Κατά το τελευταίο διάστημα αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς στο να υπάρξουν απολύτως «καθαρές» λύσεις στην παρούσα κοινωνική και πολιτική κρίση.
Λύσεις οι οποίες ανταποκρίνονται σε «καθαρά» και άνευ αντιφάσεων ερμηνευτικά και πολιτικά σχήματα, που αποτυπώνουν μια καθαρή άλγεβρα των ταξικών και κοινωνικών σχέσεων έτσι ώστε τα στρατόπεδα να είναι απολύτως σαφή και να αποτελούν μια άμεση αντανάκλαση της βασικής αντίθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, της διαίρεσης και του ανταγωνισμού ανάμεσα σε κεφάλαιο και μισθωτή εργασία. Αυτό το εγχείρημα δεν είναι καινούριο, έχει ξαναεκδηλωθεί τόσο στην περίπτωση του κομμουνισμού της «Τρίτης Περιόδου» (1928-1934) όσο και στην περίπτωση της μαρξιστικής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας πριν από το 1914, με κύριο εκφραστή τον Καρλ Κάουτσκι («ορθόδοξος μαρξισμός»).
Όμως, όπως έχει υποστηριχθεί βάσιμα από σημαντικούς μαρξιστές (όπως ο Μάο), κάθε «αντικείμενο» κινείται και μετασχηματίζεται από την εσωτερική βασική του αντίθεση όχι όμως με τρόπο αφηρημένο αλλά σε συνδυασμό και με άλλες εξωτερικές αντιθέσεις, οι οποίες συχνά παίζουν το ρόλο του καταλύτη και ενεργοποιούν/αναδεικνύουν στην πληρότητά της τη βασική αντίθεση (Μάο Τσετούνγκ «Για τις αντιθέσεις»). Αυτό έχει αποδειχθεί περίτρανα από την ίδια την πραγματική επαναστατική διαδικασία σε σειρά από χώρες κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα. Η σοσιαλιστική επανάσταση και η οικοδόμηση του λαϊκού/ σοσιαλιστικού κοινωνικού στρατοπέδου πάντοτε εκδηλώθηκε μέσα από άμεσους στόχους, αιτήματα και συγκρούσεις που απέρρεαν μεν σε τελική ανάλυση από τη βασική αντίθεση αλλά ούτε αναφέρονταν αποκλειστικά ή και κύρια σε αυτήν ούτε απέκλειαν τη συγχώνευση και πολλών άλλων αντιθέσεων, μέσα από τις οποίες πολώνονταν κατά τρόπο αποτελεσματικό τα πράγματα και οι δυνάμεις σε βάρος της αστικής τάξης. Το «ψωμί και ειρήνη» και «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» στη Ρώσικη επανάσταση, τα δημοκρατικά και εθνικοαπελευθερωτικά ζητήματα στη Γιουγκοσλαβία, την Κίνα, το Βιετνάμ, την Ελλάδα του ΕΑΜ κ.ά.
Δεν είναι ορθή η παρατήρηση ότι αυτή η ενεργοποίηση της βασικής αντίθεσης μέσα από άλλες αντιθέσεις στην πολιτική ταξική πάλη συνεπάγεται αναγκαστικά στάδια ή απολύτως στεγανές προ-σοσιαλιστικές φάσεις της επαναστατικής διαδικασίας. Αντίθετα, και σύμφωνα με μια ορθή εκδοχή της θεωρίας της «διαρκούς επανάστασης», στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν τίθεται θέμα κανενός στεγανού/διακριτού σταδίου, αλλά μόνο της σοσιαλιστικής επανάστασης που θα επιλύσει και τα ανεπίλυτα εθνικά, αστικοδημοκρατικά και άμεσα κοινωνικά προβλήματα. Η έννοια των μεταβατικών στόχων και αιτημάτων συνδέεται και με την έννοια του μεταβατικού προγράμματος, την οποία οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στο 4ο Συνέδριο της Γ’ Διεθνούς και στον Τρότσκι. Επομένως, η διάκριση «σταδίων» και «μεταβατικών στόχων» δεν είναι απλώς ένας βυζαντινισμός.
