Θα ακυρωθεί στην πράξη!
Ο ψηφισμένος, πλέον, νόμος για τις διαδηλώσεις, με τις ψήφους των «παραδοσιακών» κυβερνητικών δυνάμεων (ΝΔ-ΚΙΝΑΛ), επιχειρεί να αλλάξει τα δεδομένα σε δυο κατευθύνσεις.
Η πιο προφανής είναι η προστασία του συστήματος από τη διαφαινόμενη κινηματική αντίσταση που φαίνεται ότι επανέρχεται με αυξημένη μαζικότητα, με αγώνες και διεκδικήσεις που θα επιμείνουν.
Η οφθαλμοφανής ταξική αδικία, με αφετηρία την οικονομική και υγειονομική κρίση, επαναφέρει το ταξικό κριτήριο σε όλη την κοινωνία, επανενεργοποιεί κοινωνικές κι εργατικές ομάδες ανθρώπων που είχαν αποστασιοποιηθεί από τους δρόμους του αγώνα και μαζικοποιεί τις συλλογικές διαμαρτυρίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση και το καθεστώς που εκπροσωπεί, θα κινηθούν με τρόπο που, και νομικά, περιορίζει ασφυκτικά το δικαίωμα στη διαδήλωση, την ποινικοποιεί, την απαγορεύει στην πράξη.
Ταυτόχρονα γίνεται ιδεολογική επίθεση απέναντι στις διαδηλώσεις, προωθώντας τη λογική ότι «οι κινητοποιήσεις κοστίζουν» και διαταράσσουν την «ομαλή» κοινωνική και οικονομική ζωή, προσπαθώντας να διχάσουν τον κόσμο και να τον στρέψουν ενάντια στη διαμαρτυρία και διεκδίκηση.
Στην ουσία, στόχος της κυβέρνησης και του συστήματος είναι ο ριζοσπαστισμός των εργαζομένων και οι πολλές μικρές αντιστάσεις που θα προκύπτουν από την εφαρμογή της βάρβαρης, αντεργατικής και θανατηφόρας πολιτικής που θα κλιμακώνεται, ειδικά από το Σεπτέμβρη και μετά.
Οι αντιδράσεις του κόσμου μας αναβαθμίζονται
Παρόλο που ψηφίστηκε ο νόμος για τις διαδηλώσεις, χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις ως προς τον πυρήνα του (όπως θέλει να μας πείσει το ΚΙΝΑΛ) οι επιδιώξεις των καθεστωτικών δυνάμεων δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιτευχθούν.
Οι μαζικές αντιδράσεις του κόσμου της δουλειάς (και η πλειοψηφία της κοινωνίας που τις ενέκρινε και τις ωθούσε, έστω και χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία), η σύνθεση του πλήθους ανθρώπων στις τρεις μέρες των κινητοποιήσεων (7-8 & 9 Ιούλη), η αθρόα παρουσίαση ψηφισμάτων και καλεσμάτων από σωματεία, συνδικάτα, εργατικές παρατάξεις, φορείς και όλων των ειδών τις συλλογικότητες, η απόλυτη απόρριψη του νομοσχεδίου και η καθαρή εκτίμηση για το περιεχόμενο και τους στόχους του, υποδηλώνουν άλλη μια φορά ότι το γενικό κλίμα της προηγούμενης αδράνειας διαταράσσεται και η συγκέντρωση δυνάμεων της δικής μας ταξικής πλευράς είναι σε λειτουργία, με ανοδική τάση. Η εφαρμογή αυτού του νόμου αμφισβητήθηκε ήδη και μάλιστα πολύ έντονα, προδιαγράφοντας ότι στο μέλλον η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες.
Ακριβώς γι’ αυτό χρειάζεται η αριστερά, πολιτική και συνδικαλιστική, να οργανώσει, να δυναμώσει, να ενώσει, συλλογικά και αποτελεσματικά, με διάρκεια και επιμονή, αυτές τις αντιστάσεις που θα δυσκολέψουν κυβέρνηση και κεφάλαιο.
Οι δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στο νομοσχέδιο
Είναι διαφορετικοί οι λόγοι των πολιτικών (και συνδικαλιστικών) δυνάμεων που δεν στήριξαν το νομοσχέδιο.
Ξεκινώντας από τα «εύκολα», είναι φανερό ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να μη συνταχθεί με την κυβέρνηση και το ΚΙΝΑΛ, προσπαθώντας να μην αποκοπεί εντελώς από τη βάση του κόσμου της και της κοινωνίας, προσπαθώντας να διατηρήσει ένα πιο φιλολαϊκό προφίλ, απαραίτητο για την επιβίωσή της, μετά τις αλλεπάλληλες προδοσίες που έχει κάνει από το 2015. Η υποκρισία είναι δεδομένη, αφού στα βασικά σημεία της αντεργατικής πολιτικής της ΝΔ έχει προηγηθεί η αντίστοιχη πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Επιπλέον, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ για τις κινητοποιήσεις έχει κριθεί και στα συγκεκριμένα, όπως στην ΟΛΜΕ, που όλο το προηγούμενο διάστημα των απεργιών και διαδηλώσεων ενάντια στην πολιτική Κεραμέως, άφηνε ακάλυπτη κάθε προσπάθεια αντίστασης των «από κάτω» και δυσκόλευε όσο μπορούσε τις αυθόρμητες αντιδράσεις.
Το ΚΚΕ, όπως αναμενόταν, ειλικρινά αντιστάθηκε στο νομοσχέδιο και προπαγάνδισε έντονα και συστηματικά, την ανάγκη απόρριψής του. Όμως, (δυστυχώς!) εξακολουθεί να μην οργανώνει την ένωση των δυνάμεών του με τις υπόλοιπες ταξικές και αριστερές δυνάμεις, καθηλώνοντας κάθε δυναμική εξέλιξη στο επίπεδο της απλής διαμαρτυρίας. Βρεθήκαμε πολύ κοντά, όμως, στο δρόμο και στο Σύνταγμα και η επικοινωνία των «κόσμων μας» είναι ορατή…
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, σχεδόν στο σύνολό της, δημιούργησε την Επιτροπή για την Ελευθερία στη Διαδήλωση, μια ελπιδοφόρα πρωτοβουλία, αφού σε μια κρίσιμη επίθεση της κυβέρνησης προσπάθησε να απαντήσει με ενωτικό τρόπο και κοινές δράσεις, συλλογικά αποφασισμένες και οργανωμένες, με στόχο να απευθυνθεί σε όσο πιο πλατειά τμήματα εργατικών χώρων, αλλά και πολλών άλλων υπαρκτών συλλογικοτήτων.
Η μαζικότητα της διαδήλωσης της Τρίτης 7/7 (που την καλούσε μόνο η Επιτροπή) χωρίς τους θεσμικούς φορείς που καλούσαν τις δυο επόμενες μέρες, έδειξε δυνατότητες μαζικότητας, σύνθεσης, γείωσης, που ξεπερνούσαν τις στενές και παγιωμένες δυνατότητες του κάθε χώρου ξεχωριστά. Έδειξε μια δυναμική που μπορεί να έχει μέλλον και να συνεισφέρει στη γενικότερη ανασύνταξη του κινήματος, ικανή να συσπειρώσει κόσμο που είχε αποσυρθεί και να εμπνεύσει δυνάμεις της νεολαίας να συμμετέχουν ενεργά σε πολιτικές και κοινωνικές συλλογικές δράσεις.
Το μπλοκ της Επιτροπής την Πέμπτη 9/7ήταν ακόμα μαζικότερο, ζωντανό, πολύμορφο, ένα μπλοκ στο οποίο είχαν καλέσει πολλές συλλογικότητες πέρα από τις πολιτικές οργανώσεις που αποτελούν τον κορμό της Επιτροπής. Η μαζικότητα του μπλοκ της Επιτροπής ήταν συγκρίσιμες ακόμα και με αυτό του ΚΚΕ, όπως φάνηκε όταν έφτασε στο Σύνταγμα, κάτι που δεν είναι εύκολο, ούτε σύνηθες.
Η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός του μπλοκ της Επιτροπής, με επιλογές και αλλαγές της τελευταίας στιγμής (με ευθύνη συγκεκριμένων δυνάμεων), δεν βοήθησαν καθόλου να ξεδιπλωθεί και να αναπτυχθεί η δυναμική του, να προφυλαχθεί η συνεκτικότητα και ανθεκτικότητά του έξω από τη Βουλή, όπου ψηφιζόταν το τερατούργημα του νέου νόμου, καθώς ξεκίνησε η επίθεση από την αστυνομία, με άγριο τρόπο, που βρήκε την ευκαιρία να διαλύσει μεγάλο μέρος της διαδήλωσης και να προχωρήσει σε προσαγωγές και συλλήψεις, με βαριές κατηγορίες, που έχουμε τώρα να καταρρίψουμε, για να προστατεύσουμε τον κόσμο του κινήματος.
