Οι «Σταθμοί», όπως είναι ο τίτλος της Έκθεσης ζωγραφικής, του Χρόνη Μπότσογλου, στην γκαλερί «Σκουφά» (μέχρι 10 Νοέμβρη), είναι έργα τα οποία αποτυπώνουν αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Δηλαδή, κάποιους βασικούς σταθμούς της ζωής του, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.
Με άξονα το ανθρώπινο σώμα, ο Μπότσογλου αναμετράται με διαχρονικά ερωτήματα, όπως την ακμή και παρακμή σε σχέση με τη σωματική και πνευματική φθορά, καθώς επίσης τον έρωτα, και γενικά τον κύκλο της ζωής.
Στη βάση αυτή η Έκθεση δομείται σε τρεις ενότητες. Καταρχήν, υπάρχει μία ενότητα στην οποία ο καλλιτέχνης αφιερώνει έργα του στους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος, από τους οποίους έχει δεχτεί επιρροές (Γιαννούλης Χαλεπάς, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Γιώργος Μπουζιάνης, Πικάσο, Φράνσις Μπέικον), «εν είδει φόρου τιμής», όπως αναφέρει ο ίδιος. Στην ουσία, ο καλλιτέχνης αυτοπροσωπογραφείται, προβάλλοντα τον εαυτό του.
Η επόμενη ενότητα ξεκινά με τέσσερα έργα, στα οποία εμφανίζεται ολόσωμη η γυναίκα του. Στη συνέχεια καταλήγουν με τη μητέρα του, αποτυπώνοντας την επώδυνη σωματική και πνευματική αποσύνθεση του ανθρώπου. Οι εν λόγω πίνακες ουσιαστικά δείχνουν, μέσω της μητέρας του, τη συνεχή φθορά μέχρι του σημείου εξαφάνισης. Ταυτόχρονα, είναι και ένας προβληματισμός σχετικά με τον χρόνο που περνάει γρήγορα. Νιότη, δημιουργία, έρωτας, ωριμότητα, απώλεια νεανικών χρόνων, αλλαγή, γνώσεις, εμπειρία, παρακμή, θάνατος είναι οι φάσεις της ζωής. Ο Τρότσκι, έλεγε ότι «Τα γεράματα είναι από τα πλέον απροσδόκητα πράγματα που συμβαίνουν στον άνθρωπο». Έκφραζε έτσι την αγωνία του να προλάβει να ολοκληρώσει αυτά τα οποία εκείνος θεωρούσε ως σημαντικά. Όπως επισημαίνει ο επιμελητής της Έκθεσης, Γιώργος Μυλωνάς, «Πρόκειται για ένα “ημερολόγιο” γιατί αποτυπώνει τις απόπειρες συμφιλίωσης του καλλιτέχνη απέναντι στην κατάρρευση και τη φθορά. Μέσα από την ιστόρηση του θανάτου της μάνας, ο Μπότσογλου πραγματεύεται τη δική του θνητότητα». Και σάμπως, κάπως έτσι δεν είναι; Μόνο μέσω της αποδοχής και της συμφιλίωσης με τον εαυτό μας, δεν προχωράει ο άνθρωπος και δημιουργεί;
Αμέσως μετά ξεκινά μια άλλη, τρίτη, ενότητα. Αυτή τη φορά είναι κάτι σαν ένα Ερωτικό Ημερολόγιο, το οποίο συμπληρώνει διαλεκτικά την προηγούμενη ενότητα του Ημερολογίου φθοράς. Εδώ, μέσω των ερωτικών πράξεων, βλέπουμε το ακριβώς αντίθετο: μια έκρηξη ζωής. Πρόκειται για ερωτικές σκηνές, αποκαλυπτικές και σκανδαλιστικές, που εξάπτουν τη φαντασία, ενώ ο Μπότσογλου θεωρεί πως η συγκεκριμένη ενότητα είναι η πιο παρακινδυνευμένη, αλλά και από τις πιο σοβαρές δουλειές του, καθώς όσο προχωρεί στο γήρας, τόσο κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο έναντι του πεισιθάνατου. Και, συνεχίζοντας, λέει πως επειδή η ερωτική πράξη αποτελεί το βασικό ένστικτο της ζωής, γι’ αυτό και «η στάση που κρατάμε απέναντι στον έρωτα μας καθορίζει». Η ερμηνεία που δίνω εγώ είναι ότι ο έρωτας δεν είναι μια πράξη κενού περιεχομένου. Αλλιώς, το σώμα αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο, το οποίο τείνει πάντα να ψευτίσει. Αντίθετα, ο έρωτας και συνεπώς η ερωτική πράξη είναι το μοίρασμα των σκέψεων, των ελπίδων, των φόβων, των πόθων και των αναγκών μας. Όμως, το μοίρασμα, μας κάνει ευάλωτους. Και αυτό το φοβόμαστε. Είναι, λοιπόν, πιο εύκολο να γυμνωθούμε σωματικά από το να ξεγυμνωθούμε ψυχολογικά ή πνευματικά, όπως λέει ο Rollo May. Είναι πιο εύκολο να μοιραστούμε το σώμα, πέφτοντας στο κρεβάτι, παρά να κάνουμε το πιο «επικίνδυνο», που είναι το χτίσιμο μιας ουσιαστικής σχέσης. Και συνεχίζει, λέγοντας πως παρ’ ότι ο χρόνος και ο θάνατος στο τέλος θα μας διεκδικήσουν, και υπό αυτή την έννοια η μάχη είναι χαμένη, εντούτοις η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να αγαπήσουμε κάποια πρόσωπα και κάποια πράγματα, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη συνάντηση και την εμπειρία, που είναι η βάση για κάθε δημιουργικότητα.
Αυτό ακριβώς κάνει ο Μπότσογλου. Μέσω της συγκεκριμένης έκθεσης, δηλαδή μέσω της δημιουργικής καλλιτεχνικής πράξης, πάει πέρα από το θάνατο, επειδή η δημιουργικότητα είναι η αναζήτηση της αθανασίας. Και έτσι συμφιλιώνεται μαζί του. Ταυτόχρονα, μας καλεί στη δική του μέθεξη του κύκλου ζωής, βιώνοντας τη δική μας αισθαντικότητα, επειδή η απόλαυση είναι και αυτή μια δημιουργική πράξη.