«Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο 2030»

Τη Δευτέρα 22 Νοεμβρίου παρουσιάστηκε ένα ακόμα σχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τον τίτλο «Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο 2030». Αυτό που μάθαμε επίσης είναι ότι η εκπόνηση του σχεδίου έγινε απο επιστημονική επιτροπή αποτελούμενη από διάφορους πανεπιστημιακούς, λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς για τις νεοφιλελεύθερες απόψεις τους. Μάθαμε ακόμα ότι αυτή η επιτροπή «εργαζόταν» υπό την αιγίδα -άρα μάλλον και τη χρηματοδότηση- του Ιδρύματος Μποδοσάκη, ενός ιδρύματος στη μνήμη ενός από τους πιο γνωστούς Έλληνες καπιταλιστές, που «πουλάει» πολιτισμό και κοινωνική ευθύνη πάνω στην κρατική απροθυμία. 

Το γεγονός από μόνο του έχει μια ιδιαίτερη πολιτική σημασία αλλά και έναν συμβολισμό. Ένας ιδιωτικός οργανισμός αναλαμβάνει εν κρυπτώ τη σύνταξη ενός σχεδίου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με τις ευλογίες της κυβέρνησης και της Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτή η κίνηση δηλώνει με σαφήνεια τις νεοφιλελεύθερες προθέσεις της κυβέρνησης εν γένει για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η ευθύνη για την εκπόνηση στρατηγικής εκπαιδευτικής πολιτικής μπορεί να αφορά είτε το Υπουργείο είτε φορείς της αγοράς (ακόμα και με πολιτιστικό ή και φιλανθρωπικό περιτύλιγμα) αλλά σίγουρα όχι την ακαδημαϊκή κοινότητα, όχι τους/ις φοιητές/τριες, το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό, τους/ις εργαζόμενους/ες. Σύμφωνα με πηγές που διακινούν τα φιλοκυβερνητικά μέσα, το σχέδιο αυτό είναι η ραχοκοκκαλιά του νέου νόμου πλαίσιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας.

Πανεπιστήμιο της αγοράς

Τόσο στο σχέδιο που παρουσιάστηκε όσο και στα ρεπορτάζ που το παρουσίασαν, η συνάφεια του λόγου, των στόχων και των επιδιώξεών του με τη νεοφιλελεύθερη έκθεση Πισσαρίδη είναι εμφανείς. Οι ιδέες και οι προτάσεις του σχεδίου συντάσσονται πλήρως με την ακραία τάση του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς προσχήματα, όπου τα πάντα είναι ζήτημα μιας εξίσωσης κερδών και ζημιών. 

Οι άξονες του σχεδίου που παρουσιάστηκε αφορούν τη διοίκηση των πανεπιστημίων, τη δομή και την οργάνωσή τους, τα προγράμματα σπουδών και τον ακαδημαϊκό χάρτη συνολικά και την αξιολόγηση. Ξεκινώντας από το ζήτημα της διοίκησης, επαναφέρεται η «παλιά» συνταγή των Συμβουλίων Ιδρύματος με εξωπανεπιστημιακούς, μία πρόταση που είχε φέρει και πριν δέκα χρόνια η Διαμαντοπούλου ως Υπουργός Παιδείας και η οποία ουδέποτε εφαρμόστηκε, υπό το βάρος των μαζικών τότε φοιτητικών κινητοποιήσεων (και μάλιστα εν μέσω εξεταστικής) αλλά και από γενικότερες αντιδράσεις από το διδακτικό προσωπικό. Έχει ενδιαφέρον η επιχειρηματολογία με την οποία επαναφέρεται η εν λόγω πρόταση: χρειάζεται «ανεξαρτησία» της διοίκησης από τα μέλη ΔΕΠ, άρα η διοίκηση δε χρειάζεται να ελέγχεται και να λογοδοτεί σε όσους και όσες ζουν, σπουδάζουν και εργάζονται μέσα στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα περιγράφεται η λειτουργία μιας ειδικής επιτροπής από το Συμβούλιο που θα αναζητά τον ιδανικό Πρύτανη, ως ένα Διοικητικό Συμβούλιο μιας επιχείρησης αναζητά τον επόμενο διευθύνοντα σύμβουλο. Σε αυτό προστίθεται και η αναγκαία αυτονόμηση της διοίκησης από το Υπουργείο (!) γιατί αυτή μειώνει την «ανταγωνιστικότητά» τους. Μειώνει και σίγουρα την κρατική χρηματοδότηση, θα προσθέσουμε εμείς.

Σε αυτό το πλαίσιο εισάγεται -και εδώ- η έννοια της αξιόλογησης, ως τάχα απαραίτητης για τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων. Διαβάζοντας λίγο παραπάνω από βαρύγδουπες ατάκες που εμφανίζονται ως κοινά αποδεκτά αξιώματα, το σχέδιο λέει ότι τα κριτήρια της αξιολόγησης θα είναι ποσοτικά και ποιοτικά ανάλογα με τους στόχους που θέτει το κάθε ίδρυμα, ενώ η βάση της εκπαιδευτικής πολιτικής θα είναι και η ανεξάρτητη αξιολόγηση, πιθανότατα από κάποιους «άριστους» τεχνοκράτες. Συνεπώς η ήδη πενιχρή χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων θα εξαρτάται από το πόσο θα μπορούν να ανταποκρίνονται στους στόχους που θέτουν και αξιολογούν επί της ουσίας άνθρωποι που δε θα έχουν καμία σχέση με το πανεπιστήμιο και τη δημόσια παιδεία, αλλά θα λειτουργούν ως στελέχη επιχειρήσεων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Χωρίς εργασιακά και επαγγελματικά δικαιώματα

Η μεγάλη τομή που επιχειρεί το σχέδιο είναι η κατάτμηση και διάλυση των γνωστικών αντικείμενων και κατ’ επέκταση η κατάργηση των επαγγελματικών και εργασιακών δικαιωμάτων των αποφοίτων. «Τα προγράμματα σπουδών στα ελληνικά Πανεπιστήμια πρέπει να διευκολύνουν την εξοικείωση και την επικοινωνία ανάμεσα σε ακαδημαϊκά πεδία. Υπ’ αυτή την έννοια, πρέπει να οδηγούν σε πτυχία που μπορούν να είναι και διεπιστημονικά και συνδυαστικά. Επίσης, τα πτυχία δεν πρέπει να συνδέονται με λεπτομερή επαγγελματικά δικαιώματα.» Αυτή είναι ακριβώς η διατύπωση του σχεδίου. Στη βάση ενός δήθεν εκσυχρονισμού και συντονισμού με την πρόοδο των επιστημών και της τεχνολογίας (!) επιχειρηματολογείται ένα πολύ σκληρό χτύπημα στην εργασιακή προοπτική των μελλοντικών αποφοίτων και μετέπειτα νέων εργαζόμενων, αλλά και στα ίδια τα γνωστικά αντικείμενα. Η αγορά χρειάζεται ευέλικτους εργάτες και εργάτριες, με εξειδικευμένες γνώσεις, που μπορεί να αλλάζουν ή να προσαρμόζονται ανά περιόδους και ως εκ τούτου πτυχία με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα είναι άχρηστα.

Αυτή η πρόταση χρόνια τώρα γυροφέρνει αλλά μέχρι στιγμής ποτέ δεν είχε διατυπωθεί τόσο καθαρά με τρόπο «στρατηγικό». Και τώρα έρχεται να πέσει ως ώριμο φρούτο, αφού πρώτα η κυβέρνηση φρόντισε να αχρηστεύσει και να απονεκρώσει τμήματα ολόκληρα, αφήνοντας εκτός πανεπιστημίων σαράντα χιλιάδες παιδιά. Προβλέπονται συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, αφού κάθε φοιτητής/τρια θα μπαίνει σε σχολή και όχι σε τμήμα και θα παίρνει κατακερματισμένες γνώσεις σε πακέτα που θα οργανώνουν τα ευέλικτα προγράμματα σπουδών. Πάνω σε αυτά τα ερείπια της κυβερνητικής πολιτικής το «σχέδιο δράσης Πανεπιστήμιο 2030» έρχεται να παραδώσει το δημόσιο Πανεπιστήμιο στις καταστροφικές ορέξεις της αγοράς.

«Το πανεπιστήμιο του μέλλοντος ίσως προσεγγίσει τις απαρχές του, τότε που η γνώση αντιμετωπιζόταν ολιστικά» αναφέρεται σε φιλοκυβερνητικό μέσο. Με τρόπο σχεδόν ρομαντικό περιγράφεται μία ιδέα τόσο ζοφερή, αντικοινωνική και παλιά. Στις απαρχές του το πανεπιστήμιο, ήταν αποκλειστικά για τους γόνους της κυρίαρχης τάξης που έπρεπε να αποκτήσουν κάποιες γνώσεις για να συνεχίζουν να διοικούν. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία δεν είναι ταξικό προνόμιο αλλά κοινωνικό αγαθό.

Ένας νόμος-πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που θα αποτελεί την εξειδίκευση αυτου του σχεδίου θα είναι η ταφόπλακα για τη δημόσια και δωρεάν ανώτατη τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε απόλυτη συνέχεια των σκληρών νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Όποτε και να επιλέξει να φέρει έναν τέτοιο νόμο η Κεραμέως, θα πρέπει να βρει μπροστά της ένα πανεκπαιδευτικό τοίχος που θα ανατρέψει και θα αχρηστεύσει μία τέτοια πολιτική. Απέναντι σε έναν τέτοιο οδοστρωτήρα οι δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς μέσα στο πανεπιστήμιο, οφείλουν να οργανώσουν και να προετοιμάσουν την απάντηση με τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα, πολιτικά και κοινωνικά, απορρίπτωντας με καθαρό τρόπο το σύνολο της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής για την παιδεία. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες