Μια συμβολή στην αποτίμηση της ιστορικής κληρονομιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης

Στην ιστο­ρι­κή δια­δρο­μή του διε­θνούς κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος τα τε­λευ­ταία εκα­τόν πε­νή­ντα χρό­νια, από την Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να του 1871 μέχρι την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 και την εμπει­ρία της Χιλής (1970 – 73), ανα­δεί­χθη­κε ένα σύ­νο­λο καί­ριων ζη­τη­μά­των που απα­σχο­λούν μέχρι και σή­με­ρα το αρι­στε­ρό κί­νη­μα και έχουν να κά­νουν : Με τον ρόλο του κρά­τους στην πο­ρεία ανά­πτυ­ξης των σο­σια­λι­στι­κών εγ­χει­ρη­μά­των, με τον χα­ρα­κτή­ρα της ασκού­με­νης οι­κο­νο­μι­κής και πα­ρα­γω­γι­κής πο­λι­τι­κής, με το μεί­ζον ζή­τη­μα του κοι­νω­νι­κού κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας, με την φυ­σιο­γνω­μία τέλος του επα­να­στα­τι­κού πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου και την πα­ρέμ­βα­σή του σε μια με­τα­βα­τι­κή δια­δι­κα­σία. Βέ­βαια αυτά τα καί­ρια ζη­τή­μα­τα που έχουν την πρώτη τους θε­ω­ρη­τι­κή επι­στη­μο­νι­κή απά­ντη­ση, σε γε­νι­κές γραμ­μές, στο έργο των θε­με­λιω­τών του επι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού, Κ. Μαρξ και Φ. Έν­γκελς, απα­ντή­θη­καν με δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους από τις διά­φο­ρες επα­να­στα­τι­κές από­πει­ρες, και χα­ρα­κτή­ρι­σαν την πο­ρεία του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος κυ­ρί­ως στην εκα­το­ντα­ε­τία που μας χω­ρί­ζει από την σο­βιε­τι­κή εμπει­ρία. Από μια γε­νι­κή άποψη η απά­ντη­ση που δί­νε­ται σ’ αυτά βρί­σκε­ται συ­νή­θως σε αλ­λη­λο­δια­πλο­κή με­τα­ξύ τους : Π.χ. το είδος του επα­να­στα­τι­κού υπο­κει­μέ­νου δια­δρα­μα­τί­ζει καί­ριο ρόλο στην άσκη­ση της οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής και την θέση του κρά­τους στην πο­ρεία προς τον κοι­νω­νι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό κλπ. Εντε­λώς επι­γραμ­μα­τι­κά μπο­ρεί κα­νείς να ανα­φέ­ρει ως κύρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τον με­τα­σχη­μα­τι­σμό των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής (ένα­ντι της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων), τον μα­ρα­σμό – συ­ντρι­βή του αστι­κού κρά­τους (σε σχέση με την πα­ντο­δυ­να­μία των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών), την κα­τάρ­γη­ση του ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας (ένα­ντι της δια­τή­ρη­σης και ισχυ­ρο­ποί­η­σης της διά­κρι­σης δια­νοη­τι­κής / εκτε­λε­στι­κής ερ­γα­σί­ας), και τέλος τον ρόλο χει­ρα­φέ­τη­σης που μπο­ρεί να δια­δρα­μα­τί­ζει ο φο­ρέ­ας της κοι­νω­νι­κής αλ­λα­γής (εν αντι­θέ­σει με το κόμμα – «κυ­ρί­αρ­χη εξω­τε­ρι­κό­τη­τα» ως προς την ερ­γα­τι­κή τάξη) [ Γι’ αυτό τον ρόλο του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος τα Συ­μπε­ρά­σμα­τα στο τέλος του πρώ­του τόμου του έργου του Φ. Κλα­ου­ντίν «Η κρίση του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος» είναι κα­τα­λυ­τι­κής ση­μα­σί­ας, 1978 ].

Ερ­γα­τι­κή λαϊκή χει­ρα­φέ­τη­ση και ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων

          Ανά­με­σα σ’ αυτά τα καί­ρια πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα, ση­μα­ντι­κή θέση κα­τέ­χει το είδος της ασκού­με­νης οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής που έμελ­λε να δια­δρα­μα­τί­σει κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο τόσο στη σο­βιε­τι­κή επα­νά­στα­ση και στα κα­θε­στώ­τα της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης ευ­ρύ­τε­ρα, όσο και στα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης στη διάρ­κεια του­λά­χι­στον ενός αιώνα μέχρι σή­με­ρα. Το πραγ­μα­τι­κό γε­γο­νός είναι ότι στις τά­ξεις του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, αλλά και της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, επι­κρά­τη­σε το θε­με­λια­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του οι­κο­νο­μι­σμού, που αγκά­λια­σε σχε­δόν το σύ­νο­λο των πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών που επι­κα­λού­νταν ή θε­ω­ρού­σαν ότι εφαρ­μό­ζουν, την σο­σια­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή [Ανά­λυ­ση του οι­κο­νο­μι­σμού της Τρί­της Διε­θνούς ως από­το­κου του σο­βιε­τι­κού μαρ­ξι­σμού από τον Γ. Μηλιό «Ο μαρ­ξι­σμός ως σύ­γκρου­ση τά­σε­ων», Εναλ­λα­κτι­κές Εκ­δό­σεις ]. Μ’ αυτή την έν­νοια εν­νο­ού­με ότι δό­θη­κε η κα­θο­ρι­στι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα στην προ­ώ­θη­ση της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (πα­γί­ων κε­φα­λαί­ων, τε­χνι­κών εφαρ­μο­γών, ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού), θε­ω­ρώ­ντας ότι η αλ­λα­γή των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων (τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και εκ­με­τάλ­λευ­σης) θα επέρ­χο­νταν νο­μο­τε­λεια­κά από την συ­νε­χή ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Απε­να­ντί­ας δια­κη­ρυγ­μέ­νος σκο­πός του μαρ­ξι­στι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος δεν ήταν άλλος από την ανα­τρο­πή των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, έτσι ώστε η χει­ρα­φε­τη­μέ­νη απε­λευ­θέ­ρω­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας θα μπο­ρού­σε να δώσει στη συ­νέ­χεια μια ισχυ­ρή ώθηση και στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Εντού­τοις, πα­ρό­λο τον αυ­θε­ντι­κά μαρ­ξι­στι­κό (στην τρέ­χου­σα ορο­λο­γία αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό) στόχο του σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, αυτός εγκα­τα­λεί­φθη­κε, τόσο στο κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα της  Ανα­το­λής όσο και της Δύσης, και την θέση του πήρε, κατά τον πλέον ακλό­νη­το και αδιαμ­φι­σβή­τη­το τρόπο, η επι­ζή­τη­ση της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων. Μ’ αυτή την έν­νοια ο σο­σια­λι­σμός απω­θού­νταν συ­στη­μα­τι­κά σε με­θύ­στε­ρες φά­σεις, αφού πρώτα πραγ­μα­τώ­νο­νταν η ανά­πτυ­ξη των εθνι­κών οι­κο­νο­μιών, αν δεν ταυ­τί­ζο­νταν μ’ αυτή την ίδια την ανά­πτυ­ξη της πα­ρα­γω­γής.

          Να διευ­κρι­νι­σθεί αφε­τη­ρια­κά ότι ο οι­κο­νο­μι­σμός δεν έχει να κάνει κατά κα­νέ­ναν τρόπο με αντι­λή­ψεις που τον ταυ­τί­ζουν με την προ­βο­λή οι­κο­νο­μι­κών αι­τη­μά­των από ερ­γα­τι­κές συν­δι­κα­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται οι­κο­νο­μί­στι­κες, σε σχέση με την επι­ζή­τη­ση θε­σμι­κών στό­χων και αλ­λα­γών. Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση δεν πρό­κει­ται για οι­κο­νο­μι­σμό, αλλά για την διεκ­δί­κη­ση μεί­ω­σης του πο­σο­στού εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, ιδιαί­τε­ρα μά­λι­στα στη ση­με­ρι­νή εποχή, όπου η τα­πεί­νω­ση των ερ­γα­τι­κών μι­σθών χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως μέσον αντι­στάθ­μι­σης της απώ­λειας των κερ­δών πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας, προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρη­θεί η κερ­δο­φο­ρία των κα­πι­τα­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Απε­να­ντί­ας ο οι­κο­νο­μι­σμός αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα πο­λυ­σή­μα­ντο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της αστι­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής, εκ­φρά­ζο­ντας την συ­νε­χή επι­δί­ω­ξη του κε­φα­λαί­ου για την ανά­πτυ­ξη της πα­ρα­γω­γής (πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων), προ­κει­μέ­νου να δια­σφα­λί­ζε­ται η διευ­ρυ­μέ­νη ανα­πα­ρα­γω­γή του, με συ­νε­χείς αλ­λα­γές και με­τα­σχη­μα­τι­σμούς : Μεί­ω­ση του κό­στους της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, εξα­σφά­λι­ση μιας επαρ­κούς κερ­δο­φο­ρί­ας, εφαρ­μο­γή τε­χνο­λο­γι­κών και­νο­το­μιών, επέ­κτα­ση σε νέες αγο­ρές κλπ. Πρό­κει­ται για την ίδια την ψυχή της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας που εκ­φρά­ζε­ται με την πο­λι­τι­κή επι­δί­ω­ξη στην διαρ­κή ανά­πτυ­ξη, την συσ­σώ­ρευ­ση και συ­γκε­ντρο­ποί­η­ση, την αύ­ξη­ση του πο­σο­στού εκ­με­τάλ­λευ­σης της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης. Είναι δη­λα­δή θε­με­λια­κό δο­μι­κό στοι­χείο της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής αυτή η προ­σπά­θεια αδιά­λει­πτης ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων [ Εκτε­νέ­στα­τη ανά­λυ­ση του ζη­τή­μα­τος του οι­κο­νο­μι­σμού στο δί­το­μο έργο του Σ. Μπε­τε­λέμ «Οι τα­ξι­κοί αγώ­νες στην ΕΣΣΔ», Κουκ­κί­δα 2010 ].

