(Δεύτερο μέρος του αφιερώματος της Εργατικης Αριστεράς στην πρώτη έφοδο στον ουρανό)
(Το πρώτο μέρος εδώ: Το Παρίσι στα χέρια της Εθνοφρουράς)
Στις 28 Μαρτίου η Εθνοφρουρά παρέδωσε την διοίκηση της πόλης του Παρισιού στο Συμβούλιο της Κομμούνας με χιλιάδες εργάτες/τριες να πανηγυρίζουν στις πλατείες και τους δρόμους και την κόκκινη σημαία να ανεμίζει υψωμένη στα περισσότερα κτίρια.
Τα 90 μέλη του Συμβουλίου ήταν στην πλειοψηφία τους εργάτες και λίγοι μικροαστοί, επαναστάτες και προοδευτικοί δημοκρατικοί, γνωστοί κυρίως από την μέχρι τότε δράση τους στα σωματεία τους, στις λέσχες, στις γειτονιές τους. Ανάμεσα τους υπήρχαν και αλλοδαποί, η εκλογή των οποίων επικυρώθηκε επίσημα στις 30/3 γιατί η σημαία της Κομμούνας είναι η σημαία της παγκόσμιας Δημοκρατίας. Συγκροτούνται άμεσα δέκα επιτροπές, αντίστοιχες των προηγούμενων υπουργείων και αναλαμβάνουν την διακυβέρνηση του Παρισιού.
Τα διατάγματα
Στη σύντομη ζωή της η Κομμούνα δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας το σχέδιο της για τη ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Μέσα από τα διατάγματα και τα πεπραγμένα της όμως μας έδωσε μια ματιά ως προς το είδος της κοινωνίας που οραματιζόταν.
Στις 30/4 καταργείται η αστυνομία και ο τακτικός στρατός και αντικαθίστανται από την Εθνοφρουρά στην οποία συμμετέχουν όλοι οι ικανοί πολίτες. Παράλληλα, διαγράφονται τα χρέη των ενοικίων από την αρχή της πολιορκίας, απαγορεύονται οι εξώσεις και επιστρέφονται όλα τα είδη πρώτης ανάγκης που είχαν πουληθεί σε ενεχυροδανειστήρια. Όλα τα μέλη της Κομμούνας και οι δημοτικοί υπάλληλοι είναι πλέον αιρετοί, υπεύθυνοι και ανά πάσα στιγμή ανακλητοί και στις 1\4 αποφασίζεται πως ο μισθός δεν θα ξεπερνάει το μισθό του εργάτη (6000 φράγκα το χρόνο). Μια μέρα μετά, αποφασίζεται ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, καταργούνται όλες οι κρατικές επιχορηγήσεις για θρησκευτικούς σκοπούς και η εκκλησιαστική περιουσία αρχίζει να αξιοποιείται προς όφελος του λαού. Στις 6/4 καταργείται η θανατική ποινή και καίγεται πανηγυρικά η λαιμητόμος από τις εργάτριες στην πλατεία του 11ου διαμερίσματος. Στις 12/4 παίρνεται η απόφαση για την καταστροφή της στήλης της πλατείας Βαντόμ ως σύμβολο του πολέμου και του ιμπεριαλισμού και κατεδαφίζεται λίγες μέρες αργότερα. Στις 16/4 επαναλειτουργούν υπό τον έλεγχο εργατικών εταιριών και ενώσεων τα εργοστάσια, σχεδιάζεται η καταγραφή όλων των εργατικών χώρων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους και στις 20/4 καταργείται η νυχτερινή εργασία των αρτεργατών. Ταυτόχρονα, διαλύονται τα γραφεία εύρεσης εργασίας (αγαθοεργίας) που ελέγχονταν από την αστυνομία και η αρμοδιότητα τους περνάει στα δημοτικά συμβούλια των είκοσι διαμερισμάτων του Παρισιού.
Αξίζει να αναφερθούμε πιο αναλυτικά σε κάποια από τα παραπάνω. Μια από τις πιο επιτακτικές ανάγκες της Κομμούνας ήταν η αγορά πολεμικών εξοπλισμών, για την άμυνα εναντίων του Πρωσικού στρατού και της κυβέρνησης των Βερσαλλιών . Τα προηγούμενα συμβόλαια όμως που θα εξασφάλιζαν γρήγορα τα απαραίτητα πολεμοφόδια προϋπέθεταν εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς. Μετά από παρέμβαση εργατικών σωματείων η Κομμούνα προχώρησε στη σύνταξη καινούργιων συμβολαίων με τους ίδιους τους εργάτες/τριες όπου συμφωνήθηκε η αύξηση του μισθού, η ανάθεση των εργασιών σε εργατικές εταιρίες (κάτι ανάμεσα σε συνεταιρισμούς εργατών και σωματεία) όπου ήταν δυνατόν, χωρίς να ερωτηθούν τα αφεντικά. Αντίστοιχα, στην περίπτωση των αρτεργατών που διεκδικούσαν την κατάργηση της νυχτερινής εργασίας τα δύο προηγούμενα χρόνια, έγιναν πολύωρες συζητήσεις όχι για το εάν ήταν σωστό μέτρο ή όχι (όλοι συμφωνούσαν πως ήταν άδικο και απάνθρωπο μια μερίδα των εργατών/τριων να είναι αναγκασμένη να ζει χωριστά από την υπόλοιπη κοινωνία) αλλά για το κατά πόσο ήταν στη δικαιοδοσία μιας κυβέρνησης να το νομοθετήσει. Πολλοί προυντονικοί πίστευαν πως μια τέτοια απόφαση έπρεπε να επιβληθεί από τους ίδιους τους αρτεργάτες στα αφεντικά χωρίς κρατική παρέμβαση ενώ Κομμουνάροι όπως ο Μαλόν και ο Φρανκέλ (που ήταν συνεργάτες του Μαρξ) επιχειρηματολογούσαν πως ήταν καθήκον ενός εργατικού κράτους να αποκαταστήσει τις προηγούμενες αδικίες και να λάβει μεροληπτικές αποφάσεις υπέρ των εργατών/τριων.
Ο διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος μπορεί να φαίνεται μετριοπαθές μέτρο στη σημερινή εποχή αλλά στην περικυκλωμένη από ελέω Θεού μοναρχίες Γαλλία του 19ου αιώνα ήταν όχι μόνο δημοκρατικό αλλά και βαθιά ταξικό ζήτημα. Ο κλήρος ήταν φιλομοναρχικός και η εκκλησία είχε και ασκούσε σημαντική πολιτική εξουσία και έλεγχε στην ουσία το σύνολο της εκπαίδευσης. Αυτά σε συνδυασμό με τον προκλητικό πλούτο και προνόμια που απολάμβαναν μέλη του κλήρου είχε απομακρύνει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού του Παρισιού από τη συμμετοχή στην επίσημη θρησκευτική λατρεία πολύ πριν τις 18 Μάρτη. Το αντίστοιχο διάταγμα εξέφρασε το διαχωρισμό που είχαν υλοποιήσει αυθόρμητα οι εργάτες/τριες. Οι εκκλησίες ανοίχτηκαν από το λαό για να στεγάσουν αστέγους, σχολεία, νοσοκομεία, λέσχες πολιτικών συζητήσεων και γενικά για να καλύψουν τις πάσης φύσεως ανάγκες κάθε Διαμερίσματος. Τα θρησκευτικά σύμβολα εκδιώχθηκαν από τις σχολικές τάξεις μαζί με τους μοναχούς και τους ιερωμένους και στην θέση τους προσλήφθηκαν κοσμικοί δάσκαλοι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες, με ίση αμοιβή για άντρες και γυναίκες. Η εκπαίδευση, απαλλαγμένη από τα μεσαιωνικά δεκανίκια της, αναδιοργανώθηκε με βάση τις αρχές της επιστήμης και του λόγου. Καθιερώθηκε ο καθολικός χαρακτήρας της για όλα τα παιδιά (δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην μόρφωση των κοριτσιών) και η πολύπλευρη καλλιέργεια του παιδιού έγινε το κέντρο της.
Στόχος της Κομμούνας δεν ήταν απλά ένα πιο δίκαιο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης. Ο ουμανισμός και ο διεθνισμός είναι ίσως πιο δυσδιάκριτα καθώς δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με την τυπική θέσπιση τους αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ζωή της Κομμούνας. Η εκλογή αλλοδαπών εκπροσώπων, Πρώσων, Ούγγρων, Αμερικάνων, Ρώσων, κλπ, στο Συμβούλιο της Κομμούνας, ήταν τεράστια και συνειδητή προσβολή προς το Γαλλικό μιλιταρισμό και σηματοδοτούσε ένα μαχητικό κάλεσμα προς την παγκόσμια εργατική τάξη. Η κατεδάφιση της στήλης της Βαντόμ, σύμβολο του Γαλλικού ιμπεριαλισμού, ήταν μια ψύχραιμη απόφαση που πάρθηκε ακριβώς για να δείξει τις ειρηνικές προθέσεις της εργατικής κυβέρνησης. Αντίστοιχο πνεύμα υπαγόρευσε και την κατάργηση της θανατικής ποινής όπως αποδεικνύεται και από το πόσο αναίμακτη υπήρξε αυτή η επανάσταση. Το διάταγμα για την σύλληψη και εκτέλεση των ομήρων δεν υλοποιήθηκε παρά μόνο μετά την εισβολή των Βερσαλλιών στο Παρίσι, όταν ο Θιέρσος σκότωνε μαζικά αγωνιστές/τριες.
Η αμφισβήτηση της θρησκευτικής εξουσίας και του πολιτικού στάτους κβο είχε ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. Η τέχνη και η επιστήμη απελευθερώθηκαν, και από προνόμιο των πλουσίων έγιναν δικαίωμα και κτήμα όλων. Έπαψε ο διαχωρισμός υψηλής και λαϊκής τέχνης, της πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας, η εργασία από τρόπος επιβίωσης έγινε εργαλείο χειραφέτησης, ελεύθερης έκφρασης και δικαίωμα όλων.
Ο ρόλος των γυναικών
Οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην Κομμούνα. Από την υπεράσπιση των κανονιών μέχρι τις μάχες στα οδοφράγματα, πρωταγωνίστησαν με μαζικούς όρους στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Οι εργάτριες του Παρισιού δεν δίστασαν ούτε στιγμή να αγκαλιάσουν την Κομμούνα και αξιοποίησαν τις δυνατότητες για να βελτιώσουν στην πράξη τη θέση τους. Γυναίκες όπως η Λουίζ Μισέλ, η Πόλι Μινκ, η Αντρέ Λεό και η Ελίζαμπεθ Ντμίτριεφ προπαγάνδιζαν την ισότητα των φύλων ήδη από την δεκαετία του 1860 θεωρώντας την απαραίτητη προϋπόθεση για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και συνεργάζονταν στενά με τα κινήματα της εποχής τους για αυτό τον σκοπό. Στην πολιορκία του Παρισιού μαζί με πολλές ανώνυμες εργάτριες βρήκαν τη φωνή τους στις Λέσχες, τη σημασία των οποίων αρχίσαμε να εξηγούμε σε προηγούμενο άρθρο. Μέσα στην Κομμούνα, η Ντμίτριεφ, συνεργάτης του Μαρξ, ξεκίνησε την Ένωση Γυναικών που σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή Εργασίας κινητοποίησε την πλειοψηφία των εργατριών και εφάρμοσε στην καθημερινότητα τα πιο προοδευτικά μέτρα, κοινωνικά και εργατικά . Οργάνωνε και συντόνιζε τις δράσεις των Διαμερισμάτων σχετικά με την σίτιση και στέγαση χιλιάδων εργατών/τριων, εξασφάλισε τη διατροφή, τον ρουχισμό και την φροντίδα των παιδιών, οργάνωσε την περίθαλψη των τραυματιών και των ασθενών. Πολύ παραπάνω, βοήθησε δεκάδες χιλιάδες γυναίκες να μπουν δυναμικά στην πολιτική συζήτηση και να γίνουν κύριες των ζωών τους. Πέρα από την ίση αμοιβή για ίση εργασία που κατακτήθηκε στους περισσότερους κλάδους, οι γυναίκες είδαν για πρώτη ίσως φορά την εργασία ως τρόπο χειραφέτησης και διεκδίκησαν ενεργά αυτό το δικαίωμα τους όπως και το δικαίωμα να πολεμήσουν για την Κομμούνα.
Ένα από τα πιο μισητά για τους αντιπάλους της μέτρα της Κομμούνας ήταν η χορήγηση σύνταξης χηρείας για τις συντρόφους των Εθνοφρουρών που είχαν πεθάνει στις μάχες, έγγαμες και άγαμες, όπως και επιδόματα για όλα τα παιδιά τους, νόμιμα ή μη. Οι Κομμουνάροι/ες δεν περιορίστηκαν όμως εκεί. Η πράξη του γάμου αντικαταστάθηκε από τις Ελεύθερες Ενώσεις που μπορούσαν να γίνουν με απλή δήλωση των δύο συντρόφων σε Διαμέρισμα όπου υπάγονταν και εξίσου εύκολη και απλή ήταν και η διαδικασία των διαζυγίων. Πολλές λέσχες (γυναικείες και μεικτές) έθεταν αιτήματα για παντελή κατάργηση του θεσμού του γάμου όπως και το δικαίωμα στην έκτρωση.
Πλύστρες, ράφτρες, μαγείρισσες, τεχνίτριες, καλλιτέχνες, δασκάλες, νοσοκόμες, οι εργάτριες στα εργοστάσια απολάμβαναν για πρώτη φορά τους καρπούς της δουλειά τους, είχαν λόγο στα πράγματα και εύλογα έγιναν από τις πιο μαχητικές οπαδούς της Κομμούνας. Αυτές οι γυναίκες καταλάβαιναν τη σημασία της εξάπλωσης της επανάστασης στην γαλλική επαρχία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ρίσκαραν τις ζωές τους σπάζοντας την πολιορκία για να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία του Παρισιού από τις γειτονικές επαρχίες και να μεταφέρουν το μήνυμα της Κομμούνας παντού. Ο ηρωισμός τους και η αυτοθυσία τους δεν εξασθένησαν ούτε κατά τη διάρκεια της Ματωμένης Εβδομάδας όπου πολέμησαν εξίσου αν όχι περισσότερο γενναία από τους άντρες γιατί γνώριζαν πλέον πόσα πολλά είχαν να χάσουν.
Εργαζόμενο σώμα, νομοθετικό και εκτελεστικό μαζί
Το πιο σημαντικό όμως κοινωνικό μέτρο της Κομμούνας, όπως είχε γράψει ο Μαρξ, ήταν η ίδια της ύπαρξη. Στους αριστερούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της εποχής δεν έλειπαν οι θεωρίες για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος όμως δεν μπορούσαν παρά να είναι αφηρημένες και υποθετικές ειδικά ως προς τη σχέση του επαναστατικού κινήματος με το κράτος.
Το ρεύμα του Προυντόν απέρριπτε κάθε απόπειρα συγκρότησης εργατικού κράτους προτείνοντας εναλλακτικά κάποιας μορφής ομοσπονδίας αυτόνομων κοινοτήτων (κομμούνων) παράλληλα και ανεξάρτητα με τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Αντίθετα, οι νεογιακωβίνοι πίστευαν πως έπρεπε να ενισχύσουν το δημοκρατικό μετασχηματισμό που είχε ήδη αρχίσει από την Γαλλική Επανάσταση, με τους εργάτες/τριες να στηρίζουν την τάξη των αστών απέναντι στο κοινό εχθρό των μοναρχικών. Τόσο οι Μπλανκιστές όσο και οι Μαρξιστές συμφωνούσαν πως η εργατική τάξη έπρεπε η ίδια να κατακτήσει την πολιτική εξουσία αυτόνομα, με τον Μπλανκί όμως να αμφισβητεί την ωριμότητα της τάξης για κάτι τέτοιο. Πίστευε πως μια μικρή μαχητική μειοψηφία εργατών και προοδευτικών μικροαστών έπρεπε να καταλάβουν το κράτος εκ μέρους της τάξης μέχρι αυτή να είναι έτοιμη. Ο Μαρξ από την άλλη πίστευε πως το σύνολο των εργατών/τριων έπρεπε να καταλάβουν την εξουσία, καταλάβαινε όμως πως ο αστικός κρατικός μηχανισμός δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει προς όφελός τους.
Στην Κομμούνα η ίδια η εργατική τάξη πήρε την εξουσία και βρήκε τις μορφές διακυβέρνησης που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της. Θα ήταν άτοπο όταν μιλάμε για την Κομμούνα να σκεφτόμαστε μόνο τις συνεδριάσεις και τα διατάγματα του Συμβουλίου και των Επιτροπών. Η Κομμούνα ήταν το εκλεγμένο σώμα που συζητούσε και συντόνιζε τις δράσεις από το Δημαρχείο (Hotel de Ville) αλλά δεν περιοριζόταν εκεί. Η Κομμούνα ήταν στα είκοσι Διαμερίσματα του Παρισιού που ανέλαβαν όλες τις διοικητικές λειτουργίες κάθε γειτονιάς. Η Κομμούνα ήταν οι Λέσχες και οι Εργατικές Ενώσεις που συναντιούνταν σχεδόν καθημερινά για να συζητούν και να αμφισβητούν τις αποφάσεις του Συμβουλίου, να ασκούν κριτική και να διατυπώνουν τα αιτήματα των εργατών/τριων και να υλοποιούν τις αποφάσεις που τους έβρισκαν σύμφωνους. Η Κομμούνα όμως ήταν κυρίως οι ίδιοι οι εργάτες/τριες που χωρίς την δική τους ενθουσιώδη ενασχόληση με τις πολιτικές εξελίξεις τίποτα από τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατόν.
Στην σύγχρονη κοινωνία είναι δύσκολο να φανταστούμε μια διακυβέρνηση χωρίς τις καθυστερήσεις και τις αγκυλώσεις ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού. Γι αυτό είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πως η Κομμούνα στην πολύ σύντομη ζωή της κατάφερε όχι μόνο να νομοθετήσει αλλά και να προχωρήσει άμεσα στην εφαρμογή των αποφάσεων της. Η εργατική τάξη διέλυσε τον προηγούμενο κρατικό μηχανισμό που ήταν διεφθαρμένος, βραδυκίνητος και ανεξάρτητος από την πραγματική κοινωνία και πήρε η ίδια την θέση του. Σημειώσαμε στην αρχή πως όλες οι διοικητικές λειτουργίες εκτελούνταν από εκλεγμένους εκπροσώπους των εργατών/τριων, που δεσμεύονταν με συγκεκριμένα καθήκοντα και ήταν υπόλογοι για τις πράξεις του και ανακλητοί. Η Κομμούνα εξασφάλισε πως αυτός ο μηχανισμός δε θα ξεχάσει τις ταξικές ρίζες του καταργώντας όλα τα προηγούμενα προνόμια των επίσημων πόστων αρχίζοντας από το μισθό που θα παρέμενε στα επίπεδα του εργατικού. Ακόμα και πιο αναγνωρισμένα μέλη του Συμβουλίου, οι ηγέτες της επανάστασης δεν ήταν υπεράνω κριτικής. Ο ίδιος λαός, στις λέσχες, στα σωματεία και στα διαμερίσματα, έλεγχε όλες τις συζητήσεις και τις αποφάσεις απαιτώντας οι εκπρόσωποι να παρευρίσκονται στις λαϊκές συνελεύσεις για να λογοδοτήσουν και να ακούσουν τα αιτήματα τους. Ο στρατός και οι ένοπλες δυνάμεις που σε άλλα καθεστώτα χρησιμοποιούνται για να καταστείλουν αυτές τις δημοκρατικές ελευθερίες δεν υπήρχαν πια. Τη θέση του είχε πάρει ο ένοπλος λαός, μέσω της Εθνοφρουράς, που όχι μόνο πολεμούσε για αυτές τις ελευθερίες αλλά είχε την ευθύνη για την ασφάλεια του πληθυσμού. Δεν υπήρχε ουσιαστικά εγκληματική δράση τις μέρες της Κομμούνας, δεν έγιναν φόνοι, ληστείες, επιθέσεις, βιασμοί γιατί όλοι ένιωθαν καθήκον τους να προστατέψουν τους συμπολίτες τους. Το σύνολο της κοινωνίας ανέλαβε το σύνολο των κρατικών υποθέσεων, αυτό που ο Μαρξ χαρακτήριζε με οξυδέρκεια ένα εργαζόμενο σώμα, νομοθετικό και εκτελεστικό μαζί, αποδεικνύοντας μια για πάντα πως η εργατική τάξη όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να αναλάβει την εξουσία για το καλό όλης της ανθρωπότητας.
Δυστυχώς δεν δόθηκε χρόνος στην Κομμούνα να φέρει εις πέρας αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο. Την ίδια ώρα που οι Κομμουνάροι/ες σχεδίαζαν αυτή τη νέα κοινωνία ήταν αναγκασμένοι να αμύνονται για τις ζωές τους απέναντι στην σκληρή αντεπίθεση των μονιασμένων πλέον Θιέρσου και Μπίσμαρκ.
Το ελπιδοφόρο μήνυμα της Κομμούνας είναι ακόμα δυνατό και ζωντανό. Είδε τη συνέχεια της σε όλους τους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες του επόμενου αιώνα και ζει ακόμα στις καρδιές όλων των αγωνιστών/τριων του κόσμου.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά