Στα όρια της κατάρρευσης ή πρόκληση για ένα καλύτερο αύριο; Να μιλήσει επιτέλους η κοινωνία

Πρόκειται για το μοναδικό νοσηλευτικό ίδρυμα στο νησί και το πιο καινούργιο  νοσοκομείο στη χώρα (2012). Το τελευταίο που κατασκευάστηκε πριν τη λαίλαπα των μνημονίων και το μόνο που δεν εγκαινιάστηκε ποτέ με τον φανφαρόνικο    τρόπο που συνηθίζεται να παραδίδουν οι κρατούντες τις καινούργιες δομές κοινωνικής πρόνοιας, σα να φτιάχνονται με δικά τους χρήματα και όχι με τις οικονομίες των φορολογούμενων (γιατί οι εργαζόμενοι τα χρεώνονται ακόμα και όταν φαίνεται ότι πρόκειται για ευρωπαϊκά κονδύλια, με αντάλλαγμα τα ατέλειωτα πανωτόκια και τη μνημονική φτωχοποίηση της κοινωνίας).

Το ολοκληρωμένο υπερσύγχρονο νοσοκομείο παραδόθηκε προς χρήση με απαίτηση των εργαζομένων του και της τοπικής κοινωνίας, όταν οι προηγούμενοι κυβερνώντες δεν είχαν προλάβει και οι επόμενοι  φύλαγαν τα εγκαίνιά του για δικό τους πολιτικό όφελος, μεταξύ των βουλευτικών εκλογών του Μάη και του Ιούνη του 2012. Γεγονός είναι ότι αν τότε δεν είχε γίνει η μεταφορά, κανείς δεν ξέρει με τι καθυστέρηση θα το είχαν οι υπεύθυνοι τελικά κάνει, αφού, τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν από τα πιο περιορισμένα όσο αφορά τις κοινωνικές δαπάνες και δεν θα ήταν η πρώτη φορά που ολοκληρωμένο νοσοκομείο έμεινε για χρόνια κλειστό, επειδή δεν εγκρίνονταν οι  νέες δαπάνες λειτουργίας του, με αποτέλεσμα τη φθορά του ιατρομηχανολογικού του εξοπλισμού και τη στέρησή του για χρόνια, από την κοινωνία για την οποία προορίζονταν.

Έκτοτε πέρασαν έξη χρόνια, το νέο νοσοκομείο αναπτύχθηκε και προσέφερε σε ντόπιους και ξένους σημαντικά αναβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας. Όμως, στα χρόνια των μνημονίων, η χρηματοδότησή του καθηλώθηκε στα επίπεδα του παλιού και η στελέχωσή του φτώχυνε τόσο, που σήμερα να υπηρετούν μόνο το 55% των προβλεπόμενων από τον οργανισμό γιατρών, μόνο το 38% των αντίστοιχων  νοσηλευτών, μόνο το 50% των διοικητικών που απαιτούνται, ενώ οι βοηθητικές υπηρεσίες (καθαρισμός, σίτιση, ιματισμός κ.α) περιορίστηκαν σε δύο, ένα, ή κανένα εργαζόμενο.

Η κρίση στα χειρουργεία ανέδειξε, όσο  αφορά τη Διοίκηση και την προϊστάμενη αρχή της, την τραγική αυθαιρεσία και την απαξίωση από πλευράς της, τής λειτουργίας συλλογικών οργάνων, όπως το Επιστημονικό συμβούλιο, ο σύλλογος εργαζομένων, ή ακόμα και η αρμόδια επιστημονική επιτροπή, που το υπουργείο είχε ορίσει για τη διερεύνηση του προβλήματος. Επίσης, αναδείχτηκε η σημασία της ύπαρξης συμβάσεων συντήρησης και τακτικού ελέγχου του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού, που όμως, ακόμα δεν μπορούν να προχωρήσουν λόγω της  απελπιστικής στενότητας του προϋπολογισμού του ιδρύματος. Σημειωτέον ότι, ακόμα και τα κονδύλια για επικουρικό προσωπικό έχουν όχι μόνο μειωθεί, αλλά και συχνά χρησιμοποιούνται για άλλες επείγουσες και ανελαστικές δαπάνες, ενώ οι δαπάνες για μηνιαίες πληρωμές των εφημεριών των γιατρών έχουν μειωθεί στο μισό αυτών του 2011, την ίδια στιγμή που οι μισθοί τους έχουν περικοπεί  κατά 40-50%. Και όλα αυτά όταν είναι γεγονός ότι έχει αυξηθεί η ανάγκη παροχής υπηρεσιών, γιατί έχει τουλάχιστον αυξηθεί κατά 30% η τουριστική κίνηση στο νησί τα τελευταία 5 έτη, ενώ παράλληλα, στο νοσοκομείο αυξήθηκε η προσέλευση του ντόπιου πληθυσμού που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας.