          Το ζή­τη­μα τί­θε­ται όταν δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς υιο­θε­τούν και εν­σω­μα­τώ­νουν στην πο­λι­τι­κή τους μια τέ­τοια αντί­λη­ψη για την ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, και μ’ αυτό τον τρόπο απο­λή­γουν σε φο­ρείς άσκη­σης μιας αστι­κής πο­λι­τι­κής. Και βέ­βαια αυτό θα ήταν κα­τα­νοη­τό για τις πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­νά­μεις της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, εφό­σον το­πο­θε­τού­νται στο πεδίο στή­ρι­ξης και ενί­σχυ­σης της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης με ορι­σμέ­να ανα­δια­νε­μη­τι­κά αντι­σταθ­μί­σμα­τα, τα οποία και αυτά έχουν εξα­φα­νι­σθεί σή­με­ρα με την με­τα­τό­πι­ση των σο­σια­λι­στι­κών κομ­μά­των στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό. Ωστό­σο όμως για το αρι­στε­ρό και κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα, στο βαθμό που ισχύ­ει κάτι τέ­τοιο (και δυ­στυ­χώς είναι το κυ­ρί­αρ­χο επί μακρά σειρά δε­κα­ε­τιών), πρό­κει­ται για μια κα­θο­ρι­στι­κή εκτρο­πή από τους στό­χους της γε­νι­κευ­μέ­νης ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης του πα­ρα­γό­με­νου υπερ­προ­ϊ­ό­ντος (υπε­ρα­ξί­ας), της κα­θιέ­ρω­σης μορ­φών της ερ­γα­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας στην πα­ρα­γω­γή και στην κοι­νω­νία, της κα­θο­λι­κής μορ­φω­τι­κής συ­γκρό­τη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης κλπ. Η πάλη απέ­να­ντι στον οι­κο­νο­μι­σμό δεν είναι παρά η δια­πά­λη εντός του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος ανά­με­σα στην τα­ξι­κή σο­σια­λι­στι­κή οπτι­κή και στην αστι­κή ή μι­κρο­α­στι­κή ηγε­μο­νία εντός της Αρι­στε­ράς. Ου­σια­στι­κά οι αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις έχουν να αντι­πα­λέ­ψουν τον οι­κο­νο­μι­σμό τόσο στο έδα­φος της αντι­πα­ρά­θε­σης προς την αστι­κή τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία, όσο και στο εσω­τε­ρι­κό του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, όταν εμ­φο­ρεί­ται από την ιδε­ο­λο­γία της προ­τε­ραιό­τη­τας ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, πα­ρα­πέ­μπο­ντας τον επα­να­στα­τι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων στις ελ­λη­νι­κές κα­λέν­δες.

          Η πρώτη πε­ρί­ο­δος κυ­ριαρ­χί­ας του οι­κο­νο­μι­σμού δεν ήταν άλλη από την εποχή του με­σο­πο­λέ­μου, με αφε­τη­ρία την ίδια την εξέ­λι­ξη της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, με τις αντι­λή­ψεις που έγι­ναν  κυ­ρί­αρ­χες στην Τρίτη Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή, και μέχρι το τέλος του Δευ­τέ­ρου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Και αν για τα σο­σια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα της πε­ριό­δου αυτό ήταν τε­λι­κά ανα­με­νό­με­νο, δεν ήταν η ίδια πε­ρί­πτω­ση για το ευ­ρω­παϊ­κό κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα. Σ’ αυτό ο οι­κο­νο­μι­σμός (προ­τε­ραιό­τη­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης και πα­ρα­πο­μπή του σο­σια­λι­σμού στο μέλ­λον) ήταν κυ­ρί­ως από­το­κος των ίδιων των τα­ξι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών που κυ­ριάρ­χη­σαν ήδη από την δε­κα­ε­τία του 1920 και συ­νε­χί­στη­καν, με δευ­τε­ρο­γε­νείς τρο­πο­ποι­ή­σεις, μέχρι την κα­τάρ­ρευ­ση του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» στο με­ταίχ­μιο του 1990. Η αιτία ήταν το γε­γο­νός ότι ενώ η επα­να­στα­τι­κή σο­βιε­τι­κή εξου­σία έθετε ταυ­τό­χρο­να το ζή­τη­μα της ανά­πτυ­ξης στο πεδίο της πο­λε­μι­κής πα­ρα­γω­γι­κής κα­τα­στρο­φής (ιμπε­ρια­λι­στι­κού και εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου) και του ξε­δι­πλώ­μα­τος της ερ­γα­τι­κής  δη­μο­κρα­τί­ας στα ερ­γο­στά­σια και στην ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νία, εντού­τοις η στα­δια­κή πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση μέχρι κα­τάρ­γη­σης της κυ­ριαρ­χί­ας των σο­βιε­τι­κών μορ­φών δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του (=κοι­νω­νι­κής εξου­σί­ας της ερ­γα­τι­κής τάξης), άφησε ως μο­να­δι­κή προ­τε­ραιό­τη­τα την ανά­πτυ­ξη της οι­κο­νο­μί­ας, δη­λα­δή των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, χωρίς ρι­ζο­σπα­στι­κή τρο­πο­ποί­η­ση των πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων.

Η ανα­πα­ρα­γω­γή δο­μι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής

          Επό­με­νο έτσι ήταν στην θέση της τάξης των κα­πι­τα­λι­στών που είχε κα­ταρ­γη­θεί ήδη από τον Οκτώ­βρη 1917, και με την διά­λυ­ση της σο­βιε­τι­κής εξου­σί­ας, να εγκα­τα­στα­θεί η πο­λι­τι­κή και τε­χνο­κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία ως νέα κρα­τι­κή αστι­κή τάξη, ανέκ­δο­του ιστο­ρι­κά τύπου, και το ρω­σι­κό κοι­νω­νι­κό κα­θε­στώς να με­τα­τρα­πεί στα­δια­κά σε έναν δε­σπο­τι­κό κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό. Σ’ αυτό συ­νέρ­γη­σαν τα μέ­γι­στα η ανα­πα­ρα­γω­γή του ιε­ραρ­χι­κού  κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας στην εκ­παί­δευ­ση και στα ερ­γο­στά­σια, η υιο­θέ­τη­ση των τεϋ­λο­ρι­κών με­θό­δων ορ­γά­νω­σης της πα­ρα­γω­γής, η εξου­σία των διευ­θυ­ντών στις πα­ρα­γω­γι­κές επι­χει­ρή­σεις κλπ. Η κο­ρυ­φή του κα­πι­τα­λι­στι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας, η δια­νοη­τι­κή δη­λα­δή τε­χνο­κρα­τία , κα­τέ­λα­βε την κυ­ρί­αρ­χη διευ­θυ­ντι­κή κοι­νω­νι­κή θέση υπά­γο­ντας την με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης στην εκτε­λε­στι­κή / χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γα­σία. Μ’ άλλες λέ­ξεις με την κα­τάρ­γη­ση της τάξης των κε­φα­λαιο­κρα­τών και την στα­δια­κή απο­δυ­νά­μω­ση των Σο­βιέτ η εξου­σία πε­ρι­ήλ­θε στους «αξιω­μα­τι­κούς και υπα­ξιω­μα­τι­κούς» του κε­φα­λαί­ου όπως πε­ρι­γρά­φει τον ρόλο τους ο Κ. Μαρξ στο Κε­φά­λαιο (δυ­νά­μεις της επι­στη­μο­νι­κής και τε­χνι­κής δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας), ανα­δει­κνύ­ο­ντας την νέα κρα­τι­κή αστι­κή τάξη, με την ερ­γα­τι­κή πλειο­ψη­φία αλυ­σο­δε­μέ­νη στην εκτε­λε­στι­κή / χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γα­σία. Συ­νε­πώς η και­νού­ρια πο­λι­τι­κή τε­χνο­κρα­τι­κή ιθύ­νου­σα τάξη, που συ­νέ­χι­σε να ανα­πα­ρά­γε­ται συ­στη­μα­τι­κά από ένα σχο­λείο πα­νο­μοιό­τυ­πο με αυτό του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής (μη­χα­νι­σμός επι­λο­γής και κα­τα­νο­μής), έθεσε ως κυ­ρί­αρ­χο στόχο της σο­βιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας την ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (όπως ακρι­βώς στην ιδιω­τι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία), που ακρι­βώς δια­σφά­λι­σαν την προ­νο­μια­κή της θέση τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας : Εξου­σια­στι­κή επι­βο­λή της δια­νοη­τι­κής (μειο­ψη­φι­κής) επί της εκτε­λε­στι­κής (πλειο­ψη­φι­κής) ερ­γα­σί­ας, δη­μιουρ­γία υπε­ρα­ξί­ας (και αρ­χι­κά με όρους πρω­ταρ­χι­κής συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου) και ιδιο­ποί­η­σή της από τη κρα­τι­κή αστι­κή τάξη, εγκα­τά­λει­ψη κάθε επα­να­στα­τι­κής επι­δί­ω­ξης για την ερ­γα­τι­κή δη­μο­κρα­τία της κα­θο­λι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Ο σο­σια­λι­σμός δεν απο­τι­μά­ται από την εκτό­ξευ­ση του πρώ­του δο­ρυ­φό­ρου στο διά­στη­μα ή το ύψος των τόν­νων πα­ρα­γω­γής χά­λυ­βα, αλλά από τις κοι­νω­νι­κές εξου­σί­ες που δια­θέ­τει ο ίδιος ο κό­σμος της εκτε­λε­στι­κής ερ­γα­σί­ας. [ Μια από τις πιο φω­τι­σμέ­νες ανα­λύ­σεις αυτών των εξε­λί­ξε­ων από τον Ρ. Μπάρο «Η εναλ­λα­κτι­κή λύση : Κρι­τι­κή του υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», γαλ­λι­κή έκ­δο­ση 1979 ]. Το σο­βιε­τι­κό κρά­τος αντί να οδη­γη­θεί στον «μα­ρα­σμό» και στην «συ­ντρι­βή» μέσα από την ολο­κλή­ρω­ση της δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του, διευ­ρύν­θη­κε στο έπα­κρο και κα­τέ­στη ο εγ­γυ­η­τής αυτής της νέας αστι­κής τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, με­τερ­χό­με­νο κάθε εί­δους κα­τα­σταλ­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς και πρα­κτι­κές. Φυ­σι­κό επα­κό­λου­θο ήταν αυτές οι κα­τευ­θύν­σεις να με­τα­φερ­θούν στην δια­μόρ­φω­ση των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών των κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των που ανή­καν στην Τρίτη Διε­θνή.

          Στην με­τα­πο­λε­μι­κή εποχή που ακο­λού­θη­σε και χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από την «χρυσή τρια­κο­ντα­ε­τία» (δε­κα­ε­τία του 1950 – δε­κα­ε­τία του 1980) της κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής ανά­πτυ­ξης στον δυ­τι­κό κόσμο και αντί­στοι­χες σχε­τι­κά εξε­λί­ξεις οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης στον ανα­το­λι­κό κόσμο, επι­νο­ή­θη­κε η και­νούρ­για μυ­θο­λο­γία που έγινε κυ­ρί­αρ­χη τόσο στα δυ­τι­κά αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα όσο και σε εκεί­να του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» για την κοι­νω­νι­κή ση­μα­σία της επι­στη­μο­νι­κό-τε­χνι­κής επα­νά­στα­σης [ σχε­τι­κά Ρ. Ρίχτα κ.ά. «Η επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση», Εκ­δό­σεις Ράπα ]. Η εκτί­μη­ση δη­λα­δή ότι η φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή ανά­πτυ­ξη της επι­στή­μης και της τε­χνι­κής θα επέ­φε­ρε μέσα από τις προ­ό­δους της τον πο­λυ­πό­θη­το σο­σια­λι­σμό ως απο­τέ­λε­σμα όχι της τα­ξι­κής δια­πά­λης της εκτε­λε­στι­κής ερ­γα­σί­ας, αλλά ως προ­ϊ­όν των και­νού­ριων επι­στη­μο­νι­κών με­θό­δων και τε­χνι­κών εφαρ­μο­γών στην πα­ρα­γω­γή. Προ­φα­νώς και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση ο οι­κο­νο­μι­σμός συ­νέ­χι­σε να είναι κυ­ρί­αρ­χος, επεν­δυ­μέ­νος μά­λι­στα με την επί­κλη­ση της επι­στή­μης και της τε­χνι­κής, και η όλη αυτή δια­δι­κα­σία συ­νέ­χι­σε να το­πο­θε­τεί­ται εντός των πλαι­σί­ων του δε­σπο­τι­κού κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Ακόμη και το εγ­χεί­ρη­μα της «Άνοι­ξης της Πρά­γας» του 1968, που πήρε άδοξο τέλος με την επέμ­βα­ση και την επι­βο­λή των σο­βιε­τι­κών στρα­τευ­μά­των, και επι­δί­ω­κε την πραγ­μα­το­ποί­η­ση δη­μο­κρα­τι­κών τομών και με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων στο πο­λι­τι­κό εποι­κο­δό­μη­μα του κα­θε­στώ­τος, ήταν βα­θειά συν­δε­δε­μέ­νο με αυτή την αντί­λη­ψη της επι­στη­μο­νι­κό-τε­χνι­κής επα­νά­στα­σης ως δια­δι­κα­σί­ας ανά­δει­ξης σο­σια­λι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, στο πλαί­σιο πά­ντο­τε του κλα­σι­κού οι­κο­νο­μι­σμού.

          Κατ’ αντι­στοι­χία μ’ αυτές τις εξε­λί­ξεις στο ελ­λη­νι­κό κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα της με­τα­πο­λί­τευ­σης και μέχρι σή­με­ρα, η επιρ­ροή του οι­κο­νο­μι­σμού ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο από έντο­νη, παίρ­νο­ντας και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση τη μορφή της λα­τρεί­ας προς την επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση. Τόσο στα πλαί­σια του ΚΚΕ [ σχε­τι­κά Γ. Φα­ρά­κος «Η επι­στη­μο­νι­κό-τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση και η ερ­γα­τι­κή τάξη», Σύγ­χρο­νη Εποχή ], όσο και σε εκεί­να του ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού [ Θ. Βα­κα­λιός « Η επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση, ο σο­σια­λι­σμός και ο άν­θρω­πος», αυ­το­τε­λής έκ­δο­ση ], ο οι­κο­νο­μι­σμός επι­χει­ρού­σε να «ανα­νε­ω­θεί» προ­ά­γο­ντας εκ νέου τη μυ­θο­λο­γία ότι οι σο­σια­λι­στι­κές πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις θα προ­έ­κυ­πταν από την ανά­πτυ­ξη της επι­στη­μο­νι­κής θε­ω­ρί­ας και της εφαρ­μο­σμέ­νης τε­χνι­κής, δη­λα­δή ως αυ­τό­μα­το απο­τέ­λε­σμα της ανά­πτυ­ξης των σύγ­χρο­νων πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, και δεν θα ήταν προ­φα­νώς το απο­τέ­λε­σμα της επα­να­στα­τι­κο­ποί­η­σης των αστι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που η κοινή εκτί­μη­ση ήταν ότι ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός ήταν «ξε­νό­δου­λος», «εξαρ­τη­μέ­νος», «κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος» και αυτό θε­ω­ρού­νταν ως από­δει­ξη της «αδυ­να­μί­ας» του να ανα­πτύ­ξει επαρ­κώς τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις. Άρα στην Αρι­στε­ρά ενα­πό­κει­το η ιστο­ρι­κή απο­στο­λή να επι­τε­λέ­σει τον «πραγ­μα­τι­κό» ρόλο της εξα­σφά­λι­σης της (κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής) ανά­πτυ­ξης, η οποία στο απώ­τα­το μέλ­λον θα επέ­φε­ρε την «πρό­ο­δο» του λαού και την «προ­κο­πή» της πα­τρί­δας.

Ο οι­κο­νο­μι­σμός ίδιον γνώ­ρι­σμα του μι­κρο­α­στι­κού τε­χνο­κρα­τι­σμού και εκ­συγ­χρο­νι­σμού

          Κλα­σι­κή πε­ρί­πτω­ση εκ­φο­ράς της πο­λι­τι­κής του οι­κο­νο­μι­σμού, με την ιδε­ο­λο­γι­κή επέν­δυ­ση της επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κής επα­νά­στα­σης, ο ΣΥΝ και η με­τέ­πει­τα κυ­ριαρ­χία του στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πράγ­μα που κα­τέ­λη­ξε στην αστι­κή κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή του τε­λευ­ταί­ου. Ο ΣΥΝ έκ­φρα­ζε ιστο­ρι­κά από τη δε­κα­ε­τία του 1990 αυτή την κα­τεύ­θυν­ση γιατί ακρι­βώς συ­γκρο­τού­νταν και έκ­φρα­ζε απο­κλει­στι­κά δυ­νά­μεις της μι­κρο­α­στι­κής τε­χνο­κρα­τί­ας, δη­λα­δή της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας στο δη­μό­σιο τομέα και στα ελεύ­θε­ρα επαγ­γέλ­μα­τα. Αυτά τα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα (με δε­δο­μέ­νο ότι η ερ­γα­τι­κή πα­ρου­σία στον ΣΥΝ ήταν πε­ρι­θω­ρια­κή), εκεί­νο που έβλε­παν ως ρόλο τους στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία ήταν η συμ­βο­λή τους στην ευ­ρω­παϊ­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, προσ­δί­δο­ντάς την ωστό­σο ορι­σμέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «εξορ­θο­λο­γι­σμού και εκ­συγ­χρο­νι­σμού». Βέ­βαια η δη­μιουρ­γία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και η δρο­μο­λό­γη­ση αρ­χι­κά μιας ρι­ζο­σπα­στι­κής λαϊ­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας και πο­λι­τι­κής έτει­νε να γύρει την πλά­στιγ­γα προς αντί-νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πρα­κτι­κές, που δυ­νη­τι­κά μπο­ρού­σαν να απο­λή­ξουν σε μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή. Εντού­τοις μετά τις εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις Μαίου – Ιου­νί­ου 2012, και την απο­τύ­πω­ση σε υπο­κει­με­νι­κό πο­λι­τι­κό επί­πε­δο μιας ευ­ρεία πλειο­ψη­φι­κής μι­κρο­α­στι­κής τε­χνο­κρα­τι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, η πλά­στιγ­γα έγει­ρε σαφώς προς τον μι­κρο­α­στι­κό εκ­συγ­χρο­νι­σμό (Ιού­νιος 2012 – Ια­νουά­ριος 2015), δη­λα­δή στην ευ­θεία υπη­ρέ­τη­ση των συμ­φε­ρό­ντων της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­καμ­ψης, μ’ άλλες λέ­ξεις στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (στή­ρι­ξη των επι­χει­ρη­μα­τι­κών επεν­δύ­σε­ων, πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση, ενί­σχυ­ση των μι­κρο­με­σαί­ων εται­ριών κλπ.), και στην ολο­σχε­ρή εγκα­τά­λει­ψη των όποιων με­τα­βα­τι­κών ρι­ζο­σπα­στι­κών προ­σα­να­το­λι­σμών. Από αυτή την κυ­βερ­νη­τι­κή του στάση απορ­ρέ­ει η άτεγ­κτη υπε­ρά­σπι­ση και πιστή εφαρ­μο­γή των τεσ­σά­ρων μνη­μο­νί­ων (για την ενί­σχυ­ση της ανά­καμ­ψης της κερ­δο­φο­ρί­ας του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού) καθώς και η συ­νέ­χι­ση της βα­ρύ­τα­της λαϊ­κής φο­ρο­λό­γη­σης και δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας, για την ατε­λεύ­τη­τη απο­πλη­ρω­μή των δα­νεια­κών υπο­χρε­ώ­σε­ων, με τις απο­κλει­στι­κές πλά­τες του ερ­γα­ζό­με­νου κό­σμου.

          Βέ­βαια να εξη­γού­μα­στε για να μην πα­ρε­ξη­γού­μα­στε : Η  οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη είναι κε­ντρι­κός στό­χος της Αρι­στε­ράς, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο μπο­ρεί να διευ­ρυν­θεί η κοι­νω­νι­κή πα­ρα­γω­γή και να κα­λύ­πτο­νται πλη­ρέ­στε­ρα οι πα­ντοει­δείς ανά­γκες των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Αυτή όμως η ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, ιδιαί­τε­ρα στη ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο της οξυ­μέ­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, όπου η μεί­ω­ση της αμοι­βής της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και η ολο­σχε­ρής απορ­ρύθ­μι­ση των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων έχουν τεθεί στο επί­κε­ντρο της πο­λι­τι­κής των συ­ντη­ρη­τι­κών (ΝΔ) και σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρων (ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών, δεν μπο­ρεί παρά να έχει ως προ­ϋ­πό­θε­ση την στα­θε­ρή και πα­γιω­μέ­νη εξα­θλί­ω­ση των ερ­γα­τι­κών στρω­μά­των, όντας μια ανά­πτυ­ξη σε μια απέ­ρα­ντη «ει­δι­κή οι­κο­νο­μι­κή ζώνη». Η «δί­καιη» ανά­πτυ­ξη που επι­κα­λεί­ται η ση­με­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση της μι­κρο­α­στι­κής τε­χνο­κρα­τί­ας, δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει παρά μια προ­πα­γαν­δι­στι­κή μυ­θο­λο­γία, για πολ­λούς λό­γους, με­τα­ξύ των οποί­ων : Πώς μπο­ρεί να είναι δί­καιη μια ανά­πτυ­ξη που δια­τη­ρεί σε ισχύ το σύ­νο­λο των αντερ­γα­τι­κών ρυθ­μί­σε­ων των τεσ­σά­ρων μέχρι τώρα μνη­μο­νί­ων, δη­λα­δή των απο­ψι­λω­μέ­νων μι­σθών, των κα­τα­κρε­ουρ­γη­μέ­νων συ­ντά­ξε­ων, της γε­νι­κευ­μέ­νης ελα­στι­κής, με­ρι­κής και προ­σω­ρι­νής απα­σχό­λη­σης κλπ. ; Και από την άλλη πλευ­ρά ποια αύ­ξη­ση της προ­στι­θέ­με­νης αξίας όταν οι άμε­σες ξένες επεν­δύ­σεις που εκλι­πα­ρούν τα δύο κόμ­μα­τα του αστι­κού δι­πο­λι­σμού δεν αφο­ρούν σε δη­μιουρ­γία απο­δο­τι­κών βιο­μη­χα­νι­κών επεν­δύ­σε­ων ή αντί­στοι­χων υπη­ρε­σιών, αλλά στην γυμνή εξα­γο­ρά δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων και πε­ριου­σί­ας (ΟΣΕ, ΟΛΘ, Ελ­λη­νι­κό, Σκου­ριές κ.ά.) ; Τέλος, πώς είναι δυ­να­τό μια τέ­τοια κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη να αντι­με­τω­πί­ζει την ανερ­γία, όταν η υπο­τι­θέ­με­νη μεί­ω­σή της υπο­κρύ­πτει την μα­ζι­κή με­τα­νά­στευ­ση νέων επι­στη­μό­νων και τε­χνι­κών, και όταν οι αυ­ξη­μέ­νες πα­ρα­γω­γι­κές ανά­γκες κα­λύ­πτο­νται από την αύ­ξη­ση του χρό­νου ερ­γα­σί­ας των ήδη ερ­γα­ζο­μέ­νων ;

          Κατά συ­νέ­πεια, η ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων δεν μπο­ρεί να οδη­γή­σει σε οι­κο­νο­μι­κή με­γέ­θυν­ση με ρι­ζι­κή κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη, παρά με την αφε­τη­ρια­κή αλ­λα­γή θε­με­λιω­δών δομών των αστι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, πράγ­μα που δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με ένα με­τα­βα­τι­κό ρι­ζο­σπα­στι­κό πρό­γραμ­μα σο­σια­λι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού ; Και αυτό δεν μπο­ρεί να γίνει παρά με την εκ βά­θρων αλ­λα­γή του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού των δυ­νά­με­ων και την προ­ώ­θη­ση γεν­ναί­ων ανα­δια­νε­μη­τι­κών πο­λι­τι­κών, δια­σφά­λι­σης επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας για το σύ­νο­λο των ανέρ­γων, απο­κα­τά­στα­σης των κοι­νω­νι­κών κοι­νω­φε­λών δρα­στη­ριο­τή­των και υπη­ρε­σιών, εγκα­θί­δρυ­σης μορ­φών ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου στις πα­ρα­γω­γι­κές μο­νά­δες, κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση νευ­ραλ­γι­κών το­μέ­ων της οι­κο­νο­μι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας κλπ. Η κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση της πα­ρα­γω­γής είναι σε θέση να απε­λευ­θε­ρώ­σει τις πα­ρα­γω­γι­κές δυ­νά­μεις, ενώ η ανά­πτυ­ξή τους εντός των πλαι­σί­ων των αστι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, το μόνο που μπο­ρεί να επι­φέ­ρει είναι η ισχυ­ρο­ποί­η­ση των θέ­σε­ων και της επι­βο­λή της αστι­κής τα­ξι­κής κυ­ριαρ­χί­ας. Στην μυ­θο­λο­γία της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης για να προ­κύ­ψει κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη, δεν μπο­ρού­με να απα­ντά­με παρά με την επί­κλη­ση του σο­σια­λι­σμού ως προ­ϋ­πό­θε­σης της ανά­πτυ­ξης με κα­θο­λι­κή ερ­γα­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση.        

Ετικέτες