Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια απάντηση στο άρθρο των συντρόφων Χ. Γεωργούλα και Π. Κλαυδιανού με τον τίτλο « Οι βλαβερές συνέπειες της έλλειψης πολιτικών συμμαχιών» που δημοσιεύτηκε στη ΕΠΟΧΗ και το REDNOTEBOOK (23/2/2014).

Η συζήτηση περί συμμαχιών, στο φως των τελευταίων εξελίξεων, έχει ανοίξει για τα καλά στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ.  Θέλουμε τελικώς συμμαχίες ή όχι; Ανοίγουμε διάπλατα τις πόρτες σε άλλες πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες ή αντιθέτως είμαστε επιφυλακτικοί ζητώντας πολιτικά διαπιστευτήρια και εγγυήσεις; Μπορούμε να κυβερνήσουμε χωρίς συμμαχίες; Ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι συμμαχικό σχήμα από τη φύση του, έχει δικαίωμα να αποκλείσει άλλες πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν να τον πλαισιώσουν; 

Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που θέτουν οι σύντροφοι στο άρθρο τους και τα οποία απασχολούν γενικότερα τα μέλη και τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ζητήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν με έναν εύκολο τρόπο ωστόσο εμείς θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τη δική μας εξήγηση σε κάποια από αυτά, συμβάλλοντας όσο το επιτρέπουν οι δυνατότητες μας  στη συζήτηση και τον προβληματισμό που ήδη έχουν ανοίξει.

Αναφέρουν λοιπόν οι σύντροφοι ξεκινώντας:

«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ιδιόμορφο κόμμα. Ενώ έχει γίνει πια με απόφαση του συνεδρίου του ενιαίος πολιτικός οργανισμός, το βιωματικό φορτίο του είναι φορτίο συμμαχικού σχήματος, συνασπισμού κομμάτων. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς τα ενιαία κόμματα διαμορφώνονται στην πράξη και όχι απλά με μια απόφαση.

Συχνά, όμως, η πραγματικότητα αυτή έχει συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματα των συμμαχιών του με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Από κεκτημένη ταχύτητα άλλοι τείνουν να θεωρούν τη σύναψη συμφωνίας σαν προθάλαμο για την ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ, και άλλοι απαιτούν συχνά από τους υποψήφιους συμμάχους πολιτικά διαπιστευτήρια, που είναι απαραίτητα μόνο για την ένταξη σ’ ένα ενιαίο κόμμα. Ενώ η πολιτική συμμαχία προϋποθέτει ακριβώς ύπαρξη διαφοράς, η οποία δεν επιτρέπει μεν τη συνύπαρξη στο ίδιο κόμμα, γεφυρώνεται όμως με την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας από την οποία επωφελούνται και οι δύο «συμβαλλόμενοι».

Οι συγχύσεις αυτού του είδους παρουσιάζονται ελλείψει μιας ουσιαστικής συζήτησης με σκοπό τη διαμόρφωση μιας πάγιας και καλά σχεδιασμένης πολιτικής συμμαχιών. Ενδεικτικό των συγχυτικών φαινομένων, για παράδειγμα, είναι ότι εκείνοι ακριβώς που δυσκολεύονται περισσότερο να ενταχθούν ουσιαστικά στον τρόπο λειτουργίας ενός δημοκρατικά συγκροτημένου ενιαίου κόμματος (υπάρχουν ακόμα «συνιστώσες» που δεν έχουν αυτοδιαλυθεί), είναι συνήθως εκείνοι που διστάζουν περισσότερο μπροστά στα ζητήματα που θέτει μια πολιτική συμμαχιών. Ενώ, δηλαδή, οι ίδιοι νιώθουν πιο καλά σ’ ένα κόμμα που δεν έχει αποβάλει ακόμα πλήρως τα χαρακτηριστικά του συμμαχικού σχήματος, διστάζουν να δεχτούν ως συμμάχους άλλες πολιτικές δυνάμεις, που δεν είναι καθόλου υποχρεωμένες να πληρούν τους αυστηρούς όρους, που θα τους έκαναν αποδεκτούς στο ενιαίο κόμμα.

Το αποτέλεσμα είναι να συναντάει κάποιος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στην πρακτική του συχνά, όλες τις εκδοχές της πολιτικής συμμαχιών, από τις πιο ευρύχωρες μέχρι τις πιο στενόχωρες. Για ένα κόμμα που βρίσκεται προ της διεκδίκησης της κυβέρνησης, το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σοβαρό, γιατί μπορεί, αφ’ ενός, να το απομακρύνει από αυτήν λόγω ευκαιριών και αφερέγγυων χειρισμών, αφ’ ετέρου μπορεί να κάνει εξαιρετικά ασταθή την κυβέρνησή του αφήνοντάς τη χωρίς τους απαραίτητους σταθερούς συμμάχους».

Το άρθρο ξεκινά με μια άνιση κατά την άποψη μας διαπίστωση: Ότι παρά την απόφαση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ για ενιαίο πολιτικό οργανισμό, « το βιωματικό του φορτίο είναι φορτίο συμμαχικού σχήματος, συνασπισμού κομμάτων». Και καταλήγει μεγαλόκαρδα «Αυτό είναι αναμενόμενο καθώς τα ενιαία κόμματα διαμορφώνονται στην πράξη και όχι απλά με μια απόφαση». Συμφωνούμε και επαυξάνουμε για το τελευταίο αλλά το γενικότερο σκεπτικό δεν μπορεί να αποτελέσει πολιτική εξήγηση και αιτιολογία για την αντίδραση μεγάλης μερίδας μελών του κόμματος σε κάποια τουλάχιστον περίεργα ανοίγματα προς άλλες δυνάμεις. Είναι μια εύκολη και βιαστική διαπίστωση που υποτιμάει πλήρως τη νοημοσύνη και το πολιτικό ένστικτο της κομματικής βάσης, καθ’ ότι δεν πρόκειται για «βιωματικό φορτίο» αλλά για πολιτική στάση. Το ορθόν είναι να αναζητήσουμε τα πραγματικά πολιτικά αίτια τέτοιων αντιδράσεων και όχι να προσφεύγουμε σε επιφανειακές εκτιμήσεις.

 Όπως επίσης δεν έχει πολιτική βάση ο ισχυρισμός ότι μια πολιτική συμμαχία είναι απαραίτητη γιατί απλουστεύει τα πράγματα για τις δυνάμεις εκείνες που «δεν είναι υποχρεωμένες να πληρούν τους αυστηρούς όρους που θα τους έκανε αποδεκτούς στο ενιαίο κόμμα». Αν δεν είναι υποχρεωμένες να τηρήσουν τέτοιους όρους, γιατί θα υποχρεωθούν να συστρατευτούν σε κοινούς στόχους που εκ των πραγμάτων επιβάλλουν ακόμα αυστηρότερους όρους, όπως π.χ. απαιτεί μια πολιτική ολοκληρωτικής αλλαγής της σημερινής μνημονιακής πολιτικής;

Οι αρθρογράφοι αναφερόμενοι στις συμμαχίες, μιλούνε γενικώς και αορίστως για κάποιες «άλλες πολιτικές δυνάμεις» χωρίς να διευκρινίζουν επακριβώς ποιες είναι αυτές. Θα μπορούσαν λοιπόν να προέρχονται από αποιαδήποτε μεριά του πολιτικού φάσματος το οποίο ξεκινά από την ακροδεξιά και καταλήγει στην ακροαριστερά και αφού αυτό δεν διευκρινίζεται, εύλογα μπορεί να βγάλει κανείς το συμπέρασμα  ότι δεν αποτελεί και σημείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των αρθρογράφων. Και από εδώ ακριβώς νομίζουμε ότι ξεκινάει το πρόβλημα.  

Το σημείο που βασικά φαίνεται να επικεντρώνονται είναι το γεγονός ότι εφ’ όσον δεν λειτουργεί ο ΣΥΡΙΖΑ με απόλυτα χαρακτηριστικά ενιαίου κόμματος, σέρνει δηλαδή ακόμη «το βιωματικό φορτίο του συμμαχικού σχήματος», δεν μπορεί να βάζει ζήτημα ανοίγματος σε άλλες δυνάμεις και κατ’ επέκταση δεν τίθεται και κανένα θέμα για τον πολιτικό χαρακτήρα των δυνάμεων αυτών. Αφήνεται μάλιστα να εννοηθεί ότι κάποιες συνιστώσες που δεν έχουν ακόμη αυτοδιαλυθεί ώστε να βοηθήσουν να γίνει πραγματικά «ενιαίο» το κόμμα, δεν έχουν το δικαίωμα  οποιασδήποτε κριτικής για διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς την οποιαδήποτε κατεύθυνση. 

Στη συνέχεια επισείεται ο κίνδυνος ότι αν δεν γίνουν συμμαχίες (γενικώς πάλι και αορίστως), ο ΣΥΡΙΖΑ απομακρύνεται από το στόχο της διεκδίκησης της κυβέρνησης. Ή στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη κι αν γίνει κυβέρνηση, ακολουθώντας αυτούς τους «αφερέγγυους» κατά την άποψη τους χειρισμούς, και άνευ συμμαχιών πλέον, θα είναι μια «εξαιρετικά ασταθής κυβέρνηση».

Συμπερασματικά  λοιπόν! Η μελλοντική αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν αρκεί να στηριχτεί στον κόσμο, την κοινωνία, το λαό, σε ότι ακριβώς δηλαδή λέγαμε μέχρι τώρα ότι θα είναι το πραγματικό στήριγμα μιας τέτοιας κυβέρνησης, αλλά για να αποκτήσει «πραγματική» σταθερότητα πρέπει να στηριχτεί στις συμμαχίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις! Και δεν είναι ανάγκη να αναφέρουμε με το όνομα τους αυτές τις δυνάμεις! Οι  δε συνιστώσες, κάνοντας κριτική στα διαφορετικά ανοίγματα του κόμματος, θέτουν σε αμφισβήτηση τον ίδιο τους το εαυτό και τη λογική του συμμαχικού  σύνδρομου που τους χαρακτηρίζει! Αυτή, κατά τη γνώμη των συντρόφων, είναι η συνταγή της σίγουρης επιτυχίας!

Παρακάτω λέει το άρθρο:

 Συμμαχίες και «ανοίγματα»

Μπορεί αυτά τα προβλήματα να λυθούν και τα αγωνιώδη ερωτήματα να απαντηθούν χωρίς την επεξεργασία σοβαρής και συγκροτημένης πολιτικής συμμαχιών; Η απάντηση είναι φανερή, αλλά το ζήτημα είναι ότι η μέχρι τώρα πρακτική περιορίζεται είτε στις (πρώιμες) προσπάθειες προσέλκυσης προσώπων και κινήσεων στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ, είτε στην προώθηση συνεργασιών με πρόσωπα που, όπως λέγεται συνήθως, σηματοδοτούν διαφόρων ειδών «ανοίγματα».

Στόχος αυτών των «σηματοδοτήσεων» είναι περισσότερο η ενίσχυση της εκλογικής καταγραφής του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ λιγότερο η καλλιέργεια και η συγκρότηση ενός συνασπισμού πολιτικών δυνάμεων σε αντιστοιχία με το συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων που διεκδικούμε στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων. Οι συμπράξεις αυτές γίνονται συνήθως σε μάλλον ασαφή πολιτική βάση. Δεν διατυπώνεται με σαφήνεια το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρούνται, ούτε ο πολιτικός ορίζοντας στον οποίο τοποθετούνται. Πολλές φορές, μάλιστα, ερωτήματα και ενστάσεις σ’ αυτό το πεδίο ερμηνεύονται με ευκολία σαν πρόσχημα για την ακύρωση κάθε είδους συνεργασιών. Άλλοτε πάλι συκοφαντούνται σαν απαίτηση πιστοποιητικού πολιτικών φρονημάτων ή δηλώσεων μετανοίας από τους υποψήφιους συμμάχους.

Κι, όμως, τι πιο αυτονόητο –και απαραίτητο– από μια σαφή συνεννόηση με όσους, πρόσωπα ή ομάδες και κινήσεις, αναζητούν πεδίο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ; Μια τέτοια, συγκροτημένη και σοβαρή, αντιμετώπιση των συμμαχιών και συνεργασιών δεν προκαλεί δυσπιστία στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, ούτε ανακόπτει το ρεύμα προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, κάνει όλο και περισσότερους να τον εμπιστεύονται ακόμα πιο πολύ, ως δύναμη που δεν ενδιαφέρεται για την ευκαιριακή ανάρρωση στην κυβέρνηση, αλλά οικοδομεί με φερέγγυο τρόπο, από τώρα κιόλας, τις προϋποθέσεις για την ευρύτατη στήριξη του ριζοσπαστικού κυβερνητικού έργου της.

Το θέμα συνεπώς είναι να δούμε ποιες ακριβώς είναι αυτές οι ομάδες και τα πρόσωπα που αποζητούν συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και κάτω από ποια ταξική προοπτική επιδιώκουν κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι δεν εκδήλωσαν τέτοια διάθεση όσο ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στο 4,5% αλλά τώρα που αποκτά ισχυρότατο εκλογικό έρεισμα, δικαιολογεί απόλυτα, κατά την άποψη μας, τη δυσπιστία και την επιφυλακτικότητα των απλών μελών του κόμματος απέναντι σε αυτούς τους εν δυνάμει «συμμάχους», που όψιμα ενεργοποίησαν τα «αριστερά» αντανακλαστικά τους. 

Τώρα, αν και αυτό μπορεί να μην « ανακόπτει το ρεύμα προσέγγισης του ΣΥΡΙΖΑ», όπως λένε, αναρωτιόμαστε με ποια βεβαιότητα ισχυρίζονται ότι «κάνει όλο και περισσότερους να τον εμπιστεύονται ακόμα πιο πολύ»;  Από πότε είναι τα πρόσωπα και οι πλατιές συμμαχίες και όχι οι πολιτικές που διαμορφώνουν τους κοινωνικούς συσχετισμούς; Είναι νέα αριστερή αντίληψη αυτή; Και επιπλέον  τι είναι αυτό που εγγυάται ότι οι συγκεκριμένες «προσωπικότητες» πραγματικά θα συμβάλλουν «στη στήριξη του ριζοσπαστικού κυβερνητικού έργου» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συγκεκριμένα το αναφέρουν οι σύντροφοι;

Συνεχίζει το άρθρο:

«Εκπαιδεύοντας» τους συμμάχους

 Ένας τέτοιος σχεδιασμός της πολιτικής συμμαχιών διευκολύνει την προσέλκυση πολιτικών δυνάμεων και πολιτικών προσώπων που δεν ενδιαφέρονται για συμμαχίες ευκαιρίας. Ταυτόχρονα, βοηθάει κι όσους δεν βασανίζουν και τόσο πολύ το ζήτημα, να αντιληφθούν ότι μόνο αν αλλάξουν στάση θα βρουν θύρες συνεργασίας ανοιχτές, και τους απομακρύνει από την επικρατούσα μέχρι σήμερα αντίληψη των συνεργασιών παντός καιρού και χωρίς αρχές.

Μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε καν υποψήφιο σύμμαχο υποχρεώνεις να εμφανιστεί διαφορετικός από αυτό που είναι, ούτε αναγκάζεσαι να μεταλλαχθείς εσύ, προκειμένου να «ανοίξεις». Διατυπώνεις δημόσια τους κοινούς στόχους και τους όρους που συνιστούν τη συνοχή της συμμαχίας. Αν με το σύντροφό σου μέσα σ’ ένα κόμμα γνωρίζεις ότι, παρά τις διαφορές, είσαι υποχρεωμένος να επιδιώξεις από κοινού την εκπλήρωση των κοινών άμεσων και απώτερων στόχων χωρίς εκπτώσεις, με τον σύμμαχό σου είναι απαραίτητο να έχεις αποσαφηνίσει –και ενώπιον των πολιτών– μέχρι πού είστε αποφασισμένοι να συμβαδίσετε.

 Καθώς επίσης και με ποια «σχήματα» θα προχωρήσετε και από ποιους δρόμους θα διαβείτε. Αυτά είναι τα στοιχεία που σηματοδοτούν ανοίγματα ενισχυτικά της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ και της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας των λαϊκών τάξεων στις επιλογές του.

Εδώ κατά τη γνώμη μας ο συλλογισμός δεν έχει καμία σχέση με την αληθινή κατάσταση. Όποιος θεωρεί ότι μπορεί να κάνει συμφωνίες κυρίων «μέχρι εκεί που μπορεί να βαδίσει μαζί» με ανθρώπους που υπηρέτησαν στο παρελθόν εντελώς διαφορετικές πολιτικές και να εδραιώσει σταθερές συμμαχίες μαζί τους, μάλλον θα απογοητευτεί πολυ γρήγορα. Είναι σχήμα οξύμωρο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι «να εκπαιδευτούν», όπως λέει ο υπότιτλος, στις δικές μας ιδέες μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες και στον συγκεκριμένο συμπυκνωμένο χρόνο στον οποίο οι  εξελίξεις τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Όσοι έχουν προσεγγίσει το κόμμα έως τώρα είτε ως μέλη είτε ως σύμμαχοι, δεν ήρθαν ως «εκπαιδευόμενοι πρωτοετείς» αλλά ως «παλιές καραβάνες» της πολιτικής ζωής και έτσι σκοπεύουν να πορευτούν και στο μέλλον. Ο κίνδυνος να αφομοιωθούμε εμείς από αυτούς αντί αυτοί από εμάς είναι παραπάνω από ορατός.

Στην Ιταλία το προηγούμενο διάστημα, με την πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού», της συνεργασίας δηλαδή της Αριστεράς με τα αστικά κόμματα μέσα από τη δημιουργία, (καλή ώρα), πλατιών συμμαχιών, το  ΙΚΚ αντί να «εκπαιδεύσει» τους συμμάχους του, μεταλλάχτηκε το ίδιο σε μια σοσιαλδημοκρατική καρικατούρα με αποτέλεσμα οι αριστερές φωνές να εξαφανιστούν από το πολιτικό προσκήνιο για πολύ καιρό, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στον μπερλοσκουνισμό. 

Παρακάτω και τελευταίο:

Καλοί λογαριασμοί για καλούς συμμάχους

Για να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει τη μνημονιακή καταστροφή και να αναστρέψει την κατηφορική πορεία κοινωνίας και οικονομίας οφείλει να μεταβάλλει το συσχετισμό δύναμης που επέτρεψε την επιβολή των μνημονίων. Αυτό στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων και των εκλογικών αναμετρήσεων σημαίνει κατάκτηση της μεγάλης πλειοψηφίας. Στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων σημαίνει τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων δυνάμεων της αριστεράς, αλλά και τη μέγιστη μετατόπιση δυνάμεων στη διάταξη μνημονιακών / αντιμνημονιακών σχηματισμών.

Παρά την ανάδειξη νέων πολιτικών σχηματισμών πολιτική διάταξη εξαιτίας των ισχυρών κοινωνικών αναταράξεων, και με δεδομένο ότι στην αναδιάταξη αυτή μερίδιο θα έχουν δεξιές και ακροδεξιές εκδοχές της αντίθεσης με τη μνημονιακή πολιτική, είναι πολύ πιθανό η μεταστροφή αυτή να εκδηλωθεί και ως προσωπική ή συλλογική μετατόπιση, προσώπων και δυνάμεων που δεν αντιτάχθηκαν από την αρχή στη μνημονιακή πολιτική. Το να ζητήσεις από αυτούς να εξηγήσουν τον αναστοχασμό τους, να στηρίξουν αυτοκριτικά τη μεταστροφή τους, δεν μπορεί να εξισώνεται με απαίτηση δήλωσης μετανοίας. Είναι μια απλή και καθαρή, εξήγηση με τους αποδέκτες των πολιτικών επιλογών τους, με αυτούς που τώρα ζητούν να τους εμπιστευτούν ξανά.

Κι ούτε είναι απαίτηση διέλευσης από κάποιο καθαρτήριο η υπόμνηση ότι χρειάζεται επίδειξη σεμνότητας από όσους από θέσεις εξουσίας άσκησαν πολιτική που έβλαψε τους πολλούς. Δεν γίνεται κάποιοι πότε με τη μία τοποθέτησής τους και πότε με την ακριβώς αντίθετη, πάντα να βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας. Η ίδια τους η αξιοπιστία που επιχειρούν να αποκτήσουν, καταντάει μ’ αυτό τον τρόπο διάτρητη. Η αποχή από τη διεκδίκηση αξιωμάτων είναι μια εντελώς απαραίτητη φάση αυτογνωσίας. Όποιος τη βιώνει σαν έκτιση ποινής που δεν του αξίζει, σίγουρα έχει σοβαρό έλλειμμα αυτογνωσίας.

Δείτε πόσο σοβαρά αντιμετώπισαν το ζήτημα των συμμαχιών οι μνημονιακές δυνάμεις. Πόσο προσπάθησαν να εμφανιστούν μπροστά στο λαό με γραπτή συμφωνία, με άμεσους στόχους και στρατηγικές στοχεύσεις. Χωρίς την, τυπική έστω, αποτύπωση των όρων της συμμαχίας τους, δεν θα μπορούσαν να σταθούν ούτε στιγμή. Κι αν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χρειάζονται μια φορά τη διατυπωμένη με σαφήνεια πολιτική βάση της συμμαχίας τους, προκειμένου να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρειάζεται δέκα, προκειμένου να ανατρέψει τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής τους. Η έλλειψη αυτή δεν θεραπεύεται με μια ευκαιριακή διαχείριση των τρεχουσών αναγκών. Θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα μια κατ’ όνομα πολιτική συμμαχιών, που θα στηριζόταν κυρίως στις δημοσκοπήσεις. Αν έχει νόημα μια πολιτική συμμαχιών, δεν είναι τόσο για την ημέρα των εκλογών, όσο για την επόμενη και τη μεθεπόμενη.

Εδώ έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: Αν ο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς συμμαχίες  έφτασε στο ποσοστό του 27%, τότε γιατί, και μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης της ελληνικής κοινωνίας, βαθιάς ύφεσης, φτώχιας, ανεργίας και ανέχειας, με τα φτωχά στρώματα να χτυπιούνται ανελέητα και τους μικρομεσαίους να προλεταριοποιούνται με καταιγιστικούς ρυθμούς, να μην εκτοξευθούν τα ποσοστά του ακόμη περισσότερο; Χρειάζεται απαραιτήτως κάποιου είδους συμμαχία γι αυτό; Κι αν αυτή δεν γίνει, οι σύντροφοι τι εκτιμούν, ότι θα παραμείνει στάσιμος; Οι επίσημες και ανεπίσημες πάντως δημοσκοπήσεις δείχνουν  μια σταθερή και συνεχή άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς συμμαχίες! 

Ποια ακριβώς είναι λοιπόν η περίφημη «μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ» στην οποία αναφέρονται οι σύντροφοι; Τι εννοούν λέγοντας ότι εκτός από το «πεδίο των κοινωνικών αγώνων και των εκλογικών αναμετρήσεων» θα πρέπει να υλοποιηθεί και στο «πολιτικό πεδίο» με τη «μέγιστη μετατόπιση δυνάμεων στη διάταξη μνημονιακών/αντιμνημονιακών σχηματισμών»; Δεν τους αρκεί δηλαδή η κοινωνική στήριξη, όσο μαζική κι αν είναι αυτή, και επιθυμούν εναγωνίως  συμμαχίες με διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς και προσωπικότητες; Αυτοί θεωρούν τελικά ότι θα αποτελέσουν τον βασικό παράγοντα σταθεροποίησης μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα χωρίς  όρους και πολιτικές προϋποθέσεις  αλλά και αδιαφορία ως προς τι αντιπροσωπεύουν οι συγκεκριμένοι σύμμαχοι; Τι σηματοδοτεί για τον ΣΥΡΙΖΑ η συνεργασία με τον Βουδούρη για παράδειγμα; Εκπροσωπεί συγκεκριμένη πολιτική ή κάποιο   κομμάτι της κοινωνίας ή μήπως σε τέτοιες περιπτώσεις δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να ανασταίνουμε πολιτικά φαντάσματα; 

 Κάποιες προσωπικότητες της πολιτικής ζωής πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν έρχονται να συνταχτούν στον ΣΥΡΙΖΑ σαν απλοί στρατιώτες. Έρχονται θεωρώντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλύνουν τις προηγούμενες πολιτικές αμαρτίες τους, έρχονται για να βρουν πολιτική στέγη, έρχονται απαιτώντας να είναι υποψήφιοι σε κάθε είδους δημόσιο πόστο. Σε ορισμένες περιπτώσεις  μάλιστα, κουβαλάνε και τον προσωπικό τους στρατό που οργανώνεται στις ΟΜ μόνο για να τους ψηφίζει, ένα φαινόμενο που λίγο-πολύ έχουμε ζήσει όλοι στις οργανώσεις μας. Γι αυτούς λοιπόν μπαίνουν οι ενστάσεις και οι αμφισβητήσεις και σωστά κατά τη γνώμη μας ζητούνται διαπιστευτήρια και εγγυήσεις από τα απλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη κι αν αυτό βρίσκεται έξω από τα καθιερωμένα του πολιτικού σαβουάρ-βιβρ που ακολουθούν κάποιοι άλλοι. 

Το βασικό ωστόσο μεθοδολογικό λάθος της ανάλυσης στο συγκεκριμένο άρθρο εντοπίζεται στην εξίσωση που γίνεται ανάμεσα στη συμμαχία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και τις συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια των αρθρογράφων να αποδείξουν ότι τίποτε δεν κινείται χωρίς αυτές, ότι δηλαδή χωρίς συμμαχίες ο κόσμος τελειώνει και ότι το κόμμα «είναι χαμένο από χέρι». Εδώ ο κοινωνικός παράγοντας αποκτά δευτερεύουσα σημασία ή μάλλον υποβαθμίζεται τελείως.

Οι σύντροφοι πρέπει να αντιληφθούν κατ’ αρχήν ότι η αστική τάξη ιστορικά ουδέποτε επιθυμούσε και ουδέποτε επιδίωξε από μόνη της συνεργασία με την Αριστερά. Πάντα προτιμούσε να κυβερνάει με τα δικά της κόμματα. Όποτε αναγκάστηκε να το κάνει, το έκανε μόνο κάτω από το βάρος των πολιτικών περιστάσεων και μόνο όταν η Αριστερά κέρδιζε με το μέρος της τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. 

Αυτό ακριβώς το σενάριο παίχτηκε στην Ελλάδα με το τέλος του πολέμου,  τότε που η χώρα βρισκόταν κάτω  από την απόλυτη κυριαρχία του ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ (με την πρόταση που απηύθυνε στις δυνάμεις του ΕΑΜ για κυβέρνηση εθνικής ενότητας), αυτό επαναλήφθηκε και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες με το σχηματισμό κυβερνήσεων Λαϊκού Μετώπου, παρ’ ότι όλα τα αριστερά κόμματα είχαν βγει παντοδύναμα μετά τον πόλεμο. Και  βεβαίως όλες οι αστικές τάξεις μόλις εύρισκαν την ευκαιρεία και αισθανόταν δυνατές, διέλυαν αμέσως αυτές τις συμμαχικές κυβερνήσεις για να κυβερνήσουν μόνες τους, τσακίζοντας σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Ελλάδα, τα κόμματα και τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Νομίζουν οι σύντροφοι ότι κάτι έχει αλλάξει τώρα;

Οι κλασσικοί του μαρξισμού και στο βαθμό βεβαίως που κάποιος τους αποδέχεται, ποτέ δεν μίλησαν γενικώς για συμμαχίες, αλλά για την πολύ συγκεκριμένη συμμαχία του ενιαίου μετώπου των αριστερών και εργατικών κομμάτων. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς αν θέλουμε να υπάρξει πράγματι αριστερή προοπτική στο σκληρό νεοφιλελεύθερο τοπίο που έχει δημιουργηθεί παγκόσμια. Αυτή την έννοια έχει και η πρόταση της Αριστερής Πλατφόρμας για την υιοθέτηση από το κόμμα του συνθήματος «Συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ». 

Η μόνη συμμαχία σε τελευταία ανάλυση που θα μπορούσε «να έχει νόημα όχι μόνο για την ημέρα των εκλογών όσο για την επομένη και τη μεθεπομένη», όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στο άρθρο, είναι αυτή με το εργατικό κίνημα, τις κοινωνικές οργανώσεις και τα λαϊκά στρώματα τα οποία συντρίβονται καθημερινά μέσα από τις απάνθρωπες μνημονιακές πολιτικές και όχι με κάποια σχήματα ή προσωπικότητες που δεν αντιπροσωπεύουν κανέναν άλλον πέραν του εαυτού τους και που κατά βάση παίζουν το ρόλο του συνηγόρου της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα.

Ετικέτες