Συνέντευξη του Θωμά Νουτσόπουλου, επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης
1) Με πρωτοβουλία της ΟΜ του ΣΥΡΙΖΑ Γλυφάδας ξεκίνησε ένας κύκλος διαλέξεων με θέμα «Βία και Πολιτική». Ποια ήταν η αφορμή για την ανάληψη αυτής της πρωτοβουλίας και τι προσδοκάτε από αυτή;
Εδώ και αρκετό καιρό είχαμε αρχίσει συζητήσεις με κάποια μέλη του συντονιστικού της ΟΜ Γλυφάδας, κυρίως με τον συντονιστή Σταμάτη Σκαμπαρδώνη, για τη διοργάνωση ενός κύκλου διαλέξεων. Με δεδομένη τη διάθεση τόσο των μελών του συντονιστικού όσο και τη δική μου να προχωρήσουμε σε μια τέτοια προσπάθεια, τα πράγματα εξελίχτηκαν μάλλον αβίαστα. Όσον αφορά τις προσδοκίες, θέλω να αναφερθώ αρχικά στη συμμετοχή που ελπίζω να μην περιοριστεί μόνο στα μέλη της ΟΜ Γλυφάδας. Οι συζητήσεις που προκύπτουν μετά την αρχική εισήγηση δεν αφορά μόνο τα μέλη αλλά ευρύτερες συλλογικότητες και τμήματα της τοπικής κοινωνίας. Νομίζω ότι η τακτικότητα μιας τέτοιας εκδήλωσης, μπορεί να επιτρέψει στον κόσμο που θα την παρακολουθήσει να δημιουργήσει αφορμές για προβληματισμό και συζήτηση που από βδομάδα σε βδομάδα μπορούν να οδηγήσουν σε διεύρυνση της συμμετοχής, κάτι που σιγά-σιγά το βλέπουμε να γίνεται, δεδομένου ότι έχουν πραγματοποιηθεί ήδη τρεις συναντήσεις. Θεωρώ ότι ο κόσμος έχει όχι μόνο τη διάθεση αλλά και την ανάγκη να συμμετέχει σε δράσεις που θα μπορούσαν υπό μία διευρυμένη έννοια να χαρακτηριστούν πολιτισμικές. Το όλο εγχείρημα θα μπορούσε επίσης να ειδωθεί ως μια εναλλακτική προσπάθεια διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου με έναν αφενός δημιουργικό και αφετέρου, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, συλλογικό τρόπο.
2) Τι σας οδήγησε στην επιλογή του θέματος και με ποιο τρόπο είναι αυτό αρθρωμένο;
Υπήρχαν διάφορες σκέψεις όσον αφορά την επιλογή του θέματος. Καταλήξαμε τελικά στη θεματική με τίτλο «Βία και Πολιτική» για μια σειρά από λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο όρος «βία» αποδίδεται με ιδιαίτερη ελαφρότητα ως μομφή στην Αριστερά και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ένα γεγονός που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Δεν αναφέρομαι μόνο στη στρεβλή δημοσιότητα που δημιουργείται από μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ με ρηχές κατηγορίες σχετικά με την υποτιθέμενη έλξη της Αριστεράς από τη βία. Αυτού του τύπου η δημοσιότητα διαχέεται κατ’ ανάγκη σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού με αποτέλεσμα μια στρεβλή εικόνα τόσο για το νόημα του ίδιου του όρου «βία» όσο και για τη σχέση της Αριστεράς με αυτή. Από την άλλη μεριά, μείζονες θεωρητικοί προερχόμενοι από την Αριστερά, ποικίλων θεωρητικών προσεγγίσεων, έχουν θέσει στο επίκεντρο του προβληματισμού τους τα τελευταία χρόνια την εν λόγω σχέση. Αναφέρω ενδεικτικά τον Σλαβόι Ζίζεκ με τους «Έξι λοξούς στοχασμούς για τη βία» και τον Ζωρζ Λαμπικά με το έργο του «Η βία; Ποια βία;». Αυτό δεν σημαίνει για εμάς είτε ότι ακολουθούμε κάποιο συρμό είτε ότι συμφωνούμε ή ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτές τις απόψεις, αλλά αποδεικνύει αφενός τη σημαντικότητα του προβλήματος για τους σύγχρονους στοχαστές της Αριστεράς ενώ αφετέρου αυτές οι αναλύσεις τροφοδοτούν την σκέψη μας. Τέλος, είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό και χρήζει προβληματισμού το γεγονός ότι σήμερα, σε διάφορες χώρες αλλά και με ιδιάζοντα τρόπο στη δική μας χώρα, την Ελλάδα, παρατηρούμε κοινωνικά αποτελέσματα και επιπτώσεις τα οποία είχαμε συνηθίσει ιστορικά να συνδέουμε αιτιωδώς με φαινόμενα βίας, κυρίαρχα δε του πολέμου. Το διακριτικό γνώρισμα όμως αυτών των επιπτώσεων είναι ότι οι αιτίες τους παραπέμπουν στην άσκηση πολιτικών που εκ πρώτης όψεως δεν έχουν καμία σχέση με τη βία, π.χ πολιτικές λιτότητας ή το δημόσιο χρέος ως μηχανισμός λαϊκής πειθάρχησης. Αυτό οφείλει να μας προβληματίσει και ο κύκλος διαλέξεων επιδιώκει να θέσει στο προσκήνιο έναν τέτοιο προβληματισμό.
Τώρα, όσον αφορά τη διάρθρωση, ο κύκλος είναι οργανωμένος σε επτά εισηγήσεις και διατρέχει σημαντικά ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης κοινωνίας ξεκινώντας από την περίοδο της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση, περνώντας στις θεωρητικές επεξεργασίες του Μαρξ για τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση, την Παρισινή Κομμούνα, τις ρωσικές Επαναστάσεις του 1905 και του 1917 και καταλήγοντας στην περίοδο της Αντίστασης και της Κατοχής στην Ελλάδα. Η θεματική αυτή είναι ουσιαστικά ανεξάντλητη. Το υλικό επιλέχτηκε κυρίως με πρόθεση αφενός να δοθεί η δυνατότητα συστηματοποίησης σκέψεων και πληροφοριών με τις οποίες όλοι μας στην Αριστερά είμαστε λιγότερο ή περισσότερο εξοικειωμένοι και αφετέρου είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται η δυνατότητα ανάδειξης προβλημάτων που δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε ένα βαθύ και ως εκ τούτου αδιάφορο παρελθόν, αλλά θέτουν ερωτήματα σχετικά με το δικό μας «τώρα», με τη δική μας εποχή.
3) Ποια ήταν η ανταπόκριση και πόσο θεωρείται ότι τέτοιες δράσεις μπορούν να διεισδύσουν στην τοπική κοινωνία;
Από τη μέχρι τώρα εμπειρία (έχουν πραγματοποιηθεί 3 συναντήσεις όπως είπαμε ήδη) μπορώ να σας πω ότι η ανταπόκριση είναι ευρύτερη του αναμενομένου. Είναι σημαντικό ότι η από μέρους μου εισήγηση διαρκεί 45-50 λεπτά ενώ ακολουθεί συζήτηση (ερωτήσεις, απορίες, τοποθετήσεις) που συνήθως διαρκεί 1 ώρα και κάτι. Πρόκειται δηλαδή για ένα δίωρο όπου οι συμμετέχοντες είναι την περισσότερη ώρα ενεργοί μέσω των παρεμβάσεών τους και της συμμετοχής στη συζήτηση. Όσο περνά ο χρόνος νομίζω ότι μπορούμε να διευρύνουμε αυτή την ωραία κοινότητα που φτιάχνεται ώστε να συμπεριλάβει μεγαλύτερα τμήματα της τοπικής κοινωνίας.
4) Υπάρχουν σκέψεις και για συνέχιση αυτής της προσπάθειας μετά την ολοκλήρωση του πρώτου κύκλου;
Κοιτάξτε, είναι νωρίς για μια σίγουρη απάνηση σε αυτό το ερώτημα. Δεν σας κρύβω όμως, ότι η εμπειρία αποδεικνύεται για μένα ιδιαιτέρως σημαντική, ελπίζω δε να είναι εξίσου σημαντική και για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Έχουμε ξεκινήσει αρκετά δυναμικά και νομίζω ότι αν συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό και όρεξη ο επόμενος κύκλος διαλέξεων θα μας επιβληθεί από μόνος του. Μεταξύ μας, το εύχομαι.