Ο ευρωπαϊκός εργατικός διεθνισμός που εκ των πραγμάτων προκύπτει και αναδύεται από τις λαϊκές κινητοποιήσεις στους επιμέρους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, μπροστά μάλιστα στην εξελισσόμενη απονομιμοποίηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έρχεται στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων έναντι των πολιτικών των ευρωπαϊκών θεσμικών κέντρων (Κομισιόν, Γιουρογκρούπ, ΕΚΤ).
Τελικά δεν ήταν μόνον η ελληνική κοινωνία που μετατράπηκε σε ευρωπαϊκό «πειραματόζωο» στην τελευταία πενταετία των μνημονιακών πολιτικών και της καπιταλιστικής κρίσης. Και ο βρόγχος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν ήταν σε τελική ανάλυση παρά η αφορμή, το πρόσχημα, το όχημα για την επιβολή ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων στην οικονομία. Αυτό καταδεικνύει η σημερινή γαλλική περίπτωση με το νομοσχέδιο Εμμανουέλ Μακρόν, που συζητείται αυτές τις ημέρες στη γαλλική Γερουσία, προκειμένου να πάρει την τελική έγκριση, μια και αυτό το νομοθετικό σώμα κυριαρχείται από τις συντηρητικές δυνάμεις, και αφού παρακάμφθηκε «νομότυπα» η διαδικασία της ψήφισής του από την Εθνοσυνέλευση (άρθρο 49 – 3 του γαλλικού Συντάγματος) και θεωρήθηκε ως εγκεκριμένο χωρίς διαδικασία ψηφοφορίας, εφόσον η σοσιαλιστική κυβέρνηση δέσμευσε την ευθύνη της ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης και δεν ακολούθησε η κατάθεση πρότασης μομφής.
Την ελληνική περίπτωση είχε ακολουθήσει ήδη η ιταλική κυβέρνηση της κεντροαριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος με την άρση των περιορισμών στις απολύσεις εργαζομένων στις βιομηχανικές επιχειρήσεις, προστασία που είχε κατακτηθεί μετά το «θερμό εργατικό φθινόπωρο» του 1969. Φυσικά τα πρωτεία κατείχε ήδη η γερμανική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, που με την Χάρτα του Πήτερ Χαρτζ είχε εισάγει «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας με τη μορφή των πιο ακραίων περιπτώσεων προσωρινής και μερικής απασχόλησης (μηνιαίος μισθός 400 ευρώ για 15 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας, η «απασχόληση με 2,5 ευρώ την ώρα», επί ποινή αποστέρησης της κοινωνικής βοήθειας των ανέργων στην περίπτωση άρνησής τους). Και αντίστοιχα η επιβολή των «συμβάσεων μηδενικών ωρών απασχόλησης», από την κυβέρνηση των Εργατικών των Τόνυ Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν, όπου ο εργαζόμενος που υπάγεται σ’ αυτές τις ρυθμίσεις μαθαίνει το ωράριο εργασίας του την τελευταία στιγμή κάθε φορά.
Ένα γαλλικό μνημόνιο πανομοιότυπο με τα ελληνικά
Σήμερα σειρά έχει έτσι η γαλλική εργατική τάξη που προορίζεται να δεχθεί ισχυρά πλήγματα στο εργασιακό και κοινωνικό της καθεστώς από το νομοσχέδιο του υπουργού οικονομικών της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ, που παίρνει αυτές τις μέρες την τελική νομοθετική του έγκριση. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ελληνικού τύπου Μνημόνιο, ευρύτατων διαστάσεων, που εκπορεύεται από την οικονομική γραφειοκρατία των Βρυξελλών και καλύπτει σημαντικούς τομείς των όρων απασχόλησης της μισθωτής εργασίας, αλλά και μικροαστικών στρωμάτων, χωρίς να συντρέχει καμία πίεση αποπληρωμής υπέρογκων δανείων και καταβολής αλλεπάλληλων δόσεων. Μεταξύ των πολυπληθών μέτρων αποδιάρθρωσης της εργατικής νομοθεσίας και της κοινωνικής πολιτικής, επιβάλλονται κατά τρόπο πανομοιότυπο με την ελληνική περίπτωση [Αναλυτική αναφορά από τον Μαρτίν Μπυλάρ «Ο νόμος Εμμανουέλ Μακρόν : Η επιλογή του συνεχώς λιγότερα», Μοντ Ντιπλοματίκ, Απρίλιος 2015] :
Α) Ο εξοβελισμός των προστατευτικών διατάξεων του Κώδικα Εργασίας από τις σχέσεις εργοδοτών – εργαζομένων, και η επιβολή της κυριαρχίας των διατάξεων του Αστικού Κώδικα στις εργασιακές σχέσεις είναι καταφανής. Έτσι οι ιδιωτικές συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ των δύο μερών (που είναι ανισοβαρείς) αφαιρούνται από τις υποχρεωτικές ρυθμίσεις της προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας. Οι ποινές που προβλέπονταν σε βάρος των εργοδοτών για παραβιάσεις των συνδικαλιστικών ελευθεριών μειώνονται έτσι ώστε γίνονται αμελητέες, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να θέτουν ανενόχλητες εμπόδια στην άσκηση του συνδικαλιστικού δικαιώματος. Στις περιπτώσεις απολύσεων των εργαζομένων η εργοδοσία δεν είναι υποχρεωμένη πλέον να διαβουλεύεται με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, πράγμα που μετρίαζε την ισχύ του διευθυντικού δικαιώματος. Μάλιστα οι αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων που ακυρώνουν μια καταχρηστική και παράνομη απόλυση δεν θα οδηγούν πλέον ούτε στην επαναπρόσληψη των μισθωτών, ούτε στην χορήγηση μισθών υπερημερίας ως αποζημίωση της απόλυσης.
Β) Στο επίπεδο των εμπορικών υπηρεσιών δημιουργούνται με βάση τις προβλέψεις του νόμου Εμμανουέλ Μακρόν «διεθνείς τουριστικές ζώνες» που να λειτουργούν όλες τις Κυριακές του χρόνου και μάλιστα μέχρι τα μεσάνυχτα, με αποτέλεσμα την επιδείνωση των όρων απασχόλησης των εμποροϋπαλλήλων, που άλλωστε αμείβονται γενικά με τους πλέον χαμηλούς μισθούς, και την εκκαθάριση και εξαφάνιση των εμπορικών καταστημάτων. Αυτό προς όφελος των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων, τη στιγμή μάλιστα που η διεύρυνση του χρόνου λειτουργίας του εμπορικού τομέα δεν οδηγεί κατ’ ανάγκην στην αύξηση της κατανάλωσης, στο μέτρο που συμβαδίζει αντιθέτως με την μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργατικών νοικοκυριών.
Γ) Αντίστοιχα με την ελληνική περίπτωση, ο χορός των ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπει το νομοσχέδιο εντείνεται. Στην πρώτη γραμμή αναδεικνύεται η αποκρατικοποίηση του μετοχικού κεφαλαίου των δημόσιων πολεμικών βιομηχανιών και μάλιστα η εξαγορά τους από αντίστοιχους κολοσσούς της γερμανικής βιομηχανίας, επιφέροντας μείωση των δυνατοτήτων άσκησης αμυντικής πολιτικής. Παράλληλα θεσμοθετείται η μεταβίβαση στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα μιας πληθώρας αεροδρομίων όπως της Λυών, της Νίκαιας, της Τουλούζης κλπ. Και το πιο «πρωτοπόρο» από την άποψη των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, προβλέπεται η ίδρυση θυγατρικών νοσηλευτικών επιχειρήσεων ιδιωτικού χαρακτήρα από τα ίδια τα Νοσηλευτικά Πανεπιστημιακά Κέντρα, όπου οι ιδιωτικές ιατρικές επιχειρήσεις θα αξιοποιούν τα προϊόντα και αποτελέσματα των ερευνών των δημόσιων πανεπιστημιακών νοσοκομείων, εξάγοντας ιδιωτικές νοσηλευτικές υπηρεσίες στη λογική ενός «ιατρικού τουρισμού» για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα σε διεθνές επίπεδο [ Τέτοιου είδους «μεταρρυθμίσεις» υποστηρίζονταν ήδη από την σοσιαλδημοκρατική διανόηση : Φιλίπ Ασκεναζύ «Οι τυφλές δεκαετίες – Απασχόληση και ανάπτυξη 1970 – 2010», Πόλις 2013].
Δ) Τέλος με τις νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις των γάλλων σοσιαλφιλελευθέρων είναι εμφανής η συρρίκνωση των δημοκρατικών διαδικασιών, κατά τον ίδιο τρόπο με την ελληνική περίπτωση. Δεν αρκούσε δηλαδή η κατ’ εξαίρεσιν έγκριση του νομοσχεδίου από την γαλλική Εθνοσυνέλευση χωρίς ψηφοφορία, αλλά και το σύνολο των ρυθμίσεών του και πρακτικών του εφαρμογών θα γίνεται με την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου ή προεδρικών διαταγμάτων, παρακάμπτοντας την δημοκρατική κοινοβουλευτική διαδικασία. Πρόκειται μ’ άλλες λέξεις για ένα σύνολο νεοφιλελεύθερων μέτρων που δημιουργούνται για την επίτευξη της ανταγωνιστικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, διαμορφώνοντας τους κατάλληλους όρους για την ευρεία είσοδο αμερικανικών και κυρίως κινεζικών κεφαλαίων στη γαλλική οικονομία. Άλλωστε η ηγεσία των κινεζικών επιχειρήσεων, κρατικών και ιδιωτικών, που έχουν προχωρήσει σε μεγάλες εξαγορές γαλλικών βιομηχανιών (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία κλπ.), εκτιμά ότι «οι ευρωπαϊκοί λαοί χρειάζεται πλέον να αντιληφθούν ότι με την σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν μπορούν να διατηρούνται τα κοινωνικά κεκτημένα» (δηλώσεις πριν από έναν χρόνο του υπουργού ευρωπαϊκού εμπορίου της Κίνας Μα Σε).
Οι όροι των ευρωπαϊκών κοινωνικών αντιπαραθέσεων
Τα πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την προώθηση αυτών των ακραία νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων από την γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση είναι πολυσήμαντα, και μεταξύ των άλλων :
1) Οι ρυθμίσεις αυτές προωθούνται στη γαλλική οικονομία χωρίς αναγκαστικά να λειτουργεί ο βρόγχος του δημόσιου χρέους και η απαίτηση καταβολής δόσεων στο ΔΝΤ, ΕΚΤ κλπ. Άρα πρόκειται για μεταλλάξεις που προάγονται από την ισχυρή επιχειρηματική εργοδοσία, σε πλήρη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα που αντιπροσωπεύουν την ενοποίηση των αστικών τάξεων της ηπείρου. Κατ’ αυτή την έννοια τα αντίστοιχα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην ελληνική πραγματικότητα από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν τόσο το προϊόν των ασφυκτικών πιέσεων των δανειστών και μόνον για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, αλλά απεναντίας η αποπληρωμή των δόσεων των τοκοχρεολυσίων χρησίμευε ως όχημα για την επιβολή αυτών των μετασχηματισμών που υπηρετούσαν τα ταξικά συμφέροντα συνολικά της ελληνικής και ευρωπαϊκής αστικής κυριαρχίας.
2) Αυτό το εγχείρημα κατάργησης και ακύρωσης θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων, ιδιωτικοποίησης κοινωφελών επιχειρήσεων κ.ά., αντιπροσωπεύει πλέον κοινό τόπο των αστικών επιδιώξεων σε ολόκληρη την ενοποιημένη οικονομικά ευρωπαϊκή ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της συνεχιζόμενης κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης (πτώση του ρυθμού ανάπτυξης, περιορισμός επιχειρηματικής κερδοφορίας, υστέρηση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού καπιταλισμού έναντι του αμερικανικού, κινεζικού κλπ.). Μ’ αυτή την έννοια, παρόλο που η ευρωπαϊκή οικονομία υπήρξε εδώ και πάνω από έναν αιώνα, κοιτίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού εξαγωγής σχετικής υπεραξίας (τεχνολογικές επαναστάσεις στην παραγωγή, κοινωνικό εργασιακό στάτους κ.ά.), σήμερα η απαίτηση για ανταπόκριση στον ανταγωνισμό με τα άλλα ισχυρά καπιταλιστικά κέντρα, επιτάσσει , παράλληλα με την εξαγωγή μορφών σχετικής υπεραξίας, την επιβολή εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας (κατάργηση θεμελιακών διατάξεων του Εργατικού Δικαίου, εμπορευματοποίηση δημόσιων υπηρεσιών, μείωση εργατικών αποδοχών με αύξηση του χρόνου απασχόλησης).
3) Δεν είναι τυχαίο ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων (Ιταλία, Ελλάδα, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) οι μεταλλάξεις αυτές προωθήθηκαν από τις σοσιαλιστικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις (Σρέντερ, Ολάντ, Μπλερ, Ρέντζι, Παπανδρέου), και δευτερογενώς από τις συντηρητικές κυβερνητικές παρατάξεις. Η προσχώρηση αυτή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ισχυρής παραδοσιακά συνιστώσας του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, τροποποιεί ριζικά τον πολιτικό χάρτη της ευρωπαϊκής ηπείρου, με την περιθωριοποίηση των σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων λόγω της απονομιμοποίησής τους. Εφόσον τα μέτρα αυτά προάγονται από κεντροαριστερές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, εκ των πραγμάτων αντικειμενικά ενισχύονται οι συντηρητικές και ακροδεξιές δυνάμεις, με χαρακτηριστικότερη ακριβώς τη γαλλική περίπτωση : Δεξιά του Νικολά Σαρκοζί και ακροδεξιά της Μαρίν Λεπέν εμφανίζονται να κατακτούν την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος (στις τελευταίες νομαρχιακές εκλογές του Μαρτίου 2015), με την Αριστερά να καταλαμβάνει μεν μιαν ορισμένη θέση, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει μια πρωταγωνιστική παρουσία.
4) Η κοινότητα των κοινωνικών ζητημάτων που αναδεικνύονται πλέον, κατά τρόπο βέβαια διαφοροποιημένο, σ’ ολόκληρο τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο, και όπου η ελληνική περίπτωση της πενταετίας 2010 – 14 δεν αποτέλεσε την εξαίρεση, αλλά μια ισχυρή και ακραία μορφή εφαρμογής του κανόνα, αναδεικνύει και το κοινό έδαφος των κινητοποιήσεων και εκπροσωπήσεων των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων. Δηλαδή η ανάπτυξη της συντονισμένης αντιπαλότητας της μισθωτής εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες απέναντι στις νεοφιλελεύθερες μεταλλάξεις που επιβάλλει η αστική ενοποίηση στο επίπεδο των πολιτικών και οικονομικών ευρωπαϊκών θεσμών. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο ευρωπαϊκός εργατικός διεθνισμός που εκ των πραγμάτων προκύπτει και αναδύεται από τις λαϊκές κινητοποιήσεις στους επιμέρους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, μπροστά μάλιστα στην εξελισσόμενη απονομιμοποίηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έρχεται στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων έναντι των πολιτικών των ευρωπαϊκών θεσμικών κέντρων (Κομισιόν, Γιουρογκρούπ, ΕΚΤ). Οι επιμέρους εθνικές ταξικές λαϊκές δυνάμεις, αλλά και ο συντονισμός και προαγωγή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι οι μόνες που μπορούν να κλονίσουν τους οικονομικούς, δημοσιονομικούς και νομισματικούς όρους της αστικής πολιτικής κυριαρχίας, να αποδομήσουν τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και των συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών, να ανατάξουν τα εργατικά κινήματα από την αδράνεια στην οποία τα είχαν οδηγήσει οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, να ανοίξουν δρόμους για ριζοσπαστικές ανατροπές και αντικαπιταλιστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς, αναδεικνύοντας ένα εντελώς καινούριο πλαίσιο αποτύπωσης της ηγεμονίας των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.