Τα 70 χρόνια από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου άνοιξαν, σε έναν βαθμό, μια συζήτηση μέσα στην Αριστερά.

Σε προηγούμενο άρθρο ισχυριστήκαμε ότι οι νέες επεξεργασίες της ηγεσίας του ΚΚΕ σχετικά με την ιστορία του κόμματος προκαλούν ανατροπές στον πυρήνα της ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης δύο γενεών στελεχών, που διαμορφώθηκαν γύρω από το ΚΚΕ, είτε στη μεταπολεμική είτε στη μεταπολιτευτική περίοδο. Πράγματι, η θέση ότι ο Β' ΠΠ ήταν πόλεμος ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος (και παρέμεινε τέτοιος ακόμα και μετά την επίθεση των ναζί στην ΕΣΣΔ), όπως και η θέση ότι η γραμμή των ΚΚ θα έπρεπε να είναι ίδια με τη θέση του Λένιν (αλλά και του Τρότσκι και της Ρόζα Λούξεμπουργκ) κατά τον Α' ΠΠ, δηλαδή ότι θα έπρεπε να επιδιωχθεί η μετατροπή του πολέμου σε εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση και όχι απλώς σε νίκη των αντιφασιστικών-δημοκρατικών δυνάμεων (και των συμμάχων τους...), είναι θέσεις που γκρεμίζουν θεμελιώδεις παραδοχές των στελεχών της σχολής του «σοβιετικού μαρξισμού», της σταλινικής και μετασταλινικής εποχής.

Ας δούμε μερικά από τα επιχειρήματα αρθρογράφων αυτής της σχολής.

Το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν

Η Κομουνιστική Διεθνής στον καιρό του Λένιν άφησε σαφή παρακαταθήκη για την αντιμετώπιση από τους κομουνιστές του ζητήματος των συμμαχιών: το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο. Δηλαδή τη διεκδίκηση για ενότητα στη δράση των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων, όλης της Αριστεράς, με διπλό στόχο: Αφενός την επιδίωξη της νίκης σε συγκεκριμένες επιδιώξεις της τάξης μας σε βάρος των καπιταλιστών. Αφετέρου την ενίσχυση των δυνάμεων των επαναστατών σε βάρος των ρεφορμιστών και των κεντριστών, μέσα από την απόδειξη στην πράξη της υπεροχής των ιδεών και της τακτικής τους.

Αυτήν την πλευρά της κομουνιστικής παράδοσης εξακολουθεί να υποτιμά βάναυσα το ΚΚΕ.

Συγγραφείς όπως ο Βασ. Λιόσης σωστά τονίζουν τον λαθεμένο χαρακτήρα των αποφάσεων του 5ου και του 6ου Συνεδρίου της Κομιντέρν, που υπονόμευαν την αξία του Ενιαίου Μετώπου. Πράγματι, υπό την «αριστερίστικη» επιχειρηματολογία του Ζινόβιεφ, η Κομιντέρν ρυμουλκήθηκε σε απομονωτική τακτική, έφτασε να υποτιμά τον κίνδυνο του φασισμού και του ναζισμού, για να καταλήξει στην αυτοκτονική πολιτική του «σοσιαλφασισμού», των τάχα ίσων αποστάσεων μεταξύ των ναζί και της σοσιαλδημοκρατίας.

Όμως το 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν δεν αποκατέστησε αυτά τα λάθη με τις εισηγήσεις του Δημητρόφ. Κατεδάφισε το σύνολο της θεωρητικής κληρονομιάς της Διεθνούς. Η γραμμή του «αντιφασιστικού μετώπου» οδηγούσε πλέον σε συμμαχία με τα δημοκρατικά-αστικά κόμματα, για πρώτη φορά στην ιστορία των ΚΚ. Όριζε διακριτά «στάδια» στη στρατηγική τους, όπου η δημοκρατία οριζόταν ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη και αυτή με τη σειρά της ως προϋπόθεση για το σοσιαλισμό, που, τάχα, ήταν εφικτός μόνον σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες όπου προηγουμένως θα είχαν λυθεί τα κληρονομημένα δημοκρατικά προβλήματα και θα είχαν ηττηθεί τα «αστοτσιφλικάδικα» κατάλοιπα. Αυτή η αντίληψη (η τόσο κοντινή στις μετέπειτα ιδέες του ευρωκομουνισμού και τόσο αντίθετη με την εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης...) ωθούσε πράγματι τα ΚΚ «να συνεχίσουν τον αγώνα υπό ξένες σημαίες», όπως σήμερα αναγνωρίζει το ΚΚΕ.

Η πορεία αυτή δεν συνεχίστηκε ομαλά. Το «σύμφωνο μη επίθεσης» μεταξύ της Γερμανίας του Χίτλερ και της Ρωσίας του Στάλιν, το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, υπήρξε μια ψυχρολουσία για τον παγκόσμιο κομουνισμό. Οι προσπάθειες υποβάθμισης της σημασίας του είναι παιδαριώδεις. Δεν αντέχουν μπροστά στην κτηνωδία της μοιρασιάς της Πολωνίας και των Βαλτικών χωρών, που στη συνέχεια –παρά τις ηρωικές παραδόσεις τους– ανέπτυξαν έντονα και ριζωμένα στους λαούς τους αντισοβιετικά αισθήματα. Το ίδιο δεν αντέχει στην κριτική και η αιφνίδια στροφή στη γραμμή Δημητρόφ, όταν ο Χίτλερ έγραψε το «σύμφωνο» στα παλιά του τα παπούτσια και επιτέθηκε στην ΕΣΣΔ. Η Βέρμαχτ έφτασε στα πρόθυρα της Μόσχας σε ελάχιστες εβδομάδες, αποδεικνύοντας ότι οι «20 μήνες ειρήνης» του συμφώνου κάθε άλλο παρά αξιοποιήθηκαν για την οργάνωση της άμυνας της ΕΣΣΔ απέναντι στον κίνδυνο της ναζιστικής επίθεσης.

Αυτά τα χωρίς αρχές ζιγκ ζαγκ αποδεικνύουν ότι στο «τιμόνι» της Κομιντέρν δεν βρισκόταν πλέον ο μαρξισμός, δεν βρισκόταν η υπεράσπιση των συμφερόντων του διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά η υποστήριξη των στενών διπλωματικών και γεωπολιτικών συμφερόντων της Ρωσίας του Στάλιν.

Και αυτά τα ανεκδιήγητα ζιγκ ζαγκ ερμηνεύουν τη σύγχυση και τις παλινωδίες των ηγεσιών των ΚΚ στην Ευρώπη μπροστά στο ξέσπασμα του Β' ΠΠ. Το ΚΚΕ, υποβαθμίζοντας το μέχρι σήμερα θεοποιημένο «γράμμα» του Ζαχαριάδη, απενοχοποιώντας το τμήμα του ηγετικού μηχανισμού (Πλουμπίδης, παλιά ΚΕ) που το θεώρησε πλαστό και σοσιαλπατριωτικό, στην ουσία, για πρώτη φορά, δείχνει με το δάχτυλο τις ευθύνες του «διεθνούς κέντρου» της Μόσχας σχετικά με το καθοδηγητικό κομφούζιο στα 1939-40.

Η Γιάλτα

Κι όμως, επιμένουν κάποιοι συγγραφείς, με τη γραμμή του «αντιφασιστικού μετώπου» το κομουνιστικό κίνημα σημείωσε μεγάλες νίκες κατά το τέλος του Β' ΠΠ. Ας δούμε λίγο πώς τελείωσε αυτή η μεγάλη ανθρωποσφαγή.

Στη Γιάλτα, ο Στάλιν, ο Τσόρτσιλ και ο Ρούσβελτ μοίρασαν ως νικητές τον κόσμο σε νέες «ζώνες επιρροής». Για πολλά χρόνια οι «φίλοι της ΕΣΣΔ» ισχυρίζονταν ότι η Γιάλτα απλώς... δεν υπήρξε.