Όμως, αν η υποστελέχωση είναι ένα πρόβλημα, φαίνεται ότι ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι εδώ και δύο χρόνια η εθελούσια αποχώρηση γιατρών που επικαλούνται οικονομική δυσπραγία, εργασιακό φόρτο δουλειάς που τους οδηγεί σε «ηθική και σωματική εξάντληση» και  αυτά, σε ένα περιβάλλον δυναμιτισμένο από την πρόσφατη κρίση στα χειρουργεία και τη διοίκηση να βρίσκεται απέναντι, με πειθαρχικές διώξεις και προκλητικές ποινές και πάντως, όχι σε συνεννόηση και συνεργασία  με τους εργαζόμενους.                                                                                                                                       

Έτσι, είχαμε την αποχώρηση οκτώ συνολικά γιατρών, τα τελευταία δύο χρόνια, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι τέσσερεις παιδίατροι, με αποτέλεσμα, τελικά να οδηγηθεί σε αδιέξοδο η  λειτουργία της παιδιατρικής κλινικής, με αβέβαιο ακόμα το αν και με πόσους γιατρούς θα γίνει κατορθωτό να ξαναλειτουργήσει. Έτσι έμεινε το αναισθησιολογικό τμήμα με μόνο δύο αναισθησιολόγους, δηλαδή ακάλυπτο από εφημερεύοντες για 10 ημέρες το μήνα, ενώ η μονάδα τεχνητού νεφρού παραμένει με δύο νεφρολόγους εδώ και 20 έτη, όταν την εποχή εκείνη ήταν 10 οι αιμοκαθαρόμενοι, ενώ αυξήθηκαν σε 25, τα τελευταία χρόνια. Όμως και σήμερα, που ξεπερνούν τους 30 οι αιμοκαθαρόμενοι, με τα νέα περιστατικά να μην δύνανται πλέον να εξυπηρετούνται, παραμένουν ακόμα δύο οι νεφρολόγοι, με άμεση ανάγκη για άλλους δύο τουλάχιστον.   

Όμως, ότι και πούμε για ολιγωρία και υποτίμηση των αναγκών, αλλά και του υπάρχοντος ιατρομηχανολογικού εξοπλισμού θα είναι λίγο, αν δεν αναφέρουμε το θρίλερ σχετικά με την Μονάδα Εντατικής Θεραπείας που δεν λειτούργησε ποτέ, ενώ υπήρξε η κρίσιμη περίοδος  (εκείνη της κρίσης των χειρουργείων), που θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή προκειμένου να ξεκινήσει επιτέλους  η λειτουργία της. Οι πρόσφατοι θάνατοι συμπολιτών μας, που στάθηκε αδύνατο να διακομιστούν, για πάνω από μία εβδομάδα, σε ΜΕΘ, λόγω ανυπαρξίας ελεύθερης  θέσης, έχουν βέβαια θορυβήσει την κοινωνία και προβληματίσει τη διοίκηση και το υπουργείο, όμως καθόλου λόγος δεν γίνεται, ακόμα και τώρα, για μια γενναία απόφαση εκκίνησης της πλήρους εξοπλισμένης μονάδας στο νοσοκομείο Ζακύνθου.

Και επειδή η φιλολογία περί της ΜΕΘ που «η κυβέρνηση θέλει να ανοίξει», αλλά «δεν βρίσκονται  γιατροί»,  καλά κρατεί, θα πρέπει να πούμε ότι αυτό που λείπει είναι η πολιτική απόφαση να εξασφαλιστεί το σύνολο των προϋποθέσεων για τη  δημιουργία ΜΕΘ, που, σε στελέχωση, χρηματοδότηση και οργάνωση, ισοδυναμεί με μια μεγάλη κλινική με ιδιαίτερα απαιτητικά  επιστημονικά standars και πολύ μεγάλη αυστηρότητα στην τήρηση των κανόνων λειτουργίας της.

