Πλησιάζουμε επικίνδυνα στις ευρωεκλογές και η Αριστερά δεν έχει κατορθώσει να ανοίξει μια ουσιαστική και μαζική πολιτική συζήτηση για τις κρίσιμες επιλογές μπροστά στην ευρωκάλπη, επιλογές που αφορούν όλους τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, σωστά, έχει εντοπιστεί η σχέση μεταξύ των ευρωεκλογών και των αναγκαίων εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων. Έχει τεθεί ο στόχος της αξιοποίησης των ευρωεκλογών για την προσέγγιση του μεγάλου εσωτερικού στόχου, της ανατροπής της κυβέρνησης Σαμαρά, της ανατροπής των μνημονίων και του συνολικότερου προγράμματος λιτότητας, που έχουν επιβάλει οι δανειστές, αλλά και οι ντόπιοι βιομήχανοι, τραπεζίτες και εφοπλιστές. 

Όμως, λίγες εβδομάδες πριν από τις κάλπες, η προγραμματική και πολιτική υποστήριξη αυτού του στόχου παραμένει ασθενική. Οι Οργανώσεις Μελών του ΣΥΡΙΖΑ ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τις αυτοδιοικητικές και περιφερειακές εκλογές, ενώ κάποιες παραδοσιακές «ευρωκεντρικές» προκαταλήψεις στο χώρο (ειδικά του παλιού Συνασπισμού) εμποδίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει με σαφήνεια, κρουστικότητα και λαϊκότητα το μήνυμά του για τις αναγκαίες ανατροπές στην Ευρώπη.

Μεταβατικό πρόγραμμα
Η πάλη για την ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί να στέλνει ισχυρό «μήνυμα» στην Ευρώπη, αν στηρίζεται σε ένα σαφές και δεσμευτικό μεταβατικό πρόγραμμα, που ξεκινάει από την ικανοποίηση ώριμων εργατικών και λαϊκών αιτημάτων σε βάρος του κεφαλαίου και των δανειστών, επιχειρώντας ταυτόχρονα να ανοίγει δρόμους προς τη γενικότερη εργατική νίκη και τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας. 

Τα αιτήματα αυτά είναι γνωστά σε όλες τις ΟΜ του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλους τους αγωνιστές της κοινωνικής αντίστασης. Αφορούν κυρίως τους μισθούς, τις συντάξεις, τη στήριξη των ανέργων, την αναγκαία αντιστροφή της ελαστικοποίησης στις εργασιακές σχέσεις, τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης.

Τα αιτήματα αυτά πρέπει να τεθούν στο κέντρο της εκλογικής καμπάνιας, να αποτελούν την «ελάχιστη δέσμευση» του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και όλης της Αριστεράς) απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις. Τα αιτήματα αυτά πρέπει, επίσης, να αποτελούν τη βάση του «μηνύματος» προς την Ευρώπη, γιατί φωτίζουν με τον καλύτερο τρόπο τις αντικαπιταλιστικές αλλαγές που είναι αναγκαίες σε ευρωπαϊκή κλίμακα. 

Εδώ χρειάζονται δύο διευκρινίσεις:

Η διεκδίκηση αυτών των μεταβατικών αιτημάτων δεν ταυτίζεται με την πολιτική που μιλά για «αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης». Κάποια επείγοντα μέτρα στήριξης των ανέργων, των φτωχών, των υπερχρεωμένων κ.λπ. είναι πράγματι αναγκαία. Όμως η Αριστερά δεν πρέπει να υποχωρήσει από την υπεράσπιση και τη διεκδίκηση για βελτίωση του μισθού, της σύνταξης, των κοινωνικών δικαιωμάτων που συνδέονται με την εργασία, δεν πρέπει να περιοριστεί στο «ελάχιστο δίχτυ προστασίας» για τα θύματα της κρίσης. Αυτό το διαβόητο «δίχτυ» είναι μια πανευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική έμπνευση που στα ελληνικά συνδικάτα διείσδυσε την εποχή Πρωτόπαπα, όταν κάλπαζε η εγκατάλειψη των βασικών εργατικών δικαιωμάτων με τη θεωρία των «απασχολήσιμων»…