Σε αυτό το έδαφος, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να πείσει την «κοινή γνώμη» ότι είναι τμήμα της αγωνιζόμενης αριστεράς, που δέχεται αναίτιες αστυνομικές επιθέσεις, η κυβέρνηση επιδίωξε να εμφανίσει ότι αυτά είναι τα προβλήματα που δημιουργούν οι διαδηλώσεις και για αυτό «αναγκάζεται» να φέρνει τέτοια νομοσχέδια και το ΚΚΕ εμφανίστηκε ως η μόνη «εγγυημένη» δύναμη που αντέχει να διαδηλώνει μαζικά απέναντι στην κυβέρνηση.
Να καταργηθεί στην πράξη
Η συνέχεια θα κρίνει αν μπορεί να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση και τους συνοδοιπόρους της ο νόμος κατά των διαδηλώσεων.
Η ενότητα της αριστεράς και των ταξικών δυνάμεων, μέσα στο εργατικό κίνημα και σε κάθε κοινωνική οργάνωση, μπορεί να μαζικοποιήσει και να εμπνεύσει τον κόσμο που, ιδιαίτερα από Σεπτέμβρη και μετά, θα βρεθεί με πλήθος προσκλήσεων για να παλέψει για τα αιτήματά του. Αυτές οι κινητοποιήσεις θα δοκιμάσουν την κυβέρνηση, αλλά και την αριστερά για το πώς θα τις αντιμετωπίσουν.
Η σύγκρουση της εργατικής με την αντίπαλη τάξη είναι αναπόφευκτη για να φτάσει στη νίκη η πλευρά μας. Το ζήτημα είναι πότε και πώς επιλέγει κανείς τη σύγκρουση. Είναι κάθε διαδήλωση ο τόπος που αξίζει να δημιουργηθεί μικρο-ένταση και αντιπαράθεση με αστυνομικούς όρους;
Ιδιαίτερα σε περιόδους όπως η σημερινή, που το κίνημα ξαναβγαίνει σταδιακά στο δρόμο και προσπαθεί να αντιπαρατεθεί και πάλι, μετά από μεγάλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ήττες και με μια δεξιά κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει την ανάπτυξη των αγώνων, μετά τη χάρη που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημά τους, να τους «εξαφανίσει» μέσω της απογοήτευσης για αρκετό διάστημα, η εικονική σύγκρουση με την αστυνομία σε κάθε ευκαιρία δεν βοηθάει στη μαζικοποίηση της κινητοποίησης. Αντίθετα, αφαιρεί διάρκεια από τις κινητοποιήσεις και αντοχή από τους συμμετέχοντες, ενώ ενέχει τον κίνδυνο να αποσυρθούν με φυσικό τρόπο αγωνίστριες και αγωνιστές, υπό το βάρος της γυμνής κλιμάκωσης της καταστολής. Επιπλέον, ο τρόπος οργάνωσης αυτής της θεαματικής-εικονικής σύγκρουσης δεν είναι θελκτικός για μεγάλα τμήματα του κόσμου.
Το πολιτικό πλαίσιο που θα επιλέξει η αριστερά στις επόμενες κινηματικές εκδηλώσεις θα κρίνει και τη μαζικότητα που μπορεί να ανακτηθεί, με στόχο την προσέλκυση, ξανά, των αποστρατευμένων συντροφισσών και συντρόφων, αλλά κι ενός νέου και άπειρου δυναμικού, που δείχνει να ανακαλύπτει την αξία της συλλογικότητας, των σωματείων, των συζητήσεων, των διαδηλώσεων, των αντιπαραθέσεων με την εργοδοσία και την κυβέρνηση. Οι ανάγκες αυτών των ανθρώπων είναι πολύ βαθιές, χρειάζονται επιχειρήματα, ανάλυση των επιλογών και των μεθόδων του συστήματος, αλλά και τις εναλλακτικές που έχουν υπάρξει και θα ξαναϋπάρξουν, απόδειξη της αποτελεσματικότητας της συλλογικότητας.
Η σταθεροποίηση αγωνιστών και αγωνιστριών στο κίνημα και την αριστερά δεν θα γίνει με γρήγορο κι εύκολο τρόπο και δεν μπορεί να παρακαμφθεί και να υποκατασταθεί από καμία πρακτική που ποντάρει σε εικονική μαχητικότητα, με μόνο στόχο την «διακριτότητα» των πρωταγωνιστών της.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά