Στη ΔΕΘ ο Αλέξης Τσίπρας παρουσίασε τις «προγραμματικές αιχμές» του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει της τελικής σύγκρουσης για την κυβερνητική εξουσία.
Έχει σημασία το ερώτημα ποιες από αυτές τις «αιχμές» προκάλεσαν θετικές αντιδράσεις στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, επιταχύνοντας έτσι, πραγματικά, τις πολιτικές εξελίξεις. Η απάντηση είναι αυτονόητη, σχεδόν χειροπιαστή: οι δεσμεύσεις για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, για επαναφορά της 13ης σύνταξης, για το αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, για την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, για την κατάργηση του ειδικού φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης.
Μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, με κέντρο την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές μάζες, βλέπει στις δεσμεύσεις την οικονομική-κοινωνική θέση της, για πρώτη φορά μετά την καταστροφική εποχή των μνημονίων, αν η Αριστερά κατακτήσει την κυβερνητική εξουσία. Πρόκειται για έναν πανίσχυρο «κινητήρα», που μπορεί να παραγάγει «πολιτική ενέργεια» ικανή να κάμψει την υποστήριξη της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των δανειστών προς την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.
Κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βλέπουν σε αυτές τις δεσμεύσεις κυρίως την ανάδειξη της «ταξικής μονομέρειας» της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το σεβασμό στο ευρύτερο πρόγραμμα που αποφάσισε το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για μιαν πρόταση που αφενός προκαλεί την ικανοποίηση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, αφετέρου θα διασφαλίζει τις συνθήκες μιας ευρύτερης συμμαχίας «επανεκκίνησης της οικονομίας».
Θεωρώ χρήσιμη την υπενθύμιση μιας ιστορικής εμπειρίας. Το 1981, το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία ισχυριζόμενο ότι η ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων ταυτίζεται με τα γενικότερα συμφέροντα της «εθνικής οικονομίας». Οι αυξήσεις στους μισθούς, υπολογίζοντας στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης και στη μεγέθυνση της οικονομίας, ως κυβερνητική πολιτική κράτησε λίγο: από το 1983-84 η κυβέρνηση Παπανδρέου άρχισε να συγκρούεται με τα συνδικάτα («άρθρο 4»), ενώ από το 1985 έγινε η γενικευμένη στροφή προς τη λιτότητα, με το πρώτο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» του Σημίτη. Στις σημερινές συνθήκες της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς, τα περιθώρια αυτά είναι ακόμα μικρότερα.
Όπως σωστά σημείωσε ο Γ. Δελαστίκ, οι δεσμεύσεις στη ΔΕΘ ήταν συγκεκριμένες. Δημιουργούν έτσι ένα εργατικό-λαϊκό ρεύμα ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επίσης και την υποχρέωση να τις υλοποιήσουμε άμεσα. Γιατί αλλιώς, η σύγκρουση με τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις θα είναι άμεση, προκαλώντας φαινόμενα αποσύνθεσης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς με αφάνταστα πιο γρήγορο ρυθμό από εκείνα που αντιμετώπισε η σοσιαλδημοκρατία στη δεκαετία του 1980.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν βρίσκεται μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα του πώς θα μπορέσει –πράγματι– να παραδώσει στον κόσμο το προϊόν που υποσχέθηκε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ.
Κάθε φορά που μια κοινωνία φτάνει μπροστά σε μια σημαντική αλλαγή, κάθε φορά που παρουσιάζεται ένα «πρόγραμμα» ανατροπών, είναι φυσιολογικό να αναζητείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των απλών ανθρώπων ο πιο εύκολος και ανώδυνος τρόπος επιβολής του. Είναι αυτό που σήμερα περιγράφει η ανάλυση περί «ανάθεσης»: πλατιά τμήματα του κόσμου μετά τους θυελλώδεις αγώνες του 2010-12 θεωρούν ότι αν κάνουν υπομονή και τελικά ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, θα βελτιώσουν ουσιωδώς τη θέση τους.
Όμως αν οι αυταπάτες είναι φυσιολογικές για έναν κόσμο που τσακίζεται μέσα στην κρίση, είναι ανεπίτρεπτες για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η γενικότερη αλλαγή οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που περιγράφουν οι δεσμεύσεις στη ΔΕΘ δεν υπάρχει καμία περίπτωση να επιβληθεί «συναινετικά», μόνον μέσα από μια κοινοβουλευτική πολιτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια ουσιαστική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και των φτωχών όχι μόνο δεν αποτελεί επιλογή της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, αλλά, αντίθετα, αποτελεί ακύρωση όλων των σχεδιασμών της της προηγούμενης τετραετίας.
