1) Ο κίνδυνος παγίωσης του κοινωνικού συντηρητισμού

Ως γενική αποτίμηση, τα εκλογικά αποτελέσματα της 21 Μαΐου 2023 δείχνουν μια τάση να παγιωθεί η κοινωνική συντηρητικοποίηση. Η πολιτική μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς την ευρύτερη δεξιά πολυκατοικία δεν είναι ενθαρρυντική τάση. Είναι η πρώτη φορά που ένα κόμμα το οποίο κυβέρνησε να μη παρουσιάζει καμία εκλογική φθορά, ενώ αντίθετα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ) να έχει τόσο μεγάλη φθορά, κυρίως προς τα δεξιά του (Ν.Δ, και λιγότερο Ελληνική Λύση), δεχόμενο μια μεγάλη ήττα στρατηγικού τύπου. Επίσης, η πτώση των ποσοστών του ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη δεν είναι μια θετική εξέλιξη για τον αριστερό κόσμο και τα κινήματα, παρά την άνοδο του ΚΚΕ, το οποίο ενώ σε επίπεδο ψήφων φτάνει στα επίπεδα του 2004 (412.700 το 2023), βρίσκεται μακράν ακόμη από την αριθμητική του άνοδο το 2007 (583.750 ψήφοι).

Κάθε εκλογική μάχη αποτυπώνει συσχετισμούς, τους οποίους διαμορφώνει η κοινωνική και πολιτική διαπάλη με μαζικούς όρους. Το πρόβλημα που η Αριστερά, σε όλες της τις εκφάνσεις, έχει να αντιμετωπίσει είναι η αποτελεσματικότητα με την οποία απευθύνεται στην συνείδηση των κοινωνικών δυνάμεων που θέλει να εκπροσωπήσει. Και οι εκλογές είναι μία από αυτές τις μάχες. Μία μάχη, η οποία βρήκε τις πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις του κόσμου της εργασίας διαχωρισμένες και ανήμπορες να αρθρώσουν έναν ηγεμονικό λόγο, ώστε να θέσουν τις βάσεις ανασυγκρότησης αυτού του κόσμου σε μια μάχιμη κοινωνική δύναμη, η οποία θα είναι, σε πρώτη φάση, ικανή να χαράξει μια γραμμή άμυνας απέναντι στην πολυμέτωπη επίθεση του αστισμού.

Αυτό που παρατηρούμε ανάμεσα στα κόμματα της ευρύτερης αριστερής αντιπολίτευσης είναι ότι έχουν εμπλακεί μεταξύ τους σε ένα πόλεμο όλων εναντίον όλων, παραμένοντας εχθρικά σε μια πολιτική συμμαχιών. Για δε τον ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία του, δεν έχει βγάλει ακόμη κανένα συμπέρασμα για τις αιτίες της εκλογικής του ήττας. Κι αυτό φαίνεται από την εκτίμηση που κάνουν για το εκλογικό αποτέλεσμα, όπου ρίχνουν τις ευθύνες προς την προοδευτική αντιπολίτευση για την επικράτηση της Δεξιάς και όχι στη δική τους μετατόπιση (3ο Μνημόνιο, συντηρητική στροφή, αρχηγισμός, προσαρμογή στα μετριοπαθή εκλογικά ακροατήρια, παθητική αντιπολίτευση, ελλιπής ή εκ του ασφαλούς συμμετοχή στις κινηματικές διεργασίες, κανένα ρίζωμα στην κοινωνία, απομάκρυνση από τις αξίες της αριστεράς, κεντροαριστερή μετάλλαξη, έπαρση, ανερμάτιστη προεκλογική τακτική, η οποία ενώ αρχικά μίλαγε για κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας ή ακόμη και για ψήφο ανοχής, εντούτοις την απαξίωνε δίνοντας έμφαση στη συνεργασία μόνο με το ΠΑΣΟΚ ή σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού μαζί του, κ.ά.τ.). Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την πρότερη διακυβέρνησή του, δημιούργησαν για τον ΣΥΡΙΖΑ μια εικόνα αναξιοπιστίας, με συνέπεια την αποστασιοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας και της Αριστεράς από αυτόν. Αντί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να προτάξει την ενότητα της Αριστεράς στη βάση μίας μίνιμουμ ενιαιομετωπικής προγραμματικής σύγκλισης ρηξιακής προοπτικής, αντίθετα έδινε τα ρέστα της για τον προσεταιρισμό του ΠΑΣΟΚ και των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία, σε εποχές κρίσης και πόλωσης πάνε με τον ισχυρότερο και με αυτόν που εμπνέει περισσότερο εμπιστοσύνη.

2. Ενιαίο Μέτωπο, η μόνη αμυντική γραμμή

Το ερώτημα που η Αριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις της, έχει να απαντήσει, είναι το εξής: Πάνω σε ποιο πρόγραμμα–πολιτικό σχέδιο και με ποια τακτική θα επιχειρήσει να αντιστρέψει, προοπτικά, τους όρους της ήττας, ώστε να δώσει τις μάχες με επιτυχία;

Με ιστορικούς όρους, αυτό έχει επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενότητα των γραμμών της. Και αυτό δεν το λέμε με την έννοια της αριθμητικής, δηλαδή της πρόσθεσης και του αθροίσματος ανάμεσα στα κόμματα της Αριστεράς, δηλαδή ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη (ακόμη και με την κεντροαριστερά). Από μόνο του, ένα τέτοιο άθροισμα, είναι ανεπαρκές, με την έννοια ότι όσο περισσότερο οι πολιτικές δυνάμεις διαφέρουν μεταξύ τους τόσο πιο μικρό θα είναι το αποτέλεσμα. Διότι, όταν οι εν δυνάμει πολιτικοί σύμμαχοι τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να αποδειχτεί ίσο με το μηδέν. Αυτό συνήθως συμβαίνει επειδή, ο κάθε πολιτικός φορέας, εξαιτίας του φόβου της προσέγγισης, προτιμά να συντηρεί μια κατάσταση πραγμάτων, αξιοποιώντας τα εργαλεία της ρητορικής αδιαλλαξίας, παρά να δώσει στον κόσμο της εργασίας τα εργαλεία και τη δυνατότητα για κοινή δράση. Και, για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, ο ουσιαστικότερος λόγος που το κάνουν είναι για να διατηρείται σταθερός ο κύκλος επιρροής και το ακροατήριό τους. Έτσι, επιχειρώντας να πείσουν ότι αποτελούν μια σοβαρή πολιτική δύναμη, αυτό που παρατηρούμε είναι μια τάση και μια τακτική παθητικής αναμονής.

Όμως, το ιστορικό πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η μηχανική-αριθμητική ενότητα των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς, αλλά η συγκέντρωση των δυνάμεων του κόσμου της εργασίας στον αγώνα και για τον αγώνα. Η μέθοδος με την οποία έγινε κατορθωτή αυτή συγκέντρωση δυνάμεων και άρα η ενότητα, είναι γνωστή από τις επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος. Και δεν είναι άλλη από την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, το οποίο μεταξύ άλλων εμπεριέχει τη συμφωνία των κομμάτων της Αριστεράς πάνω σε συγκεκριμένα πρακτικά ζητήματα υπεράσπισης των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας. Πρόκειται για ένα ποιοτικό στοιχείο και όχι για ένα αριθμητικό άθροισμα (χωρίς να υποτιμάται κι αυτό). Κατά συνέπεια, η χρησιμότητα και η αναγκαιότητα του μπλοκ των διαφόρων πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς έγκειται στην επίλυση των κοινών πρακτικών προβλημάτων. Επιπρόσθετα, οι ενωμένες δυνάμεις ενός τέτοιου μπλοκ μπορεί να είναι πολλαπλάσιες από το άθροισμα των δυνάμεων που το αποτελούν, λόγω της δυναμικής που θα δημιουργήσει.

Τι μας διδάσκουν, λοιπόν, αυτές οι παραδόσεις για το Ενιαίο Μέτωπο-Ε.Μ.;

  1. Ότι είναι για καταστάσεις που η εργατική τάξη βρίσκεται σε άμυνα.
  2. Ότι χτίζεται και από τα πάνω και από τα κάτω.
  3. Ότι υπάρχει ως αναγκαιότητα από το γεγονός ότι η εργατική τάξη είναι διαιρεμένη τόσο εσωτερικά όσο και στην βάση διαφορετικών πολιτικών εκπροσωπήσεων.
  4. Ότι δεν μπορούμε να αποκλείουμε από αυτό τις διαφορετικές πολιτικές εκπροσωπήσεις, είτε αναφέρονται στην αριστερή σοσιαλιστική παράδοση είτε στη σοσιαλδημοκρατική είτε στη  ρεφορμιστική είτε στην κομμουνιστική (επαναστατική και κεντριστική).
  5. Ότι Ενιαίο Μέτωπο δεν σημαίνει ενιαίο Κόμμα και άρα εγκατάλειψη αρχών, προγράμματος και οργανωτικής αυτοτέλειας των οργανώσεων που το συγκροτούν.
  6. Ότι το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να συγκροτηθεί ακόμη και πάνω σε ένα και μοναδικό αίτημα, που η συγκυρία αναδεικνύει μέσα από την ταξική πάλη ως επίκαιρο και ενοποιεί αντιστάσεις διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων του κόσμου της εργασίας.
  7. Ότι δεν είναι μια πολιτική τελεσιγραφισμού, μέσω της οποία κάθε κόμμα της Αριστεράς καλεί τον κόσμο της εργασίας να μπει κάτω από τις γραμμές του, αλλά σημαίνει συνεχές ρίζωμα στην κοινωνία, διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων, αναγκαίους συμβιβασμούς, καθορισμένο πρόγραμμα, κοινή δράση.

Από τα προαναφερθέντα θεωρούμε ότι μερικά από τα άμεσα μέτρα που η διεκδίκησή τους θα λειτουργήσει ενοποιητικά είναι τα εξής.

  • Αυξήσεις μισθών και συντάξεων και θέσπιση της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής.
  • Κατάργηση της αντεργατικής νομοθεσίας.
  • Κούρεμα χρεών λαϊκών νοικοκυριών.
  • Κατάργηση του χρηματιστηρίου ενέργειας για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
  • Δημόσια Υγεία, Παιδεία, Ενημέρωση.
  • Δημόσιες επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας.
  • Δημόσιο τραπεζικό σύστημα.

Με βάση ένα προγραμματικό πλαίσιο θα μπορούσε να γίνει εφικτή η δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού κέντρου αγώνα, ανάμεσα στις προαναφερθείσες πολιτικές παραδόσεις, το οποίο θα βοηθούσε στην συγκρότηση ενός ανταγωνιστικού πόλου συσπείρωσης σε πανεθνικό επίπεδο, θα πολεμούσε ενάντια στη μιζέρια της ιδιώτευσης, του μηδενισμού και του «όλοι ίδιοι είναι», και θα έδινε στις δυνάμεις της εργασίας μια ηγεσία ικανή να την οδηγήσει σε νίκες, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο κοινοβουλευτικό επίπεδο.

3. Να βαδίσουμε ενωτικά στα κοινά σημεία

Όμως, το βασικότερο ερώτημα, που τίθεται, είναι το εξής: Γιατί το Ενιαίο Μέτωπο συναντάει ανυπέρβλητες δυσκολίες να οικοδομηθεί από μια Αριστερά με ιστορική εμπειρία δεκαετιών πολιτικής δράσης και συνεργασιών, καταδικάζοντας τα λαϊκά στρώματα στην ενσωμάτωση της αστικής στρατηγικής;

Το βασικό εμπόδιο, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι η Αριστερά πολιτεύεται πιο πολύ με όρους συναισθήματος, ανάγοντας σε πρωτεύον το θυμικό στοιχείο. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τους συναισθηματικούς όρους, τα πληγώματα, τις ματαιώσεις, τις απογοητεύσεις, τους θυμούς, ακόμη και την αίσθηση «προδοσίας», που διακατέχει πολλές φορές τα δρώντα υποκείμενα, εντούτοις όταν αυτά επικεντρώνονται είτε στο ιστορικό παρελθόν των εν δυνάμει συμμάχων και σε ηθικομαχίες, είτε σε στρατηγικά ζητήματα, και παρότι έχουν την σημασία τους, δεν είναι αυτά που θα τροποποιήσουν και θα αλλάξουν τον δοσμένο κοινωνικό συσχετισμό προς το συμφέρον των εργατικών δυνάμεων. Απεναντίας, σπαταλιέται πολύτιμος πολιτικός χρόνος. Διότι, σε τελική ανάλυση, όλα αυτά δεν απασχολούν την μεγάλη μάζα των ανέργων, των εργαζομένων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης, των κακοπληρωμένων σε συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα, εκείνων που δεν καλύπτονται από κανενός είδους συλλογική σύμβαση, όσων δεν έχουν μια στοιχειώδη δυνατότητα πρόσβασης στην υγεία, κ.λπ. Δεν απασχολούν και τον κόσμο της Αριστεράς.

Επομένως, το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να ριζώσει μόνο αν απαντάει στην ανάγκη ενότητας πάνω στα πραγματικά προβλήματα που βιώνει ο εργαζόμενος λαϊκός κόσμος.

Υπάρχουν σήμερα οι πολιτικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Την απάντηση σ’ αυτό μπορούν να την δώσουν τα προγράμματα των κομμάτων της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25-Συμμαχία για τη Ρήξη), αλλά και οι άμεσοι στόχοι πάλης σε κοινωνικό επίπεδο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Θεωρούμε ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που μπορούν να την ενώσουν σε ένα ελάχιστο πρόγραμμα (ακόμη και κυβερνητικό), μέσω του οποίου ο λαϊκός κόσμος θα ανασάνει, θα σταθεί στα πόδια του, θα αποκτήσει εμπιστοσύνη και αυτοπεποίθηση, και θα διεκδικήσει πιο προωθημένους στόχους. Παραθέτουμε για αυτό δύο Πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις προτάσεις της ευρύτερης προοδευτικής αριστερής αντιπολίτευσης, και αναφέρονται μόνο στα ζητήματα που έχουν σχέση με την εργασία, την ακρίβεια και τη φορολογία. Έχουμε και μία στήλη με τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ. Ο λόγος που το κάναμε είναι ότι και αυτός ο χώρος έχει ορισμένα κοινά σημεία, και άρα υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε, σε κάποια αιτήματα, να υπάρξει σύμπλευση με τον κόσμο του. Καταλαβαίνουμε τις ελλείψεις των δύο πινάκων σε ζητήματα που έχουν σχέση με την παιδεία, το περιβάλλον, τη δημοκρατία, κ.λπ., αλλά εκτιμάμε ότι η ενασχόληση και με τέτοια θέματα θα έδειχνε κι εκεί αρκετά κοινά σημεία. Επίσης, καταλαβαίνουμε και τις ελλείψεις που μπορεί να υπάρχουν και στους συγκεκριμένους δύο πίνακες. Στην προκειμένη περίπτωση, έγινε μια προσπάθεια να αποδελτιωθούν οι προτάσεις των κομμάτων, χωρίς να μπούμε στο βάθος των προγραμμάτων τους, λόγω του γεγονότος ότι δεν έχουν την ίδια δομή (για παράδειγμα κάποια προγράμματα είναι πιο αναλυτικά, ενώ κάποια άλλα πιο συνοπτικά).                           

Όπως κι αν έχει, το κεντρικό διακύβευμα για την Αριστερά, από εδώ και στο εξής,  είναι να ανατρέψει έναν πολιτικό συσχετισμό, που έχει την σφραγίδα της πιο σκληρής δεξιάς από την μεταπολίτευση. Άρα, ο αγώνας είναι αφενός μονομέτωπος ενάντια στη δεξιά, αφετέρου δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις λογικές εξαίρεσης που έχουν επιβληθεί μέσω των μνημονίων. Το πρόβλημα που η Αριστερά, σε όλες της τις εκφάνσεις, έχει να αντιμετωπίσει, είναι η αποτελεσματικότητα με την οποία απευθύνεται στην συνείδηση των κοινωνικών δυνάμεων που θέλει να εκπροσωπήσει, δημιουργώντας τους όρους που θα αλλάζουν την καθημερινότητα του κόσμου της εργασίας προς το καλύτερο από αυτό που βιώνει. Το εργαλείο για να το πετύχει υπάρχει, το οποίο, σε συνδυασμό με το χαμήλωμα των τόνων και το σταμάτημα των απρεπών χαρακτηρισμών εντός της Αριστεράς, είναι η ενότητα πάνω σε στόχους που μπορούν να συσπειρώσουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και η διαμόρφωση ενός προγράμματος δράσης, που θα είναι έστω ο μέσος όρος του προγράμματος των κομμάτων ενός τέτοιου μετώπου.

(*) Αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική σελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών, 25-5-2023.