Στο ιστορικό γράμμα του προς την ΚΕ του ΚΚΕ (24/3/1945) ο Άρης Βελουχιώτης πάει κατευθείαν στο ψαχνό: «Η διάσκεψη και η συμφωνία της Γιάλτας δεν πρέπει να έχετε καμία αυταπάτη πως είναι δυνατόν να επιδράσει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να στρέψει το τιμόνι της χώρας που αφήσατε να κρατούν γερά στα χέρια τους οι Άγγλοι». Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας γνώριζαν για τη Γιάλτα και είχαν επίγνωση των συνεπειών που προέκυπταν. Συνεχίζει ο Άρης: «Όπως μου παρήγγειλε ρητά ο σ. Γιάννης, διά του σ. Ζήση (πρόκειται για τους Γιάννη Ιωαννίδη και Ζήση Ζωγράφο) υπάρχει “σαφής παραίνεση” των Ρώσων συντρόφων προς το ΚΚΕ για το κλείσιμο της συμφωνίας της Βάρκιζας». Σύμφωνα με τη Γιάλτα, η Ελλάδα έπεφτε στην αγγλική ζώνη επιρροής και η πειθαρχία σε αυτήν οδηγούσε σε «σαφείς παραινέσεις» προς το Λίβανο, την Καζέρτα, τη Βάρκιζα, δηλαδή προς την ήττα του μεγάλου λαϊκού κινήματος της Αντίστασης.

Υπήρξαν όμως και εξαιρέσεις, λένε κάποιοι, και δείχνουν τις περιπτώσεις της νίκης των κινημάτων κυρίως στη Γιουγκοσλαβία και την Κίνα. Ασφαλώς. Μόνον που πρόκειται για περιπτώσεις όπου τα ΚΚ ανέπτυξαν αρκετή δύναμη και εσωτερική αυτοπεποίθηση για να σπάσουν τους αυτοπεριορισμούς. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι τόσο ο Τίτο όσο και ο Μάο Τσετούνγκ έσπασαν σχεδόν αμέσως μετά τον πόλεμο τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Αυτή η απειθαρχία στην «εσωτερική» εξέλιξη της σταλινικής περιόδου δεν ήταν και τόσο άγνωστη. Γράφει ο Άρης προς την ΚΕ ότι θα έπρεπε «να ήσασταν ικανοί να δημιουργήσετε στην Ελλάδα διαφορετική κατάσταση, ανάλογη περίπου με της Γιουγκοσλαβίας και ίσως και καλύτερη, με μια ορθή πολιτική και όχι γεμάτη “αριστερά” και δεξιά οπορτουνιστικά λάθη ...». Αυτό το «κάντε όπως οι Γιουγκοσλάβοι» ήταν μια τελευταία –και καθυστερημένη– κραυγή απαίτησης για νίκη, παραβιάζοντας τις συμφωνίες των «μεγάλων».

Όμως η πραγματική κατεύθυνση της Γιάλτας αποδείχθηκε –πέρα από την ελληνική τραγωδία και τη γιουγκοσλαβική αυτονόμηση– κυρίως στην Ιταλία και τη Γαλλία. Εκεί όπου τα ΚΚ έβγαιναν από την αντίσταση πανίσχυρα, μέσα σε έναν μισοδιαλυμένο καπιταλισμό, με ολοφάνερες τις δυνατότητες να αλλάξουν την πορεία της ιστορίας στην Ευρώπη. Και στις δύο χώρες σχημάτισαν κυβερνήσεις εθνικής ενότητας, με στόχο την «παραγωγική ανασυγκρότηση» (του καπιταλισμού) και την αποκατάσταση της (αστικής) δημοκρατίας. Οι Γάλλοι κομουνιστές και ο Τολιάτι γνώριζαν με ακρίβεια και εφάρμοσαν πιστά τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της (διαλυμένης πλέον) Κομιντέρν, συγκεκριμενοποιώντας τη γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» που εξέπεμπε πλέον η Μόσχα. Σε δύο χρόνια είχαν πεταχτεί σαν στυμμένες λεμονόκουπες έξω από τις «δημοκρατικές» κυβερνήσεις, που αποκατέστησαν τη σταθερότητα του καπιταλισμού στο κέντρο της Ευρώπης. Παρά τους τεράστιους αγώνες και τις φοβερές θυσίες, ο Β' ΠΠ έληξε με τελείως διαφορετική γραμμή από την πλευρά των ΚΚ σε σύγκριση με τον Α' ΠΠ και την επαναστατική Διεθνή του Λένιν και του Τρότσκι. 

Ετικέτες