Η πρόσβαση σε καθαρό και ασφαλές νερό είναι αναγκαία για την υγεία, την κοινωνική δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Σε μια εποχή όπου η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση και η υπερκατανάλωση απειλούν τους υδάτινους πόρους, η ανάγκη για υπεύθυνη και δίκαιη διαχείριση είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Το νερό δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κοινωνικές ανισότητες και αποκλεισμούς.

Η ανεξέλεγκτη καπιταλιστική ανάπτυξη όμως θεωρεί εμπορεύσιμα όλα τα φυσικά και κοινωνικά αγαθά, με αποτέλεσμα το περιβάλλον και το νερό να αποτελούν αντικείμενα υπερεκμετάλλευσης και υποβάθμισης. 

Η ιδιωτικοποίησή του νερού παραβιάζει το Σύνταγμα και είναι καταφανώς ενάντια στα συμφέροντα της κοινωνίας. Προς τούτο και η Ολομέλεια του ΣτΕ, με τις 190-191/2022 αποφάσεις της, έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση της πλειοψηφίας των μετοχών των εταιρειών ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ) στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας. Η απόφαση αυτή ήρθε μετά από προσφυγή των εργαζομένων της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ και έκρινε αντισυνταγματική τη μεταβίβαση των δύο εταιρειών νερού αρχικά στο Υπερταμείο το 2016 με νόμο της τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει έτοιμο εδώ και καιρό το έδαφος για την προώθηση του σχεδίου ιδιωτικοποίησης. Η πρώτη φάση στο επιλεγμένο μοντέλο ιδιωτικοποίησης εκτυλίχθηκε το καλοκαίρι του 2023, όταν η κυβέρνηση πέρασε το νόμο 5037/2023 με τον οποίο διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητες της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας στους τομείς των Αποβλήτων και των Υδάτων. Μια ρυθμιστική αρχή δηλαδή που (υποτίθεται) ότι ελέγχει τους ιδιώτες παρόχους ενέργειας, θα έχει την εποπτεία σε ΕΥΔΑΠ- ΕΥΑΘ και τους άλλους φορείς υδροδότησης που θα λειτουργούν σε περιβάλλον αγοράς. 

Η σημασία του νερού δεν περιορίζεται μόνο στις ανθρώπινες ανάγκες. Αποτελεί θεμέλιο για το περιβάλλον, τη γεωργία και την οικονομία κάθε χώρας. Χωρίς σωστή και βιώσιμη διαχείριση, οι υδάτινοι πόροι εξαντλούνται, τα οικοσυστήματα καταστρέφονται και ολόκληρες περιοχές κινδυνεύουν από ξηρασία και φτώχεια. Η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει το πρόβλημα, κάνοντας την προστασία του νερού ακόμη πιο επείγουσα.

Η δημιουργία άλλωστε του νέου πολυσυζητημένου Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας (Ο.Δ.Υ.Θ.), με τον οποίο η κυβέρνηση διατείνεται ότι θα λύσει το πρόβλημα της Θεσσαλίας μετά το καταστροφικό πέρασμα του Daniel, είναι αποκαλυπτική για το αρδευτικό νερό και την τύχη του. Το αρδευτικό νερό αποτελεί το 90% του χρησιμοποιούμενου νερού, άρα, καθόλου αμελητέα δεν είναι η… τύχη του!

Στην πραγματικότητα με τη δημιουργία του ΟΔΥΘ (N.5106/1.5.2024) καταργούνται οι Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (συνεταιρισμοί αγροτών που διαχειρίζονται χωρίς κέρδος τα δημόσια συλλογικά εγγειοβελτιωτικά έργα άρδευσης, υπό την εποπτεία της Περιφέρειας), οι δημόσιες υποδομές (φράγματα, λιμνοδεξαμενές, δίκτυα, αντλιοστάσια, γεωτρήσεις) παραχωρούνται στη νέα Α.Ε. για διοίκηση, λειτουργία και συντήρηση και οι δημόσιες υπηρεσίες της Περιφέρειας που έχουν ως βασική αρμοδιότητα την παρακολούθηση των υδάτων και την εποπτεία των παρόχων του νερού, ιδιωτικοποιούνται. Μαζί δηλαδή με τη θέσπιση της ΡΑΑΕΥ (Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων- ν.5037/2023) καθώς και την ανάθεση μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων με τη μορφή Συμβάσεων Σύμπραξης Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ολοκληρώνεται το μεγάλο σχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του νερού και ας το αρνούνταν μέχρι σήμερα όλοι!

Είναι τουλάχιστον αστείο να εξαγγέλλεται ο ολιστικός σχεδιασμός και η κεντρική διαχείριση των έργων και δράσεων για τα ύδατα, όταν παραμένουν ως ασκήσεις επί χάρτου, τα περισσότερα από τα έργα και δράσεις που περιλαμβάνονται στα πρόσφατα αναθεωρημένα Σχέδια Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμού. 

Το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να προχωρά, αφού η λειψυδρία χρησιμοποιείται ως άλλοθι από την κυβέρνηση για να υλοποιήσει την πολιτική της για την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της. Επαναφέρει και πάλι τη συγχώνευση των ΔΕΥΑ με στόχο τη δημιουργία μεγάλων «παικτών» στην υπό διαμόρφωση αγορά υπηρεσιών ύδρευσης–αποχέτευσης, αλλά και άρδευσης, ώστε να υπάρξει ενδιαφέρον από τυχόν επενδυτές που θα προστρέξουν να υλοποιήσουν σχετικά ΣΔΙΤ, έχοντας αφήσει τις ΔΕΥΑ χωρίς την απαραίτητη στήριξη τόσο στην αντιμετώπιση των αυξημένων οικονομικών τους προβλημάτων που δημιουργήθηκαν κυρίως από τις υπέρογκες αυξήσεις της ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και στην υποστελέχωσή τους.

Η μελέτη της Deloitte στην οποία ανέθεσε την χάραξη πολιτικής σε ό,τι αφορά το νερό, που παρουσιάστηκε τον Ιούλιο από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Κωστή Χατζηδάκη, ειδικό στο μεγάλο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων στη χώρα μας, κάνει λόγο για ένα σενάριο το οποίο πριμοδοτεί ευθέως την παράδοση και διαχείριση του νερού με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια της αγοράς. 

Κάτω από τον μανδύα της «εθνικής στρατηγικής» για το νερό και τις αυξημένες ανάγκες υδροδότησης ειδικά στα νησιά λόγω αυξημένου τουρισμού, προωθείται η «μεταρρύθμιση στον τομέα των υδάτων» με επείγοντα χαρακτηριστικά. Σχεδιάζεται η δημιουργία 45 νέων «δημόσιων» εταιρειών για τη διαχείριση του νερού, μία σε κάθε λεκάνη Απορροής Ποταμού (συνολικά υπάρχουν 125 στη χώρα μας) ή για κάθε γεωγραφική περιοχή, οι οποίες θα είναι στην αρμοδιότητα μιας Ανώνυμης Εταιρείας που θα λειτουργεί ως ομπρέλα. Αυτές οι εταιρείες θα αναλάβουν την υλοποίηση των νέων έργων και θα έχουν στην ιδιοκτησία τους τα υφιστάμενα έργα. Η ίδια η μελέτη μιλά για τη βέβαιη αύξηση στο κόστος παροχής του νερού, ανάλογα με την περιοχή και τα προβλήματα που υπάρχουν στην ύδρευση. 

Η τιμολόγηση θα διαμορφώνεται ανάλογα με τη χρήση, την ανταποδοτικότητα και το κέρδος για τους επενδυτές. Το κόστος για την αποκατάσταση των υποδομών ή τον εκσυγχρονισμό των δικτύων θα μετακυλύεται στους καταναλωτές. Η αντιμετώπιση του νερού ως εμπόρευμα και όχι ως κοινωνικό αγαθό, θα φέρει μεγάλες αυξήσεις στις τιμές παροχής νερού. 

Η αξία του νερού όμως δεν μετριέται σε χρήμα, αλλά σε ζωή. Η ευθύνη για τη διαφύλαξή του ανήκει τόσο στο κράτος όσο και σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Μόνο μέσα από συλλογική προσπάθεια μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι το νερό θα παραμείνει προσβάσιμο, καθαρό και άφθονο για τις επόμενες γενιές, γιατί χωρίς αυτό δεν υπάρχει ούτε άνθρωπος, ούτε πολιτισμός, ούτε μέλλον.

*Ο Ν. Βλαχόπουλος είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Γεωλόγων Μελετητών Ελλάδας (ΣΥΝΓΕΜΕ) 

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες