Στόχος της παρούσας μελέτης, είναι η παρουσίαση κι ανάλυση βασικών σημείων της μαρξικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, με άξονα την κριτική της αστικής δημοκρατίας και την αναγκαία, δυναμική και δημιουργική σχέση δημοκρατίας-σοσιαλισμού.
Η ανάλυση θα βασιστεί κυρίως σε πρωτογενείς πηγές (έργα του ίδιου του Μαρξ), αλλά και σε δευτερογενείς (έργα μεταγενέστερων διανοουμένων σχετικά με τον Μαρξ, μαρξιστών και μη), και θα κλείσει με μια αναφορά στη χρησιμότητα της μαρξικής σκέψης για την ερμηνεία και την υπέρβαση της παρούσας κρίσης.
1. Ιστορικό πλαίσιο, κοινωνικές-ιδεολογικές επιρροές της μαρξικής σκέψης
Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883), είναι ίσως ο σημαντικότερος στοχαστής της νεοτερικότητας. Το έργο του δε μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς κοινωνικό, φιλοσοφικό πολιτικό ή οικονομικό, καθώς εμπεριέχει και συνδυάζει στοιχεία όλων των παραπάνω επιστημών. Αυτή η ευρύτητα εξηγεί και την καθοριστική επιρροή που άσκησε η μαρξική σκέψη, τόσο σε επίπεδο οικονομικό-πολιτικής θεωρίας, όσο και πολιτικής πρακτικής και κρατικής οργάνωσης. Η μεσοαστική καταγωγή του Μαρξ τον τοποθετεί μεταξύ των υπερασπιστών των μεγάλων ιδανικών του Διαφωτισμού (ισότητα, ελευθερία, δημοκρατία ορθός λόγος), ασκεί όμως παράλληλα μια αυστηρή εσωτερική κριτική, αφού παρατηρεί πως τα ιδανικά αυτά ακυρώνονται ή υλοποιούνται ελλιπώς στις συνθήκες της αστικής κοινωνίας (Eagleton, 2011: 292). Είναι μια κριτική απολύτως συμβατή με το πνεύμα και τα προβλήματα του 19ου αιώνα -του αιώνα του «βιομηχανισμού» και του κοινωνικού σχεδιασμού- στην πολιτική θεωρία και πράξη. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου έχει ολοκληρωθεί πλέον η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία, τα συμφέροντά της έχουν σε μεγάλο βαθμό κατοχυρωθεί στη Δυτική Ευρώπη, σε επίπεδο νομοθετικό και εκτελεστικό (ατομική ιδιοκτησία, ελευθερία του εμπορίου και των συναλλαγών, ελευθεροτυπία, κτλ), και αρχίζουν πλέον να εμφανίζονται οι ανισότητες κι οι αντιφάσεις της νέας αστικής κοινωνίας (αστικοποίηση, ανάδυση και διόγκωση του βιομηχανικού κι αγροτικού προλεταριάτου), οι οποίες απαιτούν μια διαχείριση σε διοικητικό-τεχνικό κι όχι ιδεολογικό επίπεδο, ανάγκη από την οποία πηγάζει και η αυξανόμενη συγκεντροποίηση των εξουσιών των νεότευκτων εθνικών κρατών κι η επέκταση των αρμοδιοτήτων τους.
Στα πλαίσια αυτά, του πολύπλοκου κι αντιφατικού χαρακτήρα των αστικών κοινωνιών, διαμορφώνεται και η σχέση του Μαρξ με τον Διαφωτισμό, σχέση που τον διαφοροποιεί καίρια από τους φιλελεύθερους διανοητές. Συγκεκριμένα, παρόλο που θεωρεί τον ορθό λόγο συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και η σκέψη του έχει ως κέντρο τον άνθρωπο, τις ανάγκες και τις δυνατότητές του, όπως συμβαίνει και με τους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα, εντούτοις, δεν θεωρεί ότι ο ορθός λόγος είναι έμφυτος στον άνθρωπο, με τρόπο που του εγγυάται μια γραμμική πορεία προς την πρόοδο και την ευημερία, αλλά αντίθετα πιστεύει πως ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα άτομα πηγάζει από την βιολογικά ατελή φύση τους, και το γεγονός ότι αυτή δυσχεραίνει την εξασφάλιση των βασικών βιοτικών υλικών αγαθών. Η ανθρώπινη ιστορία είναι κατά βάση μια ιστορία υλικών στερήσεων, η εξάλειψη των οποίων περνά κυρίως μέσα από τη βία και την εκμετάλλευση, χαρακτηριστικό όλων των ταξικών κοινωνιών. Ο αγώνας για επιβίωση και οι φυσικές ατέλειες του ανθρώπου ωστόσο, για τον ίδιο λόγο που γεννούν βία και ανταγωνισμό, γεννούν και το αντίθετό τους, την ανάγκη κοινωνικής συνύπαρξης και συνεργασίας. Επίσης, για τον Μαρξ είναι πολύ σημαντικό ότι, καθώς ο άνθρωπος φτιάχνει ο ίδιος την ιστορία του, παρά τους δομικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι ταξικές σχέσεις στη δράση του, έχει την τάση να εξεγείρεται απέναντι στην αδικία και τον αυταρχισμό. Η οπτική λοιπόν του Μαρξ για την ανθρώπινη φύση, είναι ταυτοχρόνως ρεαλιστική, αφού ξεκινάει την ανάλυσή του από τις υφιστάμενες σχέσεις βίας και εκμετάλλευσης, ως αναγκαία προϊόντα της ιστορικής εξέλιξης, και αισιόδοξη, καθώς, αποδίδοντας τα αρνητικά του παρόντος σε κοινωνικές συνθήκες, που βρίσκονται εν πολλοίς εκτός του ελέγχου των μεμονωμένων ατόμων κι όχι σε σταθερές κι αιώνιες ιδιότητές τους, παρέχει άμεσα τη δυνατότητα διεκδίκησης ενός δικαιότερου μέλλοντος μέσα από τη συλλογική πολιτική δράση, με οδηγό την έμφυτη κοινωνικότητα των ανθρώπων, κι απώτερο στόχο την ελεύθερη αυτοπραγμάτωση του καθενός σε συνεργασία με τους άλλους, βασισμένη στην ισότιμη ικανοποίηση των βασικών αναγκών της ανθρώπινης ζωής για όλους (Eagleton, 2011: 108-125; Heywood, 2007: 213-5).
Η μαρξική προσέγγιση του Διαφωτισμού σημαδεύεται συνεπώς από έναν «υλισμό της πράξης», την πεποίθηση δηλαδή ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία μέσα από την καθημερινή τους ένταξη στην παραγωγική διαδικασία και τους κοινωνικό-πολιτικούς αγώνες, μακριά από τον «χυδαίο» υλισμό της προεπαναστατικής αστικής διανόησης, που αντιλαμβανόταν μηχανιστικά τον άνθρωπο ως απλό σύνολο βιολογικών διαδικασιών (Eagleton, 2011: 176). Ο μαρξικός υλισμός καθορίζεται μεταξύ άλλων από τρία σημαντικά κληροδοτήματα του Διαφωτισμού. Πρώτον, την ιδέα ότι ο πλούτος παράγεται από τη ζωντανή εργασία, ιδέα κεντρική στον Άνταμ Σμιθ, δεύτερον, το αμεσοδημοκρατικό κι εξισωτικό πρότυπο της «γενικής βούλησης», ρουσσωικής έμπνευσης, και τρίτον την εξέλιξη της ιστορίας, μέσω διαλεκτικών αντιθέσεων, όπως τη συνέλαβε ο Χέγκελ (Μπαλιμπάρ, 1999: 17). Με αυτά τα εργαλεία ο Μαρξ προχωράει στη ριζοσπαστική κριτική της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
2. Η κριτική της Χεγκελιανής οπτικής του κράτους και της αστικής δημοκρατίας
Καθοριστική για την πολιτική σκέψη του Μαρξ υπήρξε η επιρροή του Χέγκελ και του Φώυερμπαχ, αποτέλεσμα της ένταξής του στον κύκλο των «νεοεγελιανών» (Daremas, 2005). Αφετηρία είναι η κριτική του Φώυερμπαχ στη θρησκεία, η οποία αντιμετωπίζεται ως η απόπειρα του ανθρώπου να αναπαραστήσει την επιθυμητή αλλά μη εφικτή στον παρόντα κόσμο τελειότητα και αρμονία, εξωτερικεύοντάς την σε ένα υπερφυσικό ανώτερο ον. Ο θεός είναι δηλαδή ένα αντεστραμμένο είδωλο του ανθρώπου, που δημιουργείται από τον ίδιο και στο οποίο κάθε ανθρώπινη ατέλεια και κακουχία εξαλείφεται φαντασιακά μετατρεπόμενη στο αντίθετό της. Εν ολίγοις, ο θεός είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Μαρξ, αν και συμφωνεί με την εν λόγω προσέγγιση, της καταλογίζει ιδεαλισμό, στο βαθμό που δε λαμβάνει υπόψη ότι οι αντιφάσεις κι οι ατέλειες που επιχειρείται να ξεπεραστούν μέσω της θρησκείας, δεν εδράζονται απλώς στην ανθρώπινη φύση, αλλά κυρίως αντανακλούν την αδικία και τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα εντός της κοινωνίας, και ειδικότερα κατά την εμπλοκή τους στην υλική παραγωγή και διανομή του πλούτου. Η ατέλεια της ανθρώπινης φύσης πηγάζει από τον ατελή και αντιφατικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που συνδυάζει την συλλογική παραγωγή του πλούτου, με την ατομική ιδιοποίησή του. Συνεπώς, η απαλλαγή από τη θρησκεία δεν απαιτεί μόνο μελέτη και αποκάλυψη του ρόλου της, αλλά ενεργό αμφισβήτηση και ανατροπή του κοινωνικού συστήματος που γεννά τη θρησκευτική ανάγκη (Ηampsher-Monk, 1992: 491; Marx, 1978: 17-25). Η θρησκευτική χειραφέτηση ξεπερνά την απλή πολιτική χειραφέτηση και ταυτίζεται με την αληθινή γενική ανθρώπινη χειραφέτηση (Marx, 2014: 178-180).
Με εφαλτήριο την ανωτέρω κριτική της θρησκείας, ο Μαρξ αναπτύσσει μια ανάλογη κριτική της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού, και συγκεκριμένα του Χέγκελ, για το σύγχρονο κράτος. Πυρήνας αυτής της κριτικής είναι η αντιστροφή από τον Χέγκελ της σχέσης κράτους-κοινωνίας των ιδιωτών. Ειδικότερα, ο Χέγκελ παρουσιάζει το κράτος ως απόλυτη αφηρημένη ιδέα, ως συγκροτητική αρχή, χάρη στην οποία οικοδομείται η ιδιωτική κοινωνία (συντεχνίες, οικογένεια), ενώ, στην πραγματικότητα, συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή το κράτος προκύπτει ως παράγωγο και έκφραση των υλικών συνθηκών της ιδιωτικής κοινωνίας. Ο Χέγκελ λοιπόν, κατά τον Μαρξ, εκλαμβάνει το υποκείμενο ως κατηγόρημα και αντίστροφα (Daremas, 2005). Η ανεστραμμένη αυτή εικόνα προκύπτει, σύμφωνα με την εν λόγω κριτική, από τον ατελή και αντιφατικό χαρακτήρα του πολιτικού κράτους στην αστική κοινωνία, πολίτης του οποίου είναι όχι ο άνθρωπος καθολικά, ως αυτόνομη ύπαρξη, αλλά ως κάτοχος ιδιοκτησίας (Ηampsher-Monk, 1992: 492-3 ; Marx, 1978: 35-57).
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στον σύγχρονο κόσμο η ουσία του πολιτικού κράτους, ο λόγος ύπαρξής του, είναι η υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας. Με άλλα λόγια η ιδιοκτησία εγγυάται την κρατική υπόσταση, κι όχι το ανάποδο. Η έννοια του πολίτη ταυτίζεται με την έννοια του ιδιοκτήτη, και μάλιστα του ιδιοκτήτη γης, με βάση το θεσμό των πρωτοτοκίων, που είναι κληρονομικός. Κατά συνέπεια, η πολιτική ιδιότητα δεν συναρτάται με γνωρίσματα όπως η εμπειρία, η γνώση, η εντιμότητα, γνωρίσματα κατ’ εξοχήν ανθρώπινα, αλλά με φυσικά και τυχαία δεδομένα, παρμένα από τη ζωολογία, όπως η γέννηση κι η εξ’ αίματος συγγένεια (Marx, 1978: 142-153; Daremas, 2005). Από το διαχωρισμό πολιτικού κράτους και ιδιωτικής κοινωνίας, που είναι σύμφυτος με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, πηγάζει και η αντιφατική φύση του θεσμού των αστικών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, όπως αυτός αναλύεται από τον Χέγκελ: ζητείται από τους αντιπροσώπους να υπηρετήσουν το «γενικό συμφέρον του κράτους» και να μη δρουν ως πληρεξούσιοι επιμέρους συμφερόντων, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ότι αυτοί οι αντιπρόσωποι, καθώς προέρχονται από την κοινωνία των αστών ιδιοκτητών, είναι αναπόφευκτο να διακατέχονται από τη συντεχνιακή προδιάθεση υπεράσπισης των συμφερόντων που απορρέουν από την ταξική-κοινωνική τους θέση (Marx, 1978: 169-170). Γι αυτό και όλα τα αστικά κοινοβούλια λειτουργούν κατά βάση ως εγγυητές των συμφερόντων των αστών κεφαλαιούχων απέναντι στους εργάτες (Eagleton, 2011: 252).
Η μαρξική κριτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δε σημαίνει ότι ο Μαρξ απορρίπτει την αστική τάξη ως συλλήβδην αντιδραστική και εκμεταλλευτική. Αντιθέτως, στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού, όπου με κινητήριο μοχλό την ταξική πάλη, διαφορετικοί τρόποι παραγωγής (ως τρόπος παραγωγής νοείται ένας ορισμένος συνδυασμός παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών-ιδιοκτησιακών σχέσεων), διαδέχονται προοδευτικά ο ένας τον άλλον, και αναπτύσσουν με όλο και τελειότερο τρόπο τις παραγωγικές δυνάμεις (Εagleton, 2011: 63-5), αναγνωρίζεται στην αστική τάξη, κατά την εποχή της ανάδυσής της, ένας πολύ προοδευτικός κι επαναστατικός ρόλος: διάλυση των παραδοσιακών ιεραρχικών φεουδαρχικών σχέσεων, περιορισμός των θρησκευτικών προκαταλήψεων, του μυστικισμού και του σκοταδισμού, συνεχής ανανέωση των παραγωγικών δυνάμεων, διεθνοποίηση των αστικών παραγωγικών και καταναλωτικών προτύπων, εκπολιτισμός των μη προηγμένων εθνών, δια της ενσωμάτωσής τους στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, και κυρίως, άρση των διαφοροποιήσεων και συγκεντροποίηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας (Marx, 2014: 478-480 ; Κουβελάκης, 2006). Πολύ σημαντική όψη της τελευταίας είναι η ανάδυση της κρατικής γραφειοκρατίας στα καπιταλιστικά εθνικά κράτη, ενός ιδιαίτερου στρώματος ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων, σε άμεση εξάρτηση από την κυβέρνηση, και με συντεχνιακή νοοτροπία σχεδόν θεολογικού «κρατικού φορμαλισμού» διαφορετική από αυτή του μέσου αστού ιδιοκτήτη-πολίτη (Marx, 1978: 81-6 ; Daremas, 2005), ένα φαινόμενο που αναλύεται εκτενώς με αφορμή το καθεστώς του Λουδοβίκου Βοναπάρτη στη 18η Μπρυμαίρ, ως παράδειγμα της παρασιτικής φύσης της αστικής γραφειοκρατίας (Εκδ. Βήμα, 2010: 174-5 ; Hampsher-Monk, 1992: 536-540).
Παρά την προσφορά της αστικής τάξης στην ιστορική εξέλιξη, ο Μαρξ πιστεύει ότι πλέον η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έχει προωθηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής την εμποδίζουν αντί να την προωθούν, καθιστώντας την αστική εξουσία αντιδραστική κι όχι προοδευτική. Αυτή η εξέλιξη σημαδεύεται, όπως προαναφέρθηκε, από την ανεπίλυτη -εντός καπιταλισμού- αντίφαση μεταξύ συλλογικής παραγωγής του πλούτου και ατομικής ιδιοποίησής του. Στα πλαίσια του αστικού κράτους, αυτή η αντίφαση αναδεικνύεται από τον Μαρξ, μέσω της κριτικής της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διάκρισής τους από τα πολιτικά δικαιώματα, ως αντανάκλαση του νεωτερικού διαχωρισμού κράτους κοινωνίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, αξιώνοντας καθολική εφαρμογή (προσωπική και θρησκευτική ελευθερία, ισότητα, περιουσία ασφάλεια), παρουσιάζουν τα άτομα ως ίσα απέναντι στο νόμο, αγνοώντας κι αποκρύπτοντας έτσι τις ιδιαίτερες ανάγκες και διαφορές κάθε μεμονωμένου ανθρώπου έναντι άλλων και, το σημαντικότερο, την ταξική εκμετάλλευση και ανισομέρεια που υφίστανται οι εργάτες από τους κεφαλαιοκράτες, στα πλαίσια της «ελεύθερης» πώλησης της εργατικής τους δύναμης εντός της αγοράς. Εν τέλει, τα «ανθρώπινα δικαιώματα» δεν αναφέρονται στους ανθρώπους γενικά ως ελεύθερες και διαχωρισμένες προσωπικότητες, αλλά στους εγωιστές αστούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι καθολικοποιούνται ως πρότυπο ανθρώπου, κι έτσι νομιμοποιούνται οι ανισότητες και η υποδεέστερη θέση των εργατών στην αστική κοινωνία, με έναν «νομικό φετιχισμό» των προσώπων, αντίστοιχο του φετιχισμού του εμπορεύματος στην οικονομική σφαίρα (Marx, 2014: 175-179 ; Μπαλιμπάρ, 1999: 119-124 ; Daremas, 2005). Με τον τρόπο αυτό, ο Μαρξ, καθώς φτάνει στον πυρήνα και την κορύφωση της κριτικής της αστικής δημοκρατίας, και αφού σε πρώτο επίπεδο τεκμηριώνει ηθικά την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης, προχωρά στην εξέταση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών της προϋποθέσεων, με κυρίαρχη την ανάδυση και οργάνωση του προλεταριάτου ως τάξης.
3. Το προλεταριάτο ως «καθολική τάξη»: ανάδυση, πολιτική συγκρότηση και στόχοι
Καταλύτης για την προετοιμασία και την υλοποίηση της κοινωνικής επανάστασης που απαιτείται, προκειμένου να ανατραπεί ο καπιταλισμός και να αρθούν οι εγγενείς αντιφάσεις και οι κρίσεις που προκαλεί, είναι η ανάδυση του προλεταριάτου. Πρόκειται για την τάξη των σύγχρονων εργατών, αυτών που δεν διαθέτουν τίποτε άλλο για την επιβίωσή τους πέρα από την πώληση της εργατικής τους δύναμης στους κεφαλαιοκράτες, έναντι του τιμήματος του μισθού. Η μισθωτή εργασία καθίσταται εργαλείο εκμετάλλευσης, διότι οι αστοί δεν πληρώνουν στους εργάτες το σύνολο της αξίας της εργασίας τους αλλά μόνο το ποσό που απαιτείται για την επιβίωση και την αναπαραγωγή τους, ενώ το υπόλοιπο αποσπάται ως υπεραξία, πηγή του καπιταλιστικού κέρδους (Σταμάτης, 1995: 39-41). Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός των κεφαλαιοκρατών μεταξύ τους για επικράτηση στις αγοραίες συνθήκες, τους ωθεί στη χρήση όλο και πιο εξελιγμένων μηχανών και τεχνικών μέσων, προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Με τον τρόπο αυτό, οι εργάτες γίνονται όλο και λιγότερο χρήσιμοι στην παραγωγική διαδικασία και χάνουν σταδιακά ακόμη και τον υποτιμημένο μισθό τους. Καθώς όμως η ζωντανή εργασία είναι η μόνη πηγή υπεραξίας, η αντικατάστασή της από μηχανές οδηγεί σε πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους των αστών, και σε ολοένα και πιο δομικές κρίσεις του καπιταλισμού, όπου οι μεγαλύτεροι κεφαλαιοκράτες εκτοπίζουν και αφανίζουν τους μικρότερους, και οι οποίες σταδιακά εξαθλιώνουν εκτός από το ίδιο το προλεταριάτο και όλες τις μεσαίες τάξεις (αγρότες, μικροβιοτέχνες κτλ), οι οποίες προλεταριοποιούνται, και έτσι προκύπτει ο ταξικός διπολισμός, η πόλωση μεταξύ της όλο και πιο μικρής μειονότητας των κεφαλαιοκρατών και των αυξανόμενων φτωχοποιημένων προλεταρίων (Howarth, 2008: 124).
Αυτές οι δύο τάσεις, πτώση του καπιταλιστικού ποσοστού κέρδους και διόγκωση του προλεταριάτου, συμπυκνώνουν την αντιφατική φύση του συστήματος και προδιαγράφουν για τον Μαρξ την επαναστατική ανατροπή του και την εγκαθίδρυση από το προλεταριάτο του σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας. Η διαδικασία αυτή, αν και προδιαγεγραμμένη σε βάθος χρόνου, δεν είναι αυτόματη, κάτι που σημαίνει ότι απαιτεί συνεχή πολιτική δράση και αγώνες της εργατικής τάξης. Πρότυπο της οργάνωσης αυτής είναι το βιομηχανικό εργοστάσιο, στα πλαίσια του οποίου οι εργάτες μαθαίνουν το συντονισμό και την πειθαρχία, οι βιοτικές τους συνθήκες εξομοιώνονται, πυκνώνουν τις επαφές και τις κοινωνικές τους σχέσεις και κατανοούν τα κοινά τους ταξικά συμφέροντα απέναντι στους κεφαλαιοκράτες. Αρχίζουν να οργανώνονται και να αμφισβητούν έμπρακτα την αστική κυριαρχία, πρώτα σε επίπεδο εργοστασιακής μονάδας, στη συνέχεια σε κλαδικό και τέλος σε εθνικό και διεθνές (Marx, 2014: 481-5).
Ο επαναστατικός ρόλος του προλεταριάτου, οφείλεται στο γεγονός ότι στις αστικές σχέσεις παραγωγής τίθεται ουσιαστικά εκτός κοινωνίας. Αποξενωμένοι από τα προϊόντα της εργασίας τους, οι προλετάριοι υφίστανται, πέρα από την οικονομική εξαθλίωση, και την αλλοτρίωση στις εργασιακές και κοινωνικές τους σχέσεις, καθώς η εργασία τους από μέσο αυτοπραγμάτωσης καθίσταται πηγή πλουτισμού για τους εκμεταλλευτές τους. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα συστήματα, ο καπιταλισμός στερεί από τις υποτελείς τάξεις ακόμη και τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις επιβίωσης και κοινωνικής ύπαρξης (Kymlicka, 2005: 301-3). Το προλεταριάτο, συγκεντρώνοντας σε απόλυτο βαθμό όλα τα δεινά που προκαλεί η αστική κυριαρχία στις υπόλοιπες τάξεις, αναδεικνύεται ως «καθολική τάξη», ως υποκείμενο καθολικής έλλειψης. Ακριβώς λόγω της καθολικής αρνητικότητας που ενσαρκώνει, είναι η μοναδική τάξη που μπορεί να ηγηθεί της κοινωνικής επανάστασης, συσπειρώνοντας γύρω του όλες τις υπόλοιπες κυριαρχούμενες τάξεις (Daremas, 2005). Μπορεί έτσι να μετατραπεί η καθολική αρνητικότητα σε θετικότητα. Η απόλυτη υποταγή που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό είναι προϋπόθεση της απόλυτης απελευθέρωσης που θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Η χειραφέτηση του προλεταριάτου συμπίπτει, λοιπόν, με τη χειραφέτηση του ανθρώπινου είδους συνολικά, από τα εκμεταλλευτικά δεσμά (Marx, 2014: 484-5 ; Μπαλιμπάρ, 1999: 65-7).
Σε πρακτικό επίπεδο, η επαναστατική φύση του προλεταριάτου, μεταφράζεται σε κάποιους άμεσους πολιτικούς στόχους, που θα ανοίξουν το δρόμο για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Το μεταβατικό αυτό στάδιο, που αργότερα ονομάστηκε «δικτατορία του προλεταριάτου», φράση που δεν χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Μαρξ, σκιαγραφήθηκε στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», ως μια σειρά ριζικών μεταβολών, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, την αντικατάσταση της αστικής κρατικής μηχανής από την εργατική, τη συγκέντρωση της παραγωγής και του εμπορικού μονοπωλίου στα χέρια του κράτους, την απαλλοτρίωση της μεγάλης γαιοκτησίας, την επιβολή προοδευτικής φορολογίας, και την καθιέρωση δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης για όλους χωρίς διακρίσεις (Marx, 2014: 492-3 ; Κουβελάκης, 2006).
Επίμαχο ζήτημα είναι αν στη διαδικασία προώθησης των συμφερόντων του και κατάληψης της εξουσίας, το προλεταριάτο θα πρέπει να συμπορευτεί με προοδευτικά και δημοκρατικά τμήματα της αστικής τάξης. Τομή στη σκέψη του Μαρξ σχετικά, υπήρξε η αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, τόσο στη Γαλλία, όσο, κυρίως, και στη Γερμανία. Η στρατηγική της συμπόρευσης με την αστική τάξη, οδήγησε στην εκμετάλλευση του προλεταριάτου ώστε να κερδηθεί η τελική μάχη απέναντι στη φεουδαρχία, η οποία ακολουθήθηκε από την αντιδραστική παλινόρθωση και την κατασταλτική απάντηση των αστών απέναντι στις ριζοσπαστικές κοινωνικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Διατηρείται, δηλαδή, το στοιχείο της αντίληψης της κρατικής μηχανής ως υπηρέτη των αστικών συμφερόντων και της ανάγκης καταστροφής της, όπως αναπτύσσεται από τον πρώιμο Μαρξ στο Μανιφέστο (Hampsher-Monk, 1992: 528-32), πλέον όμως αυτή δε γίνεται άμεσα, αλλά με σταδιακά ρήγματα στην αστική πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία. Ιδιαίτερα η γερμανική εμπειρία, όπου καταδείχθηκε η αδυναμία της αστικής τάξης να ολοκληρώσει τη δική της επανάσταση, και η αντίστοιχη γαλλική, όπου χρησιμοποιήθηκε ο μικρός συντηρητικός αγροτικός κόσμος, ως ταξική κι ιδεολογική βάση της Βοναπαρτικής δικτατορίας, αποδεικνύουν την ανάγκη πλήρους οργανωτικής-πολιτικής αυτονομίας του προλεταριάτου απέναντι στους «δημοκράτες» αστούς, με αιχμή την πρόταξη της συλλογικής κοινωνικής ιδιοκτησίας ως λύσης του αγροτικού ζητήματος, και την προώθηση της εθνικής ενοποίησης ως καταλληλότερης συνθήκης για την οργάνωση και το συντονισμό των εργατών (Ηampsher-Monk, 1992: 532-6). Εν ολίγοις, η τομή του 1848, οδηγεί σταδιακά τη μαρξική σκέψη αφενός στην υιοθέτηση της οπτικής της «διαρκούς επανάστασης», κι αφετέρου στην αυτονόμηση του πολιτικού από το οικονομικό στοιχείο, και την απομάκρυνση από εσχατολογικές προβλέψεις «τελικής κρίσης». Η στροφή αυτή απέδωσε, μετά το 1850, την ενδελεχή ανάλυση του καπιταλισμού ως αυστηρά οικονομικού συστήματος στο Κεφάλαιο, και την ανάδειξη των μηχανισμών που επιτρέπουν στο σύστημα να αναπαράγεται μακροχρόνια, μη επηρεαζόμενο καθοριστικά από πολιτικές κρίσεις αντιπροσώπευσης, εθνικές ή διεθνείς (Κουβελάκης, 2006).
4. Μαρξισμός και δημοκρατία: η σχετική αυτονομία του πολιτικού στοιχείου, ο «μαρασμός του κράτους» και το πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας
Μία από τις συνηθέστερες επικρίσεις κατά του Μαρξ, είναι ότι προκρίνει ένα αυταρχικό και συγκεντρωτικό κράτος, το οποίο θα επιβάλλει με βίαιη επανάσταση την κυριαρχία μιας τάξης, έστω και πλειοψηφικής, επί του συνόλου της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την καταπάτηση των δικαιωμάτων των διαφωνούντων μειοψηφιών, και συνακόλουθα, των ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών. Ως απόδειξη αυτής της κριτικής, παρατίθενται δύο επιχειρήματα.
Πρώτον, υποστηρίζεται ότι ο μαρξισμός έχει ολοκληρωτική ρίζα, καθώς υπερεκτιμά τη σημασία των οικονομικών παραγόντων στην κοινωνική ζωή, ανάγοντας τις παραγωγικές σχέσεις και το χρήμα σε αποκλειστική βάση εξήγησης της ιστορικής εξέλιξης, βάσει των -υποτίθεται- σταθερών και αναλλοίωτων νόμων που ανακάλυψε ο Μαρξ αναλύοντας τον καπιταλισμό. Θεωρείται ότι μια τέτοια νομοτέλεια, υποτάσσει απολύτως την πολιτική στην οικονομία, καθιστώντας τα άτομα απλούς και άβουλους παρατηρητές συνθηκών που δε μπορούν να ελέγξουν, και ανοίγοντας το δρόμο για την επιβολή αυταρχικών εξουσιών με αριστερό προσωπείο, που καθοδηγούν την κοινωνία προς την απελευθέρωση, ως μονοπωλιακοί κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας (Πολίτης, 2012: 30-4,183-5). Αυτό το επιχείρημα στηρίζεται σε μία προκατειλημμένη και επιλεκτική ανάγνωση της μαρξικής σκέψης, με επίκεντρο το περίφημο σχήμα βάσης-εποικοδομήματος, η οποία καταρρίπτεται τόσο από την ιδιαιτερότητα του μαρξικού υλισμού, ως υλισμού της ανθρώπινης πράξης, και άρα δημοκρατικού, σε αντίθεση με τον μηχανιστικό υλισμό του προεπαναστατικού Διαφωτισμού, που αναλύθηκε παραπάνω, όσο και από το νόημα του καθορισμού «σε τελική ανάλυση» ως «επικαθορισμού» (κατά Αλτουσέρ) της βάσης από το εποικοδόμημα (Μπαλιμπάρ, 1999: 152). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια δημιουργική αλληλεπίδραση βάσης –εποικοδομήματος, και όχι μονοσήμαντος απόλυτος καθορισμός του δεύτερου από την πρώτη, χωρίς να αναιρείται ο καθοριστικός της ρόλος. Τα στοιχεία του εποικοδομήματος (κράτος, δίκαιο, θρησκεία, ιδεολογία, εκπαίδευση, κτλ) τείνουν στη μεγάλη τους πλειοψηφία να λειτουργούν υποστηρικτικά για τις κυρίαρχες οικονομικές-παραγωγικές σχέσεις, αλλά ταυτόχρονα οι τελευταίες δεν θα μπορούσαν να εδραιωθούν και να αναπαραχθούν χωρίς να βασίζονται στους θεσμούς αυτούς (Eagleton, 2011: 156-7,198-208). Η σχετική αυτονομία του πολιτικού στοιχείου υπάρχει, λοιπόν, ήδη στον κλασσικό μαρξισμό.
Το δεύτερο επιχείρημα, συναφές με την κατηγορία περί οικονομικού αναγωγισμού, που χρησιμοποιείται για να καταδείξει το ασύνδετο μαρξισμού-δημοκρατικών ελευθεριών από φιλελεύθερη σκοπιά, είναι η αυταρχικοποίηση της ΕΣΣΔ και η ανάδυση κρατικών γραφειοκρατιών σταλινικού τύπου, με επίκεντρο τα κυβερνώντα κομμουνιστικά κόμματα, στη Ρωσία και τις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», όπου υπήρχε κρατικά επιβεβλημένη ιδεολογία, καταστολή και διώξεις των διαφωνούντων. Αποδίδονται λοιπόν στη μαρξική θεωρία τα χαρακτηριστικά του σοβιετικού μοντέλου, απλώς και μόνο επειδή αυτό αυτοπροσδιοριζόταν ως μαρξιστικό (Πολίτης, 2012: 27-9). Η απάντηση εδώ είναι πιο σύνθετη.
Αφενός, σωστά επισημαίνεται ότι, καθώς ο Μαρξ δεν έκανε καμία λεπτομερή περιγραφή των σοσιαλιστικών οικονομικών και πολιτικών θεσμών, το συγκεντρωτικό πρότυπο του «κόμματος της πρωτοπορίας» και του αντίστοιχου κράτους που οικοδομήθηκε στην ΕΣΣΔ, δεν έλκυε την καταγωγή του από τις θέσεις του Μαρξ καθαυτές, αλλά από τη λενινιστική ερμηνεία τους, η οποία με τη σειρά της καθορίστηκε από την ανάγκη συγκεντροποίησης της εξουσίας και ισχυρού συντονισμού, για την υπεράσπιση του νέου καθεστώτος, στις έκτατες συνθήκες της εξωτερικής εισβολής και του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου που προκάλεσε. Επιπλέον, ο υπανάπτυκτος χαρακτήρας της κοινωνίας των πολιτών, των καπιταλιστικών δομών και των παραγωγικών δυνάμεων στην μετεπαναστατική Ρωσία, προκάλεσε, σε συνδυασμό με την αποτυχία των επαναστάσεων στις γειτονικές χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, την εφαρμογή του δόγματος του «σοσιαλισμού σε μια χώρα». Το δόγμα αυτό, εφαρμοζόμενο σε συνθήκες ένδειας και διεθνούς απομόνωσης, οδηγεί στην ανάδυση αυταρχικών και γραφειοκρατικών παρεκκλίσεων της εξουσίας, που είναι μόνο κατ’ όνομα σοσιαλιστικές, όπως καταδεικνύει η αριστερή κριτική του σταλινισμού, κυρίως από τον Τρότσκι. Συνεπώς, η σοβιετική εμπειρία, καθώς στερείται βασικών προϋποθέσεων οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως αναλύθηκαν από τον Μαρξ (υλική ευμάρεια, πλήρης ανάπτυξη του καπιταλισμού και διεθνοποίηση της επανάστασης), μάλλον επιβεβαιώνει παρά διαψεύδει τη μαρξική θεωρία (Eagleton, 2011: 34-44).
Αφετέρου, στο έργο του ίδιου του Μαρξ, αναφορικά με την εξουσία της εργατικής τάξης και την εξάλειψη των ταξικών διαφορών στον κομμουνισμό, παρότι ο χαρακτήρας των θέσεών του είναι σχετικά αόριστος και συγκυριακός, αναδεικνύεται σαφώς το όραμα του μαρασμού και της τελικής έκλειψης του κράτους ως κατασταλτικού μηχανισμού βίαιης επιβολής των συμφερόντων μιας κυρίαρχης τάξης επί του κοινωνικού συνόλου. Η έννοια του «μαρασμού του κράτους», αναφέρεται ακριβώς σε αυτές τις κατασταλτικές όψεις (στρατός, αστυνομία), που επιβάλλουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της κεφαλαιοκρατικής τάξης, κι όχι στο κράτος ως διοικητικό συντονιστικό μηχανισμό που διευθετεί τις εντάσεις και τις συγκρούσεις (κλοπές, φόνοι, κτλ), που θα συνεχίσουν βεβαίως να υφίστανται και στη σοσιαλιστική κοινωνία (Eagleton, 2011: 258-261 ; Αμπενσούρ, 2012).
Ο μαρασμός του κράτους, ιδωμένος με τον τρόπο αυτό, συμβαδίζει αναγκαστικά με την εξάλειψη των ταξικών διαφορών στο κομμουνιστικό μέλλον. Ωστόσο, ανάμεσα στο αστικό κράτος της οικονομικής εκμετάλλευσης και στο αταξικό κομμουνιστικό όραμα, μεσολαβεί μια ενδιάμεση περίοδος, αυτή του σοσιαλισμού (μετέπειτα γνωστή ως «προλεταριακή δικτατορία»), στην οποία το προλεταριάτο, αφού καταλάβει την πολιτική εξουσία, θα τη χρησιμοποιήσει για να συγκεντρώσει στα χέρια του το σύνολο της παραγωγής και ταυτόχρονα να καταστείλει με τη βία την αναμενόμενη αντίδραση των αστών στην απώλεια των προνομίων τους. Σε αυτό το στάδιο, η αστική κρατική μηχανή πρέπει να καταστραφεί ολοσχερώς και να αντικατασταθεί από το εργατικό κράτος, καθώς, λόγω της εγγενούς αντιδραστικότητας και ταξικής μεροληψίας της αστικής γραφειοκρατίας, αν αυτή διατηρηθεί η κοινωνική αλλαγή καθίσταται από δυσχερής έως αδύνατη (Μπαλιμπάρ, 1999: 171-3 ; Eagleton, 2011 : 261-2,265). Ο Μαρξ αναφέρει ως πρότυπο αυτής της μεταβατικής «εργατικής δικτατορίας» το καθεστώς της Παρισινής Κομμούνας, ως ένα καθεστώς «του λαού για τον ίδιο το λαό». Στα πλαίσια του, η δημοκρατία παύει να έχει προσχηματικό κι αφηρημένο περιεχόμενο, και γίνεται ουσιαστική και συγκεκριμένη. Συνίσταται στην αυτοδιακυβέρνηση της εργατικής τάξης, στη συλλογική διαχείριση και το σχεδιασμό της οικονομίας, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, από ένα εθνικό σύνολο συνεταιριστικών ενώσεων. Η αλλαγή της ταξικής δομής επεκτείνεται και στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών, που ανανεώνονται μετασχηματιζόμενοι ριζικά: κατάργηση του στρατού και έλεγχος της αστυνομίας από την Κομμούνα, άμεση εκλογή και ανακλητότητα των βουλευτών και όλων των δημοσίων λειτουργών, των δικαστών συμπεριλαμβανομένων, εκτόπιση του κλήρου από τον δημόσιο βίο, γενική ελεύθερη και δωρεάν εκπαίδευση, καθολική επέκταση του εκλογικού δικαιώματος ως μέσου λαϊκής αυτοκυβέρνησης, δραστική ενίσχυση των αρμοδιοτήτων τοπικών και δημοτικών αρχών. Συνισταμένη και στόχος των παραπάνω μέτρων, είναι η κατάργηση του κράτους ως αντιπροσωπευτικού, ιεραρχικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού, διαχωρισμένου από την κοινωνία, και η μετατροπή της νομοθετικής εξουσίας, «καρδιάς του κράτους», σε σώμα του εργαζόμενου λαού, κατά το πρότυπο των Ιακωβίνων (Κουβελάκης, 2006). Στον σοσιαλισμό, αποκαθίσταται ο έλεγχος του κράτους από την κοινωνία, που έχει αντιστραφεί από την αστική κυριαρχία με όχημα την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Η δημοκρατία λαμβάνει το πλήρες και αληθινό της περιεχόμενο, ως άμεση δημοκρατία στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών, επεκτεινόμενη και στο πεδίο της οικονομικής-κοινωνικής ζωής, σύμφωνα με την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Τέλος, η μορφή της κρατικής εξουσίας όχι μόνο δεν γίνεται ολοκληρωτική, όπως διατείνονται οι αντίπαλοι του μαρξισμού, αλλά αποκεντρώνεται και εκδημοκρατίζεται σε βαθμό πολύ πιο προωθημένο σε σχέση με τα αστικά καθεστώτα, μέσω ενός δικτύου συνεργαζόμενων επιτροπών και συνεταιρισμών (Eagleton, 2011: 270-2).
5. Ο αντί-ουτοπισμός του Μαρξ, κι η ταξική πόλωση στον ύστερο καπιταλισμό
Στο σημείο αυτό, επιβάλλεται μια αναφορά σε δύο ακόμη επιχειρήματα, ευρέως χρησιμοποιούμενα, που στοχεύουν να αποδείξουν τον «ξεπερασμένο» χαρακτήρα του μαρξισμού.
Το πρώτο υποστηρίζει ότι ο μαρξισμός ευαγγελίζεται ένα ουτοπικό μέλλον πληρότητας κι αρμονίας, στο οποίο κάθε πηγή σύγκρουσης θα έχει εκλείψει, και θα προκύψει ένας επίγειος παράδεισος απόλυτης ισότητας ελευθερίας κι ανιδιοτελούς συνεργασίας. Αυτό το όραμα εξάλειψης των αντιθέσεων, συνεχίζει το επιχείρημα, είναι επικίνδυνο διότι, εκτός των άλλων, παραβλέπει την ανταγωνιστική-εγωιστική διάσταση της ανθρώπινης φύσης. Κατ’ αρχάς, δύο παρατηρήσεις: δεν είναι δυνατόν ο Μαρξ να κατηγορείται ότι ονειρεύεται ένα ανέφικτο ιδανικό ειρήνης κι ελευθερίας των ατόμων, και από την άλλη πλευρά να θεωρείται, από τους ίδιους ανθρώπους, υπέρμαχος ενός βίαιου κι ολοκληρωτικού κράτους που αφανίζει κάθε έκφανση της ατομικής ελευθερίας. Τα δύο αυτά αλληλοαναιρούνται, δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός δεν είναι καθόλου δεδομένα συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Αντίθετα, καλλιεργούνται από τους καπιταλιστικούς θεσμούς στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας (με κύριους πυλώνες την επιδίωξη του κέρδους και την ατομική ιδιοκτησία), και κατόπιν φυσικοποιούνται από την κυρίαρχη ιδεολογία, ώστε να νομιμοποιηθεί ως αιώνια η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ακολουθώντας την απάντηση του Ρουσσώ στον Χομπς και τους θεωρητικούς της ισχυρής και απόλυτης εξουσίας, θα λέγαμε ότι οι αντιμαρξιστές φιλελεύθεροι και συντηρητικοί «μιλούσαν για τον πρωτόγονο άνθρωπο κι περιέγραφαν τον πολίτη» (Ρουσσώ, 2010: 76 ; Στυλιανού, 2011: 169).
Επί της ουσίας, ο ίδιος ο Μαρξ, στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», έχει κατακρίνει τον ουτοπικό σοσιαλισμό του 18ου αιώνα, ως προϊόν μιας εποχής στην οποία, καθώς το προλεταριάτο είναι ακόμη υπανάπτυκτο, γίνεται μια προσπάθεια από αυτό το ρεύμα, που αντιλαμβάνεται την ταξική-εκμεταλλευτική διάσταση της αστικής κοινωνίας, να την υπερβεί διατυπώνοντας για τον σκοπό αυτό αναλλοίωτους και σταθερούς νόμους, προγράμματα συνολικής και λεπτομερούς κοινωνικής αναμόρφωσης, με αξιώσεις επιστημονικής εγκυρότητας (Σαιν Σιμόν, Φουριέ, κτλ). Στα πλαίσια του ουτοπικού σοσιαλισμού, η εργατική τάξη υποβιβάζεται σε άβουλο υποκείμενο αυτών των ιδανικών πειραμάτων, κάθε μορφή ενεργού πολιτικής δράσης και ένταξής της στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε εθνικού-ιστορικού πλαισίου αγνοείται, και η κοινωνική απελευθέρωση καθίσταται απλή φαντασίωση, με αποτέλεσμα να αναπαράγονται οι αστικές σχέσεις κυριαρχίας (Marx, 2014: 499-500).
Όπως είδαμε, ο Μαρξ, αντιλαμβανόμενος πλήρως την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και την ιστορική της ενδεχομενικότητα, αναγνώρισε σ αυτήν τη δημιουργική συνύπαρξη ανταγωνιστικών και συνεργατικών τάσεων, με σταθερό όμως το υλικό υπόβαθρο της παραγωγικής επέμβασης του ανθρώπου στους φυσικούς πόρους, για την εξασφάλιση των στοιχειωδών βιοτικών αγαθών. Γι αυτό και παραδέχεται ότι στην ανθρώπινη ιστορία, οι περισσότεροι αγώνες για ισότητα και δικαιοσύνη, κερδήθηκαν με τίμημα μακρόχρονη βία κι εκμετάλλευση ποικίλων μορφών (η «κακή πλευρά της ιστορίας») (Μπαλιμπάρ, 1999: 158-63). Η μαρξική ανάγνωση του κόσμου και της εξέλιξης αναδεικνύεται εδώ ως ρεαλιστική, και μάλλον τραγική, και καθόλου ως ουτοπική (Eagleton, 2011:92-3). Επιπρόσθετα, ο Μαρξ, ως υλιστής, θεωρούσε οποιαδήποτε γραμμική ιστορική αφήγηση προόδου ή παρακμής (δημοφιλή στους φιλελεύθερους διαφωτιστές και τους συντηρητικούς αντίστοιχα), ως ιδεαλιστική. Καθώς ο κομμουνισμός είναι η συνθήκη της ελεύθερης αυτοπραγμάτωσης των ατόμων και της συλλογικής διαμόρφωσης της ζωής τους, κάθε λεπτομερής πρόβλεψη αυτού του μέλλοντος είναι από παρακινδυνευμένη ως αδύνατη, αφού δεν αποκλείεται η πτώση του καπιταλισμού να ακολουθηθεί από οπισθοδρόμηση και βαρβαρότητα. Ακριβώς ο ανοικτός χαρακτήρας του μέλλοντος είναι αυτός που καθιστά αναγκαία την πολιτική δράση των κυριαρχούμενων τάξεων για την προώθηση της ισότητας και της ελευθερίας. Εξάλλου, ο Μαρξ, μακριά από το να προϋποθέτει την αυτόματη ηθική τελειοποίηση των ανθρώπων με την έλευση του κομμουνισμού, τονίζει αντίθετα την κρίσιμη επίδραση των θεσμικών αλλαγών στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θεωρεί τέλος πως ο κομμουνισμός, απαλλάσσοντας τους ανθρώπους από το άχθος της καθημερινής επιβίωσης που τους επιβάλλει η ταξική-εκμεταλλευτική φύση του καπιταλισμού, τους επιτρέπει να αφιερώσουν χρόνο σε πνευματικές ενασχολήσεις, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ηθική τους βελτίωση (Eagleton, 2011: 98-147).
Το δεύτερο και τελευταίο επιχείρημα που προβάλλεται κατά του μαρξισμού, είναι η θρυλημένη «εξαφάνιση» των κοινωνικών τάξεων, βασικής μονάδας των μαρξιστικών αναλύσεων. Ο Μαρξ εντοπίζει στην ισοπεδωτική τάση του καπιταλισμού να εμπορευματοποιεί τα πάντα, ακόμη και τις ανθρώπινες σχέσεις, μια άρση των κοινωνικών διαφορών και μια ομογενοποίηση του πλήθους των ατόμων, η οποία ωστόσο, όντας καθαρά τυπική κι αλλοτριωτική, αποκρύπτει την εκμεταλλευτική φύση του συστήματος, και εκτρέφει τις αστικές αυταπάτες περί του «τέλους της ιστορίας» και της ταξικής πάλης (Eagleton, 2011: 214). Εξάλλου, σωστά επισημαίνεται ότι, παρά το γεγονός πως το προλεταριάτο με την παραδοσιακή έννοια της βιομηχανικής εργατικής τάξης έχει όντως συρρικνωθεί, αυτό δε σημαίνει εξάλειψη των ταξικών αντιθέσεων. Αντίθετα, στα πλαίσια της όλο και μεγαλύτερης τεχνικής προόδου των τελευταίων δεκαετιών, ένας αυξανόμενος αριθμός κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, που απασχολείται σε υπαλληλική εργασία στον τομέα των υπηρεσιών (δάσκαλοι, ξενοδοχοϋπάλληλοι, εργοδηγοί, κτλ), βιώνει εκμετάλλευση, εντατικοποίηση κι υποτίμηση της εργασίας του από πλευράς της εργοδοσίας, τάση ακόμη πιο έντονη στις χαμηλότερα αμειβόμενες γυναίκες. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ευρεία «υπαλληλική εργατική τάξη», που υφίσταται συνθήκες ζωής κι εργασίας αντίστοιχες με αυτές του κλασσικού προλεταριάτου, και συνεπώς έχει αντικειμενικό συμφέρον την ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικοοικονομικού πλαισίου (Eagleton, 2011: 224-35). Η ταξική πόλωση στον ύστερο καπιταλισμό όχι μόνο δεν έχει αμβλυνθεί, αλλά γνωρίζει νέα όξυνση, παρά το γεγονός ότι η δομή της κοινωνίας κι οι μορφές της εκμετάλλευσης, έχουν μεταβληθεί σε σχέση με το 19ο αιώνα, κάτι απολύτως φυσιολογικό κι αναμενόμενο, δεδομένης της τάσης του συστήματος να μεταβάλλεται και να αλλάζει ριζικά τις παραγωγικές σχέσεις και δυνάμεις προκειμένου να διατηρηθεί, τάσης που πρώτος ο Μαρξ εντόπισε και ανέλυσε.
6. Συμπέρασμα: η επικαιρότητα της μαρξικής σκέψης σε συνθήκες δομικής συστημικής κρίσης
Από την αναλυτική παρουσίαση ορισμένων πτυχών της μαρξικής σκέψης που προηγήθηκε, καθίσταται σαφής ο επίκαιρος χαρακτήρας της όσον αφορά στην ερμηνεία και την αντιμετώπιση της παγκόσμιας δομικής καπιταλιστικής κρίσης που ξέσπασε το 2008, και σήμερα βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η πτώση των ανατολικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών καθεστώτων το 1989-91 αδιαμφισβήτητα αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ για την παραδοσιακή αριστερά διεθνώς, και έπληξε και το κύρος του μαρξισμού σε ακαδημαϊκό επίπεδο, εγκαινιάζοντας την πολιτική κι ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Καθώς όμως το «τέλος της ιστορίας», που διακήρυξαν οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου, αρνείται πεισματικά να επέλθει, και ο καπιταλισμός περνάει τη μεγαλύτερη κρίση μετά το 1929, μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα να νομιμοποιηθεί επικαλούμενος το φόβητρο της «κομμουνιστικής τυραννίας», ο μαρξισμός ανακτά το κύρος του ως οικονομική κοινωνική και πολιτική θεωρία, όχι πλέον μόνο σε ακαδημαϊκό, αλλά σε πρακτικό επίπεδο.
Από οικονομικής πλευράς, τόσο τα αίτια της κρίσης (διεθνοποίηση της παραγωγής μέσω της παγκοσμιοποίησης, διόγκωση του χάσματος πλούτου-φτώχειας, υπερσυσσώρευση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ανεργία και φτώχεια πρωτόγνωρες για τον μεταπολεμικό καπιταλιστικό κόσμο), όσο και οι τρόποι αντιμετώπισής της από την αστική τάξη (λιτότητα, υποτίμηση της εργατικής δύναμης, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, δραστικός περιορισμός των αναδιανεμητικών πολιτικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων του κράτους πρόνοιας), επιβεβαιώνουν ότι, παρά τα ιδιαίτερα επιμέρους εθνικά χαρακτηριστικά της, πρόκειται για μια κρίση κλασικού τύπου από μαρξιστική σκοπιά, μια κρίση που μειώνει το ποσοστό κέρδους, υποτιμώντας τη ζωντανή εργασία από την οποία αυτό αντλείται, και ταυτόχρονα οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις, προλεταριοποιώντας βίαια τη μεσαία τάξη, κι επιδεινώνοντας έτσι την εγγενή αστάθεια του συστήματος.
Από πολιτικής- ιδεολογικής πλευράς, στο επίπεδο δηλαδή του εποικοδομήματος, η ραγδαία συρρίκνωση της μεσαίας τάξης, αντανακλάται στη μείζονα κρίση αντιπροσώπευσης των αστικών καθεστώτων της ευρωπαϊκής περιφέρειας όπου εφαρμόζονται μνημόνια, και συγκεκριμένα στην αποσταθεροποίηση των κομματικών ταυτίσεων, στην πτώση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, και στην επέκταση των μεταδημοκρατικών πειραμάτων «τεχνοκρατικών», μη εκλεγμένων και πολιτικά νομιμοποιημένων κυβερνήσεων (κυβερνήσεις Μόντι στην Ιταλία και Παπαδήμου στην Ελλάδα). Ενδεικτική της κρίσης στο πολιτικό επίπεδο είναι επίσης η εμφάνιση μαζικών κινημάτων των πλατειών, έστω και συγκυριακού χαρακτήρα και χωρίς σαφή πολιτική κατεύθυνση, με αμεσοδημοκρατικά αιτήματα και πρακτικές, που αμφισβητούν ευθέως τη λειτουργικότητα και τη δημοκρατικότητα των αστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών (Αγανακτισμένοι, Ιντιγνάδος, Occupy Wall Street). Μια τελευταία κι ίσως η πιο ανησυχητική πτυχή της κρίσης αντιπροσώπευσης, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση στη χώρα μας, είναι η άνοδος και η δράση της ρατσιστικής και ναζιστικής Δεξιάς, και οι σχέσεις της με το αστικό πολιτικό μπλοκ (π.χ υπόθεση Μπαλτάκου-ΧΑ). Είναι πολύ σημαντική στο πεδίο αυτό η ανάδειξη της ταύτισης του μαρξισμού και της Αριστεράς εν γένει, με τη δημοκρατία και την ελευθερία, προκειμένου να αντικρουστεί το ανιστόρητο κι επικίνδυνο ιδεολόγημα που καλλιεργείται επίσημα από την άρχουσα τάξη σε επίπεδο ΕΕ, και το οποίο εξομοιώνει ναζισμό και κομμουνισμό, με αναφορές τη συμφωνία μη επίθεσης Χίτλερ-Στάλιν τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου, και την αντίθεση στον αστικό κοινοβουλευτισμό (η γνωστή «θεωρία των άκρων», ή εναλλακτικά, η «καταδίκη της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται»), με απώτερο σκοπό την ηθική απονομιμοποίηση οποιασδήποτε αριστερής αντίδρασης και εναλλακτικής στην κρίση και τα αδιέξοδα του ύστερου καπιταλισμού.
Εν κατακλείδι, ο μαρξισμός, λόγω του πολύπλευρου κι ολιστικού χαρακτήρα του, που συνδυάζει στοιχεία οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, είναι η μοναδική σχολή σκέψης που μπορεί να μας προσφέρει μια τεκμηριωμένη και συνολική ερμηνεία των ποικίλων πτυχών της σημερινής κρίσης. Ταυτόχρονα, είναι μια θεωρία έντονα κανονιστική, συνεπώς έχει το δεοντολογικό υπόβαθρο να υποδείξει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για την υπέρβαση της κρίσης προς όφελος της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας, που σήμερα υφίσταται άγρια εκμετάλλευση και περιθωριοποίηση. Αυτή η κατεύθυνση δεν είναι άλλη από την, απολύτως ρεαλιστική, επίτευξη της μέγιστης δυνατής ισότητας κι ελευθερίας για όλους, δύο ιδανικών που όχι μόνο δεν συγκρούονται στην υλοποίησή τους, όπως διατείνονται οι αστοί φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, αλλά αντίθετα η μια αποτελεί προϋπόθεση της άλλης.
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωση
Αμπενσούρ, Μ., (2012), «Τόποι Ζωής, Τόποι Ιδεών, Δημοκρατία-Μεταδημοκρατία», επεισόδιο 11, https://www.youtube.com/watch?v=6zmzJxlw2GM, (Πρόσβαση, 1-11-2015).
Eagleton, T., (2011), Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, μτφρ. Γεωργίου Π., Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Heywood, A., (2007), Πολιτικές Ιδεολογίες, μτφρ. Μαραντζίδης Χ., Αθήνα: Εκδόσεις Επίκεντρο.
Howarth, D., (2008), (επιμ) Σταυρακάκη, Γ., Η έννοια του Λόγου, μτφρ. Καναούτη, Σ., Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον.
Κουβελάκης, Σ., (2006), «Ο Μαρξ και η μαρξική κριτική της πολιτικής: Από τις επαναστάσεις του 1848 στην παρισινή κομμούνα, ή η εργασία της διόρθωσης», μτφρ. Μπέτζελος, Τ ., Ουτοπία: Επιθεώρηση Θεωρίας και Πολιτισμού http://www.u-topia.gr/issues/71/63, (Πρόσβαση 20-10-2015).
Kymlicka, W., (2005), Η Πολιτική Φιλοσοφία της Εποχής μας, μια εισαγωγή, μτφρ. Μολύβας, Γ., Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Μarx, K., (1978), Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μτφρ. Λυκούδης, Μ., Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Marx, K., (2014), KARL MARX κείμενα από τη δεκαετία του 1840, μια ανθολογία, μτφρ-επιμ. Γκιούρας, Θ., Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ.
Μπαλιμπάρ, Ε., (1999), Η φιλοσοφία του Μαρξ, μτφρ-επιμ. Στυλιανού Α., Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος.
Πολίτης, Γ., (2012), Το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής: η νόμιμη άμυνα στην αυθαίρετη εξουσία, Αθήνα: Εκδόσεις Ψυχογιός.
Ρουσσώ, Ζ.Ζ., (2010), Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους, μτφρ. Αλεξίου-Καναγκίνη, Μ., Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Σταμάτης, Κ., (1995), Αστική κοινωνία, Δικαιοσύνη και Κοινωνική Κριτική, Μια Κριτική Θεωρία της Δικαιοσύνης, Αθήνα: Εκδόσεις Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Στυλιανού, Α., (2011), Θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου: από τον Γκρότιους στον Ρουσσώ, Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Το Βήμα, (εκδ.) (2010), Καρλ Μαρξ: Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μτφρ- επιμ: Κουτσουρέλης, Κ., Φωτίου Φ., Αστρινάκη Α., Αθήνα.
Ξενόγλωσση
Hampsher-Monk,I., (1992), A History of Modern Political Thought: Major Political Thinkers from Hobbes to Marx, Oxford: Blackwell Publications.
Daremas, G., (2005), “Marx’s Theory of Democracy in his Critique of Hegel’s Philosophy of the State”, Marx and Philosophy Society, Athens.
*Εργασία για το μάθημα: Νεότερη Πολιτική Θεωρία και Φιλοσοφία-Μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών Πολιτικής Φιλοσοφίας του τμήματος Πολιτικών Επιστημών.
Επιβλέπων καθηγητής: Σεβαστάκης Νικόλας