Μια ανατροπή των μνημονιακών δεσμεύσεων (...«της χώρας») όχι μόνο δεν αποτελεί επιλογή όλων των συνιστωσών της τρόικας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), αλλά, αντίθετα, μιαν ολοφάνερη «αιτία πολέμου» με τους δανειστές. Η αυταπάτη ότι ένα τμήμα της ΕΕ (...οι κυβερνήσεις του Νότου) αναζητά διέξοδο στη λιτότητα διαψεύδεται από την πραγματική πολιτική των κυβερνήσεων (της Κεντροαριστεράς) στη Γαλλία και την Ιταλία: όπου οι εργατικές κατακτήσεις και τα κοινωνικά δικαιώματα σφάζονται στο γόνατο...
Η συναίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η Αριστερά γενικότερα, πρέπει να ετοιμάζεται για πολεμική αναμέτρηση και όχι για αναζήτηση «έντιμου συμβιβασμού» ενισχύεται από την εκτίμηση ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν θα κριθεί μόνο στο έδαφος της υλοποίησης των δεσμεύσεων στη ΔΕΘ, αλλά, αναγκαστικά, σε πολύ ευρύτερα και δυσκολότερα μέτωπα.
Η μνημονική εποχή δημιούργησε μια κοινωνία με 30% ανεργία. Η άποψη ότι η ανεργία θα απαντηθεί μέσα από την «ανάπτυξη» οδηγεί σε δεκαετίες με 1 εκατ. ανέργους. Καμιά εργατική ανασύνταξη δεν μπορεί να επιβιώσει σε τέτοιες συνθήκες. Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να επιβιώσει σε τέτοιες συνθήκες. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα οφείλει, θέλοντας και μη, να βρει τους πόρους για τις αναγκαίες μαζικές προσλήψεις και το αναγκαίο μαζικό πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, που είναι η μόνη δυνατότητα ταχύτερης μείωσης της λαοθάλασσας των ανέργων...
Η μνημονιακή εποχή αφήνει τα ασφαλιστικά ταμεία με καταληστευμένα τα αποθεματικά τους. Οι νόμοι Λοβέρδου - Κατσέλη - Κουτρουμάνη έχουν δρομολογήσει την κατάρρευση του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος. Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα μπορεί να ανακοινώσει τη μετατροπή των συντάξεων σε φιλοδωρήματα της τάξης των 360 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι κολοσσιαίοι πόροι θα πρέπει να αναζητηθούν για τη στήριξη στοιχειωδών κοινωνικών αναγκών. Για την ανατροπή των καταστροφών που επέφεραν στις λαϊκές τάξεις οι μνημονιακές πολιτικές. Και αυτό σημαίνει ότι οι πόροι που σήμερα διατίθενται σε τόκους και χρεολύσια για τους δανειστές, τα μεγάλα ετήσια κέρδη του ΟΠΑΠ, της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, τα κονδύλια για την τρέλα των εξοπλισμών, τα κονδύλια που κρύβονται στο αφορολόγητο των κερδών των επιχειρήσεων, θα αποτελέσουν πεδίο παρέμβασης της κυβέρνησης της Αριστεράς. Που θα είναι υποχρεωμένη να αντιστρέψει πραγματικά τις μνημονιακές πολιτικές: να μεταφέρει πόρους και πλούτο από το πάνω μέρος της κοινωνίας στους από κάτω...
Μια τέτοια πολιτική θα έρθει αναμφισβήτητα σε σύγκρουση με όλες τις κυρίαρχες επιλογές της τελευταίας τετραετίας: με τις συμφωνίες για το χρέος, για τις τράπεζες, για τις ιδιωτικοποιήσεις, για τις «ελευθερίες» διακίνησης των κεφαλαίων κ.ο.κ. Και αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι συζητήσιμη ούτε για την ντόπια κυρίαρχη τάξη ούτε για τους διεθνείς θεσμούς των συμμάχων της.
Οι δεσμεύσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αντικειμενικά αναλάβει εντάσσονται σε μια «μεταβατική» εξέλιξη: Για να υλοποιηθούν τα πιο απλά και συγκεκριμένα μέτρα, θα είναι αναγκαίο να ανατραπούν γενικότερες πολιτικές, να ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που εγκατέστησαν τα μνημόνια.
Γι' αυτήν τη μάχη οφείλει να ετοιμάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ: η ηγεσία, η βάση, οι οργανώσεις, ο κόσμος του. Σε αυτήν τη μάχη οφείλουν να λογοδοτούν οι πολιτικές συμμαχίες του, για να κριθούν ως επιτρεπτές ή ανεπίτρεπτες. Όμως, γι' αυτήν τη μάχη οφείλει να προετοιμάζεται και η «άλλη» Αριστερά...