Επίσης η διεκδίκηση των μεταβατικών εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να συναρτάται με την υπόθεση της «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Που αποτελεί μια έννοια με πολλαπλές «αναγνώσεις» και εκδοχές. Για παράδειγμα, αν δεν ανατραπεί ο κοινωνικός συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, αν δεν ανατραπεί η εγκατεστημένη σχέση μεταξύ ντόπιων καπιταλιστών και των διεθνών συμμάχων τους, τότε η μόνη «παραγωγική ανασυγκρότηση» είναι η συνέχεια της μνημονιακής πολιτικής. 

Και αντίστροφα: κοινωνικές και πολιτικές νίκες των εργαζομένων με την επανάκτηση βασικών κατακτήσεων ανοίγουν το δρόμο για την αντιστροφή κρίσιμων επιλογών και στο παραγωγικό μοντέλο της νεοφιλελεύθερης εποχής, με πιο φανερό παράδειγμα το ζήτημα των γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων. 
Έτσι η υπεράσπιση του μισθού και της σύνταξης πρέπει να επιχειρηθεί στενά συνδεδεμένη με το αίτημα για κοινωνικοποίηση των τραπεζών (κρατικοποίηση με δημόσιο, δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο), αλλά και την επαναφορά στη δημόσια περιουσία και στο δημόσιο έλεγχο όλων των μεγάλων επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιήθηκαν…

Χρέος
Για να προχωρήσουν όλα αυτά είναι απαραίτητη μια ξεκάθαρη επανατοποθέτηση για την αντιμετώπιση του χρέους. 

Η μνημονιακή πολιτική έχει δεσμεύσει στην επιτήρηση την ελληνική κοινωνία για δεκαετίες, προβλέποντας ασύλληπτα ποσά ετήσιων τόκων και χρεολυσίων, που για να υποστηριχθούν προϋποθέτουν διαδοχικά προγράμματα ακόμα πιο βάρβαρης λιτότητας. Αυτά, είτε εξελιχθούν με το μοντέλο της τροϊκανής επιτήρησης, είτε με την, τάχα, ελευθερία «εξόδου στις αγορές», οδηγούν στην πλήρη κατεδάφιση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. 

Καμιά κυβέρνηση της Αριστεράς, καμιά κοινωνική ανασύνταξη δεν είναι εφικτή σε αυτό το παράλογο τοπίο. Η εφαρμογή των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για μια διαφορετική πορεία. 

Για να μην ξεχνιόμαστε, οι συνεδριακές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπουν: άμεση παύση πληρωμών, τόκων και χρεολυσίων στους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους, για να γίνει εφικτή η ανατροπή της λιτότητας. Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, μέσα από την ανάδειξη και τις αποφάσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αποπληρωμή του υπόλοιπου μέρους του χρέους, με ρήτρα ανάπτυξης. Διεκδίκηση μιας ευρωπαϊκής διάσκεψης για την αντιμετώπιση συνολικότερα του χρέους, σαν μια διαδικασία υποστήριξης των μονομερών αποφάσεων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς και όχι σαν μια διαδικασία υποκατάστασης αυτής της ευθύνης, όχι σαν μια αναστολή των αποφάσεων για το χρέος σε ένα απροσδιόριστο «αύριο», εάν και όταν έχουν δημιουργηθεί πανευρωπαϊκά ευνοϊκότεροι συσχετισμοί. 

Από αυτές τις αποφάσεις (που θυμίζουμε ότι αποτελούν συμβιβαστική «συνισταμένη») ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να κάνει ούτε βήμα πίσω…

Ευρώπη και ΕΕ
Φυσιολογικά στις ευρωεκλογές το ζήτημα «Ευρώπη» θα είναι κεντρικό. Όμως η συζήτηση αυτή έχει ως αρχικό σημείο τη γραμμή μας για την υπαρκτή ΕΕ και όχι για μια φαντασιακή Ευρώπη. 

Για την ΕΕ των τραπεζιτών και των βιομηχάνων. Για την ΕΕ της Μέρκελ και του Ολάντ. Για την ΕΕ που ανακηρύσσει τη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη λιτότητα ως συστατικό βάθρο της πολιτικής της. Για την ΕΕ που ήδη ετοιμάζει τον κορσέ του ευρωπαϊκού «υπερ-μνημονίου» ως υποχρεωτικό στοιχείο της πολιτικής όλων των χωρών-μελών της. Για την ΕΕ της στροφής στον αυταρχισμό και το ρατσισμό. 

Αυτή η υπαρκτή ΕΕ έχει κάνει καθαρό ότι στις κατευθύνσεις της δεν διαπραγματεύεται, ότι πλέον δεν αναζητά «συναινέσεις», ότι έχει αποφασιστικά στραφεί στην επιβολή. Έτσι όσοι ειλικρινά μιλούν για μια «άλλη Ευρώπη», οφείλουν να αποδεχθούν ότι η Ευρώπη των εργαζομένων, η Ευρώπη της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, είναι μια υπόθεση που παίζεται πλέον μέσα από τις διαδικασίες σύγκρουσης-ανατροπής απέναντι στην υπαρκτή ΕΕ. Μια υπόθεση που δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την αυτορύθμιση, μέσα από την «επανίδρυση» της ΕΕ. 

Στο ζήτημα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινά από μια αφετηρία. Τις συνεδριακές αποφάσεις που συνόψιζε το σύνθημα: «Καμιά θυσία για το ευρώ». Τις δηλώσεις, από τα πιο επίσημα χείλη, ότι «δεν θα δεχθούμε εκβιασμούς». Την προειδοποίηση ότι αν κληθούμε να επιλέξουμε μεταξύ της αντοχής του ευρώ και της στήριξης των βασικών κοινωνικών αναγκών, τότε δεν θα διστάσουμε: Θα επιλέξουμε τη στήριξη των κοινωνικών αναγκών. 

Αυτή, η τότε στάση του ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς δεν ταυτίζεται με σημερινές δηλώσεις κεντρικών στελεχών του, όπως: «θα κάνουμε ό,τι μπορούμε μέσα στο ευρώ» ή «έξοδος από το ευρώ οδηγεί σε κοινωνική καταστροφή». 

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να παραμείνει σταθερός στη δέσμευσή του για ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας. Και τη δέσμευση αυτή οφείλει να τη στηρίξει με κάθε αναγκαίο μέσο. Μετά την εμπειρία της Κύπρου είναι σαφές ότι στα αναγκαία μέσα είναι πιθανότατο να περιλαμβάνεται η πλήρης ρήξη με την ΕΕ και η έξοδος από το ευρώ. Όχι σαν σημείο αφετηρίας, όχι –ίσως– σαν πρώτη επιλογή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, αλλά αναγκαστικά! Σαν ένα όπλο που θα χρειαστεί να προετοιμάζεται, που θα χρειαστεί να συζητηθεί με τον κόσμο. Ένα όπλο στο οποίο η κυβέρνηση της Αριστεράς θα χρειαστεί πιθανότατα να καταφύγει για να απαντήσει στην αντεπίθεση των «αγορών» και να συνεχίσει τη μάχη για την ανατροπή της λιτότητας. 

Σε μια τέτοια πολιτική το εργατικό κίνημα και η Αριστερά στην Ελλάδα μπορούν, πράγματι, να υπολογίζουν ότι θα έχουν την αλληλεγγύη ευρύτατων τμημάτων της εργατικής τάξης και της Αριστεράς στην Ευρώπη. Αντίθετα, με μια πολιτική υποταγής στις ευρωηγεσίες και τα όρια του ευρώ, ούτε σε «φαινόμενα ντόμινο», ούτε σε κύματα αλληλεγγύης μπορεί να υπολογίζει κανείς. Γιατί ο διεθνισμός προϋποθέτει την αντικαπιταλιστική ανατροπή, προϋποθέτει τη ρήξη «στην ίδια μας τη χώρα» και αυτή είναι η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον εργατικό διεθνισμό και τον κοσμοπολιτισμό…