Για τη διακυβέρνηση, λένε πολλοί σύντροφοι, απαιτούνται ευρύτατες συμμαχίες. Ο συλλογισμός μοιάζει ακλόνητος, αλλά είναι παραπλανητικός.

Η εμπειρία
Καταρχήν ο όρος «διακυβέρνηση» είναι όρος της εποχής του μεταμοντερνισμού, δηλαδή της εποχής του άγριου νεοφιλελευθερισμού. Υπαινίσσεται ότι το ζήτημα της δυνατότητας της Αριστεράς να κυβερνήσει είναι μια τεχνική ικανότητα (μια αρτιότητα, ένα προϊόν «ωρίμασης»…) άσχετη με τις παλιομοδίτικες εμμονές στην πολιτική στρατηγική και στην ταξική αναφορά.

Όμως έχουμε πολλά παραδείγματα που υποψιάζουν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. 

Το πιο πρόσφατο αφορά τις δημοτικές-περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία. Εκεί το ΚΚ αποφάσισε να ενταχθεί σε ένα σχέδιο «διακυβέρνησης» (επιδιώκοντας να κερδίσει, όπως-όπως, δήμους και περιφέρειες) στηριγμένο σε μια «ευρύτατη συμμαχία» (με το κυβερνητικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ολάντ). Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη πολιτική νίκη… της ακροδεξιάς της Μαρίν Λε Πεν.

Η ηγετική ομάδα του Πιέρ Λοράν (προέδρου, για να μην ξεχνιόμαστε, του ΚΕΑ) παρά τις προειδοποιήσεις του Ζαν Λυκ Μελανσόν, των συμμάχων του στο Μέτωπο της Αριστεράς και των οργανώσεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όπως το NPA, παρέβλεψε την πρόθεση των εργαζομένων, των ανέργων και των φτωχών για ψήφο-τιμωρία στη «σοσιαλιστική» λιτότητα του Ολάντ και στο όνομα των «ευρύτατων συμμαχιών» άφησε ανοιχτό το πεδίο για τους χειρότερους εχθρούς της Αριστεράς. 

Ένα προηγούμενο παράδειγμα αφορά την Ιταλία. Όπου το ελπιδοφόρο, τότε, εγχείρημα της Κομουνιστικής Επανίδρυσης (πώς να ξεχάσει κανείς τις μέρες της Γένοβας ή της Φλωρεντίας;), υπό την ηγεσία του Φάουστο Μπερτινότι, μπήκε στον πειρασμό της όπως-όπως «διακυβέρνησης», μέσα από την «ευρύτατη συμμαχία» με επικεφαλής τον… Πρόντι! Το αποτέλεσμα ήταν η συντριβή της Επανίδρυσης, η νεκρανάσταση του μπερλουσκονισμού και η δημιουργία, στη θέση της κάποτε πανίσχυρης κομουνιστικής Αριστεράς στην Ιταλία, του εξοντωτικού διδύμου Ρέντσι-Γκρίλο. 

Το σχέδιο
Το πρόβλημα της κυβέρνησης, λοιπόν, για την Αριστερά τίθεται με διαφορετικούς, πολύ πιο σκληρούς όρους: Με ποιο πρόγραμμα και ποια πολιτική μπορεί να συγκροτηθεί η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί σύμμαχοί της σε πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα που θα διεκδικήσει την κυβερνητική ανατροπή, ανοίγοντας το δρόμο για μια ευρύτερη κοινωνική ανατροπή, για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της κοινωνίας…

Αν όμως θέσουμε έτσι το κεντρικό ερώτημα που θα έπρεπε να μας απασχολεί, γίνεται καθαρό ότι οδηγούμαστε σε διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, τείνουν να εμπεδωθούν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, οι σύντροφοι και συντρόφισσες που ανησυχούν ότι «δεν έχουμε ανοίξει αρκετά τις πόρτες του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και πρόσωπα», όσοι μιλούν για έναν, υποτίθεται, «σεχταρισμό» στον ΣΥΡΙΖΑ, όσοι κάνουν λόγο για αριστερούς «σκατζόχοιρους», θα έπρεπε να αρχίσουν να αναρωτιούνται: Με την όπως-όπως «διεύρυνση» που προτείνουν, υπερασπίζονται έναν πιο «εγγυημένο» δρόμο για τη νίκη του πολιτικού σχεδίου που περιέγραψε το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ή μήπως αλλάζουν πολιτικό σχέδιο, μετακινούμενοι –κάτω από τις ομολογουμένως μεγάλες δυσκολίες– στην κατεύθυνση της Κεντροαριστεράς ή ακόμα και στην κατεύθυνση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας;
 

Ο Μπλερ και η αριστερά

Απέναντι σε αυτά τα διλήμματα οι δυνάμεις της Αριστερής Πλατφόρμας μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ παίρνουν θέση με σταθερότητα: Η απάντηση στο ζήτημα των συμμαχιών είναι η πολιτική της κοινωνικής διεύρυνσης προς τα κάτω (δηλαδή η διεκδίκηση μεγαλύτερου τμήματος εργατών, φτωχών, ανέργων κ.ο.κ.), ενώ στο πολιτικό-κομματικό πεδίο οι συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν να στηρίζονται στην πολιτική ενότητας των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων, δηλαδή στη συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτή η πολιτική επιδιώκει να συγκροτήσει, πραγματικά, κοινωνική συμμαχία ανατροπής, ενώ στο πολιτικό πεδίο κρατά τον ΣΥΡΙΖΑ στην επιδίωξη κυβέρνησης της Αριστεράς και όχι στη διολίσθηση προς την όπως-όπως «διακυβέρνηση». 

Κατανοούμε ότι στα ζητήματα αυτά είναι φυσιολογική η αντιπαράθεση, ακόμα και η πολεμική. Όμως στα όρια της πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης. Που δεν περιλαμβάνει τις ιατρικές και πολύ περισσότερο τις ψυχιατρικές «γνωματεύσεις». Διαβάσαμε π.χ. πρόσφατα στην «Εποχή»: (σ.σ.: οι υποστηρικτές της άποψης αυτής) «συγκροτούν έναν κατ’ όνομα συντηρητικό αριστερισμό, που μοιάζει πιο πολύ με γεροντική πάθηση παρά με παιδική ασθένεια». 

Με αφορμή τον θάνατο του Τόνι Μπεν, ο σ. Ευκλείδης Τσακαλώτος έγραψε ένα καλό κείμενο για τον ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία. Εκεί, μας θύμισε, η σοσιαλφιλελεύθερη πτέρυγα, που εν τέλει εκφράστηκε με τη διαβόητη ηγεσία του Μπλερ, αντιμετώπισε τους οπαδούς του Τόνι Μπεν στην αρχή ως αιθεροβάμονες, στη συνέχεια ως «άρρωστους» και «τρελούς» για να πάρει, τελικά, τα οργανωτικά μέτρα της περιθωριοποίησης ή αποβολής τους. Αυτό το απαίσιο σπιράλ δεν δικαιούται να το ξεχνά κανείς μέσα στην Αριστερά. 
 

Οι κίνδυνοι
Πρόσφατα, από τις στήλες της «Αυγής», ένας πραγματικά σεβαστός και αγαπητός σ., έγραψε κατά της χρήσης του «αριστερόμετρου» μέσα στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ. Η αναπαραγωγή της απέχθειας προς το «αριστερόμετρο» γίνεται λίγο ανησυχητική. Μια ματιά στις «προγραμματικές» επεξεργασίες πολλών «τμημάτων» του ΣΥΡΙΖΑ, μια ματιά στην Πελοπόννησο, αλλά και στη Φθιώτιδα, μια ματιά στα ονόματα των υποψηφίων «συμμάχων» μας, πείθει ότι για άλλα πράγματα θα έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα οι δυνάμεις που στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζουν τη σχέση της άμεσης πολιτικής με το μαρξισμό και τη σοσιαλιστική στρατηγική.