Η «αθώα» και «επιστημονική» αναμόχλευση του παρελθόντος, ελάχιστα αφορά το τότε.

Ο πρώτος, δημοσιογράφος, είχε ζητήσει ήδη από τον Απρίλιο του 2010, την αναστολή άρθρων του Συντάγματος, όπως εκείνα για την ελευθερία των συγκεντρώσεων και την προκήρυξη των απεργιών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η λαϊκή οργή μπροστά στον βαρύ λογαριασμό των πρώτων, μνημονιακών μέτρων. Η άλλη, βουλευτίνα Επικρατείας κυβερνώντος κόμματος, είχε διαπιστώσει ότι «οι πολιτικές του ΔΝΤ μόνο σε χώρες με δικτατορικά καθεστώτα περνούν και πετυχαίνουν χωρίς αντιδράσεις-ευτυχώς... ή δυστυχώς». Ο επόμενος, δημοσιογράφος και «ιστοριοδίφης», ισχυριζόταν ότι η ναζιστική Χρυσή Αυγή επιδίδεται σε «ακτιβισμούς» στο κέντρο της Αθήνας και συνάδελφός του με αποδοχές και σύνταξη διευθυντή μεγάλης, ελληνικής τράπεζας θεωρούσε ότι «η χώρα έχει ανάγκη μια σοβαρή Χρυσή Αυγή».

Τη σκυτάλη, πήρε πρώην πράσινος εκσυγχρονιστής υπουργός, που υποστήριζε ότι «χρειάζεται να επιβληθούν μεγάλες πειθαρχίες στην ελληνική κοινωνία», χωρίς να μπει στον κόπο να διευκρινίσει τον τρόπο-γινόταν έμμεσα κατανοητός. Έτερος Καππαδόκης, γαλάζιος αυτή τη φορά υπουργός, δήλωνε ότι εμπνεόταν από το παράδειγμα «του κυβερνήτη Μεταξά» - προφανώς ενθυμούμενος την ΕΟΝ, το «αντικομμουνιστικό και αντικοινοβουλευτικό κράτος», το ρετσινόλαδο, τις εκπαραθυρώσεις κομμουνιστών κρατουμένων ή την Ειδική Ασφάλεια και τα χαμόγελα με τον Γκαίμπελς.

Κατόπιν, ένας ψευδοφιλόσοφος, γυρολόγος τηλεοπτικών πάνελ και αποτυχημένων συνεδριάσεων ομαδικής ψυχοθεραπείας του κιτσαριού των ελλήνων νεόπλουτων, διατυμπάνιζε, συνεπικουρούμενος από πολιτικό «επικεφαλής» νούφαρων, ότι «η χούντα άφησε μηδέν χρέος». Στο μεσοδιάστημα, αρθρογράφοι, επικοινωνιολόγοι, δημοσιολόγοι, διάφοροι φελλοί και μαϊντανοί της κατηγορίας «ο χρήσιμος ηλίθιος της εβδομάδας» έγραφαν και μιλούσαν υπονομευτικά και απαξιωτικά για «τη Μεταπολίτευση, που μας έφτασε έως εδώ», τις «πληγές του μεταπολιτευτικού λαϊκισμού», τα «όσα δεν έγιναν 40 χρόνια για να αναπτυχθεί η Ελλάδα, λόγω αριστερής, ιδεολογικής ηγεμονίας» και άλλα συναφή. Ενδιαμέσως και σε τακτά διαστήματα μηρυκάζεται η γνωστή καραμέλα περί «μεταπολιτευτικής βίας μόνο από την Αριστερά» από αρχηγούς μεγάλων κομμάτων, που κλείνουν πονηρά το εξουσιαστικό μάτι στα θολά και βρώμικα νερά της ακροδεξιάς ψήφου.

Και μετά... επανέκαμψε ο κάθε καψοκαλύβας, που πυρπολεί κατά το δοκούν τη σύγχρονη, ελληνική ιστορία, δήθεν από αυστηρά, επιστημονικό ενδιαφέρον-και σπεύδουν να τον υπερασπιστούν γι’αυτό όλοι ή σχεδόν όλοι οι προηγούμενοι. Δεν είναι εξάλλου, η πρώτη φορά-το κακό ξεκίνησε «ανώδυνα» κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν ο ελάχιστα κρυπτόμενος ενθουσιασμός από την κατάρρευση του «υπαρκτού» και την... επικράτηση του «τέλους της ιστορίας» έγινε η αφορμή για ένα γενικό ξεσάλωμα και ξήλωμα της ιστορίας και της πραγματικότητας καθεαυτής. Ήπια, ορισμένοι μίλησαν για «αναθεωρητισμό»-στην πραγματικότητα ήταν εκτεταμένη χάλκευση, με απώτερο σκοπό την παλινόρθωση της πιο αντιδραστικής εθνικοφροσύνης του μαυραγοριτισμού, του δωσιλογισμού, του ταγματασφαλιτισμού και της μακριάς, παρακρατικής χείρας, που έμενε μαύρη εφεδρεία στα σκοτεινά παρασκήνια του αστισμού. Αυτής που εξέθρεψε το μετεμφυλιακό κράτος(πάντα έτοιμο να κινητοποιήσει στα δύσκολα «έναν λοχία», όπως απαιτούσε υστερικά και ιστορική εκδότρια της εποχής, αρκεί να ήταν ο «δικός μας (τους) λοχίας»). Έτσι κύλησε η δεκαετία του ‘90 και τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, καθώς πάλευαν να σκάψουν τον λάκκο του κομμουνισμού και των ταξικών υποθέσεων και αναμετρήσεων. Και εκεί, που έσκαβαν τον λάκκο, όπως πχ στις περιπτώσεις των «άλλων» καπετανέων, έπεφταν οι ίδιοι μέσα-εντελώς μέσα, με το κεφάλι, όχι όπως στις αποτυχημένες δημοσκοπήσεις τους.

Ξεστρατίσαμε όμως. Το θέμα είναι γιατί «ξαφνικά» ενέσκηψε αυτή η φαγούρα για τη Χούντα και την αποκατάσταση μιας συγκεκριμένης αποτίμησής της, που συνδέεται ουσιωδώς, λόγω πρωταγωνιστών, ιδεολογίας και κοινωνικών και πολιτικών ρηγμάτων, πρώτα με την Κατοχή και την Αντίσταση και μετά με τον Εμφύλιο μέσα από το πρίσμα που επέβαλε ο παλινορθωμένος μετεμφυλιακός λόγος της εθνικοφροσύνης. Όπως ήδη από τον πρόλογο έχει διαπιστώσει ο μέχρις εδώ αναγνώστης, δεν υπάρχει τίποτα το «ξαφνικό» σε μια κατάσταση που άρχισε να ανθίζει και να απλώνει τα δηλητηριώδη πλοκάμια της σχεδόν ταυτόχρονα με την επιβολή των μνημονίων. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Διαβλέποντας την όξυνση της ταξικής αναμέτρησης, το τέλος μιας διαταξικής, πολιτικής στράτευσης στον χρεοκοπημένο γαλαζοπράσινο δικομματισμό, την απονομιμοποίηση των αστικών ηγεσιών σε όλο το φάσμα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και τον επανακαθορισμό των εργατικών στρωμάτων και των υποτελών τάξεων από και προς τα αριστερά, το ελληνικό αστικό μπλοκ εξουσίας αναζητά νέες νομιμοποιήσεις της παρουσίας του, νέες διεξόδους στα στρατηγικά αδιέξοδα της ΕΕ και της Ευρωζώνης και κυρίως νέες πειθαρχήσεις των μαζών μπροστά στο φάσμα μιας 40χρονης σχεδόν υπερλιτότητας, που θα αυξήσει ραγδαία τους παρίες αυτού του τόπου-και επομένως τη δυσαρέσκεια και το μαρξικό, ταξικό μίσος, το τόσο «ξορκισμένο» και...ξοφλημένο στη δεκαετία του 1990-η γλυκιά εκδίκηση του «τέλους στο τέλος της ιστορίας».

Με απλά λόγια, η «αθώα» και «επιστημονική» αναμόχλευση του παρελθόντος, ελάχιστα αφορά το τότε. Στην πραγματικότητα, αφορά το άμεσο μέλλον και τις επιλογές του αστισμού, που αναζητά νέους «λοχίες» για να επιβάλουν τις μεγάλες και αιματηρές «πειθαρχίες» στη πολλά υποσχόμενη για τα κέρδη των μεν και τις απώλειες των δε λιτότητα του εν πολέμω ευρισκόμενου καπιταλισμού στις επόμενες δεκαετίες, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Ετικέτες