Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και η εκλογική επιτυχία της άκρας Δεξιάς ήταν ένα σοκ για τη ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Από τον έντονο διάλογο που αναπτύχθηκε, και μάλλον θα συνεχιστεί, θέλουμε να σταθούμε σε κάποια σημεία.

Η γενική εκλογική αριθμητική

Μπορούμε να βγάλουμε ένα γενικό συμπέρασμα από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών; Ένα τέτοιο συμπέρασμα επιδέχεται πολλές «ενστάσεις», γιατί μεσολαβούν οι εθνικές παραδόσεις και ιδιομορφίες των 28 κρατών-μελών της ΕΕ, που βαραίνουν πολύ περισσότερο ακόμη από την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Έτσι στην Α. Ευρώπη ( 9 χώρες) δεν υπάρχει σχεδόν Αριστερά, εκτός της Τσεχίας, ενώ στις χώρες που παλιά ονομάζονταν PIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) η φασιστική παρουσία είναι μηδαμινή εκτός της Ελλάδας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους όρους, η γενική εικόνα των ευρωεκλογών για την επέλαση της άκρας Δεξιάς, που προσπαθούν να προωθήσουν συστηματικά τα ΜΜΕ σ’ όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα, έχει μεγάλη απόσταση από την πραγματικότητα. Αντίθετα, όμως, με μια πιο προσεκτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων αναδεικνύεται πολύ περισσότερο η πολιτική αστάθεια και η έλλειψη συνοχής της ΕΕ.

 Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς το ποσοστό συμμετοχής, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, έφτασε στο 43%. Ήταν το ίδιο με τις ευρωεκλογές του 2009 και δείχνει μια τάση που παγιώνει την αμφισβήτηση όχι μόνο στο οικοδόμημα της ΕΕ αλλά και στην πολιτική της λιτότητας που εφαρμόζει η κυρίαρχη οικονομική και πολιτική ελίτ. Δεύτερον: Το ποσοστό των κυβερνητικών νεοφιλελεύθερων κομμάτων, δηλαδή το ενιαίο ποσοστό της Κεντροδεξιάς, των Φιλελευθέρων και της Κεντροαριστεράς, έπεσε τώρα γύρω στο 60%, από 80% το 2009, με προφανή ενίσχυση των άκρων και ιδίως της άκρας Δεξιάς. Τρίτο και εξίσου σημαντικό: Τα εντελώς «αντίστροφα» αποτελέσματα στη Γαλλία και τη Γερμανία, που αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της ΕΕ. Στη μεν Γαλλία νίκησε ένα ακραίο εθνικιστικό κόμμα που είναι ενάντια στην ΕΕ και έχει οργανικούς δεσμούς με κομμάτι της γαλλικής άρχουσας τάξης, ενώ στη Γερμανία ο κυβερνητικός φιλοευρωπαϊκός συνασπισμός έμεινε σχεδόν ακλόνητος. Ο συνδυασμός αυτών των τριών πλευρών των εκλογικών αποτελεσμάτων, όχι ξεκομμένος όμως από την παρατεταμένη οικονομική ύφεση, είναι που προάγει στην πρώτη γραμμή την αστάθεια και είναι το πιθανό ότι θα δώσει τον τόνο των εξελίξεων στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα.

Επέλαση της άκρας Δεξιάς;

Αφήνοντας όμως αυτή την πολύ γενική επισκόπηση των ευρωεκλογών, είναι ανάγκη να δούμε κάποια ξεχωριστά αποτελέσματα, αυτά που χρησιμοποίησαν τα ΜΜΕ για να παρουσιάσουν την «επέλαση της άκρας Δεξιάς».

 Αυστρία. Το νεοφασιστικό Κόμμα της Ελευθερίας πήρε σ’ αυτές τις εκλογές 19,7%. Αυτό το ποσοστό του θεωρήθηκε εκλογικός θρίαμβος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Το κόμμα του Χάιντερ, δύο φορές στο παρελθόν, σε βουλευτικές εκλογές μάλιστα, το 1999 την πρώτη και το 2008 τη δεύτερη –και με το κόμμα διασπασμένο σε δύο πτέρυγες (FPO και ΒΖΟ)– έφτασε κοντά στο 30%. Σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2009, το FPO είχε μια μεγάλη εισροή ψηφοφόρων, που την εισέπραξε κυρίως από το αντίπαλο αδελφό φασιστικό κόμμα που εξαφανίστηκε… Αλλά επίσης ξανά το 2013 στις βουλευτικές εκλογές, το Κόμμα της Ελευθερίας έπιασε το 20,5% των ψήφων. Με βάση αυτά τα στοιχεία, δεν υπάρχει εκλογικός θρίαμβος αλλά τουλάχιστον στασιμότητα του FPO και μεγάλη υποχώρηση του ευρύτερου φασιστικού χώρου.

Ουγγαρία. Το παράδειγμα της Ουγγαρίας έχει επίσης τη σημασία του για πολλούς λόγους. Είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που ένα φασιστικό κόμμα, το JOBBIK, έχει έναν δικό του τηλεοπτικό σταθμό πανεθνικής εμβέλειας και συγκροτημένη παραστρατιωτική δύναμη με στολές, που παρελαύνει δημόσια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Το JOBBIK ήρθε δεύτερο στις ευρωεκλογές με ποσοστό 14,4% αφού κατέρρευσε το άθλιο κόμμα της Κεντροαριστεράς, που κάνει ακόμη και τον Βενιζέλο να ντρέπεται. Είναι εκλογικός θρίαμβος αυτό; Στις προηγούμενες ευρωεκλογές είχε πάρει το ίδιο ποσοστό, αλλά τώρα με απώλειες 90 χιλ. ψηφοφόρων ή το 20% της δύναμης του. Όμως πριν από λίγο καιρό είχαν γίνει βουλευτικές εκλογές και το ίδιο κόμμα είχε ξεπεράσει το 20% και το 1 εκατομμύριο ψήφους. Αν δεν είναι ήττα αυτό, τότε τι είναι;

Δανία. Το Λαϊκό Κόμμα, βαθιά ρατσιστικό και ισλαμοφοβικό, βγήκε πρώτο και με διαφορά πιάνοντας 27% και αναδεικνύεται ταυτόχρονα ηγετική δύναμη στην «μπλε συμμαχία» (το σύνολο των δεξιών κομμάτων που αντιπολιτεύονται την «κόκκινη συμμαχία» της Κεντροαριστεράς που κυβερνά τη χώρα). Μέχρις εδώ δεν υπάρχει τίποτα το αξιοπερίεργο. Απέναντι όμως στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση των τελευταίων χρόνων, το Λαϊκό Κόμμα δεν ανέδειξε την κλασική του ατζέντα, αλλά εμφανίστηκε ως το διάδοχο κόμμα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, βάζοντας στην πρώτη γραμμή της εκλογικής του καμπάνιας τα αιτήματα για το κοινωνικό κράτος. Εδώ το κενό μιας αντι-νεοφιλελεύθερης Αριστεράς καλύφθηκε από την άκρα Δεξιά!! Αυτός όμως ο ακροδεξιός εκλογικός θρίαμβος μπορεί να γίνει παράδειγμα προς μίμηση;

Στην Μεγάλη Βρετανία το UKIP βγήκε πρώτο κόμμα με 28% και είχε πραγματικά μια μεγάλη εκλογική επιτυχία, αλλά μόνο παραβλέποντας τους πραγματικούς και δυναμικούς παράγοντες της κατάστασης. Η αποχή στις ευρωεκλογές έφτασε στο 67%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Με αναγωγή στο συνολικό εκλογικό σώμα, το πρώτο κόμμα των ευρωεκλογών παίρνει 9%, που είναι περισσότερο μια ένδειξη της κρίσης του αγγλικού κοινοβουλευτισμού παρά μια επίδειξη ισχύος των ρατσιστών. Το ποσοστό του UKIP επίσης είναι εξαιρετικά άνισο και ανομοιογενές. Κερδίζει παντού όπου έχει αντιπάλους από τους Τόρηδες και τους Φιλελεύθερους, αλλά χάνει σχεδόν παντού όπου βρίσκεται απέναντι σε υποψήφιους από την ευρύτερη Αριστερά. Και αυτό φαίνεται με σαφήνεια όταν εξετάσει κανείς τα αποτελέσματα στις μεγάλες πόλεις όπου τα σκορ που πετυχαίνει το UKIP είναι πολύ κάτω από το 28%. Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση όμως απ’ όλες είναι αυτή του Λονδίνου. Η πιο προκλητική ρατσιστική εκλογική εκστρατεία (απ’ όλα τα ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα) μπήκε στο τεστ των εκλογών σε μια πόλη πολυεθνική, πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική (στο καλύτερο δυνατό περιβάλλον για τους ρατσιστές κάθε είδους, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν). Ε, λοιπόν, το αποτέλεσμα ήταν ταπεινωτικό για τους θριαμβευτές των ευρωεκλογών, γιατί βρέθηκαν στην τέταρτη θέση με 7%. Τα εκλογικά ποσοστά του UKIP όμως δεν μπορούν να μεταφραστούν σε ανεξάρτητη πολιτική δυναμική. Και ενώ οι επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι το 2015, με τους Εργατικούς να διεκδικούν με αξιώσεις την πρωθυπουργία, η πρόταση του Φάρατζ για δημοψήφισμα για έξοδο από την ΕΕ μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη για την ενότητα της άρχουσας ελίτ.

Γαλλία. Το Εθνικό Μέτωπο με το 25% πέτυχε μια ξεκάθαρη εκλογική νίκη σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές και σε σχέση με τις πρόσφατες βουλευτικές του 2012. Παρ’ όλα αυτά, για την επιτυχία του Εθνικού Μετώπου συνέπεσαν όλες οι δυνατές ευτυχείς συγκυρίες. Πρώτα απ’ όλα το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση μετά την ήττα του, το 2010, για το ασφαλιστικό από τη δεξιά κυβέρνηση του Σαρκοζί. Μαζί με τη χρόνια οικονομική κρίση και την εξαπλωμένη ανεργία, αυτή ήταν και η πιο σοβαρή προϋπόθεση για την επιτυχία των φασιστών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η φασιστική εκλογική καμπάνια βρήκε μπροστά της μια μεγάλη σειρά από ευκαιρίες: Η νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερή κυβέρνηση του Ολάντ, που διαδέχτηκε τη Δεξιά, συνέχισε στον ίδιο δρόμο της λιτότητας με άμεσο αποτέλεσμα την αποξένωσή της από τις λαϊκές τάξεις. Ο πιο αντιδημοφιλής πρόεδρος ήταν μόνο μια πτυχή της πλατιάς αντικυβερνητικής δυσαρέσκειας που εξαπλώθηκε σε κάθε κοινωνικό στρώμα.

Ποια πολιτική δύναμη όμως θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την κατάσταση; Τρεις πολιτικές δυνάμεις «δηλώσαν υποψηφιότητα». Η παραδοσιακή Δεξιά ήταν η πρώτη, αλλά είχε ήδη καταστραφεί ως εναλλακτική κυβερνητική προοπτική. Μια ατέλειωτη σειρά σκανδάλων και ένας ασταμάτητος αρχηγικός εσωτερικός πόλεμος είχαν γκρεμίσει την αυτοπεποίθησή της και είχαν πλήξει ανεπανόρθωτα το πολιτικό της κύρος.

Η άλλη υποψηφιότητα ήταν το Αριστερό Μέτωπο, που κατόρθωσε στο τέλος να κρατήσει τα ποσοστά του, αλλά έχασε την ευκαιρία να βρεθεί μπροστά εκλογικά από την Κεντροαριστερά. Οι αιτίες για το μέτριο αποτέλεσμά του βρέθηκαν στο εσωτερικό της αριστερής συμμαχίας και η ευθύνη βαραίνει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η εκλογικίστικη τακτική του ΚΚ και η πολιτική «ανοικτών θυρών» προς τον Ολάντ έφθειραν ανεπανόρθωτα τη ριζοσπαστική δυναμική του Αριστερού Μετώπου.

Με έναν εύκολο αντίπαλο από τα δεξιά και χωρίς ριζοσπαστική αντιπολίτευση από τα αριστερά, το Εθνικό Μέτωπο άρπαξε την ευκαιρία. Η επιτυχία του όμως δεν άνοιξε τη λεωφόρο για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά αντίθετα όξυνε την πολιτική κρίση και έκανε πιο περίπλοκα τα πράγματα. Η πρώτη εκδήλωση της κρίσης βρήκε την έκφρασή της στο ίδιο το κόμμα της Λε Πεν! Οι αντισημιτικές δηλώσεις του ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου προκάλεσαν ήδη ανοικτή εσωτερική ρήξη, που βρήκε τον αντίλαλό της στις πρώτες μαζικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις εδώ και καιρό. Την ίδια ώρα αρχίζουν οι πρώτες κλαδικές απεργιακές ζυμώσεις...

Για τον κρίση και τον φασισμό

Είναι γεγονός ότι τα περασμένα χρόνια, η ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά είχε υποτιμήσει τη δυναμική του φασιστικού φαινομένου και την απειλή που αντιπροσώπευε. Ο αιφνιδιασμός επίσης από τον υποτιθέμενη εκλογική επιτυχία της άκρας Δεξιάς, έτσι όπως την προβάλλαν ιδιαιτέρως τα ΜΜΕ, δεν αποτελεί εγγύηση για να κάνουμε ψύχραιμες αναλύσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες έγιναν και οι πρώτες γενικές προσεγγίσεις των τελευταίων εξελίξεων . Εκτός από το «δόγμα» ότι οι ψηφοφόροι των φασιστικών κομμάτων είναι και οι ίδιοι φασίστες, στον δημόσιο διάλογο στην Αριστερά, εμφανίστηκε και η κριτική στον λεγόμενο «οικονομισμό».

Η κριτική στον οικονομισμό έχει κυρίως δύο αιχμές που είναι αλληλένδετες: η πρώτη, η κρίση δεν σημαίνει άνοδο του φασισμού… ο φασισμός είναι ένα φαινόμενο ευρύτερο που υπερκαλύπτει την περίοδο της κρίσης… και η δεύτερη, ο φασισμός κτυπάει όλες τις τάξεις και δεν υπάρχει ανοσία του προλεταριάτου… Ουσιαστικά η κριτική στον οικονομισμό είναι μια ευθεία βολή ενάντια στην μαρξιστική παράδοση. 

 Για τους μαρξιστές και όχι τους οικονομιστές, που σχεδόν ταυτίζουν τα οικονομικά και πολιτικά φαινόμενα και θεωρούν την υποκειμενική δράση των ανθρώπων δευτερεύουσας σημασίας για την κοινωνική αλλαγή, το ζήτημα της κρίσης για την ανάλυση του φασισμού είναι ζήτημα κλειδί. Γιατί με την έννοια- κρίση δεν εννοούν μόνο την τεχνικοοικονομική πλευρά της αλλά και την πολιτική αστάθεια που είναι συνδεδεμένη μαζί της και επί πλέον, και απολύτως κρίσιμο, ότι η κρίση (οικονομική και πολιτική) είναι το πλαίσιο που συγκρούονται ανοικτά κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις με αγεφύρωτα ταξικά συμφέροντα (αυτό που λέμε στη γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ «ή εμείς ή αυτοί»). Ακριβώς σε μια τέτοια συγκυρία προκύπτει η χρησιμότητα του φασιστικού εργαλείου για την άρχουσα τάξη (που λόγω κρίσης είναι διασπασμένη στο εσωτερικό της και δεν πείθει τους από κάτω…) είτε σαν εφεδρική δύναμη ενάντια στο ταξικό κίνημα αντίστασης είτε ακόμη και σαν άμεση κυβερνητική λύση «εθνικής σωτηρίας». Σ ’αυτό το γενικό σχήμα ανάλυσης, ο Τρότσκυ έχει προσφέρει κείμενα και θέσεις άφθαστου επιπέδου, που έχουν τα διαπιστευτήρια της ιστορικής δοκιμασίας παρά πολλές φορές και θεωρούνται πια κλασικά.

Σήμερα όμως, με βάση και την δική μας εμπειρία από τα μνημόνια, μπορούμε να μιλήσουμε για την οικονομική και πολιτική συγκυρία της κρίσης και τι συνεπάγεται. Μια τεράστια δυσαρέσκεια, που φτάνει μέχρι και την οργή, με συνεχή ξεσπάσματα αγώνων αντίστασης, που δεν έχουν καταφέρει να σταματήσουν την καπιταλιστική επίθεση. Μια τεράστια δυσαρέσκεια, που αγκαλιάζει όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τα λαϊκά μεσοστρώματα και ψάχνει τρόπο να εκφραστεί και πολιτικά. Και ακριβώς εδώ είναι το κομβικό σημείο: θα «πάει» αριστερά ή δεξιά; Με τους φασίστες ή με τον ΣΥΡΙΖΑ;

 Ισχυριζόμαστε ότι αυτός ο τρόπος ανάλυσης «οικονομική κρίση- ταξική πάλη- πολιτικός ανταγωνισμός Δεξιάς – Αριστεράς» όταν εφαρμοστεί συγκεκριμένα (στην Ελλάδα, την Ισπανία ή ακόμη και την Ελβετία- που δεν περνάει κρίση…) μπορεί να προσεγγίσει πιο ρεαλιστικά την πραγματικότητα απ’ ότι η μέθοδος «να κρατήσουμε αποστάσεις από τις αντιφασιστικές παραδόσεις…, όχι στις μονοσήμαντες οικονομίστικες αναλύσεις ….υπάρχει και ποικιλία ιστορικών παραγόντων κλπ». Γιατί η μέθοδος «λίγο απ’ όλα» δεν έχει εσωτερική λογική συνοχή και δεν μπορεί να ελεγχθεί από γεγονότα.

Η ανοσία του προλεταριάτου

Από την λεγόμενη κριτική στον οικονομισμό, είναι πολύ εύκολο το πέρασμα στην ξεκάθαρη δήλωση ότι η φασιστική πανούκλα προσβάλλει όλες τις τάξεις των ανθρώπων και το προλεταριάτο φυσικά, που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ανοσία. Αυτή η δήλωση είναι πολύ κοντά και με την άποψη ότι οι ψηφοφόροι των φασιστικών κομμάτων είναι όλοι τους φασίστες.

Ποια είναι όμως η λογική συνεπαγωγή αυτών των παρατηρήσεων; Ότι το προλεταριάτο και οι υπόλοιπες υποτελείς τάξεις είναι υπεύθυνες για την φασιστική πανούκλα ή ότι τα φασιστικά κινήματα και κόμματα δεν έχουν συγκεκριμένο ταξικό χαρακτήρα; Αυτά τα ερωτήματα είναι που μένουν αναπάντητα από όλους αυτούς που αρέσκονται σε καθαρές περιγραφές (με σαφείς αντεργατικούς υπαινιγμούς) αλλά δεν τολμούν να φτάσουν σε ανάλογα καθαρά συμπεράσματα.

Για να πάμε κατευθείαν στην ουσία του ζητήματος: ένας μίνιμουμ και λειτουργικός ορισμός των φασιστικών κομμάτων και κινημάτων πρέπει να περιέχει την περίοδο της ανόδου τους και το ρόλο που παίζουν σ’ αυτή, τον χαρακτήρα του πρόγραμμα τους, την ηγεσία τους και την σπονδυλική στήλη της κοινωνικής τους βάσης που είναι ενεργή. Μ’ αυτή την έννοια, τα φασιστικά κόμματα ανθίζουν τις περιόδους των κρίσεων και συγκροτούν μαζικά κινήματα των μεσαίων στρωμάτων, όχι ενάντια στην κυρίαρχη τάξη που είναι η αιτία της μιζέριας και της κατάπτωσης τους, αλλά ενάντια στα αριστερά και εργατικά κινήματα και κόμματα. Γι’ αυτό τα περί πανούκλας, προλεταριάτου και ανοσίας δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στη γενική πολιτική συζήτηση.

Παρόλα αυτά το πρόβλημα με την μεγάλη εκλογική απήχηση των φασιστών στα λαϊκά και εργατικά στρώματα παραμένει. Είναι πια αδιαμφισβήτητο ότι η παρατεταμένη ανεργία, ο χαμηλός βαθμός συνδικαλιστικής οργάνωσης, ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός της παραδοσιακής Αριστεράς και η απουσία της από τα κινήματα βάσης αφήνουν ένα τεράστιο κενό. Σ’ αυτό το κενό εισβάλλουν οι φασίστες και προτείνουν την εύκολη λύση για τα κοινωνικά προβλήματα το κυνήγι των μεταναστών και έτσι εισπράττουν ένα μεγάλο ποσοστό της εργατικής διαμαρτυρίας. Αλλά γι’ αυτό δεν φταίνε οι απλοί άνθρωποι που δίνουν καθημερινό αγώνα επιβίωσης ενάντια στη φτώχεια και την ανεργία...

Ετικέτες