Γιατί βεβαίως είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς προκηρύχτηκαν μέχρι και τέσσερεις θέσεις γιατρών για τη μονάδα, αλλά αυτό έγινε τόσο ενωρίς, στο παλαιό νοσοκομείο, όπου ΜΕΘ τότε δεν υφίστατο, αλλά «επρόκειτο να δημιουργηθεί», έτσι που οι γιατροί είτε δεν έβαζαν υποψηφιότητα, είτε όταν διορίζονταν δεν παρέμειναν τελικά στη Ζάκυνθο, είτε, κάποιοι που παρέμειναν,  μετακινούνταν τελικά σε άλλες κλινικές, προκειμένου να αξιοποιηθούν, δεδομένης της σταθερής υποστελέχωσης του νοσοκομείου.                                                                                                Και όταν στο νέο  Νοσοκομείο προκηρύσσονταν θέσεις γιατρών μονάδας, αυτό γινόταν αποσπασματικά και καλύπτονταν από γιατρούς που συχνά χρειάζονταν επιπλέον εκπαίδευση για να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες ανάγκες, ενώ η ίδια η μονάδα παρέμενε «φάντασμα» προς αναζήτηση. Πρέπει να σημειώσουμε, όμως, ότι όσο απαραίτητοι είναι οι εξειδικευμένοι γιατροί, που πρέπει να εργάζεται τουλάχιστον ένας ανά κρεβάτι ΜΕΘ (5), άλλο τόσο απαραίτητη είναι η νοσηλευτική της στελέχωση, με τουλάχιστον 2 ή 3 εργαζόμενους ανά κρεβάτι νοσηλείας (12-15). Η τελευταία όμως προϋπόθεση λειτούργησε απαγορευτικά  στην προοπτική εκκίνησης ΜΕΘ, δεδομένων των τραγικής ελλείψεων σε νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο, ήδη στις υπάρχουσες κλινικές λειτουργεί συχνά κάτω από τα όρια ασφάλειας, με τεράστια προβλήματα στη λήψη αδειών και ρεπό.

Είναι καιρός λοιπόν να αφήσουμε την κλαψούρα και το μοιρολόι, ένθεν και ένθεν. Η κοινωνία να απαιτήσει ό,τι δικαιούται και ό,τι δεν θα της χαρίσουν αν δεν το διεκδικήσει. Η διοίκηση του Νοσοκομείου να εκκινήσει διαδικασία νέων προκηρύξεων, παράλληλα γιατρών και νοσηλευτών, εξειδικευμένων σε λειτουργία ΜΕΘ, αλλά και με ειδικά επιστημονικά και οικονομικά κίνητρα,  αξιοποιώντας, τόσο το «δυσπρόσιτο και νησιωτικό» χαρακτήρα του νησιού μας, όσο και την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην οποία βρισκόμαστε λόγω σεισμών, ώστε οι γιατροί που θα προσληφθούν και που πιθανά θα προέρχονται εκτός Ζακύνθου, να μείνουν και να εργαστούν στο νησί και αν κάποτε φύγουν να βρεθούν με αυξημένα προσόντα για  τη διεκδίκηση της επόμενης θέσης προτίμησής τους.             

Η κυβέρνηση, να αποφασίσει μια γενναία και μόνιμη  αύξηση του προϋπολογισμού του νοσοκομείου Ζακύνθου, όχι μόνο για να λειτουργήσει επιτέλους η ΜΕΘ, αλλά και ο μαστογράφος, η μέτρηση οστικής πυκνότητας και το παθολογοανατομικό εργαστήριο, αλλά  και να υποστηριχθεί, οικονομικά και στελεχικά, η ζωτικής σημασίας λειτουργία τμημάτων και κλινικών, να σταματήσει η «αιμορραγία» σε γιατρούς που αποχωρούν και να λειτουργήσει ξανά το νέο νοσοκομείο Ζακύνθου, όπως ο σχεδιασμός του προβλέπει και όπως οι ανάγκες της κοινωνίας του νησιού το απαιτούν. 

Ζάκυνθος 21/1/2019

*Πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Ζακύνθου