Ενεργειακοί ανταγωνισμοί και πολεμική απειλή

Ζούμε σε μια εποχή όξυνσης των οικονομικών, πολιτικών και πολεμικών ανταγωνισμών, ή αλλιώς στην εποχή της πολύ-κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Έτσι έχει χαρακτηριστεί η παγκόσμια έρπουσα συστημική κρίση στην οικονομία, στην πολιτική διαχείριση, στο περιβάλλον. Από τον εμπορικό «πόλεμο» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μέχρι τους ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, τα κράτη διαξιφίζονται για τον έλεγχο όχι γενικά πλουτοπαραγωγικών πηγών, αλλά για τον έλεγχο υπαρκτών και πιθανών κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο) και για τον έλεγχο των αντίστοιχων εμπορικών – ενεργειακών διαδρομών. 

Ο διεθνής καπιταλιστικός ανταγωνισμός για τους φυσικούς πόρους έχει μπει σε μια νέα και πολύ επικίνδυνη φάση, η οποία συνδέεται με την πολυπολικότητα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού. Την ίδια στιγμή η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, περιβαλλοντικές οργανώσεις και κινήματα επισημαίνουν τον κίνδυνο αφενός εξάντλησης των φυσικών πόρων και αφετέρου τον κίνδυνο της κλιματικής καταστροφής από την επιμονή στην στρατηγική του εξορυκτισμού και την ενεργειακή εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. 

Ενεργειακοί και πολεμικοί ανταγωνισμοί

Στη συμπλήρωση του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα, η όξυνση των πολεμικών ανταγωνισμών έχει φέρει το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης πιο κοντά από ποτέ μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι και οι επεμβάσεις δε σταμάτησαν ποτέ, αλλά οι δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού συγκρούονταν σε περιφερειακά εδάφη είτε άμεσα είτε δια αντιπροσώπων. Η ιστορία της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής είναι μια ιστορία συνυφασμένη με τις εξορύξεις και τις πολεμικές συγκρούσεις για τον έλεγχο περιοχών και κοιτασμάτων. Όχι τυχαία. Στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική βρίσκεται πάνω από το μισό των διαθέσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου και υδρογονανθράκων όλου του πλανήτη. 

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία, μεταξύ Ρωσίας από τη μία και της Ουκρανίας μαζί με τους ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους της από την άλλη δεν άφορα στην ουσία του τον έλεγχο εδαφών και την προσάρτηση τμήματος της ουκρανικής επικράτειας από τη Ρωσία. Στον πυρήνα της πολεμικής σύγκρουσης βρίσκεται η προσπάθεια διαπραγμάτευσης ισχύος από το Ρωσικό κράτος με κύριο «όπλο» το φυσικό αέριο, από το οποίο σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνταν οι χώρες της ΕΕ μέχρι το 2021 (περίπου το 40% της συνολικής κατανάλωσης). Ακόμα και σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες συνέχιζαν να προμηθεύονται ρωσικό φυσικό αέριο (περίπου το 15% της συνολικής κατανάλωσης) μέσω Ουκρανίας! 

Μόνο τώρα, τον Ιανουάριο του 2025, θα σταματήσει η διάθεση φυσικού αερίου, απόφαση η οποία μένει να δούμε τι συνέπειες θα έχει. Από τη μία είναι πολύ πιθανό να προκληθούν νέες αυξήσεις στις τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές αγορές. Από την άλλη, εκτιμάται ότι θα πληγεί η ρωσική ικανότητα χρηματοδότησης του πολέμου. Την ίδια στιγμή, στρατιωτικοί αναλυτές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ρωσικού βομβαρδισμού του ουκρανικού δικτύου αγωγών φυσικού αερίου, από τη στιγμή που δε θα μπορεί να προσφέρει οικονομικά οφέλη για το Ρωσικό κράτος. Ο βομβαρδισμός τέτοιου είδους υποδομών στη διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων, συνιστά κίνηση κλιμάκωσης. 

Βέβαια η Ρωσία, ψάχνει και άλλες εναλλακτικές, λιγότερο αιματηρές, όπως τα αχανή κοιτάσματα υδρογονανθράκων που φέρεται να ανακάλυψε στην Ανταρκτική, τα οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα μπορούν να φτάσουν τα 511 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, περίπου 10 φορές η παραγωγή της Βόρειας Θάλασσας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η συνθήκη της Ανταρκτικής του 1959 απαγορεύει κάθε εξόρυξη, ωστόσο ο κίνδυνος η Ρωσία να αποσυρθεί από τη συνθήκη είναι υπαρκτός. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να είναι απολύτως καταστροφικό για τον πλανήτη καθώς θα επιτάχυνε το λιώσιμο των πάγων και η στάθμη της θάλασσας θα ανέβαινε με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Θα έβρισκε επίσης και ανταγωνιστές που είτε θα θέλουν να εμποδίσουν τη Ρωσία είτε να εκμεταλλευτούν οι ίδιοι τα πιθανά κοιτάσματα. Και ένας από τους τρόπους που αυτό γίνεται είναι με τη διπλωματία των όπλων. 

Ένα τέτοιο σενάριο παρότι δε μοιάζει το πιο πιθανό, δεν πρέπει να θεωρείται μη ρεαλιστικό. Ας θυμηθούμε την προηγούμενη αντιπαράθεση για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων στην Αρκτική μετά το λιώσιμο των πάγων λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, πριν δύο-τρία χρόνια. Πιστεύεται ότι στην Αρκτική βρίσκεται περίπου το 25% των ανεξερεύνητων ενεργειακών αποθεμάτων και έτσι αντιπροσωπεύει ένα ελκυστικό έπαθλο για το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ακόμα μία πολεμική σύγκρουση. ΗΠΑ, Καναδάς, ΕΕ, Ρωσία και Κίνα ανταγωνίζονται για το ποιος θα έχει τα δικαιώματα διέλευσης, αλλά και ποιος θα ελέγχει τους πόρους που βρίσκονται στη θάλασσα και στο βυθό. 

Η αναζήτηση εναλλακτικών εισροών φυσικού αερίου δεν είναι καθόλου εύκολη και σκοντάφτει σε άλλους ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ο τουρκικός αγωγός που έρχεται από τη Μαύρη Θάλασσα έχει περιορισμένη χωρητικότητα και δεν μπορεί να καλύψει τις απώλειες του ουκρανικού διαδρόμου. Την ίδια στιγμή όμως η Τουρκία φαίνεται ότι κινείται στην ανακήρυξη ΑΟΖ από κοινού με το νέο καθεστώς της Συρίας, οξύνοντας τόσο τις σχέσεις της με την ΕΕ όσο και τον ανταγωνισμό με το ελληνικό κράτος. 

Το τουρκικό κράτος αναζητά τις συμμαχίες του στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ώστε να καταστήσει εαυτόν ρυθμιστικό παράγοντα μεγάλης κλίμακας και να διεκδικήσει ρόλο ως ενεργειακός κόμβος. Από τις πρώτες χώρες που έσπευσαν να αναγνωρίσουν τη νέα Συριακή ηγεσία της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ και να επαναλειτουργήσουν τις πρεσβείες τους στη Συρία, ήταν η Τουρκία και το Κατάρ, από τους μεγαλύτερους πετρελαιοπαραγωγούς στον κόσμο. Τουρκία και Κατάρ είναι από τα κράτη τα οποία δηλώνουν στο πλευρό της Παλαιστίνης και στην Ντόχα, πρωτεύουσα του Κατάρ, διεξάγονται συνομιλίες για την προσπάθεια εύρεσης συμφωνίας για εκεχειρία στην Παλαιστίνη, μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς. 

Από την άλλη η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια έχει προσπαθήσει να έχει το κυρίαρχο ρόλο στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, εμφανιζόμενη ως ο πιο θερμός υποστηρικτής των ευρω-νατοϊκών συμφερόντων και ταυτόχρονα όπως έχει διακηρύξει επανειλημμένα η κυβέρνηση να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο της ευρύτερης περιοχής.

Αυτό έχει τρεις βασικές συνέπειες. Πρώτον, έχει αναδειχθεί σε εθνική στρατηγική η εμπορική-στρατιωτική συμμαχία με τον «άξονα» Κύπρος-Ισραήλ-Αίγυπτος σε μία κατεύθυνση «περικύκλωσης» της Τουρκίας και δημιουργίας τετελεσμένων για το ποιος ελέγχει την περιοχή και ποιος θα διεκδικήσει να εκμεταλλευτεί πιθανά κοιτάσματα. Πριν λίγα χρόνια, αυτή η συμμαχία μεταφραζόταν στο φαραωνικό σχέδιο του αγωγού φυσικού αερίου EastMed, το οποίο κατέρρευσε την περίοδο της πανδημίας. Αυτή η επιλογή καθιστά επίσης την ελληνική κυβέρνηση συνένοχη στη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από τον Οκτώβρη του 2024 μέχρι σήμερα, αφού η εθνική στρατηγική επιτάσσει την πάση θυσία διατήρηση της συμμαχίας με το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ. 

Δεύτερον, μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας έχει δοθεί βορά στις πετρελαϊκές για εξορύξεις υδρογονανθράκων, από την Κρήτη μέχρι τον Πατραϊκό κόλπο, το Ιόνιο και την Ήπειρο. Ο κίνδυνος που υπάρχει και μόνο από τις δοκιμαστικές – ερευνητικές γεωτρήσεις σε πολύ μεγάλα βάθη είναι πολύ μεγάλος ενώ η επιμονή στα ορυκτά καύσιμα καθιστά υποκριτικές τις όποιες κυβερνητικές εξαγγελίες για μία κάποια «πράσινη ενεργειακή μετάβαση». 

Τρίτον, η Ελλάδα υλοποιεί τα τελευταία χρόνια ένα τεράστιο εξοπλιστικό πρόγραμμα που ξεπερνάει τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, αγοράζοντας πολεμικά αεροσκάφη, πολεμικές φρεγάτες ενώ ταυτόχρονα επεκτείνονται και ενισχύονται οι ΝΑΤΟϊκές βάσεις. Οι εξοπλισμοί αυτοί δεν είναι αμυντικοί, όπως είθισται να αποκαλούνται στη δημόσια συζήτηση. Αντίθετα, είναι μία επιθετική εξοπλιστική πολιτική που θέλει να δηλώσει με σαφήνεια ότι εάν χρειαστεί το ελληνικό κράτος θα διεκδικήσει το ρόλο του στην περιοχή και με τη δύναμη των όπλων. Ταυτόχρονα, έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μεγαλύτερη ενεργή εμπλοκή σε περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις αλλά και στη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού είτε μέσω της διάθεσης των βάσεων για ανεφοδιασμό και εξοπλισμό του σιωνιστικού κράτους του Ισραήλ είτε πιο άμεσα, όπως συνέβη με την ελληνική φρεγάτα στην Ερυθρά Θάλασσα πριν λίγους μήνες.

Για την ειρήνη ενάντια στον πόλεμο και τις εξορύξεις

Οι σημερινοί ιμπεριαλιστικοί-πολεμικοί ανταγωνισμοί έχουν στον πύρηνα τους τον έλεγχο ενεργειακών πόρων ορυκτών καυσίμων και ενεργειακών δρόμων. Όποια δύναμη μπορεί να ελέγχει την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων και μπορεί να εγγυάται τη μεταφορά του σε μεγάλες ποσότητες διεκδικεί ισχυρότερη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, συμμαχώντας με κάποιες και ανταγωνιζόμενη κάποιες άλλες. Στην εποχή του πολυ-πολικού ιμπεριαλισμού και της πολυκρίσης τα στρατόπεδα και οι συμμαχίες ανακατατάσσονται ενώ η εποχή της κυριαρχίας της υπερδύναμης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού έχει περάσει πλέον στο παρελθόν. Μία τέτοια διαπίστωση είναι κρίσιμη για δύο βασικούς λόγους.

Ο πρώτος έχει να κάνει με την ίδια τη φύση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ καπιταλιστικών κρατών. Δεν υπάρχει «καλός» και «κακός» ιμπεριαλιστής ώστε να χρειαστεί να πάρουμε το μέρος του ενός ή του άλλου. Αντίθετα η ριζοσπαστική – αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να είναι ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό διατηρώντας απόλυτα την ανεξαρτησία της από οποιεσδήποτε ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις.

Ο δεύτερος αφορά καταρχάς το ζητήματα των εξορύξεων και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Η χρήση ορυκτών καυσίμων αποτελεί την κύρια πηγή παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου, τα οποία κατ’ επέκταση ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Το 2024 έχει καταγραφεί ως η πιο θερμή χρονιά του πλανήτη με τη μέση θερμοκρασία παγκοσμίως να αυξάνεται κατά 1.5οC. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για αυτό το πρόβλημα όσο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» δεν μπορεί να προσφέρει την κερδοφορία που εγγυάται η βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων. Γι αυτό άλλωστε και οι τελευταίες διεθνείς διασκέψεις για το κλίμα έχουν μετατραπεί σε πεδίο επιρροής των πετρελαϊκών λόμπι. 

Η καθολική εναντίωση στις εξορύξεις ορυκτών καυσίμων και η προστασία του περιβάλλοντος δεν αποτελούν μια αφηρημένη περιβαλλοντική ευαισθησία αλλά είναι διεκδικήσεις που σχετίζονται άμεσα με τον πόλεμο και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Με αυτή την έννοια ο αγώνας για να σταματήσουν οι εξορύξεις και να προστατευτεί το φυσικό περιβάλλον είναι αναπόσπαστο τμήμα του «προγράμματος» της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον αντιπολεμικό-αντιμπεριαλιστικό αγώνα, για την ειρήνη και τη φιλία των λαών ενάντια στα πολεμικά σχέδια των κυρίαρχων τάξεων.

Η δική μας δύναμη, της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του εργατικού κινήματος βρίσκεται στη συλλογική κινητοποίηση, όσο και εάν τα «μεγέθη» που έχουμε να αντιμετωπίσουμε φαντάζουν δυσθεώρητα και όσο και εάν έχουμε ακόμα δρόμο για να χτίσουμε εκείνη την υπολογίσιμη δύναμη. Ωστόσο υπάρχουν δυνατότητες να επιτυγχάνονται νίκες και μάλιστα σημαντικές. Το περιβαλλοντικό κίνημα ενάντια στις εξορύξεις στην Ήπειρο, από τα πιο δυναμικά τοπικά κινήματα και με δράση πολλών χρόνων, κατάφερε να εκδιώξει την Energean, που ήταν η τελευταία εταιρεία που είχε απομείνει στο ερευνητικό πρόγραμμα για τους υδρογονάνθρακες στην περιοχή. Ο πολυετής ηρωικός αγώνας της τοπικής κοινωνίας απέναντι σε μεγάλα οικονομικά συμφέροντα κατάφερε να κερδίσει και να σταματήσει τα προγράμματα εξορύξεων στην Ήπειρο. Μία άλλη νίκη, όχι περιβαλλοντική, ήταν αυτή των εργατών στο λιμάνι του Πειραιά που κατάφεραν να μπλοκάρουν πολεμικό υλικό που προοριζόταν για το σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ. Μία πολύ σημαντική νίκη, που στο βαθμό που μπορούσε σαμποτάρισε την ενίσχυση του Ισραήλ.

Κάθε αγώνας, μικρότερος ή μεγαλύτερος ενάντια στις εξορύξεις, κάθε αγώνας ενάντια στη συνέχιση της συμμαχίας με το κράτος δολοφόνο του Ισραήλ, κάθε διεκδίκηση για να κατευθυνθούν οι οικονομικοί πόροι προς την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών και όχι στους πολεμικούς εξοπλισμούς, μπορεί να χτίζει κοινωνική δύναμη και επιχειρεί να αποδυναμώσει τη δυνατότητα εμπλοκής του ελληνικού κράτους σε πολεμικές συγκρούσεις. Αυτή η δύναμη είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να αποτρέψουμε τα εφιαλτικά σενάρια γενικευμένων πολέμων και της οριστικής καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες