Στόχος της παρούσας μελέτης, είναι η παρουσίαση κι ανάλυση βασικών σημείων της μαρξικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, με άξονα την κριτική της αστικής δημοκρατίας και την αναγκαία, δυναμική και δημιουργική σχέση δημοκρατίας-σοσιαλισμού.

Η ανά­λυ­ση θα βα­σι­στεί κυ­ρί­ως σε πρω­το­γε­νείς πηγές (έργα του ίδιου του Μαρξ), αλλά και σε δευ­τε­ρο­γε­νείς (έργα με­τα­γε­νέ­στε­ρων δια­νο­ου­μέ­νων σχε­τι­κά με τον Μαρξ, μαρ­ξι­στών και μη), και θα κλεί­σει με μια ανα­φο­ρά στη χρη­σι­μό­τη­τα της μαρ­ξι­κής σκέ­ψης για την ερ­μη­νεία και την υπέρ­βα­ση της πα­ρού­σας κρί­σης.

1. Ιστο­ρι­κό πλαί­σιο, κοι­νω­νι­κές-ιδε­ο­λο­γι­κές επιρ­ρο­ές της μαρ­ξι­κής σκέ­ψης

     Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883), είναι ίσως ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος στο­χα­στής της νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τας.   Το έργο του δε μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί αμι­γώς κοι­νω­νι­κό, φι­λο­σο­φι­κό πο­λι­τι­κό ή οι­κο­νο­μι­κό, καθώς εμπε­ριέ­χει και συν­δυά­ζει στοι­χεία όλων των πα­ρα­πά­νω επι­στη­μών. Αυτή η ευ­ρύ­τη­τα εξη­γεί και την κα­θο­ρι­στι­κή επιρ­ροή που άσκη­σε η μαρ­ξι­κή σκέψη, τόσο σε επί­πε­δο οι­κο­νο­μι­κό-πο­λι­τι­κής θε­ω­ρί­ας, όσο και πο­λι­τι­κής πρα­κτι­κής και κρα­τι­κής ορ­γά­νω­σης. Η με­σο­α­στι­κή κα­τα­γω­γή του Μαρξ τον το­πο­θε­τεί με­τα­ξύ των υπε­ρα­σπι­στών των με­γά­λων ιδα­νι­κών του Δια­φω­τι­σμού (ισό­τη­τα, ελευ­θε­ρία, δη­μο­κρα­τία ορθός λόγος), ασκεί όμως πα­ράλ­λη­λα μια αυ­στη­ρή εσω­τε­ρι­κή κρι­τι­κή, αφού πα­ρα­τη­ρεί πως τα ιδα­νι­κά αυτά ακυ­ρώ­νο­νται ή υλο­ποιού­νται ελ­λι­πώς στις συν­θή­κες της αστι­κής κοι­νω­νί­ας (Eagleton, 2011: 292). Είναι μια κρι­τι­κή απο­λύ­τως συμ­βα­τή με το πνεύ­μα και τα προ­βλή­μα­τα του 19ου αιώνα -του αιώνα του «βιο­μη­χα­νι­σμού» και του κοι­νω­νι­κού σχε­δια­σμού- στην πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία και πράξη. Βρι­σκό­μα­στε σε μια πε­ρί­ο­δο όπου έχει ολο­κλη­ρω­θεί πλέον η άνο­δος της αστι­κής τάξης στην εξου­σία, τα συμ­φέ­ρο­ντά της έχουν σε με­γά­λο βαθμό κα­το­χυ­ρω­θεί στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, σε επί­πε­δο νο­μο­θε­τι­κό και εκτε­λε­στι­κό (ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία, ελευ­θε­ρία του εμπο­ρί­ου και των συ­ναλ­λα­γών, ελευ­θε­ρο­τυ­πία, κτλ), και αρ­χί­ζουν πλέον να εμ­φα­νί­ζο­νται οι ανι­σό­τη­τες κι οι αντι­φά­σεις της νέας αστι­κής κοι­νω­νί­ας (αστι­κο­ποί­η­ση, ανά­δυ­ση και διό­γκω­ση του βιο­μη­χα­νι­κού κι αγρο­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του), οι οποί­ες απαι­τούν μια δια­χεί­ρι­ση σε διοι­κη­τι­κό-τε­χνι­κό κι όχι ιδε­ο­λο­γι­κό επί­πε­δο, ανά­γκη από την οποία πη­γά­ζει και η αυ­ξα­νό­με­νη συ­γκε­ντρο­ποί­η­ση των εξου­σιών των νε­ό­τευ­κτων εθνι­κών κρα­τών κι η επέ­κτα­ση των αρ­μο­διο­τή­των τους.

  Στα πλαί­σια αυτά, του πο­λύ­πλο­κου κι αντι­φα­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα των αστι­κών κοι­νω­νιών, δια­μορ­φώ­νε­ται και η σχέση του Μαρξ με τον Δια­φω­τι­σμό, σχέση που τον δια­φο­ρο­ποιεί καί­ρια από τους φι­λε­λεύ­θε­ρους δια­νοη­τές. Συ­γκε­κρι­μέ­να, πα­ρό­λο που θε­ω­ρεί τον ορθό λόγο συ­στα­τι­κό στοι­χείο της αν­θρώ­πι­νης φύσης και η σκέψη του έχει ως κέ­ντρο τον άν­θρω­πο, τις ανά­γκες και τις δυ­να­τό­τη­τές του, όπως συμ­βαί­νει και με τους Δια­φω­τι­στές του 18ου αιώνα, εντού­τοις, δεν θε­ω­ρεί ότι ο ορθός λόγος είναι έμ­φυ­τος στον άν­θρω­πο, με τρόπο που του εγ­γυά­ται μια γραμ­μι­κή πο­ρεία προς την πρό­ο­δο και την ευ­η­με­ρία, αλλά αντί­θε­τα πι­στεύ­ει πως ο αντα­γω­νι­σμός ανά­με­σα στα άτομα πη­γά­ζει από την βιο­λο­γι­κά ατελή φύση τους, και το γε­γο­νός ότι αυτή δυ­σχε­ραί­νει την εξα­σφά­λι­ση των βα­σι­κών βιο­τι­κών υλι­κών αγα­θών. Η αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία είναι κατά βάση μια ιστο­ρία υλι­κών στε­ρή­σε­ων, η εξά­λει­ψη των οποί­ων περνά κυ­ρί­ως μέσα από τη βία και την εκ­με­τάλ­λευ­ση, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό όλων των τα­ξι­κών κοι­νω­νιών. Ο αγώ­νας για επι­βί­ω­ση και οι φυ­σι­κές ατέ­λειες του αν­θρώ­που ωστό­σο, για τον ίδιο λόγο που γεν­νούν βία και αντα­γω­νι­σμό, γεν­νούν και το αντί­θε­τό τους, την ανά­γκη κοι­νω­νι­κής συ­νύ­παρ­ξης και συ­νερ­γα­σί­ας. Επί­σης, για τον Μαρξ είναι πολύ ση­μα­ντι­κό ότι, καθώς ο άν­θρω­πος φτιά­χνει ο ίδιος την ιστο­ρία του, παρά τους δο­μι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς που επι­βάλ­λουν οι τα­ξι­κές σχέ­σεις στη δράση του, έχει την τάση να εξε­γεί­ρε­ται απέ­να­ντι στην αδι­κία και τον αυ­ταρ­χι­σμό. Η οπτι­κή λοι­πόν του Μαρξ για την αν­θρώ­πι­νη φύση, είναι ταυ­το­χρό­νως ρε­α­λι­στι­κή, αφού ξε­κι­νά­ει την ανά­λυ­σή του από τις υφι­στά­με­νες σχέ­σεις βίας και εκ­με­τάλ­λευ­σης, ως ανα­γκαία προ­ϊ­ό­ντα της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης, και αι­σιό­δο­ξη, καθώς, απο­δί­δο­ντας τα αρ­νη­τι­κά του πα­ρό­ντος σε κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες, που βρί­σκο­νται εν πολ­λοίς εκτός του ελέγ­χου των με­μο­νω­μέ­νων ατό­μων κι όχι σε στα­θε­ρές κι αιώ­νιες ιδιό­τη­τές τους, πα­ρέ­χει άμεσα τη δυ­να­τό­τη­τα διεκ­δί­κη­σης ενός δι­καιό­τε­ρου μέλ­λο­ντος μέσα από τη συλ­λο­γι­κή πο­λι­τι­κή δράση, με οδηγό την έμ­φυ­τη κοι­νω­νι­κό­τη­τα των αν­θρώ­πων, κι απώ­τε­ρο στόχο την ελεύ­θε­ρη αυ­το­πραγ­μά­τω­ση του κα­θε­νός σε συ­νερ­γα­σία με τους άλ­λους, βα­σι­σμέ­νη στην ισό­τι­μη ικα­νο­ποί­η­ση των βα­σι­κών ανα­γκών της αν­θρώ­πι­νης ζωής για όλους (Eagleton, 2011: 108-125; Heywood, 2007: 213-5).

   Η μαρ­ξι­κή προ­σέγ­γι­ση του Δια­φω­τι­σμού ση­μα­δεύ­ε­ται συ­νε­πώς από έναν «υλι­σμό της πρά­ξης», την πε­ποί­θη­ση δη­λα­δή ότι οι άν­θρω­ποι δη­μιουρ­γούν την ιστο­ρία μέσα από την κα­θη­με­ρι­νή τους έντα­ξη στην πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία και τους κοι­νω­νι­κό-πο­λι­τι­κούς αγώ­νες, μα­κριά από τον «χυ­δαίο» υλι­σμό της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής αστι­κής δια­νό­η­σης, που αντι­λαμ­βα­νό­ταν μη­χα­νι­στι­κά τον άν­θρω­πο ως απλό σύ­νο­λο βιο­λο­γι­κών δια­δι­κα­σιών (Eagleton, 2011: 176). Ο μαρ­ξι­κός υλι­σμός κα­θο­ρί­ζε­ται με­τα­ξύ άλλων από τρία ση­μα­ντι­κά κλη­ρο­δο­τή­μα­τα του Δια­φω­τι­σμού. Πρώ­τον, την ιδέα ότι ο πλού­τος πα­ρά­γε­ται από τη ζω­ντα­νή ερ­γα­σία, ιδέα κε­ντρι­κή στον Άνταμ Σμιθ, δεύ­τε­ρον, το αμε­σο­δη­μο­κρα­τι­κό κι εξι­σω­τι­κό πρό­τυ­πο της «γε­νι­κής βού­λη­σης», ρουσ­σω­ι­κής έμπνευ­σης, και τρί­τον την εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας, μέσω δια­λε­κτι­κών αντι­θέ­σε­ων, όπως τη συ­νέ­λα­βε ο Χέ­γκελ (Μπα­λι­μπάρ, 1999: 17). Με αυτά τα ερ­γα­λεία ο Μαρξ προ­χω­ρά­ει στη ρι­ζο­σπα­στι­κή κρι­τι­κή της αστι­κής αντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας.

2. Η κρι­τι­κή της Χε­γκε­λια­νής οπτι­κής του κρά­τους και της αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας

  Κα­θο­ρι­στι­κή για την πο­λι­τι­κή σκέψη του Μαρξ υπήρ­ξε η επιρ­ροή του Χέ­γκελ και του Φώ­υ­ερ­μπαχ, απο­τέ­λε­σμα της έντα­ξής του στον κύκλο των «νε­ο­ε­γε­λια­νών» (Daremas, 2005). Αφε­τη­ρία είναι η κρι­τι­κή του Φώ­υ­ερ­μπαχ στη θρη­σκεία, η οποία αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως η από­πει­ρα του αν­θρώ­που να ανα­πα­ρα­στή­σει την επι­θυ­μη­τή αλλά μη εφι­κτή στον πα­ρό­ντα κόσμο τε­λειό­τη­τα και αρ­μο­νία, εξω­τε­ρι­κεύ­ο­ντάς την σε ένα υπερ­φυ­σι­κό ανώ­τε­ρο ον. Ο θεός είναι δη­λα­δή ένα αντε­στραμ­μέ­νο εί­δω­λο του αν­θρώ­που, που δη­μιουρ­γεί­ται από τον ίδιο και στο οποίο κάθε αν­θρώ­πι­νη ατέ­λεια και κα­κου­χία εξα­λεί­φε­ται φα­ντα­σια­κά με­τα­τρε­πό­με­νη στο αντί­θε­τό της. Εν ολί­γοις, ο θεός είναι ο ίδιος ο άν­θρω­πος. Ο Μαρξ, αν και συμ­φω­νεί με την εν λόγω προ­σέγ­γι­ση, της κα­τα­λο­γί­ζει ιδε­α­λι­σμό, στο βαθμό που δε λαμ­βά­νει υπόψη ότι οι αντι­φά­σεις κι οι ατέ­λειες που επι­χει­ρεί­ται να ξε­πε­ρα­στούν μέσω της θρη­σκεί­ας, δεν εδρά­ζο­νται απλώς στην αν­θρώ­πι­νη φύση, αλλά κυ­ρί­ως αντα­να­κλούν την αδι­κία και τις αντι­φά­σεις που αντι­με­τω­πί­ζουν τα άτομα εντός της κοι­νω­νί­ας, και ει­δι­κό­τε­ρα κατά την εμπλο­κή τους στην υλική πα­ρα­γω­γή και δια­νο­μή του πλού­του. Η ατέ­λεια της αν­θρώ­πι­νης φύσης πη­γά­ζει από τον ατελή και αντι­φα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής, που συν­δυά­ζει την συλ­λο­γι­κή πα­ρα­γω­γή του πλού­του, με την ατο­μι­κή ιδιο­ποί­η­σή του. Συ­νε­πώς, η απαλ­λα­γή από τη θρη­σκεία δεν απαι­τεί μόνο με­λέ­τη και απο­κά­λυ­ψη του ρόλου της, αλλά ενερ­γό αμ­φι­σβή­τη­ση και ανα­τρο­πή του κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος που γεννά τη θρη­σκευ­τι­κή ανά­γκη (Ηampsher-Monk, 1992: 491; Marx, 1978: 17-25). Η θρη­σκευ­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση ξε­περ­νά την απλή πο­λι­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση και ταυ­τί­ζε­ται με την αλη­θι­νή γε­νι­κή αν­θρώ­πι­νη χει­ρα­φέ­τη­ση (Marx, 2014: 178-180).

  Με εφαλ­τή­ριο την ανω­τέ­ρω κρι­τι­κή της θρη­σκεί­ας, ο Μαρξ ανα­πτύσ­σει μια ανά­λο­γη κρι­τι­κή της φι­λο­σο­φί­ας του γερ­μα­νι­κού ιδε­α­λι­σμού, και συ­γκε­κρι­μέ­να του Χέ­γκελ, για το σύγ­χρο­νο κρά­τος. Πυ­ρή­νας αυτής της κρι­τι­κής είναι η αντι­στρο­φή από τον Χέ­γκελ της σχέ­σης κρά­τους-κοι­νω­νί­ας των ιδιω­τών. Ει­δι­κό­τε­ρα, ο Χέ­γκελ πα­ρου­σιά­ζει το κρά­τος ως από­λυ­τη αφη­ρη­μέ­νη ιδέα, ως συ­γκρο­τη­τι­κή αρχή, χάρη στην οποία οι­κο­δο­μεί­ται η ιδιω­τι­κή κοι­νω­νία (συ­ντε­χνί­ες, οι­κο­γέ­νεια), ενώ, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, συμ­βαί­νει το αντί­θε­το, δη­λα­δή το κρά­τος προ­κύ­πτει ως πα­ρά­γω­γο και έκ­φρα­ση των υλι­κών συν­θη­κών της ιδιω­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Ο Χέ­γκελ λοι­πόν, κατά τον Μαρξ, εκλαμ­βά­νει το υπο­κεί­με­νο ως κα­τη­γό­ρη­μα και αντί­στρο­φα (Daremas, 2005). Η ανε­στραμ­μέ­νη αυτή ει­κό­να προ­κύ­πτει, σύμ­φω­να με την εν λόγω κρι­τι­κή, από τον ατελή και αντι­φα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του πο­λι­τι­κού κρά­τους στην αστι­κή κοι­νω­νία, πο­λί­της του οποί­ου είναι όχι ο άν­θρω­πος κα­θο­λι­κά, ως αυ­τό­νο­μη ύπαρ­ξη, αλλά ως κά­το­χος ιδιο­κτη­σί­ας (Ηampsher-Monk, 1992: 492-3 ; Marx, 1978: 35-57).

  Από τα πα­ρα­πά­νω συ­νά­γε­ται ότι στον σύγ­χρο­νο κόσμο η ουσία του πο­λι­τι­κού κρά­τους, ο λόγος ύπαρ­ξής του, είναι η υπε­ρά­σπι­ση της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας. Με άλλα λόγια η ιδιο­κτη­σία εγ­γυά­ται την κρα­τι­κή υπό­στα­ση, κι όχι το ανά­πο­δο. Η έν­νοια του πο­λί­τη ταυ­τί­ζε­ται με την έν­νοια του ιδιο­κτή­τη, και μά­λι­στα του ιδιο­κτή­τη γης, με βάση το θεσμό των πρω­το­το­κί­ων, που είναι κλη­ρο­νο­μι­κός. Κατά συ­νέ­πεια, η πο­λι­τι­κή ιδιό­τη­τα δεν συ­ναρ­τά­ται με γνω­ρί­σμα­τα όπως η εμπει­ρία, η γνώση, η εντι­μό­τη­τα, γνω­ρί­σμα­τα κατ’ εξο­χήν αν­θρώ­πι­να, αλλά με φυ­σι­κά και τυ­χαία δε­δο­μέ­να, παρ­μέ­να από τη ζω­ο­λο­γία, όπως η γέν­νη­ση κι η εξ’ αί­μα­τος συγ­γέ­νεια (Marx, 1978: 142-153; Daremas, 2005). Από το δια­χω­ρι­σμό πο­λι­τι­κού κρά­τους και ιδιω­τι­κής κοι­νω­νί­ας, που είναι σύμ­φυ­τος με τη με­τά­βα­ση από τη φε­ου­δαρ­χία στον κα­πι­τα­λι­σμό, πη­γά­ζει και η αντι­φα­τι­κή φύση του θε­σμού των αστι­κών αντι­προ­σω­πευ­τι­κών σω­μά­των, όπως αυτός ανα­λύ­ε­ται από τον Χέ­γκελ: ζη­τεί­ται από τους αντι­προ­σώ­πους να υπη­ρε­τή­σουν το «γε­νι­κό συμ­φέ­ρον του κρά­τους» και να μη δρουν ως πλη­ρε­ξού­σιοι επι­μέ­ρους συμ­φε­ρό­ντων, ενώ ταυ­τό­χρο­να ανα­γνω­ρί­ζε­ται ότι αυτοί οι αντι­πρό­σω­ποι, καθώς προ­έρ­χο­νται από την κοι­νω­νία των αστών ιδιο­κτη­τών, είναι ανα­πό­φευ­κτο να δια­κα­τέ­χο­νται από τη συ­ντε­χνια­κή προ­διά­θε­ση υπε­ρά­σπι­σης των συμ­φε­ρό­ντων που απορ­ρέ­ουν από την τα­ξι­κή-κοι­νω­νι­κή τους θέση (Marx, 1978: 169-170). Γι αυτό και όλα τα αστι­κά κοι­νο­βού­λια λει­τουρ­γούν κατά βάση ως εγ­γυ­η­τές των συμ­φε­ρό­ντων των αστών κε­φα­λαιού­χων απέ­να­ντι στους ερ­γά­τες (Eagleton, 2011: 252).

   Η μαρ­ξι­κή κρι­τι­κή της αντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, δε ση­μαί­νει ότι ο Μαρξ απορ­ρί­πτει την αστι­κή τάξη ως συλ­λή­βδην αντι­δρα­στι­κή και εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή. Αντι­θέ­τως, στα πλαί­σια του ιστο­ρι­κού υλι­σμού, όπου με κι­νη­τή­ριο μοχλό την τα­ξι­κή πάλη, δια­φο­ρε­τι­κοί τρό­ποι πα­ρα­γω­γής (ως τρό­πος πα­ρα­γω­γής νο­εί­ται ένας ορι­σμέ­νος συν­δυα­σμός πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και πα­ρα­γω­γι­κών-ιδιο­κτη­σια­κών σχέ­σε­ων), δια­δέ­χο­νται προ­ο­δευ­τι­κά ο ένας τον άλλον, και ανα­πτύσ­σουν με όλο και τε­λειό­τε­ρο τρόπο τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις (Εagleton, 2011: 63-5), ανα­γνω­ρί­ζε­ται στην αστι­κή τάξη, κατά την εποχή της ανά­δυ­σής της, ένας πολύ προ­ο­δευ­τι­κός κι επα­να­στα­τι­κός ρόλος: διά­λυ­ση των πα­ρα­δο­σια­κών ιε­ραρ­χι­κών φε­ου­δαρ­χι­κών σχέ­σε­ων, πε­ριο­ρι­σμός των θρη­σκευ­τι­κών προ­κα­τα­λή­ψε­ων, του μυ­στι­κι­σμού και του σκο­τα­δι­σμού, συ­νε­χής ανα­νέ­ω­ση των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, διε­θνο­ποί­η­ση των αστι­κών πα­ρα­γω­γι­κών και κα­τα­να­λω­τι­κών προ­τύ­πων, εκ­πο­λι­τι­σμός των μη προηγ­μέ­νων εθνών, δια της εν­σω­μά­τω­σής τους στον κα­πι­τα­λι­στι­κό τρόπο πα­ρα­γω­γής, και κυ­ρί­ως, άρση των δια­φο­ρο­ποι­ή­σε­ων και συ­γκε­ντρο­ποί­η­ση της οι­κο­νο­μι­κής και πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας (Marx, 2014: 478-480 ; Κου­βε­λά­κης, 2006). Πολύ ση­μα­ντι­κή όψη της τε­λευ­ταί­ας είναι η ανά­δυ­ση της κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας στα κα­πι­τα­λι­στι­κά εθνι­κά κράτη, ενός ιδιαί­τε­ρου στρώ­μα­τος ανώ­τε­ρων δη­μο­σί­ων υπαλ­λή­λων, σε άμεση εξάρ­τη­ση από την κυ­βέρ­νη­ση, και με συ­ντε­χνια­κή νο­ο­τρο­πία σχε­δόν θε­ο­λο­γι­κού «κρα­τι­κού φορ­μα­λι­σμού» δια­φο­ρε­τι­κή από αυτή του μέσου αστού ιδιο­κτή­τη-πο­λί­τη (Marx, 1978: 81-6 ; Daremas, 2005), ένα φαι­νό­με­νο που ανα­λύ­ε­ται εκτε­νώς με αφορ­μή το κα­θε­στώς του Λου­δο­βί­κου Βο­να­πάρ­τη στη 18η Μπρυ­μαίρ, ως πα­ρά­δειγ­μα της πα­ρα­σι­τι­κής φύσης της αστι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας (Εκδ. Βήμα, 2010: 174-5 ; Hampsher-Monk, 1992: 536-540).

   Παρά την προ­σφο­ρά της αστι­κής τάξης στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη, ο Μαρξ πι­στεύ­ει ότι πλέον η ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων έχει προ­ω­θη­θεί σε τέ­τοιο βαθμό που οι κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής την εμπο­δί­ζουν αντί να την προ­ω­θούν, κα­θι­στώ­ντας την αστι­κή εξου­σία αντι­δρα­στι­κή κι όχι προ­ο­δευ­τι­κή. Αυτή η εξέ­λι­ξη ση­μα­δεύ­ε­ται, όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, από την ανε­πί­λυ­τη -εντός κα­πι­τα­λι­σμού- αντί­φα­ση με­τα­ξύ συλ­λο­γι­κής πα­ρα­γω­γής του πλού­του και ατο­μι­κής ιδιο­ποί­η­σής του. Στα πλαί­σια του αστι­κού κρά­τους, αυτή η αντί­φα­ση ανα­δει­κνύ­ε­ται από τον Μαρξ, μέσω της κρι­τι­κής της έν­νοιας των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των και της διά­κρι­σής τους από τα πο­λι­τι­κά δι­καιώ­μα­τα, ως αντα­νά­κλα­ση του νε­ω­τε­ρι­κού δια­χω­ρι­σμού κρά­τους κοι­νω­νί­ας. Τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα, αξιώ­νο­ντας κα­θο­λι­κή εφαρ­μο­γή (προ­σω­πι­κή και θρη­σκευ­τι­κή ελευ­θε­ρία, ισό­τη­τα, πε­ριου­σία ασφά­λεια), πα­ρου­σιά­ζουν τα άτομα ως ίσα απέ­να­ντι στο νόμο, αγνο­ώ­ντας κι απο­κρύ­πτο­ντας έτσι τις ιδιαί­τε­ρες ανά­γκες και δια­φο­ρές κάθε με­μο­νω­μέ­νου αν­θρώ­που ένα­ντι άλλων και, το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο, την τα­ξι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση και ανι­σο­μέ­ρεια που υφί­στα­νται οι ερ­γά­τες από τους κε­φα­λαιο­κρά­τες, στα πλαί­σια της «ελεύ­θε­ρης» πώ­λη­σης της ερ­γα­τι­κής τους δύ­να­μης εντός της αγο­ράς. Εν τέλει, τα «αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα» δεν ανα­φέ­ρο­νται στους αν­θρώ­πους γε­νι­κά ως ελεύ­θε­ρες και δια­χω­ρι­σμέ­νες προ­σω­πι­κό­τη­τες, αλλά στους εγω­ι­στές αστούς ιδιο­κτή­τες, οι οποί­οι κα­θο­λι­κο­ποιού­νται ως πρό­τυ­πο αν­θρώ­που, κι έτσι νο­μι­μο­ποιού­νται οι ανι­σό­τη­τες και η υπο­δε­έ­στε­ρη θέση των ερ­γα­τών στην αστι­κή κοι­νω­νία, με έναν «νο­μι­κό φε­τι­χι­σμό» των προ­σώ­πων, αντί­στοι­χο του φε­τι­χι­σμού του εμπο­ρεύ­μα­τος στην οι­κο­νο­μι­κή σφαί­ρα (Marx, 2014: 175-179 ; Μπα­λι­μπάρ, 1999: 119-124 ; Daremas, 2005). Με τον τρόπο αυτό, ο Μαρξ, καθώς φτά­νει στον πυ­ρή­να και την κο­ρύ­φω­ση της κρι­τι­κής της αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, και αφού σε πρώτο επί­πε­δο τεκ­μη­ριώ­νει ηθικά την ανα­γκαιό­τη­τα της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης, προ­χω­ρά στην εξέ­τα­ση των οι­κο­νο­μι­κών, κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών της προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων, με κυ­ρί­αρ­χη την ανά­δυ­ση και ορ­γά­νω­ση του προ­λε­τα­ριά­του ως τάξης.

3. Το προ­λε­τα­ριά­το ως «κα­θο­λι­κή τάξη»: ανά­δυ­ση, πο­λι­τι­κή συ­γκρό­τη­ση και στό­χοι

  Κα­τα­λύ­της για την προ­ε­τοι­μα­σία και την υλο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης που απαι­τεί­ται, προ­κει­μέ­νου να ανα­τρα­πεί ο κα­πι­τα­λι­σμός και να αρ­θούν οι εγ­γε­νείς αντι­φά­σεις και οι κρί­σεις που προ­κα­λεί, είναι η ανά­δυ­ση του προ­λε­τα­ριά­του. Πρό­κει­ται για την τάξη των σύγ­χρο­νων ερ­γα­τών, αυτών που δεν δια­θέ­τουν τί­πο­τε άλλο για την επι­βί­ω­σή τους πέρα από την πώ­λη­ση της ερ­γα­τι­κής τους δύ­να­μης στους κε­φα­λαιο­κρά­τες, ένα­ντι του τι­μή­μα­τος του μι­σθού. Η μι­σθω­τή ερ­γα­σία κα­θί­στα­ται ερ­γα­λείο εκ­με­τάλ­λευ­σης, διότι οι αστοί δεν πλη­ρώ­νουν στους ερ­γά­τες το σύ­νο­λο της αξίας της ερ­γα­σί­ας τους αλλά μόνο το ποσό που απαι­τεί­ται για την επι­βί­ω­ση και την ανα­πα­ρα­γω­γή τους, ενώ το υπό­λοι­πο απο­σπά­ται ως υπε­ρα­ξία, πηγή του κα­πι­τα­λι­στι­κού κέρ­δους (Στα­μά­της, 1995: 39-41). Ταυ­τό­χρο­να, ο αντα­γω­νι­σμός των κε­φα­λαιο­κρα­τών με­τα­ξύ τους για επι­κρά­τη­ση στις αγο­ραί­ες συν­θή­κες, τους ωθεί στη χρήση όλο και πιο εξε­λιγ­μέ­νων μη­χα­νών και τε­χνι­κών μέσων, προ­κει­μέ­νου να μειω­θεί το κό­στος πα­ρα­γω­γής. Με τον τρόπο αυτό, οι ερ­γά­τες γί­νο­νται όλο και λι­γό­τε­ρο χρή­σι­μοι στην πα­ρα­γω­γι­κή δια­δι­κα­σία και χά­νουν στα­δια­κά ακόμη και τον υπο­τι­μη­μέ­νο μισθό τους. Καθώς όμως η ζω­ντα­νή ερ­γα­σία είναι η μόνη πηγή υπε­ρα­ξί­ας, η  αντι­κα­τά­στα­σή της από μη­χα­νές οδη­γεί σε πτω­τι­κή τάση του πο­σο­στού κέρ­δους των αστών, και σε ολο­έ­να και πιο δο­μι­κές κρί­σεις του κα­πι­τα­λι­σμού, όπου οι με­γα­λύ­τε­ροι κε­φα­λαιο­κρά­τες εκτο­πί­ζουν και αφα­νί­ζουν τους μι­κρό­τε­ρους, και οι οποί­ες στα­δια­κά εξα­θλιώ­νουν εκτός από το ίδιο το προ­λε­τα­ριά­το και όλες τις με­σαί­ες τά­ξεις (αγρό­τες, μι­κρο­βιο­τέ­χνες κτλ), οι οποί­ες προ­λε­τα­ριο­ποιού­νται, και έτσι προ­κύ­πτει ο τα­ξι­κός δι­πο­λι­σμός, η πό­λω­ση με­τα­ξύ της όλο και πιο μι­κρής μειο­νό­τη­τας των κε­φα­λαιο­κρα­τών και των αυ­ξα­νό­με­νων φτω­χο­ποι­η­μέ­νων προ­λε­τα­ρί­ων (Howarth, 2008: 124).

  Αυτές οι δύο τά­σεις, πτώση του κα­πι­τα­λι­στι­κού πο­σο­στού κέρ­δους και διό­γκω­ση του προ­λε­τα­ριά­του, συ­μπυ­κνώ­νουν την αντι­φα­τι­κή φύση του συ­στή­μα­τος και προ­δια­γρά­φουν για τον Μαρξ την επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή του και την εγκα­θί­δρυ­ση από το προ­λε­τα­ριά­το του σο­σια­λι­σμού και της ατα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας. Η δια­δι­κα­σία αυτή, αν και προ­δια­γε­γραμ­μέ­νη σε βάθος χρό­νου, δεν είναι αυ­τό­μα­τη, κάτι που ση­μαί­νει ότι απαι­τεί συ­νε­χή πο­λι­τι­κή δράση και αγώ­νες της ερ­γα­τι­κής τάξης. Πρό­τυ­πο της ορ­γά­νω­σης αυτής είναι το βιο­μη­χα­νι­κό ερ­γο­στά­σιο, στα πλαί­σια του οποί­ου οι ερ­γά­τες μα­θαί­νουν το συ­ντο­νι­σμό και την πει­θαρ­χία, οι βιο­τι­κές τους συν­θή­κες εξο­μοιώ­νο­νται, πυ­κνώ­νουν τις επα­φές και τις κοι­νω­νι­κές τους σχέ­σεις και κα­τα­νο­ούν τα κοινά τους τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα απέ­να­ντι στους κε­φα­λαιο­κρά­τες. Αρ­χί­ζουν να ορ­γα­νώ­νο­νται και να αμ­φι­σβη­τούν έμπρα­κτα την αστι­κή κυ­ριαρ­χία, πρώτα σε επί­πε­δο ερ­γο­στα­σια­κής μο­νά­δας, στη συ­νέ­χεια σε κλα­δι­κό και τέλος σε εθνι­κό και διε­θνές (Marx, 2014: 481-5).

  Ο επα­να­στα­τι­κός ρόλος του προ­λε­τα­ριά­του, οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι στις αστι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής τί­θε­ται ου­σια­στι­κά εκτός κοι­νω­νί­ας. Απο­ξε­νω­μέ­νοι από τα προ­ϊ­ό­ντα της ερ­γα­σί­ας τους, οι προ­λε­τά­ριοι υφί­στα­νται, πέρα από την οι­κο­νο­μι­κή εξα­θλί­ω­ση, και την αλ­λο­τρί­ω­ση  στις ερ­γα­σια­κές και κοι­νω­νι­κές τους σχέ­σεις, καθώς η ερ­γα­σία τους από μέσο αυ­το­πραγ­μά­τω­σης κα­θί­στα­ται πηγή πλου­τι­σμού για τους εκ­με­ταλ­λευ­τές τους. Σε αντί­θε­ση με τα προη­γού­με­να συ­στή­μα­τα, ο κα­πι­τα­λι­σμός στε­ρεί από τις υπο­τε­λείς τά­ξεις ακόμη και τις στοι­χειώ­δεις προ­ϋ­πο­θέ­σεις επι­βί­ω­σης και κοι­νω­νι­κής ύπαρ­ξης (Kymlicka, 2005: 301-3). Το προ­λε­τα­ριά­το, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας σε από­λυ­το βαθμό όλα τα δεινά που προ­κα­λεί η αστι­κή κυ­ριαρ­χία στις υπό­λοι­πες τά­ξεις, ανα­δει­κνύ­ε­ται ως «κα­θο­λι­κή τάξη», ως υπο­κεί­με­νο κα­θο­λι­κής έλ­λει­ψης. Ακρι­βώς λόγω της κα­θο­λι­κής αρ­νη­τι­κό­τη­τας που εν­σαρ­κώ­νει, είναι η μο­να­δι­κή τάξη που μπο­ρεί να ηγη­θεί της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης, συ­σπει­ρώ­νο­ντας γύρω του όλες τις υπό­λοι­πες κυ­ριαρ­χού­με­νες τά­ξεις (Daremas, 2005). Μπο­ρεί έτσι να με­τα­τρα­πεί η κα­θο­λι­κή αρ­νη­τι­κό­τη­τα σε θε­τι­κό­τη­τα. Η από­λυ­τη υπο­τα­γή που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον κα­πι­τα­λι­σμό είναι προ­ϋ­πό­θε­ση της από­λυ­της απε­λευ­θέ­ρω­σης που θα ση­μα­το­δο­τή­σει τη με­τά­βα­ση στο σο­σια­λι­σμό-κομ­μου­νι­σμό. Η χει­ρα­φέ­τη­ση του προ­λε­τα­ριά­του συ­μπί­πτει, λοι­πόν, με τη χει­ρα­φέ­τη­ση του αν­θρώ­πι­νου εί­δους συ­νο­λι­κά, από τα εκ­με­ταλ­λευ­τι­κά δεσμά (Marx, 2014: 484-5 ; Μπα­λι­μπάρ, 1999: 65-7).

  Σε πρα­κτι­κό επί­πε­δο, η επα­να­στα­τι­κή φύση του προ­λε­τα­ριά­του, με­τα­φρά­ζε­ται σε κά­ποιους άμε­σους πο­λι­τι­κούς στό­χους, που θα ανοί­ξουν το δρόμο για τη με­τά­βα­ση στο σο­σια­λι­σμό. Το με­τα­βα­τι­κό αυτό στά­διο, που αρ­γό­τε­ρα ονο­μά­στη­κε «δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του», φράση που δεν χρη­σι­μο­ποιεί ο ίδιος ο Μαρξ, σκια­γρα­φή­θη­κε στο «Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο», ως μια σειρά ρι­ζι­κών με­τα­βο­λών, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν με­τα­ξύ άλλων, την κα­τά­κτη­ση της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας από το προ­λε­τα­ριά­το, την αντι­κα­τά­στα­ση της αστι­κής κρα­τι­κής μη­χα­νής από την ερ­γα­τι­κή, τη συ­γκέ­ντρω­ση της πα­ρα­γω­γής και του εμπο­ρι­κού μο­νο­πω­λί­ου στα χέρια του κρά­τους, την απαλ­λο­τρί­ω­ση της με­γά­λης γαιο­κτη­σί­ας, την επι­βο­λή προ­ο­δευ­τι­κής φο­ρο­λο­γί­ας, και την κα­θιέ­ρω­ση δω­ρε­άν δη­μό­σιας εκ­παί­δευ­σης για όλους χωρίς δια­κρί­σεις (Marx, 2014: 492-3 ; Κου­βε­λά­κης, 2006).

 Επί­μα­χο ζή­τη­μα είναι αν στη δια­δι­κα­σία προ­ώ­θη­σης των συμ­φε­ρό­ντων του και κα­τά­λη­ψης της εξου­σί­ας, το προ­λε­τα­ριά­το θα πρέ­πει να συ­μπο­ρευ­τεί με προ­ο­δευ­τι­κά και δη­μο­κρα­τι­κά τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης. Τομή στη σκέψη του Μαρξ σχε­τι­κά, υπήρ­ξε η απο­τυ­χία των επα­να­στά­σε­ων του 1848, τόσο στη Γαλ­λία, όσο, κυ­ρί­ως, και στη Γερ­μα­νία. Η στρα­τη­γι­κή της συ­μπό­ρευ­σης με την αστι­κή τάξη, οδή­γη­σε στην εκ­με­τάλ­λευ­ση του προ­λε­τα­ριά­του ώστε να κερ­δη­θεί η τε­λι­κή μάχη απέ­να­ντι στη φε­ου­δαρ­χία, η οποία ακο­λου­θή­θη­κε από την αντι­δρα­στι­κή πα­λι­νόρ­θω­ση και την κα­τα­σταλ­τι­κή απά­ντη­ση των αστών απέ­να­ντι στις ρι­ζο­σπα­στι­κές κοι­νω­νι­κές διεκ­δι­κή­σεις της ερ­γα­τι­κής τάξης. Δια­τη­ρεί­ται, δη­λα­δή, το στοι­χείο της αντί­λη­ψης της κρα­τι­κής μη­χα­νής ως υπη­ρέ­τη των αστι­κών συμ­φε­ρό­ντων και της ανά­γκης κα­τα­στρο­φής της, όπως ανα­πτύσ­σε­ται από τον πρώ­ι­μο Μαρξ στο Μα­νι­φέ­στο (Hampsher-Monk, 1992: 528-32), πλέον όμως αυτή δε γί­νε­ται άμεσα, αλλά με στα­δια­κά ρήγ­μα­τα στην αστι­κή πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία. Ιδιαί­τε­ρα η γερ­μα­νι­κή εμπει­ρία, όπου κα­τα­δεί­χθη­κε η αδυ­να­μία της αστι­κής τάξης να ολο­κλη­ρώ­σει τη δική της επα­νά­στα­ση, και η αντί­στοι­χη γαλ­λι­κή,  όπου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ο μι­κρός συ­ντη­ρη­τι­κός αγρο­τι­κός κό­σμος, ως τα­ξι­κή κι ιδε­ο­λο­γι­κή βάση της Βο­να­παρ­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας, απο­δει­κνύ­ουν την ανά­γκη πλή­ρους ορ­γα­νω­τι­κής-πο­λι­τι­κής αυ­το­νο­μί­ας του προ­λε­τα­ριά­του απέ­να­ντι στους «δη­μο­κρά­τες» αστούς, με αιχμή την πρό­τα­ξη της συλ­λο­γι­κής κοι­νω­νι­κής ιδιο­κτη­σί­ας ως λύσης του αγρο­τι­κού ζη­τή­μα­τος, και την προ­ώ­θη­ση της εθνι­κής ενο­ποί­η­σης ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρης συν­θή­κης για την ορ­γά­νω­ση και το συ­ντο­νι­σμό των ερ­γα­τών (Ηampsher-Monk, 1992: 532-6). Εν ολί­γοις, η τομή του 1848, οδη­γεί στα­δια­κά τη μαρ­ξι­κή σκέψη αφε­νός στην υιο­θέ­τη­ση της οπτι­κής της «διαρ­κούς επα­νά­στα­σης», κι αφε­τέ­ρου στην αυ­το­νό­μη­ση του πο­λι­τι­κού από το οι­κο­νο­μι­κό στοι­χείο, και την απο­μά­κρυν­ση από εσχα­το­λο­γι­κές προ­βλέ­ψεις «τε­λι­κής κρί­σης». Η στρο­φή αυτή απέ­δω­σε, μετά το 1850, την εν­δε­λε­χή ανά­λυ­ση του κα­πι­τα­λι­σμού ως αυ­στη­ρά οι­κο­νο­μι­κού συ­στή­μα­τος στο Κε­φά­λαιο, και την ανά­δει­ξη των μη­χα­νι­σμών που επι­τρέ­πουν στο σύ­στη­μα να ανα­πα­ρά­γε­ται μα­κρο­χρό­νια, μη επη­ρε­α­ζό­με­νο κα­θο­ρι­στι­κά από πο­λι­τι­κές κρί­σεις αντι­προ­σώ­πευ­σης, εθνι­κές ή διε­θνείς (Κου­βε­λά­κης, 2006).

4. Μαρ­ξι­σμός και δη­μο­κρα­τία: η σχε­τι­κή αυ­το­νο­μία του πο­λι­τι­κού στοι­χεί­ου, ο «μα­ρα­σμός του κρά­τους» και το πρό­τυ­πο της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας

  Μία από τις συ­νη­θέ­στε­ρες επι­κρί­σεις κατά του Μαρξ, είναι ότι προ­κρί­νει ένα αυ­ταρ­χι­κό και συ­γκε­ντρω­τι­κό κρά­τος, το οποίο θα επι­βάλ­λει με βίαιη επα­νά­στα­ση την κυ­ριαρ­χία μιας τάξης, έστω και πλειο­ψη­φι­κής, επί του συ­νό­λου της κοι­νω­νί­ας, με απο­τέ­λε­σμα την κα­τα­πά­τη­ση των δι­καιω­μά­των των δια­φω­νού­ντων μειο­ψη­φιών, και συ­να­κό­λου­θα, των ατο­μι­κών δι­καιω­μά­των κι ελευ­θε­ριών. Ως από­δει­ξη αυτής της κρι­τι­κής, πα­ρα­τί­θε­νται δύο επι­χει­ρή­μα­τα.

   Πρώ­τον, υπο­στη­ρί­ζε­ται ότι ο μαρ­ξι­σμός έχει ολο­κλη­ρω­τι­κή ρίζα, καθώς υπε­ρε­κτι­μά τη ση­μα­σία των οι­κο­νο­μι­κών πα­ρα­γό­ντων στην κοι­νω­νι­κή ζωή, ανά­γο­ντας τις πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις και το χρήμα σε απο­κλει­στι­κή βάση εξή­γη­σης της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης, βάσει των -υπο­τί­θε­ται- στα­θε­ρών και αναλ­λοί­ω­των νόμων που ανα­κά­λυ­ψε ο Μαρξ ανα­λύ­ο­ντας τον κα­πι­τα­λι­σμό. Θε­ω­ρεί­ται ότι μια τέ­τοια νο­μο­τέ­λεια, υπο­τάσ­σει απο­λύ­τως την πο­λι­τι­κή στην οι­κο­νο­μία, κα­θι­στώ­ντας τα άτομα απλούς και άβου­λους πα­ρα­τη­ρη­τές συν­θη­κών που δε μπο­ρούν να ελέγ­ξουν, και ανοί­γο­ντας το δρόμο για την επι­βο­λή αυ­ταρ­χι­κών εξου­σιών με αρι­στε­ρό προ­σω­πείο, που κα­θο­δη­γούν την κοι­νω­νία προς την απε­λευ­θέ­ρω­ση, ως μο­νο­πω­λια­κοί κά­το­χοι της από­λυ­της αλή­θειας (Πο­λί­της, 2012: 30-4,183-5). Αυτό το επι­χεί­ρη­μα στη­ρί­ζε­ται σε μία προ­κα­τει­λημ­μέ­νη και επι­λε­κτι­κή ανά­γνω­ση της μαρ­ξι­κής σκέ­ψης, με επί­κε­ντρο το πε­ρί­φη­μο σχήμα βά­σης-εποι­κο­δο­μή­μα­τος, η οποία κα­ταρ­ρί­πτε­ται τόσο από την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του μαρ­ξι­κού υλι­σμού, ως υλι­σμού της αν­θρώ­πι­νης πρά­ξης, και άρα δη­μο­κρα­τι­κού, σε αντί­θε­ση με τον μη­χα­νι­στι­κό υλι­σμό του προ­ε­πα­να­στα­τι­κού Δια­φω­τι­σμού, που ανα­λύ­θη­κε πα­ρα­πά­νω, όσο και από το νόημα του κα­θο­ρι­σμού «σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση» ως «επι­κα­θο­ρι­σμού» (κατά Αλ­του­σέρ) της βάσης από το εποι­κο­δό­μη­μα (Μπα­λι­μπάρ, 1999: 152). Αυτό ση­μαί­νει ότι υπάρ­χει μια δη­μιουρ­γι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση βάσης –εποι­κο­δο­μή­μα­τος, και όχι μο­νο­σή­μα­ντος από­λυ­τος κα­θο­ρι­σμός του δεύ­τε­ρου από την πρώτη, χωρίς να αναι­ρεί­ται ο κα­θο­ρι­στι­κός της ρόλος. Τα στοι­χεία του εποι­κο­δο­μή­μα­τος (κρά­τος, δί­καιο, θρη­σκεία, ιδε­ο­λο­γία, εκ­παί­δευ­ση, κτλ) τεί­νουν στη με­γά­λη τους πλειο­ψη­φία να λει­τουρ­γούν υπο­στη­ρι­κτι­κά για τις κυ­ρί­αρ­χες οι­κο­νο­μι­κές-πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις, αλλά ταυ­τό­χρο­να οι τε­λευ­ταί­ες δεν θα μπο­ρού­σαν να εδραιω­θούν και να ανα­πα­ρα­χθούν χωρίς να βα­σί­ζο­νται στους θε­σμούς αυ­τούς (Eagleton, 2011: 156-7,198-208). Η σχε­τι­κή αυ­το­νο­μία του πο­λι­τι­κού στοι­χεί­ου υπάρ­χει, λοι­πόν, ήδη στον κλασ­σι­κό μαρ­ξι­σμό.

  Το δεύ­τε­ρο επι­χεί­ρη­μα, συ­να­φές με την κα­τη­γο­ρία περί οι­κο­νο­μι­κού ανα­γω­γι­σμού, που χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να κα­τα­δεί­ξει το ασύν­δε­το μαρ­ξι­σμού-δη­μο­κρα­τι­κών ελευ­θε­ριών από φι­λε­λεύ­θε­ρη σκο­πιά, είναι η αυ­ταρ­χι­κο­ποί­η­ση της ΕΣΣΔ και η ανά­δυ­ση κρα­τι­κών γρα­φειο­κρα­τιών στα­λι­νι­κού τύπου, με επί­κε­ντρο τα κυ­βερ­νώ­ντα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα, στη Ρωσία και τις χώρες του πρώην «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», όπου υπήρ­χε κρα­τι­κά επι­βε­βλη­μέ­νη ιδε­ο­λο­γία, κα­τα­στο­λή και διώ­ξεις των δια­φω­νού­ντων. Απο­δί­δο­νται λοι­πόν στη μαρ­ξι­κή θε­ω­ρία τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του σο­βιε­τι­κού μο­ντέ­λου, απλώς και μόνο επει­δή αυτό αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­ταν ως μαρ­ξι­στι­κό (Πο­λί­της, 2012: 27-9). Η απά­ντη­ση εδώ είναι πιο σύν­θε­τη.

   Αφε­νός, σωστά επι­ση­μαί­νε­ται ότι, καθώς ο Μαρξ δεν έκανε καμία λε­πτο­με­ρή πε­ρι­γρα­φή των σο­σια­λι­στι­κών οι­κο­νο­μι­κών και πο­λι­τι­κών θε­σμών, το συ­γκε­ντρω­τι­κό πρό­τυ­πο του «κόμ­μα­τος της πρω­το­πο­ρί­ας» και του αντί­στοι­χου κρά­τους που οι­κο­δο­μή­θη­κε στην ΕΣΣΔ, δεν έλκυε την κα­τα­γω­γή του από τις θέ­σεις του Μαρξ κα­θαυ­τές, αλλά από τη λε­νι­νι­στι­κή ερ­μη­νεία τους, η οποία με τη σειρά της κα­θο­ρί­στη­κε από την ανά­γκη συ­γκε­ντρο­ποί­η­σης της εξου­σί­ας και ισχυ­ρού συ­ντο­νι­σμού, για την υπε­ρά­σπι­ση του νέου κα­θε­στώ­τος, στις έκτα­τες συν­θή­κες της εξω­τε­ρι­κής ει­σβο­λής και του κα­τα­στρο­φι­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου που προ­κά­λε­σε. Επι­πλέ­ον, ο υπα­νά­πτυ­κτος χα­ρα­κτή­ρας της κοι­νω­νί­ας των πο­λι­τών, των κα­πι­τα­λι­στι­κών δομών και των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων στην με­τε­πα­να­στα­τι­κή Ρωσία, προ­κά­λε­σε, σε συν­δυα­σμό με την απο­τυ­χία των επα­να­στά­σε­ων στις γει­το­νι­κές χώρες του ανε­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού, την εφαρ­μο­γή του δόγ­μα­τος του «σο­σια­λι­σμού σε μια χώρα». Το δόγμα αυτό, εφαρ­μο­ζό­με­νο σε συν­θή­κες έν­δειας και διε­θνούς απο­μό­νω­σης, οδη­γεί στην ανά­δυ­ση αυ­ταρ­χι­κών και γρα­φειο­κρα­τι­κών πα­ρεκ­κλί­σε­ων της εξου­σί­ας, που είναι μόνο κατ’ όνομα σο­σια­λι­στι­κές, όπως κα­τα­δει­κνύ­ει η αρι­στε­ρή κρι­τι­κή του στα­λι­νι­σμού, κυ­ρί­ως από τον Τρό­τσκι. Συ­νε­πώς, η σο­βιε­τι­κή εμπει­ρία, καθώς στε­ρεί­ται βα­σι­κών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων οι­κο­δό­μη­σης του σο­σια­λι­σμού, όπως ανα­λύ­θη­καν από τον Μαρξ (υλική ευ­μά­ρεια, πλή­ρης ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σμού και διε­θνο­ποί­η­ση της επα­νά­στα­σης), μάλ­λον επι­βε­βαιώ­νει παρά δια­ψεύ­δει τη μαρ­ξι­κή θε­ω­ρία (Eagleton, 2011: 34-44).

  Αφε­τέ­ρου, στο έργο του ίδιου του Μαρξ, ανα­φο­ρι­κά με την εξου­σία της ερ­γα­τι­κής τάξης και την εξά­λει­ψη των τα­ξι­κών δια­φο­ρών στον κομ­μου­νι­σμό, πα­ρό­τι ο χα­ρα­κτή­ρας των θέ­σε­ών του είναι σχε­τι­κά αό­ρι­στος και συ­γκυ­ρια­κός, ανα­δει­κνύ­ε­ται σαφώς το όραμα του μα­ρα­σμού και της τε­λι­κής έκλει­ψης του κρά­τους ως κα­τα­σταλ­τι­κού μη­χα­νι­σμού βί­αι­ης επι­βο­λής των συμ­φε­ρό­ντων μιας κυ­ρί­αρ­χης τάξης επί του κοι­νω­νι­κού συ­νό­λου. Η έν­νοια του «μα­ρα­σμού του κρά­τους», ανα­φέ­ρε­ται ακρι­βώς σε αυτές τις κα­τα­σταλ­τι­κές όψεις (στρα­τός, αστυ­νο­μία), που επι­βάλ­λουν την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των συμ­φε­ρό­ντων της κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής τάξης, κι όχι στο κρά­τος ως διοι­κη­τι­κό συ­ντο­νι­στι­κό μη­χα­νι­σμό που διευ­θε­τεί τις εντά­σεις και τις συ­γκρού­σεις (κλο­πές, φόνοι, κτλ), που θα συ­νε­χί­σουν βε­βαί­ως να υφί­στα­νται και στη σο­σια­λι­στι­κή κοι­νω­νία (Eagleton, 2011: 258-261 ; Αμπεν­σούρ, 2012).

  Ο μα­ρα­σμός του κρά­τους, ιδω­μέ­νος με τον τρόπο αυτό, συμ­βα­δί­ζει ανα­γκα­στι­κά με την εξά­λει­ψη των τα­ξι­κών δια­φο­ρών στο κομ­μου­νι­στι­κό μέλ­λον. Ωστό­σο, ανά­με­σα στο αστι­κό κρά­τος της οι­κο­νο­μι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης και στο ατα­ξι­κό κομ­μου­νι­στι­κό όραμα, με­σο­λα­βεί μια εν­διά­με­ση πε­ρί­ο­δος, αυτή του σο­σια­λι­σμού (με­τέ­πει­τα γνω­στή ως «προ­λε­τα­ρια­κή δι­κτα­το­ρία»), στην οποία το προ­λε­τα­ριά­το, αφού κα­τα­λά­βει την πο­λι­τι­κή εξου­σία, θα τη χρη­σι­μο­ποι­ή­σει για να συ­γκε­ντρώ­σει στα χέρια του το σύ­νο­λο της πα­ρα­γω­γής και ταυ­τό­χρο­να να κα­τα­στεί­λει με τη βία την ανα­με­νό­με­νη αντί­δρα­ση των αστών στην απώ­λεια των προ­νο­μί­ων τους. Σε αυτό το στά­διο, η αστι­κή κρα­τι­κή μη­χα­νή πρέ­πει να κα­τα­στρα­φεί ολο­σχε­ρώς και να αντι­κα­τα­στα­θεί από το ερ­γα­τι­κό κρά­τος, καθώς, λόγω της εγ­γε­νούς αντι­δρα­στι­κό­τη­τας και τα­ξι­κής με­ρο­λη­ψί­ας της αστι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, αν αυτή δια­τη­ρη­θεί η κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή κα­θί­στα­ται από δυ­σχε­ρής έως αδύ­να­τη (Μπα­λι­μπάρ, 1999: 171-3 ; Eagleton, 2011 : 261-2,265). Ο Μαρξ ανα­φέ­ρει ως πρό­τυ­πο αυτής της με­τα­βα­τι­κής «ερ­γα­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας» το κα­θε­στώς της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας, ως ένα κα­θε­στώς «του λαού για τον ίδιο το λαό». Στα πλαί­σια του, η δη­μο­κρα­τία παύει να έχει προ­σχη­μα­τι­κό κι αφη­ρη­μέ­νο πε­ριε­χό­με­νο, και γί­νε­ται ου­σια­στι­κή και συ­γκε­κρι­μέ­νη. Συ­νί­στα­ται στην αυ­το­δια­κυ­βέρ­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, στη συλ­λο­γι­κή δια­χεί­ρι­ση και το σχε­δια­σμό της οι­κο­νο­μί­ας, προς όφε­λος του κοι­νω­νι­κού συ­νό­λου, από ένα εθνι­κό σύ­νο­λο συ­νε­ται­ρι­στι­κών ενώ­σε­ων. Η αλ­λα­γή της τα­ξι­κής δομής επε­κτεί­νε­ται και στο επί­πε­δο των πο­λι­τι­κών θε­σμών, που ανα­νε­ώ­νο­νται με­τα­σχη­μα­τι­ζό­με­νοι ρι­ζι­κά: κα­τάρ­γη­ση του στρα­τού και έλεγ­χος της αστυ­νο­μί­ας από την Κομ­μού­να, άμεση εκλο­γή και ανα­κλη­τό­τη­τα των βου­λευ­τών και όλων των δη­μο­σί­ων λει­τουρ­γών, των δι­κα­στών συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων, εκτό­πι­ση του κλή­ρου από τον δη­μό­σιο βίο, γε­νι­κή ελεύ­θε­ρη και δω­ρε­άν εκ­παί­δευ­ση, κα­θο­λι­κή επέ­κτα­ση του εκλο­γι­κού δι­καιώ­μα­τος ως μέσου λαϊ­κής αυ­το­κυ­βέρ­νη­σης, δρα­στι­κή ενί­σχυ­ση των αρ­μο­διο­τή­των το­πι­κών και δη­μο­τι­κών αρχών. Συ­νι­στα­μέ­νη και στό­χος των πα­ρα­πά­νω μέ­τρων, είναι η κα­τάρ­γη­ση του κρά­τους ως αντι­προ­σω­πευ­τι­κού, ιε­ραρ­χι­κού και γρα­φειο­κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού, δια­χω­ρι­σμέ­νου από την κοι­νω­νία, και η με­τα­τρο­πή της νο­μο­θε­τι­κής εξου­σί­ας, «καρ­διάς του κρά­τους», σε σώμα του ερ­γα­ζό­με­νου λαού, κατά το πρό­τυ­πο των Ια­κω­βί­νων (Κου­βε­λά­κης, 2006). Στον σο­σια­λι­σμό, απο­κα­θί­στα­ται ο έλεγ­χος του κρά­τους από την κοι­νω­νία, που έχει αντι­στρα­φεί από την αστι­κή κυ­ριαρ­χία με όχημα την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή αντι­προ­σώ­πευ­ση. Η δη­μο­κρα­τία λαμ­βά­νει το πλή­ρες και αλη­θι­νό της πε­ριε­χό­με­νο, ως άμεση δη­μο­κρα­τία στο επί­πε­δο των πο­λι­τι­κών θε­σμών, επε­κτει­νό­με­νη και στο πεδίο της οι­κο­νο­μι­κής-κοι­νω­νι­κής ζωής, σύμ­φω­να με την αρχή «από τον κα­θέ­να ανά­λο­γα με τις δυ­να­τό­τη­τές του, στον κα­θέ­να ανά­λο­γα με τις ανά­γκες του». Τέλος, η μορφή της κρα­τι­κής εξου­σί­ας όχι μόνο δεν γί­νε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κή, όπως δια­τεί­νο­νται οι αντί­πα­λοι του μαρ­ξι­σμού, αλλά απο­κε­ντρώ­νε­ται και εκ­δη­μο­κρα­τί­ζε­ται σε βαθμό πολύ πιο προ­ω­θη­μέ­νο σε σχέση με τα αστι­κά κα­θε­στώ­τα, μέσω ενός δι­κτύ­ου συ­νερ­γα­ζό­με­νων επι­τρο­πών και συ­νε­ται­ρι­σμών (Eagleton, 2011: 270-2).

5. Ο αντί-ου­το­πι­σμός του Μαρξ, κι η τα­ξι­κή πό­λω­ση στον ύστε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό

  Στο ση­μείο αυτό, επι­βάλ­λε­ται μια ανα­φο­ρά σε δύο ακόμη επι­χει­ρή­μα­τα, ευ­ρέ­ως χρη­σι­μο­ποιού­με­να, που στο­χεύ­ουν να απο­δεί­ξουν τον «ξε­πε­ρα­σμέ­νο» χα­ρα­κτή­ρα του μαρ­ξι­σμού.

  Το πρώτο υπο­στη­ρί­ζει ότι ο μαρ­ξι­σμός ευαγ­γε­λί­ζε­ται ένα ου­το­πι­κό μέλ­λον πλη­ρό­τη­τας κι αρ­μο­νί­ας, στο οποίο κάθε πηγή σύ­γκρου­σης θα έχει εκλεί­ψει, και θα προ­κύ­ψει ένας επί­γειος πα­ρά­δει­σος από­λυ­της ισό­τη­τας ελευ­θε­ρί­ας κι ανι­διο­τε­λούς συ­νερ­γα­σί­ας. Αυτό το όραμα εξά­λει­ψης των αντι­θέ­σε­ων, συ­νε­χί­ζει το επι­χεί­ρη­μα, είναι επι­κίν­δυ­νο διότι, εκτός των άλλων, πα­ρα­βλέ­πει την αντα­γω­νι­στι­κή-εγω­ι­στι­κή  διά­στα­ση της αν­θρώ­πι­νης φύσης. Κατ’ αρχάς, δύο πα­ρα­τη­ρή­σεις: δεν είναι δυ­να­τόν ο Μαρξ να κα­τη­γο­ρεί­ται ότι ονει­ρεύ­ε­ται ένα ανέ­φι­κτο ιδα­νι­κό ει­ρή­νης κι ελευ­θε­ρί­ας των ατό­μων, και από την άλλη πλευ­ρά να θε­ω­ρεί­ται, από τους ίδιους αν­θρώ­πους, υπέρ­μα­χος ενός βί­αιου κι ολο­κλη­ρω­τι­κού κρά­τους που αφα­νί­ζει κάθε έκ­φαν­ση της ατο­μι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Τα δύο αυτά αλ­λη­λο­α­ναι­ρού­νται, δεν μπο­ρούν να ισχύ­ουν ταυ­τό­χρο­να. Επι­πλέ­ον, ο αντα­γω­νι­σμός και ο εγω­ι­σμός δεν είναι κα­θό­λου δε­δο­μέ­να συ­στα­τι­κά στοι­χεία της αν­θρώ­πι­νης φύσης. Αντί­θε­τα, καλ­λιερ­γού­νται από τους κα­πι­τα­λι­στι­κούς θε­σμούς στα πλαί­σια της αστι­κής κοι­νω­νί­ας (με κύ­ριους πυ­λώ­νες την επι­δί­ω­ξη του κέρ­δους και την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία), και κα­τό­πιν φυ­σι­κο­ποιού­νται από την κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία, ώστε να νο­μι­μο­ποι­η­θεί ως αιώ­νια η υπάρ­χου­σα τάξη πραγ­μά­των. Ακο­λου­θώ­ντας την απά­ντη­ση του Ρουσ­σώ στον Χομπς και τους θε­ω­ρη­τι­κούς της ισχυ­ρής και από­λυ­της εξου­σί­ας, θα λέ­γα­με ότι οι αντι­μαρ­ξι­στές φι­λε­λεύ­θε­ροι και συ­ντη­ρη­τι­κοί «μι­λού­σαν για τον πρω­τό­γο­νο άν­θρω­πο κι πε­ριέ­γρα­φαν τον πο­λί­τη» (Ρουσ­σώ, 2010: 76 ; Στυ­λια­νού, 2011: 169).

  Επί της ου­σί­ας, ο ίδιος ο Μαρξ, στο «Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο», έχει κα­τα­κρί­νει τον ου­το­πι­κό σο­σια­λι­σμό του 18ου αιώνα, ως προ­ϊ­όν μιας επο­χής στην οποία, καθώς το προ­λε­τα­ριά­το είναι ακόμη υπα­νά­πτυ­κτο, γί­νε­ται μια προ­σπά­θεια από αυτό το ρεύμα, που αντι­λαμ­βά­νε­ται την τα­ξι­κή-εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή διά­στα­ση της αστι­κής κοι­νω­νί­ας, να την υπερ­βεί δια­τυ­πώ­νο­ντας για τον σκοπό αυτό  αναλ­λοί­ω­τους και στα­θε­ρούς νό­μους, προ­γράμ­μα­τα συ­νο­λι­κής και λε­πτο­με­ρούς κοι­νω­νι­κής ανα­μόρ­φω­σης, με αξιώ­σεις επι­στη­μο­νι­κής εγκυ­ρό­τη­τας (Σαιν Σιμόν, Φου­ριέ, κτλ). Στα πλαί­σια του ου­το­πι­κού σο­σια­λι­σμού, η ερ­γα­τι­κή τάξη υπο­βι­βά­ζε­ται σε άβου­λο υπο­κεί­με­νο αυτών των ιδα­νι­κών πει­ρα­μά­των, κάθε μορφή ενερ­γού πο­λι­τι­κής δρά­σης και έντα­ξής της στις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες του εκά­στο­τε εθνι­κού-ιστο­ρι­κού πλαι­σί­ου αγνο­εί­ται, και  η κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση κα­θί­στα­ται απλή φα­ντα­σί­ω­ση, με απο­τέ­λε­σμα να ανα­πα­ρά­γο­νται οι αστι­κές σχέ­σεις κυ­ριαρ­χί­ας (Marx, 2014: 499-500).

  Όπως εί­δα­με, ο Μαρξ, αντι­λαμ­βα­νό­με­νος πλή­ρως την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης φύσης και την ιστο­ρι­κή της εν­δε­χο­με­νι­κό­τη­τα, ανα­γνώ­ρι­σε σ αυτήν τη δη­μιουρ­γι­κή συ­νύ­παρ­ξη αντα­γω­νι­στι­κών και συ­νερ­γα­τι­κών τά­σε­ων, με στα­θε­ρό όμως το υλικό υπό­βα­θρο της πα­ρα­γω­γι­κής επέμ­βα­σης του αν­θρώ­που στους φυ­σι­κούς πό­ρους, για την εξα­σφά­λι­ση των στοι­χειω­δών βιο­τι­κών αγα­θών. Γι αυτό και πα­ρα­δέ­χε­ται ότι στην αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι αγώ­νες για ισό­τη­τα και δι­καιο­σύ­νη, κερ­δή­θη­καν με τί­μη­μα μα­κρό­χρο­νη βία κι εκ­με­τάλ­λευ­ση ποι­κί­λων μορ­φών (η «κακή πλευ­ρά της ιστο­ρί­ας») (Μπα­λι­μπάρ, 1999: 158-63). Η μαρ­ξι­κή ανά­γνω­ση του κό­σμου και της εξέ­λι­ξης ανα­δει­κνύ­ε­ται εδώ ως ρε­α­λι­στι­κή, και μάλ­λον τρα­γι­κή, και κα­θό­λου ως ου­το­πι­κή (Eagleton, 2011:92-3). Επι­πρό­σθε­τα, ο Μαρξ, ως υλι­στής, θε­ω­ρού­σε οποια­δή­πο­τε γραμ­μι­κή ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση προ­ό­δου ή πα­ρακ­μής (δη­μο­φι­λή στους φι­λε­λεύ­θε­ρους δια­φω­τι­στές και τους συ­ντη­ρη­τι­κούς αντί­στοι­χα), ως ιδε­α­λι­στι­κή. Καθώς ο κομ­μου­νι­σμός είναι η συν­θή­κη της ελεύ­θε­ρης αυ­το­πραγ­μά­τω­σης των ατό­μων και της συλ­λο­γι­κής δια­μόρ­φω­σης της ζωής τους, κάθε λε­πτο­με­ρής πρό­βλε­ψη αυτού του μέλ­λο­ντος είναι από πα­ρα­κιν­δυ­νευ­μέ­νη ως αδύ­να­τη, αφού δεν απο­κλεί­ε­ται η πτώση του κα­πι­τα­λι­σμού να ακο­λου­θη­θεί από οπι­σθο­δρό­μη­ση και βαρ­βα­ρό­τη­τα. Ακρι­βώς ο ανοι­κτός χα­ρα­κτή­ρας του μέλ­λο­ντος είναι αυτός που κα­θι­στά ανα­γκαία την πο­λι­τι­κή δράση των κυ­ριαρ­χού­με­νων τά­ξε­ων για την προ­ώ­θη­ση της ισό­τη­τας και της ελευ­θε­ρί­ας. Εξάλ­λου, ο Μαρξ, μα­κριά από το να προ­ϋ­πο­θέ­τει την αυ­τό­μα­τη ηθική τε­λειο­ποί­η­ση των αν­θρώ­πων με την έλευ­ση του κομ­μου­νι­σμού, το­νί­ζει αντί­θε­τα την κρί­σι­μη επί­δρα­ση των θε­σμι­κών αλ­λα­γών στη δια­μόρ­φω­ση της αν­θρώ­πι­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς. Θε­ω­ρεί τέλος πως ο κομ­μου­νι­σμός, απαλ­λάσ­σο­ντας τους αν­θρώ­πους από το άχθος της κα­θη­με­ρι­νής επι­βί­ω­σης που τους επι­βάλ­λει η τα­ξι­κή-εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή φύση του κα­πι­τα­λι­σμού, τους επι­τρέ­πει να αφιε­ρώ­σουν χρόνο σε πνευ­μα­τι­κές ενα­σχο­λή­σεις, συμ­βάλ­λο­ντας τα μέ­γι­στα στην ηθική τους βελ­τί­ω­ση (Eagleton, 2011: 98-147).

   Το δεύ­τε­ρο και τε­λευ­ταίο επι­χεί­ρη­μα που προ­βάλ­λε­ται κατά του μαρ­ξι­σμού, είναι η θρυ­λη­μέ­νη «εξα­φά­νι­ση» των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, βα­σι­κής μο­νά­δας των μαρ­ξι­στι­κών ανα­λύ­σε­ων. Ο Μαρξ εντο­πί­ζει στην ισο­πε­δω­τι­κή τάση του κα­πι­τα­λι­σμού να εμπο­ρευ­μα­το­ποιεί τα πάντα, ακόμη και τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, μια άρση των κοι­νω­νι­κών δια­φο­ρών και μια ομο­γε­νο­ποί­η­ση του πλή­θους των ατό­μων, η οποία ωστό­σο, όντας κα­θα­ρά τυ­πι­κή κι αλ­λο­τριω­τι­κή, απο­κρύ­πτει την εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή φύση του συ­στή­μα­τος, και εκτρέ­φει τις αστι­κές αυ­τα­πά­τες περί του «τέ­λους της ιστο­ρί­ας» και της τα­ξι­κής πάλης (Eagleton, 2011: 214). Εξάλ­λου, σωστά επι­ση­μαί­νε­ται ότι, παρά το γε­γο­νός πως το προ­λε­τα­ριά­το με την πα­ρα­δο­σια­κή έν­νοια της βιο­μη­χα­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης έχει όντως συρ­ρι­κνω­θεί, αυτό δε ση­μαί­νει εξά­λει­ψη των τα­ξι­κών αντι­θέ­σε­ων. Αντί­θε­τα, στα πλαί­σια της όλο και με­γα­λύ­τε­ρης τε­χνι­κής προ­ό­δου των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, ένας αυ­ξα­νό­με­νος αριθ­μός κα­τώ­τε­ρων με­σαί­ων στρω­μά­των, που απα­σχο­λεί­ται σε υπαλ­λη­λι­κή ερ­γα­σία στον τομέα των υπη­ρε­σιών (δά­σκα­λοι, ξε­νο­δο­χο­ϋ­πάλ­λη­λοι, ερ­γο­δη­γοί, κτλ), βιώ­νει εκ­με­τάλ­λευ­ση, εντα­τι­κο­ποί­η­ση κι υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας του από πλευ­ράς της ερ­γο­δο­σί­ας, τάση ακόμη πιο έντο­νη στις χα­μη­λό­τε­ρα αμει­βό­με­νες γυ­ναί­κες. Δια­μορ­φώ­νε­ται λοι­πόν μια ευ­ρεία «υπαλ­λη­λι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη», που υφί­στα­ται συν­θή­κες ζωής κι ερ­γα­σί­ας αντί­στοι­χες με αυτές του κλασ­σι­κού προ­λε­τα­ριά­του, και συ­νε­πώς έχει αντι­κει­με­νι­κό συμ­φέ­ρον την ανα­τρο­πή του ισχύ­ο­ντος κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κού πλαι­σί­ου (Eagleton, 2011: 224-35). Η τα­ξι­κή πό­λω­ση στον ύστε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό όχι μόνο δεν έχει αμ­βλυν­θεί, αλλά γνω­ρί­ζει νέα όξυν­ση, παρά το γε­γο­νός ότι η  δομή της κοι­νω­νί­ας κι οι μορ­φές της εκ­με­τάλ­λευ­σης, έχουν με­τα­βλη­θεί σε σχέση με το 19ο αιώνα, κάτι απο­λύ­τως φυ­σιο­λο­γι­κό κι ανα­με­νό­με­νο, δε­δο­μέ­νης της τάσης του συ­στή­μα­τος να με­τα­βάλ­λε­ται και να αλ­λά­ζει ρι­ζι­κά τις πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις και δυ­νά­μεις προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρη­θεί, τάσης που πρώ­τος ο Μαρξ εντό­πι­σε και ανέ­λυ­σε.

6. Συ­μπέ­ρα­σμα: η επι­και­ρό­τη­τα της μαρ­ξι­κής σκέ­ψης σε συν­θή­κες δο­μι­κής συ­στη­μι­κής κρί­σης

   Από την ανα­λυ­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση ορι­σμέ­νων πτυ­χών της μαρ­ξι­κής σκέ­ψης που προη­γή­θη­κε, κα­θί­στα­ται σαφής ο επί­και­ρος χα­ρα­κτή­ρας της όσον αφορά στην ερ­μη­νεία και την αντι­με­τώ­πι­ση της πα­γκό­σμιας δο­μι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης που ξέ­σπα­σε το 2008, και σή­με­ρα βρί­σκε­ται στο απο­κο­ρύ­φω­μά της. Η πτώση των ανα­το­λι­κο­ευ­ρω­παϊ­κών σο­σια­λι­στι­κών κα­θε­στώ­των το 1989-91 αδιαμ­φι­σβή­τη­τα απο­τέ­λε­σε ένα ισχυ­ρό σοκ για την πα­ρα­δο­σια­κή αρι­στε­ρά διε­θνώς, και έπλη­ξε και το κύρος του μαρ­ξι­σμού σε ακα­δη­μαϊ­κό επί­πε­δο, εγκαι­νιά­ζο­ντας την πο­λι­τι­κή κι ιδε­ο­λο­γι­κή κυ­ριαρ­χία του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού σε ΗΠΑ και Ευ­ρώ­πη. Καθώς όμως το «τέλος της ιστο­ρί­ας», που δια­κή­ρυ­ξαν οι νι­κη­τές του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου, αρ­νεί­ται πει­σμα­τι­κά να επέλ­θει, και ο κα­πι­τα­λι­σμός περ­νά­ει τη με­γα­λύ­τε­ρη κρίση μετά το 1929, μην έχο­ντας πλέον τη δυ­να­τό­τη­τα να νο­μι­μο­ποι­η­θεί επι­κα­λού­με­νος το φό­βη­τρο της «κομ­μου­νι­στι­κής τυ­ραν­νί­ας», ο μαρ­ξι­σμός ανα­κτά το κύρος του ως οι­κο­νο­μι­κή κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία, όχι πλέον μόνο σε ακα­δη­μαϊ­κό, αλλά σε πρα­κτι­κό επί­πε­δο.

  Από οι­κο­νο­μι­κής πλευ­ράς, τόσο τα αίτια της κρί­σης (διε­θνο­ποί­η­ση της πα­ρα­γω­γής μέσω της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, διό­γκω­ση του χά­σμα­τος πλού­του-φτώ­χειας, υπερ­συσ­σώ­ρευ­ση και συ­γκε­ντρο­ποί­η­ση του κε­φα­λαί­ου, ανερ­γία και φτώ­χεια πρω­τό­γνω­ρες για τον με­τα­πο­λε­μι­κό κα­πι­τα­λι­στι­κό κόσμο), όσο και οι τρό­ποι αντι­με­τώ­πι­σής της από την αστι­κή τάξη (λι­τό­τη­τα, υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, ελα­στι­κο­ποί­η­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, δρα­στι­κός πε­ριο­ρι­σμός των ανα­δια­νε­μη­τι­κών πο­λι­τι­κών και των κοι­νω­νι­κών δι­καιω­μά­των του κρά­τους πρό­νοιας), επι­βε­βαιώ­νουν ότι, παρά τα ιδιαί­τε­ρα επι­μέ­ρους εθνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, πρό­κει­ται για μια κρίση κλα­σι­κού τύπου από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά, μια κρίση που μειώ­νει το πο­σο­στό κέρ­δους, υπο­τι­μώ­ντας τη ζω­ντα­νή ερ­γα­σία από την οποία αυτό αντλεί­ται, και ταυ­τό­χρο­να οξύ­νει τις τα­ξι­κές αντι­θέ­σεις, προ­λε­τα­ριο­ποιώ­ντας βίαια τη με­σαία τάξη,  κι επι­δει­νώ­νο­ντας έτσι την εγ­γε­νή αστά­θεια του συ­στή­μα­τος.

  Από πο­λι­τι­κής- ιδε­ο­λο­γι­κής πλευ­ράς, στο επί­πε­δο δη­λα­δή του εποι­κο­δο­μή­μα­τος, η ρα­γδαία συρ­ρί­κνω­ση της με­σαί­ας τάξης, αντα­να­κλά­ται στη μεί­ζο­να κρίση αντι­προ­σώ­πευ­σης των αστι­κών κα­θε­στώ­των της ευ­ρω­παϊ­κής πε­ρι­φέ­ρειας όπου εφαρ­μό­ζο­νται μνη­μό­νια, και συ­γκε­κρι­μέ­να στην απο­στα­θε­ρο­ποί­η­ση των κομ­μα­τι­κών ταυ­τί­σε­ων, στην πτώση των πα­ρα­δο­σια­κών κομ­μά­των εξου­σί­ας, και στην επέ­κτα­ση των με­τα­δη­μο­κρα­τι­κών πει­ρα­μά­των «τε­χνο­κρα­τι­κών», μη εκλεγ­μέ­νων και πο­λι­τι­κά νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νων κυ­βερ­νή­σε­ων (κυ­βερ­νή­σεις Μόντι στην Ιτα­λία και Πα­πα­δή­μου στην Ελ­λά­δα). Εν­δει­κτι­κή της κρί­σης στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο είναι επί­σης η εμ­φά­νι­ση μα­ζι­κών κι­νη­μά­των των πλα­τειών, έστω και συ­γκυ­ρια­κού χα­ρα­κτή­ρα και χωρίς σαφή πο­λι­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση, με αμε­σο­δη­μο­κρα­τι­κά αι­τή­μα­τα και πρα­κτι­κές, που αμ­φι­σβη­τούν ευ­θέ­ως τη λει­τουρ­γι­κό­τη­τα και τη δη­μο­κρα­τι­κό­τη­τα των αστι­κών αντι­προ­σω­πευ­τι­κών θε­σμών (Αγα­να­κτι­σμέ­νοι, Ιντι­γνά­δος, Occupy Wall Street). Μια τε­λευ­ταία κι ίσως η πιο ανη­συ­χη­τι­κή πτυχή της κρί­σης αντι­προ­σώ­πευ­σης, που εκ­δη­λώ­θη­κε με ιδιαί­τε­ρη έντα­ση στη χώρα μας, είναι η άνο­δος και η δράση της ρα­τσι­στι­κής και να­ζι­στι­κής Δε­ξιάς, και οι σχέ­σεις της με το αστι­κό πο­λι­τι­κό μπλοκ (π.χ υπό­θε­ση Μπαλ­τά­κου-ΧΑ). Είναι πολύ ση­μα­ντι­κή στο πεδίο αυτό η ανά­δει­ξη της ταύ­τι­σης του μαρ­ξι­σμού και της Αρι­στε­ράς εν γένει, με τη δη­μο­κρα­τία και την ελευ­θε­ρία, προ­κει­μέ­νου να αντι­κρου­στεί το ανι­στό­ρη­το κι επι­κίν­δυ­νο ιδε­ο­λό­γη­μα που καλ­λιερ­γεί­ται επί­ση­μα από την άρ­χου­σα τάξη σε επί­πε­δο ΕΕ, και το οποίο εξο­μοιώ­νει να­ζι­σμό και κομ­μου­νι­σμό, με ανα­φο­ρές τη συμ­φω­νία μη επί­θε­σης Χί­τλερ-Στά­λιν τις πα­ρα­μο­νές του Β’ Πα­γκο­σμί­ου, και την αντί­θε­ση στον αστι­κό κοι­νο­βου­λευ­τι­σμό (η γνω­στή «θε­ω­ρία των άκρων», ή εναλ­λα­κτι­κά, η «κα­τα­δί­κη της βίας απ’ όπου και αν προ­έρ­χε­ται»), με απώ­τε­ρο  σκοπό την ηθική απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση οποιασ­δή­πο­τε αρι­στε­ρής αντί­δρα­σης και εναλ­λα­κτι­κής στην κρίση και τα αδιέ­ξο­δα του ύστε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού.

   Εν κα­τα­κλεί­δι, ο μαρ­ξι­σμός, λόγω του πο­λύ­πλευ­ρου κι ολι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα του, που συν­δυά­ζει στοι­χεία οι­κο­νο­μι­κής, πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής θε­ω­ρί­ας, είναι η μο­να­δι­κή σχολή σκέ­ψης που μπο­ρεί να μας προ­σφέ­ρει μια τεκ­μη­ριω­μέ­νη και συ­νο­λι­κή ερ­μη­νεία των ποι­κί­λων πτυ­χών της ση­με­ρι­νής κρί­σης. Ταυ­τό­χρο­να, είναι μια θε­ω­ρία έντο­να κα­νο­νι­στι­κή, συ­νε­πώς έχει το δε­ο­ντο­λο­γι­κό υπό­βα­θρο να υπο­δεί­ξει μια συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση για την υπέρ­βα­ση της κρί­σης προς όφε­λος της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας, που σή­με­ρα υφί­στα­ται άγρια εκ­με­τάλ­λευ­ση και πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση. Αυτή η κα­τεύ­θυν­ση δεν είναι άλλη από την, απο­λύ­τως ρε­α­λι­στι­κή, επί­τευ­ξη της μέ­γι­στης δυ­να­τής ισό­τη­τας κι ελευ­θε­ρί­ας για όλους, δύο ιδα­νι­κών που όχι μόνο δεν συ­γκρού­ο­νται στην υλο­ποί­η­σή τους, όπως δια­τεί­νο­νται οι αστοί φι­λε­λεύ­θε­ροι και συ­ντη­ρη­τι­κοί, αλλά αντί­θε­τα η μια απο­τε­λεί προ­ϋ­πό­θε­ση της άλλης.

Βι­βλιο­γρα­φία

Ελ­λη­νό­γλω­ση

Αμπεν­σούρ, Μ., (2012), «Τόποι Ζωής, Τόποι Ιδεών, Δη­μο­κρα­τία-Με­τα­δη­μο­κρα­τία», επει­σό­διο 11, https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=6zm​zJxl​w2GM, (Πρό­σβα­ση, 1-11-2015).

Eagleton, T., (2011), Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο,  μτφρ. Γε­ωρ­γί­ου Π., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη.

Heywood, A., (2007), Πο­λι­τι­κές Ιδε­ο­λο­γί­ες, μτφρ. Μα­ραν­τζί­δης Χ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Επί­κε­ντρο.

Howarth, D., (2008), (επιμ) Σταυ­ρα­κά­κη, Γ., Η έν­νοια του Λόγου, μτφρ. Κα­να­ού­τη, Σ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Πο­λύ­τρο­πον.

Κου­βε­λά­κης, Σ., (2006), «Ο Μαρξ και η μαρ­ξι­κή κρι­τι­κή της πο­λι­τι­κής: Από τις επα­να­στά­σεις του 1848 στην πα­ρι­σι­νή κομ­μού­να, ή η ερ­γα­σία της διόρ­θω­σης», μτφρ. Μπέ­τζε­λος, Τ ., Ου­το­πία: Επι­θε­ώ­ρη­ση Θε­ω­ρί­ας και Πο­λι­τι­σμού http://​www.​u-​topia.​gr/​issues/​71/​63, (Πρό­σβα­ση 20-10-2015).

 

Kymlicka, W., (2005), Η Πο­λι­τι­κή Φι­λο­σο­φία της Επο­χής μας, μια ει­σα­γω­γή, μτφρ. Μο­λύ­βας, Γ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Πόλις.

Μarx, K., (1978), Κρι­τι­κή της Εγε­λια­νής Φι­λο­σο­φί­ας του Κρά­τους και του Δι­καί­ου, μτφρ. Λυ­κού­δης, Μ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Πα­πα­ζή­ση.

Marx, K., (2014), KARL MARX κεί­με­να από τη δε­κα­ε­τία του 1840, μια αν­θο­λο­γία,  μτ­φρ-επιμ. Γκιού­ρας, Θ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις ΚΨΜ.

Μπα­λι­μπάρ, Ε., (1999), Η φι­λο­σο­φία του Μαρξ, μτ­φρ-επιμ. Στυ­λια­νού Α., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Νήσος.

Πο­λί­της, Γ., (2012), Το δι­καί­ω­μα της πο­λι­τι­κής ανυ­πα­κο­ής: η νό­μι­μη άμυνα στην αυ­θαί­ρε­τη εξου­σία, Αθήνα: Εκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός.

Ρουσ­σώ, Ζ.Ζ., (2010), Πραγ­μα­τεία περί της κα­τα­γω­γής και των θε­με­λί­ων της ανι­σό­τη­τας ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους, μτφρ. Αλε­ξί­ου-Κα­να­γκί­νη, Μ., Αθήνα: Εκ­δό­σεις Σύγ­χρο­νη Εποχή.

Στα­μά­της, Κ., (1995), Αστι­κή κοι­νω­νία, Δι­καιο­σύ­νη και Κοι­νω­νι­κή Κρι­τι­κή, Μια Κρι­τι­κή Θεωρία της Δι­καιο­σύ­νης, Αθήνα: Εκ­δό­σεις Ίδρυ­μα Σάκη Κα­ρά­γιωρ­γα.

Στυ­λια­νού, Α., (2011), Θε­ω­ρί­ες του Κοι­νω­νι­κού Συμ­βο­λαί­ου: από τον Γκρό­τιους στον Ρουσ­σώ, Αθήνα: Εκ­δό­σεις Πόλις.

Το Βήμα, (εκδ.) (2010), Καρλ Μαρξ: Μα­νι­φέ­στο του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βο­να­πάρ­τη, μτφρ- επιμ: Κου­τσου­ρέ­λης, Κ., Φω­τί­ου Φ., Αστρι­νά­κη  Α., Αθήνα.

Ξε­νό­γλωσ­ση

Hampsher-Monk,I., (1992), A History of Modern Political Thought: Major Political Thinkers from Hobbes to Marx, Oxford: Blackwell Publications.

Daremas, G., (2005), “Marx’s Theory of Democracy in his Critique of Hegel’s Philosophy of the State”, Marx and Philosophy Society, Athens.

*Ερ­γα­σία για το μά­θη­μα: Νε­ό­τε­ρη Πο­λι­τι­κή Θε­ω­ρία και Φι­λο­σο­φία-Με­τα­πτυ­χια­κό πρό­γραμ­μα σπου­δών Πο­λι­τι­κής Φι­λο­σο­φί­ας του τμή­μα­τος Πο­λι­τι­κών Επι­στη­μών.

Επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής: Σε­βα­στά­κης Νι­κό­λας

Ετικέτες