμένους με το οποίο τους ζητούν να συμβάλλουν κι αυτοί στη δημιουργία της νέας κοινωνίας. Τους καλούν, λοιπόν, να κάνουν συνελεύσεις και να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν στη φυλακή ή αν είναι έτοιμοι να βγουν έξω. Στις συνελεύσεις οι περισσότεροι, φυσικά, αποφασίζουν να βγουν απ' τη φυλακή. Υπάρχουν όμως και συνελεύσεις όπου οι φυλακισμένοι δηλώνουν ότι δεν είναι ακόμα έτοιμοι να βγουν και να μπουν στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού που έχει ξεκινήσει από τους Μπολσεβίκους.

Υπάρχουν ζητήματα για τα οποία μας επιτίθενται οι αντίπαλοί μας και για τα οποία κάποιες φορές κι εμείς αισθανόμαστε αμηχανία να απαντήσουμε ή απομονωνόμαστε κοινωνικά. Δεν πρέπει να διστάζουμε να συγκρουστούμε, να διεκδικήσουμε την ιδεολογική ηγεμονία, όταν πρόκειται για ζητήματα αξιακά για την Αριστερά. Οφείλουμε να θέσουμε καθολικά το πρόταγμα της απελεύθερωσης, γιατί αν δεν τεθεί για όλους το ζήτημα της απελευθέρωσης, δεν θα μπορεί να τεθεί ούτε για τα επιμέρους.

Ετικέτες