Σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ βλέπουμε εργάτες να κατεβαίνουν σε αυθόρμητες απεργίες από τα κάτω (ΣτΜ: «wildcat strikes», «απεργίες της αγριόγατας», απεργίες που δεν έχουν αποφασιστεί ή οργανωθεί από τις επίσημες ηγεσίες των σωματείων) ως απάντηση στην άρνηση των εργοδοτών είτε να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους είτε να εξασφαλίσουν ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον.

Οι απεργίες δεν είναι τόσες πολλές ώστε να τις χαρακτηρίσουμε «απεργιακό κύμα», αλλά πρέπει να εστιάσουμε στο ότι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν με δική τους πρωτοβουλία το πιο δυνατό τους όπλο: σταματούν την εργασία τους. Οι απεργίες συμβαίνουν τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στο δημόσιο, σε μικρούς και μεγάλους χώρους δουλειάς, είτε συνδικαλισμένους είτε ασυνδικάλιστους.

Στα τελευταία 150 χρόνια έχουν υπάρξει πολλές εργατικές απεργίες για θέματα ασφάλειας και υγείας σε εκατοντάδες βιομηχανίες, με πιο αξιομνημόνευτη -στη διάρκεια του 20ού αιώνα- την απεργία των ανθρακωρύχων για την πνευμονοκονίωση (ΣτΜ ασθένεια που προκαλείται από την εκτενή και μακροχρόνια έκθεση σε σκόνη άνθρακα). Δεν έχουμε δει ποτέ όμως κάτι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει τώρα, δηλαδή αυθόρμητες απεργίες για την υγεία και τις εργασιακές συνθήκες εξαιτίας μιας επιδημίας, με τους εργάτες να θέτουν δυναμικά τα αιτήματά τους στα αφεντικά τους και κάποιες φορές να κερδίζουν. Αυτές οι απεργίες συμβαίνουν εν μέσω αλαζονικών και συχνά παραπλανητικών δηλώσεων από πολιτικούς και στο φόντο μιας συνολικής αποτυχίας της κυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα. Επομένως, αυτές οι απεργίες –ακόμα κι όταν απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο εργοδότη– δεν έχουν απλά οικονομικό χαρακτήρα, αλλά αποκτούν και πολιτικό.

Βλέπουμε αυτές τις απεργίες να εξελίσσονται σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους  σε αρκετές πολιτείες.

-Δηλώνοντας ότι το εργασιακό περιβάλλον τους δεν είναι ασφαλές, οι εργάτες στη Φίατ-Κράισλερ «προχώρησαν σε αυθόρμητες στάσεις εργασίας στην εργοστασιακή μονάδα της Φίατ-Κράισλερ στα Στέρλινγκ Χάιτς (SHAP) στο Μίσιγκαν» στα μέσα Μαρτίου, ενώ οι εργάτες της εργοστασιακής μονάδας της Φίατ-Κράισλερ στο Γουίνδσορ του Οντάριο σταμάτησαν κι αυτοί τη δουλειά, πιέζοντας τις τρεις μεγάλες εταιρείες της αυτοβιομηχανίας (Φορντ, Τζένεραλ Μότορς και Φίατ-Κράισλερ) να κλείσουν τα εργοστάσιά τους.

-Στο Πίτσμπουργκ, όταν η γυναίκα ενός συναδέλφου τους βρέθηκε θετική στον ιό και ο ίδιος τέθηκε σε καραντίνα, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα σταμάτησαν να δουλεύουν στις 25 Μαρτίου, ακινητοποίησαν τα απορριμματοφόρα και απέκλεισαν τις εισόδους στους χώρους εργασίας τους, απαιτώντας μάσκες, καλύτερα γάντια και δεύτερο ζευγάρι μπότες για τη δουλειά. Το σωματείο αρνείται ότι έγινε απεργία και απέδωσε την κινητοποίηση σε παρεξήγηση.

-Οι εργάτες στο εργοστάσιο επεξεργασίας πουλερικών Περντιού στην Κάθλιν της  Τζόρτζια, σταμάτησαν τη δουλειά στις 23 Μαρτίου απαιτώντας να καθαριστεί και να απολυμανθεί το εργοστάσιο. «Δεν παίρνουμε τίποτα, κανενός είδους αποζημίωση, τίποτα, ούτε καθαρό περιβάλλον, ούτε επιπλέον χρήματα, τίποτα. Διακινδυνεύουμε τις ζωές μας για τις κότες» δήλωσε η Κένταλιν Γκράνβιλ.

-Στο ναυπηγείο Μπαθ Άιρον Γουόρκς της Τζένεραλ Νταϊνάμικ στο ποταμό Κένεμπεκ στο Μπαθ του Μέιν, οι μισοί από τους 6.800 εργάτες αρνήθηκαν να εμφανιστούν στη δουλειά στις 24 Μαρτίου, όταν η εταιρεία ανακοίνωσε ότι ένας εργαζόμενος είχε βρεθεί θετικός στον κορονοϊό. Αν και δεν είναι σαφές αν το σωματείο οργάνωσε την αποχή, στελέχη του σωματείου ζήτησαν να κλείσει το ναυπηγείο και να επιτραπεί στους εργαζόμενους να μείνουν στα σπίτια τους μετ’ αποδοχών.

 -Μια ομάδα κυρίως Αφροαμερικανών εργατών, μέλη των Τίμστερς Λόκαλ 667 (ΣτΜ: τοπική οργάνωση του σωματείου εργαζομένων στις μεταφορές), προχώρησαν αυθόρμητα σε απεργία στην αποθήκη τροφίμων Κρόγκερ στο Μέμφις στις 27 Μαρτίου, όταν ένας συνάδελφός τους  βρέθηκε θετικός στον Covid- 19. «Είναι επικίνδυνη η κατάσταση και φοβόμαστε», δήλωσε στον Τύπο ο Μορίς Γουίγγινς, οδηγός περονοφόρου ανυψωτικού. «Οι μισοί από τους εργαζόμενους πήγαν στα σπίτια τους. Φοβούνται για την ασφάλεια τους. Όσοι είναι εδώ είναι τόσο αγχωμένοι που φοβούνται να ακουμπήσουν τον εξοπλισμό».

-Στην αποθήκη της Άμαζον στο Στάτεν Άιλαντ, περίπου 100 από τους 2.500 εργαζόμενους σταμάτησαν τη δουλειά στις 30 Μαρτίου όταν βρέθηκε κι ένας δικός τους συνάδελφος θετικός στο τεστ του κορονοϊού. Απαίτησαν από την εταιρεία να κάνει καθαρισμό του εργοστασίου και να γίνει ασφαλές το εργασιακό περιβάλλον.

-Όπως φαίνεται, κανένας χώρος δεν είναι αρκετά μικρός ώστε να μην οργανωθεί μια απεργία ή μια κατάληψη. Στις 21 Μαρτίου, στο μπαρ Κρας και στο διπλανό εστιατόριο Γούντις στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, 12 εργαζόμενοι κατέλαβαν τις εγκαταστάσεις για να διαμαρτυρηθούν για τις απολύσεις ολόκληρου του 27μελούς προσωπικού. Όταν ρώτησαν την Χάννα Γκιοϊά γιατί κατέφυγαν σε κατάληψη αντί να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους μέσω της νομικής οδού απάντησε: «Δεν έχουμε την πολυτέλεια να  περιμένουμε πότε θα καταφέρουν οι κυβερνητικές υπηρεσίες να αποφανθούν για το αίτημα μας. Χρειαζόμαστε πόρους άμεσα. Μια απόλυση είναι ούτως ή άλλως τρομακτική, αλλά κατά τη διάρκεια μια κρίσης δημόσιας υγείας είναι ολέθρια. Δεν έχουν άλλη επιλογή και απαιτούμε από τον ιδιοκτήτη να κάνει αυτό που προβλέπει ο νόμος και είναι δίκαιο προς εμάς».

Ασφαλώς θα υπάρχουν και άλλες απεργίες και καταλήψεις που δεν έχουν γίνει γνωστές στα ΜΜΕ και ξέρουμε ότι συμβαίνουν κινητοποιήσεις από πολλούς εργαζόμενους σε πολλούς χώρους –από τους οποίους ιδιαίτερη σημασία έχουν οι κινητοποιήσεις των δασκάλων και των νοσοκόμων, που δεν θα συμπεριλάβουμε σε αυτό το άρθρο παρά την τεράστια σημασία τους.

Οι «απεργίες της αγριόγατας» έχουν μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία και στην θεωρία του εργατικού κινήματος, όπως και στις σημερινές κινητοποιήσεις ενάντια στα αφεντικά και την κυβέρνηση στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού.

Παρατηρούμε ότι αυτές οι απεργίες γίνονται και από εξειδικευμένους και καλά  αμειβόμενους εργάτες -όπως στην περίπτωση του ναυπηγείου Μπαθ της Τζένεραλ Νταϊνάμικ- αλλά και από χαμηλόμισθους εργάτες όπως στο εργοστάσιο επεξεργασίας πουλερικών στο Περντιού της Τζόρτζια και στο μπαρ/εστιατόριο στο Πορτλαντ του Όρεγκον. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι μαύροι εργάτες -στην καθαριότητα του Πίτσμπουργκ, στα πουλερικά Κάθλιν στο Περντιού, στους Τίμστερς του Μέμφις- παίζουν ηγετικό ρόλο στις απεργίες. Ωστόσο οι εργάτες στο ναυπηγείο Μπαθ είναι κατά κύριο λόγο λευκοί ενώ οι εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία είναι εξίσου μαύροι, αραβικής καταγωγής και λευκοί. Εργάτες και εργάτριες, ανεξαρτήτως φύλου, εμπλέκονται στις κινητοποιήσεις και ακούμε τόσο άντρες όσο και γυναίκες να εκφράζουν τις ανησυχίες των εργαζομένων. Ενώ τα κεντρικά αιτήματα αφορούν στην υγεία των εργαζομένων, έχουμε ήδη δει ότι διατυπώνονται και αιτήματα σχετικά με τους μισθούς, τα επιδόματα και τις συνθήκες εργασίας, καθώς και την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας.

Αυτό που προκαλεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι δράσεις δεν οργανώνονται από συνδικαλιστικά στελέχη. Σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπάρχει καν σωματείο. Σε άλλες, όπως στην αυτοκινητοβιομηχανία, υπάρχει μεν σωματείο αλλά οι εργάτες αναγκάζονται να απεργήσουν όχι μόνο ενάντια στην εταιρία αλλά και ενάντια στο ίδιο το σωματείο. Σε κάποιες περιπτώσεις, πχ στο ναυπηγείο Μπαθ, φαίνεται ότι τα συνδικαλιστικά στελέχη υποστηρίζουν διακριτικά τις δράσεις των εργατών, αν και η κατάσταση δεν είναι ξεκάθαρη. Μερικές φορές, αυτές οι «ανεπίσημες» απεργίες παραβιάζουν την «αναστολή απεργιών» που προβλέπουν οι συμβάσεις που έχουν υπογράψει τα ίδια τα συνδικάτα, ενώ στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων ενδεχομένως παραβιάζουν και το νόμο. Παρόλα αυτά οι εργαζόμενοι έχουν οργανωθεί από μόνοι τους με ελάχιστα διαθέσιμα εργαλεία, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το παραδοσιακό «από στόμα σε στόμα», προκειμένου να προστατέψουν την υγεία τους και να σώσουν τις δουλειές τους.

Οι δύο πλευρές της Άγριας Απεργίας

Οι «απεργίες της αγριόγατας» μπορούν να εξεταστούν από δύο πλευρές. Μια «άγρια» απεργία συνήθως ξεσπά είτε επειδή δεν υπάρχει σωματείο είτε επειδή τα συνδικαλιστικά στελέχη δεν ηγούνται αποτελεσματικά στην πάλη ενάντια στο αφεντικό. Αριστεροί αγωνιστές μερικές φορές εξιδανικεύουν την «άγρια απεργία» ως την αυθεντική έκφραση της θέλησης των εργατών, ως μια δράση που αναπτύσσεται αυθόρμητα από την εργατική αντίσταση στα αφεντικά. Κάποιοι τη βλέπουν σαν το προοίμιο της μεγάλης γενικής απεργίας που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό και θα φέρει στην εξουσία τους εργάτες. Την ίδια στιγμή, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι εργάτες υποχρεώνονται να καταφύγουν στη λύση της «άγριας  απεργίας» επειδή δεν έχουν αποκτήσει τον έλεγχο των σωματείων τους και δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για να εκφράσουν μέσα από αυτά τη δύναμη τους. Η «απεργία της αγριόγατας» είναι ταυτόχρονα έκφραση της άμεσης δύναμης των εργατών πάνω στην διαδικασία της παραγωγής, αλλά και απόδειξη της αδυναμίας τους να χτίσουν ένα δημοκρατικά ελεγχόμενο σωματείο (εξαιτίας της ισχύος των αφεντικών και της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) που θα εκφράζει τη θέλησή τους.

Μερικές φορές στο παρελθόν, και ιδιαίτερα σε περιόδους κοινωνικής αναταραχής, όταν οι εργαζόμενοι αναγνώριζαν αυτήν την πραγματικότητα, προσπαθούσαν  

να πάρουν τον έλεγχο των σωματείων τους και να τα μετατρέψουν σε οργανώσεις μάχης. Σε τέτοιες στιγμές, οι άγριες απεργίες μπορούν να δώσουν ενέργεια και να τροφοδοτήσουν τα κινήματα από τα κάτω, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στις βαριές βιομηχανίες τα τελευταία 100 χρόνια και στο δημόσιο τομέα τα τελευταία 75. Τα μεγάλα βήματα μπρος που έκαναν οι Αμερικανοί εργάτες στη δεκαετία του 1930, που οδήγησαν στην ίδρυση του Κογκρέσου των Βιομηχανικών Οργανώσεων (ΣτΜ: CIO – συνομοσπονδία σωματείων βιομηχανικών εργατών, στα αριστερά της επίσημης ομοσπονδίας) και στη μαζική μεγέθυνση της Αμερικανικής Ομοσπονδίας της Εργασίας (AFL – η επίσημη εθνική ομοσπονδία εργατικών σωματείων), προέκυψαν από τέτοιες άγριες απεργίες στα εργοστάσια πλαστικών, στην αυτοκινητοβιομηχανία, από τους εργάτες στον ηλεκτρισμό και από πολλούς άλλους. Οι εργάτες απεργούσαν κατά χιλιάδες, κάποιοι καταλάμβαναν τα εργοστάσια ενώ άλλοι οργάνωναν μαζικές απεργιακές φρουρές, συγκρούονταν με τους απεργοσπάστες και την αστυνομία. Στη διάρκεια της Ύφεσης, οι άγριες απεργίες εξαπλώθηκαν στις ΗΠΑ σαν ιός, συμπαρασύροντας τη μικρή βιομηχανία και τους εργαζόμενους στο λιανικό εμπόριο. Κάτι αντίστοιχο συνέβη στις δεκαετίες του 1960 και 1970 με τους εκπαιδευτικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους που κατέβαιναν σε παράνομες απεργίες για να ιδρύσουν τα σωματεία τους. Τέτοιοι από τα κάτω ξεσηκωμοί της βάσης μεταμόρφωσαν επίσης την Ένωση Ανθρακωρύχων στη δεκαετία του ’70 και συντάραξαν και άλλα σωματεία.

Ο κορονοϊός που επιταχύνει τη σημερινή ύφεση (που πιθανόν να εξελιχθεί σε μια νέα Μεγάλη Ύφεση) έχει γίνει η αιτία των συγκρούσεων μεταξύ των εργοδοτών που παλεύουν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους και τα κέρδη τους και των εργατών που παλεύουν για την υγεία τους και τις ζωές τους, για τις δουλειές τους και το βιοτικό τους επίπεδο. Είναι λογικό να εκτιμήσουμε ότι αυτές οι απεργίες θα συνεχιστούν όσο οι «αναγκαίοι εργαζόμενοι», όπως αποκαλούνται αυτές τις μέρες, αισθάνονται τη δύναμη τους. Όσο η πανδημία – που υπενθυμίζουμε ότι τώρα ξεκινάει στις ΗΠΑ– εξαπλώνεται και όσο το βάθος της οικονομικής κρίσης και οι μακροχρόνιες συνέπειές της γίνονται εμφανείς, οι απεργίες θα πάρουν κι άλλες  μορφές που δεν μπορούμε να προβλέψουμε.

Πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η ανεργία, που κάποιοι εκτιμούν ότι θα φτάσει στο 20-25% του εργατικού δυναμικού, μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά σε τέτοιες δράσεις. Ιστορικά, η αύξηση της ανεργίας -όπως το 1975 και το 1980- επιβράδυνε ή και σταμάτησε τελείως τους αγώνες των από κάτω όπως αυτούς που συζητάμε σε αυτό το άρθρο. Ακόμα κι έτσι, αν συνεχιστούν και μαζικοποιηθούν οι «απεργίες της αγριόγατας», ίσως μπορέσουν να δώσουν ώθηση σε καινούρια κινήματα βάσης που θα ξεσηκωθούν και θα καταλάβουν την ηγεσία των σωματείων για να τα μετατρέψουν σε οργανώσεις μάχης της εργατικής τάξης. Εφόσον αυτό συμβεί σε μαζική κλίμακα, θα μπούμε σε μια νέα εποχή με πολλές δυνατότητες στον ορίζοντα, με πιο σημαντική τη δυνατότητα για ανεξάρτητη πολιτική δράση ή και ένα ανεξάρτητο πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης. Πρέπει να παρακολουθούμε στενά αυτά τα «άγρια» απεργιακά κινήματα, να τα στηρίζουμε, να ελπίζουμε ότι θα μεγαλώσουν και θα εξαπλωθούν, να προσφέρουμε την αλληλεγγύη μας και να ευχόμαστε να εξελιχθούν σε κινήματα για τον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων και την μετατροπή τους σε εργαλεία ταξικού αγώνα τόσο για την οικονομική όσο και για την πολιτική εξουσία.

Ετικέτες