Πώς οι καθημερινοί άνθρωποι στην ύπαιθρο ανέλαβαν δράση για να αν-οικοδομήσουν τον κόσμο τους Η Σάρα Μπάντκοκ διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ. Ένα από τα βιβλία της είναι το Politics and the People in Revolutionary Russia; A provincial history, που εκδόθηκε το 2007 από το Cambridge University Press. Το άρθρο δημοσιεύεται στο RedNotebook, και παράλληλα στο R-project, και είναι μέρος του αφιερώματος του Jacobin στα 100 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης
Το 1917 οι αγρότες άλλαξαν τα πολιτικά δεδομένα και όρισαν τις απαντήσεις των πολιτικών μπροστά στις εθνικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Ρωσία. Αγρότες παρήγαγαν, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους και υπαγόρευσαν τη διάθεση των προμηθειών τροφίμων. Ένστολοι οπλισμένοι αγρότες υπηρέτησαν ως στρατιώτες και υπήρξαν δημιουργοί και καταστροφείς της πολιτικής εξουσίας. Αγρότες δούλεψαν στις πόλεις, στα εργαστήρια και στα εργοστάσια, σε ιδιωτικές κατοικίες και σε καφενεία. Και οι ίδιοι αποτέλεσαν την πλειοψηφία ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων, όντας εντέλει οι βασικοί συμμετέχοντες στις επαναστάσεις που ξέσπασαν στις πόλεις. Όταν όμως μιλάμε για αγροτικές επαναστάσεις, μιλάμε καταρχάς για τις επαναστάσεις που άλλαξαν τους τρόπους χρήσης της γης και τις σχέσεις ιδιοκτησίας στην ύπαιθρο. Στο έδαφος αυτό, λοιπόν, θα περιοριστεί και το δικό μου άρθρο.
Το 1917, πάνω από το 80% του πληθυσμού στη Ρωσία ζούσε σε αγροτικές περιοχές. Όμως, τόσο η εμπειρία αυτών των ανθρώπων από τη Ρωσική Επανάσταση, όσο και η συμμετοχή τους σε αυτήν συχνά αντιμετωπίζονται ως κάτι περιθωριακό. Κάπως έτσι, η συζήτηση για το 1917 εστιάζει κατά κύριο λόγο στους κατοίκους των πόλεων και στις ελίτ της διανόησης, τόσο στην περίπτωση των σοσιαλιστών όσο και σε αυτή των φιλελευθέρων. Όμως, ενώ η ποικιλομορφία και η συνθετότητα των αγροτικών επαναστάσεων στη Ρωσία δεν επιτρέπει απλοϊκές υποθέσεις για το είδος της δράσης των αγροτών, την ίδια στιγμή αποκαλύπτει μια εκπληκτική δημιουργικότητα, και μαζί την μετασχηματιστική υφή εκείνης της επαναστατικής χρονιάς στη Ρωσία.
Οι αγροτικές επαναστάσεις δεν ήταν ένα φαινόμενο μοναδικό ή εύκολα προσδιορίσιμο. Εξαπλώθηκαν μέσα στο 1917 χρονικά και γεωγραφικά, και υπήρξαν τόσο διαφορετικές ως προς τις μορφές τους, όσο και η περίπλοκη, πολύμορφη επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στην επικράτεια αυτή, ο αγροτικός πληθυσμός χρησιμοποίησε πολλά και διάφορα μέσα για να πραγματοποιήσει τις επαναστάσεις του.
Το είδος της γης και η φύση των διακυβευμάτων σε τοπικό επίπεδο όρισαν και τη μορφή των επαναστάσεων. Μια μυστική αγροτική επανάσταση, έτσι, θα σήμαινε το άνοιγμα της πύλης ώστε τα ζώα του χωριού να μπορούν να βόσκουν στο εξής στα λιβάδια κάποιου μεγαλοκτηματία. Ψευτο-νόμιμες επαναστάσεις ξέσπασαν όταν η κοινότητα του χωριού προσκόμισε ένα επίσημο υποτίθεται έγγραφο, φαινομενικά υπογεγραμμένο από όλα τα κόμματα, με το οποίο της παραχωρούταν η χρήση των τοπικών πόρων εις το διηνεκές. Σε αυθάδεις αγροτικές επαναστάσεις μπορούσε να δει κανείς ομάδες χωρικών να συνασπίζονται προκειμένου να υλοτομήσουν μεγάλες εκτάσεις ενός γειτονικού δάσους. Η βίαιη επανάσταση, που μερικές φορές περιελάμβανε θανάσιμες επιθέσεις εναντίον τοπικών γαιοκτημόνων και τη βίαιη κατάσχεση της περιουσίας τους, είναι η πιο γνωστή μορφή αγροτικής επανάστασης. Σίγουρα, όμως, είναι και η σπανιότερη. Η βίαιη αντιπαράθεση συγκεντρώνει, βέβαια, προσοχή μεγαλύτερη από μια ήσυχη παράβαση· είναι όμως και αυτή που συνεπάγεται μεγαλύτερο ρίσκο για τους συμμετέχοντες. Έτσι, οι περισσότερες αγροτικές επαναστάσεις στη Ρωσία του 1917 ήταν, από πολλές απόψεις, ρουτινιάρικες, ήσυχες και μετρημένες, μολονότι δεν τις είδαν ακριβώς έτσι εκείνοι που είδαν την ιδιοκτησία τους να παραβιάζεται.
Ποιοι ήταν αγρότες τέλος πάντων;
Ο όρος αγρότης αναφέρεται συνήθως στους ανθρώπους που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές και βιοπορίζονταν κυρίως μέσω της γεωργίας. Ιδίως στη Ρωσία, η λέξη «αγρότης» περιέγραφε επίσης μια νομική κατηγορία (τους soslovie), στους οποίους απένειμαν ένα ατομικό διαβατήριο. Κάποιος, λοιπόν, μπορούσε να είναι αγρότης και να ζει σε μια αστική περιοχή, να βιοπορίζεται ως εργάτης ή έμπορος, ή να υπηρετεί στο στρατό ως φαντάρος.
Η νεωτερικότητα, με όλες τις παγίδες της, έφταε στη ρωσική ύπαιθρο στις αρχές του εικοστού αιώνα, και συνυπήρξε με παραδοσιακά στοιχεία της αγροτικής ζωής. Η παράδοση, εδώ, συνοψίζεται στο τρίπτυχο πατριαρχία, ορθοδοξία και κοινότητα: Οι πατριαρχικές εξουσιαστικές δομές διασφάλιζαν την κυριαρχία των γηραιότερων ανδρών στη σφαίρα τόσο της οικογένειας όσο και της κοινότητας. Η ρωσική ορθόδοξη πίστη εξακολουθούσε να αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινωνικής, της πολιτιστικής και της πνευματικής ζωής για πολλούς κατοίκους της υπαίθρου. Τα δε κοινοτικά συστήματα διαχείρισης της γης διατηρήθηκαν σε πολλές περιοχές, πράγμα που διευκόλυνε τη συλλογική χρήση της γης και των πόρων, ενώ ενίσχυε τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές. Από κοινού, λοιπόν, τα χαρακτηριστικά αυτά έδιναν στην αγροτική Ρωσία έναν μεγάλο βαθμό τοπικισμού: τοπικές πολιτικές εστίαζαν σε τοπικά συμφέροντα, και τα ανήγαν πάνω από τις εθνικές μέριμνες.
Πώς αμφισβήτησε η νεωτερικότητα τα παραδοσιακά αυτά πρότυπα; Με τη χειραφέτηση των δουλοπάροικων, το 1861, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση εξαπλώθηκε ραγδαία στην περιφέρεια, κατοχυρώνοντας την εγγραμματοσύνη για τη νεότερη γενιά. Εκατομμύρια αγρότες μετανάστευαν εποχιακά στα αστικά κέντρα κι έφερναν μαζί τους, πίσω στα χωριά, τις ιδέες και τα έθιμα της μητρόπολης, συμπεριλαμβανομένου του κοσμικού πνεύματος και του καταναλωτισμού. Η αιρετή τοπική αυτοδιοίκηση και τα τοπικά δικαστήρια πρόσφεραν στον αγροτικό πληθυσμό νέους δρόμους επικοινωνίας με το κράτος, τους οποίους οι ίδιοι οι αγρότες αναλάμβαναν ευχαρίστως. Μετά δε την επανάσταση του 1905, οι αγρότες συμμετείχαν στις εθνικές εκλογές και όρισαν τους τοπικούς εκπροσώπους τους διά βοής.
Τελικά, η μαζική κινητοποίηση του 1914 έδωσε το έναυσμα για την κίνηση και τον μετασχηματισμό των νεότερων χωρικών: άλλοι με πατριωτική ζέση, άλλοι με εξηγήσιμη διστακτικότητα, όλοι πάντως κλήθηκαν στα όπλα και χρειάστηκε να διασχίσουν τη Μεγάλη Αυτοκρατορία. Η σύνδεση αυτή με έναν ολόκληρο κόσμο έξω από τις άμεσες μέριμνες του χωριού τους σήμαινε ότι, από το 1917, οι αγρότες έπαυαν πια να είναι απομονωμένοι και προ-νεωτερικοί. Τώρα διασταυρώνονταν με το κράτος και το έθνος, με πολλαπλούς τρόπους. Η αύξηση, εξάλλου, των επιπέδων εγγραμματοσύνης στις τάξεις των νεότερων αγροτών τους είχε δώσει την ικανότητα να εμπλέκονται με την εθνική και την περιφερειακή πολιτική ατζέντα. Κάπως έτσι, λοιπόν, η νεότερη γενιά αμφισβητούσε όλο και περισσότερο την πατριαρχική κυριαρχία των γηραιότερων ανδρών.
Τι ήταν οι αγροτικές επαναστάσεις;
«Το νερό είναι δικό σας, το φως είναι δικό σας, η γη είναι δική σας, το δάσος είναι δικό σας».
Τα λόγια αυτά ενός ναύτη, αγκιτάτορα σε μια συνάντηση στο Καζάν, τον Ιούνιο του 1917, συνοψίζουν τον πυρήνα των προσδοκιών των αγροτών. Το αίσθημα ότι οι πόροι της γης και του δάσους, όπως ο αέρας και το νερό, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν από αυτούς που τους χρειάζονταν, ήταν ολοένα και συχνότερο από την πρώτη χρονιά της επανάστασης και μετά. Σε περιοχές όπου η δουλοπαροικία ήταν κυρίαρχη, οι πρώην δουλοπάροικοι έτρεφαν βαθιά δυσαρέσκεια για τις ανισότητες στη διαδικασία με την οποία διευθετήθηκε η απελευθέρωση, το 1861. Έτσι, η αγριότητα με την οποία κατασχέθηκε η γη, και αντίστοιχα η βία, έφταναν στο απόγειό τους στις περιοχές όπου οι αγρότες είχαν εχθρικές σχέσεις με τους τοπικούς γαιοκτήμονες.
Η περίπτωση αυτή, ωστόσο, που συχνά χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για τη φύση της αγροτικής επανάστασης, δεν είναι καθόλου τυπική. Από το 1917, μικρό μόνο μέρος της καλλιεργήσιμης γης παρέμενε ακόμα σε χέρια άλλα από αυτά των αγροτών. Σε περιοχές όπως η Βιάτκα, μάλιστα, δεν υπήρχε ούτε ακτημοσύνη ούτε ευγενείς κτηματίες.
Το πώς έδρασαν οι κάτοικοι της υπαίθρου το 1917 εξαρτήθηκε από τη χρήση της γης και τα πρότυπα ιδιοκτησίας στην περιοχή τους, τα οποία συχνά διέφεραν εκπληκτικά από το ένα χωριό στο άλλο. Η επανάσταση του Φεβρουαρίου ήταν το προοίμιο προσδοκιών και δράσεων που θα αυξάνονταν, έκτοτε, σταθερά. Οι περισσότερες από τις δράσεις αυτές δεν περιελάμβαναν βία ή βίαιες κατασχέσεις. Αντίθετα, οι αγροτικές κοινότητες στηρίχτηκαν στις εμπειρίες τους για να δοκιμάσουν και να υπερβούν τους νόμους της ατομικής ιδιοκτησίας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αυτοπροστατευτούν από πιθανές αντιδράσεις. Οι αγρότες του χωριού Αρισκάτζα (Aryshkadza) του Καζάν, για παράδειγμα, ανακοίνωσαν απλά ότι η γη του τοπικού γαιοκτήμονα Κορσάκοφ θα καλλιεργούνταν για τον χειμώνα από αυτούς, και ότι οι υπάλληλοι του Κορσάκοφ είχαν μία μέρα για να εγκαταλείψουν το κτήμα. Οι υπάλληλοι έφυγαν, και την επόμενη μέρα οι χωρικοί έσπειραν τα χωράφια.
Ό,τι ξέρουμε για τη μορφή και την ένταση των αγροτικών επαναστάσεων, το οφείλουμε καταρχάς στο πλήθος των λεγόμενων «ταραχών» που αναφέρονται στις κεντρικές αρχές. Οι αναφορές αυτές προέρχονταν κυρίως από ιδιώτες κτηματίες που παραπονούνταν για παραβιάσεις της ιδιοκτησίας τους. Αυτό που μας λένε είναι ότι στα τμήματα της Ρωσίας με το πιο εύφορο έδαφος παρατηρήθηκαν και οι συχνότερες ταραχές. Οι ίδιες, επιπλέον, δείχνουν ότι στις περιοχές με υψηλή συγκέντρωση δουλοπάροικων υπήρξε επίσης ανάλογη συχνότητα αναταραχών και, αντίστοιχα, μεγαλύτερη πιθανότητα επιθέσεων σε βάρος μεμονωμένων κτηματιών ή βίαιων κατασχέσεων κτημάτων. Χάρη στις αναφορές αυτές ξέρουμε, επίσης, ότι στις περιοχές με την πιο γόνιμη γη, και συνεπώς με την υψηλότερη συγκέντρωση αρόσιμης καλλιέργειας, παρατηρούνταν και οι περισσότερες από τις αναφερόμενες ταραχές. Οι στατιστικές αυτές, βέβαια, δεν δίνουν ολόκληρη την εικόνα των αγροτικών επαναστάσεων – περισσότερο καταγράφουν έναν ιδιαίτερο τρόπο δράσης.
Χρειάζεται να πούμε ότι οι αγροτικές επαναστάσεις δεν ήταν ένα φαινόμενο με ταξική βάση, γιατί οι αγρότες δεν συγκροτούσαν μια συνεκτική τάξη. Υπήρξε, ωστόσο, μια ισχυρή τάση μεταξύ των αγροτών να αυτοπροσδιορίζονται ως εργαζόμενοι στην ύπαιθρο, κι ο προσδιορισμός αυτός χρησιμοποιούνταν ως περίγραμμα της κοσμοθεωρίας και των δράσεών τους. Σε ορισμένες πλευρές των αγροτικών επαναστάσεων, θα δει κανείς αγροτικές κοινότητες να δρουν συλλογικά εναντίον γαιοκτημόνων, και με τρόπους που παραπέμπουν σε ταξικές δράσεις των καταπιεσμένων που ξεσηκώνονται ενάντια στους καταπιεστές τους. Αλλά κάποιες από τις αγροτικές επαναστάσεις περιλαμβάνουν συγκρούσεις και αμφισβητήσεις χρήσεων γης που εμπλέκουν γειτονικές κοινότητες ή εκτυλίσσονται μεταξύ ατόμων. Αγρότες που επιλέγουν να καλλιεργούν μεμονωμένα χωράφια, ξεχωριστά από την κοινότητα, συχνά στοχοποιούνται από χωρικούς και σύρονται πίσω στην κοινοτική καλλιέργεια διά της βίας. Αυτές οι επιθέσεις σε ατομικούς αγροκαλλιεργητές συχνά διεξάγονται από ολόκληρη την κοινότητα, και αποσκοπούν στην επανένταξη του καλλιεργητή που έχει αποσχιστεί, καθώς και της γης του, στην κοινότητα. Ενώ λοιπόν υπάρχει αξιοσημείωτη διαφοροποίηση ως προς τον πλούτο και το στάτους στο εσωτερικό των χωριών, οι ιεραρχίες αυτές δεν είναι παγιωμένες και βιώσιμες – υπάρχει αξιοσημείωτη κινητικότητα – τόσο προς τα πάνω, όσο και προς τα κάτω.
Η κεντρική κυβέρνηση υποστήριξε τα παράπονα των κτηματιών και διέταξε τις αγροτικές κοινότητες να σεβαστούν την ιδιωτική ιδιοκτησία. Όμως διαθέσιμα μέσα για να επιβληθούν αυτές οι διαταγές δεν υπήρχαν. Κι έτσι η ιστορία του 1917 ήταν μια ιστορία διαρκώς κλιμακούμενης παραβίασης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
Ποιος καθοδήγησε τις αγροτικές επαναστάσεις;
Τα στοιχεία μας για τα άτομα ή τις ομάδες που καθοδήγησαν τις αγροτικές επαναστάσεις στα χωριά είναι αποσπασματικά. Μια σειρά επιτροπών, σοβιέτ (συμβουλίων) και ενώσεων ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους σε πολλά χωριά, εκδίδοντας διατάγματα και διαταγές για τη χρήση και τη διαχείριση της γης, και προσφέροντας έτσι θεσμική βάση στις ενέργειες των αγροτών. Κάποιες από τις οργανώσεις αυτές, όπως τα σοβιέτ των εκπροσώπων των αγροτών, συνδέονταν με περιφερειακά και τοπικά δίκτυα, και η Προσωρινή Κυβέρνηση κατοχύρωνε τη γη και επιτροπές για τις προμήθειες. Όμως αυτοί οι θεσμοί μπορούσαν να διατηρούν τον ηγετικό τους ρόλο μόνο στο βαθμό που λογοδοτούσαν άμεσα στους ψηφοφόρους τους. Όπως θύμισε η επιτροπή του χωριού Σοτνούσρκ στις περιφερειακές αρχές, «εμείς σας εκλέξαμε. Εσείς πρέπει να μας ακούτε».
Αλλά ποιοι συμμετείχαν σε αυτές τις επιτροπές; Πολλά στοιχεία δείχνουν πως, όσοι δεν θεωρούνταν πλήρη μέλη των κοινοτήτων, αποκλείονταν από τους ηγετικούς ρόλους. Δάσκαλοι, γιατροί, ειδικοί καλλιεργητές και κληρικοί στελέχωναν τις τάξεις της επονομαζόμενης διανόησης του χωριού. Αυτή η τελευταία αποκλειόταν συστηματικά από τις θέσεις των αιρετών στα χωριά, και γενικά ήταν απούσα από τα κατάστιχα των αγροτικών επαναστάσεων. Τα εκλογικά αποτελέσματα θυμίζουν ότι οι χωρικοί επιβράβευαν τον υποψήφιο που ήταν «ένας από εμάς», ήξερε γράμματα, και θεωρούνταν νηφάλιος, ευαίσθητος και αξιόπιστος.
Η διαφοροποίηση της δράσης στο πλαίσιο των αγροτικών επαναστάσεων, σημαίνει ότι είναι αδύνατο να κατηγοριοποιήσει κανείς τους ηγέτες τους – κάποιες από τις αγροτικές επαναστάσεις έσυραν την κοινότητα στο σύνολό της, άλλες καθοδηγήθηκαν από γυναίκες, και άλλες ήταν υπόθεση λίγων μόνο χωρικών μεταξύ των πλουσιότερων.
Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στις αγροτικές επαναστάσεις, οι στρατιώτες ήταν εκείνοι που εμπλέκονταν με μεγαλύτερη συχνότητα στη βία, και ταυτόχρονα αυτοί που βρίσκονταν πιο κοντά στην ανάληψη ηγετικών ρόλων από κάθε άλλον «εξωτερικό», αν μπορεί να σταθεί γι’ αυτούς μια τέτοια κατηγοριοποίηση. Το στάτους και η εξουσία των απλών στρατιωτών είχαν αλλάξει ριζικά μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου: από άτομα με ελάχιστο κύρος ή δράση, μετά το Φλεβάρη αναβαθμίστηκαν σε ένοπλους προστάτες της επανάστασης. Λιποτάκτες, αδειούχοι φαντάροι και άνδρες από τις φρουρές στα μετόπισθεν – όλοι τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του χωριού. Οι στρατιώτες εκτίθονταν στη βία, εκπαιδεύονταν και εξοπλίζονταν, και εντέλει ασκούσαν βία. Έτσι, η βίαιη επαναστατική δραστηριότητα στην ύπαιθρο ήταν πολύ πιθανό να είχε στρατιώτες ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Μέρος αυτής της βίαιης δράσης, όμως, αναλάμβανε η κοινότητα. Η Ναταλία Νεράτοβα, μια κτηματίας από το Καζάν, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την ιδιοκτησία της τον Μάιο του εξαιτίας ενός πλήθους στρατιωτών που συνόδευε τις γυναίκες του χωριού και τα παιδιά τους.
Η κομματική πολιτική έπαιξε έναν περιθωριακό ρόλο στις αγροτικές επαναστάσεις μέσα στο 1917. Το Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα του Βικτόρ Τσερνόφ ανέπτυξε μια ισχυρή βάση υποστηρικτών πριν από το 1917, ιδίως στις κεντρικές αγροτικές περιοχές της Ρωσίας. Η υποστήριξη αυτή ήταν πιο εμφανής στις επιδόσεις του κόμματος στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση, τον Νοέμβριο του1 1917. Οι Εσέροι κέρδισαν το 37%, ενώ οι Μπολσεβίκοι εξασφάλισαν ένα 23%. Τα εθνικά αυτά ποσοστά, μάλιστα, συσκοτίζουν τη σαφή κυριαρχία των Εσέρων σε ορισμένες περιοχές. Οι ίδιοι, για παράδειγμα, πήραν 76% στις βόρειες περιφέρειες και 75% στην Κεντρική Μαύρη Γη (το μέσο της διαδρομής Β.Α. Ουκρανία-Ν. Ρωσία-Ν. Σιβηρία, Σ.τ.Μ.). Οι Εσέροι αποδείχτηκαν λοιπόν ικανοί να κεφαλαιοποιήσουν την εικόνα του κόμματος των αγροτών, και μαζί τους ισχυρούς τοπικούς δεσμούς που είχαν εγκαταστήσει στα χωριά, εξασφαλίζοντας εκλογική στήριξη. Όμως το Σοσιαλεπεναστατικό Κόμμα δεν καθοδήγησε καμιά αγροτική επανάσταση – οι ακτιβιστές του αναλάμβαναν ηγετικούς ρόλους στα χωριά μόνο αν ενστερνίζονταν τις επιθυμίες και τα κίνητρα των ανθρώπων των κοινοτήτων.
Εθνική και τοπική κυβέρνηση στην περιφέρεια
Οι αγροτικές επαναστάσεις αποκάλυψαν την αδυναμία των εθνικών και των τοπικών αρχών. Η κεντρική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Προσωρινή Κυβέρνηση και το Σοβιέτ της Πετρούπολης, δεν έλαβε υπόψη τις έγνοιες και τα αιτήματα των αγροτών. Από τον κόσμο της υπαίθρου ζητήθηκε να καθυστερήσει τα όνειρα για αναδιανομή της γης και να περιμένει υπομονετικά τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης. Ο ίδιος, λοιπόν, αγνόησε τις εκκλήσεις αυτές και η κεντρική κυβέρνηση ήταν αδύναμη να αποτρέψει τη δράση του. Στην αρχή του 1917, οι περιφερειακές αρχές έβλεπαν τις αγροτικές επαναστάσεις ως αποτέλεσμα παρεξήγησης, εξού και έδωσαν μεγάλη σημασία στη δύναμη της συμφιλίωσης και της εκπαίδευσης, προκειμένου να σταματήσουν τις ταραχές στην ύπαιθρο. Από το καλοκαίρι πια του 1917, αυτές τις πεποιθήσεις τις ακύρωνε η αυτοπεποίθηση των αγροτικών κοινοτήτων, που επιδίωκαν την επανάστασή τους χωρίς να προσφεύγουν σε κεντρικά σχέδια.
Οι περιφερειακές αρχές ζητούσαν, έτσι, όλο και μεγαλύτερη ένοπλη δύναμη για να ελέγξουν και να διαχειριστούν τις αγροτικές περιοχές. Σε ελάχιστες περιπτώσεις οι αρχές προσπάθησαν να ελέγξουν τις επαναστάσεις νομιμοποιώντας εκ των προτέρων τη μεταφορά γης από τους κτηματίες στις τοπικές επιτροπές. Σε κάθε περίπτωση, οι αγροτικές επαναστάσεις συνέχισαν όποια κι αν ήταν η στάση των περιφερειακών αρχών – κι αυτό γιατί, τόσο κεντρικά όσο και περιφερειακά, υπήρχε κενό εξουσίας ή όποιας τέλος πάντων αρχής θα μπορούσε εφαρμόσει κάποια πολιτική.
Αφού οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία τον Οκτώβριο του 1917, ένα από τα πρώτα διατάγματα του Λένιν ήταν το Διάταγμα για τη Γη, που μετέφερε όλη τη γη από τα χέρια των ιδιωτών ιδιοκτητών της στην αγροτική χρήση. Πράγματι, το Διάταγμα για τη Γη κατέδειξε την ανικανότητα της κεντρικής εξουσίας και των αρχών, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της γης είχε από τον Οκτώβρη κιόλας περάσει από τους κτηματίες στους αγρότες. Το διάταγμα του Λένιν ήταν όμως και το προμήνυμα του αγώνα για τον έλεγχο της οικονομίας της υπαίθρου – ενός αγώνα που θα γινόταν στοιχείο-κλειδί στον μετέπειτα ρωσικό εμφύλιο.
Το άρθρο μπορείτε να το δείτε δημοσιευμένο και στο Rednotebook