Ο δογματισμός της ηγεσίας του ΚΚΕ
Μια πρώτη μορφή νεοδογματικού μαρξισμού είναι το σύστημα σκέψεων που υιοθετεί η πλειοψηφούσα άποψη στο ΚΚΕ (η ηγεσία του) όσον αφορά την κατάκτηση της εξουσίας από τη Λαϊκή Συμμαχία. Η κατάκτηση δεν εξειδικεύεται μέσα από ένα μεταβατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα με ενδιάμεσους στόχους και αιτήματα που να ξεκινούν από το σήμερα, που να οργανώνουν το λαϊκό μπλοκ και να αποδιαρθρώνουν την αστική εξουσία (όπως λ.χ. στην Ελλάδα του σήμερα η κατάργηση των μνημονίων, η έξοδος από το ευρώ και η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων). Η απουσία τέτοιων αιτημάτων συνοδεύεται και από μια στροφή στην ανάλυση του ΚΚΕ για την ελληνική κοινωνία και τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Ενώ ορθά η ηγεσία του ΚΚΕ απομακρύνεται από την κλασική θεωρία της «εξάρτησης» (που υιοθετούσε το ΚΚΕ από την 6η Ολομέλεια του 1934 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, θεωρώντας την αστική τάξη συλλήβδην ως κομπραδόρικη και την επένδυση του «ξένου κεφαλαίου» ως ληστρική), φτάνει στο άλλο άκρο και δεν δείχνει να κατανοεί καμία μορφή κυριαρχίας και ανισομετρίας μέσα στην αλυσίδα, καμία σχέση υποταγής και κυριαρχίας μέσα σε αυτήν (όπως η περίπτωση των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα, στα εμπορικά ισοζύγια, στην πραγματική πολιτική ισχύ κ.ά.). Έτσι, απομακρύνεται από την άρθρωση αντιιμπεριαλιστικών αιτημάτων (όπως η άμεση σύγκρουση με την Ευρωζώνη, η σύγκρουση με τον κρατισμό του «αστικού κράτους έκτακτης ανάγκης») και τα υποτιμά μεταθέτοντας τη λαϊκή εξουσία σε μια «αποκαλυπτική» και απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή. Επίσης, εμμέσως κατανοεί την Ελλάδα ως μια ιμπεριαλιστική χώρα και στη βάση αυτή θεωρεί ότι καμία φιλολαϊκή, δημοκρατική ή αντιιμπεριαλιστική κατάκτηση δεν μπορεί να προηγηθεί της λαϊκής/εργατικής εξουσίας. Ούτε έχει νόημα η συγκρότηση μιας μεταβατικής αριστερής κυβέρνησης στην πορεία προς την κατάκτηση της εξουσίας και την εγκαινίαση της σοσιαλιστικής μετάβασης.
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να εξηγήσει πώς θα φτιαχτεί το εργατικό/λαϊκό κοινωνικό μπλοκ, πώς τα μεσαία στρώματα, οι μικρομεσαίοι αγρότες και η διανόηση θα συνενωθούν με την εργατική τάξη και με ποιο πλαίσιο άμεσων στόχων και κατακτήσεων. Επειδή ο μαρξισμός της είναι δογματικός, θεωρεί ότι η ταξική τοποθέτηση των τάξεων είναι άμεσο και αναγκαστικό αποτέλεσμα του δομικού ταξικού τους προσδιορισμού. Όμως, η πραγματική ταξική πάλη είναι απείρως συνθετότερη και αντιφατικότερη από τα απλουστευτικά και μηχανιστικά αυτά σχήματα. Μην ερμηνεύοντάς την, το ΚΚΕ αυτοκαταδικάζεται στην πολιτική αδράνεια και στην υποβάθμιση του ρόλου του μέσα στο εργατικό κίνημα.
Ο δογματισμός τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, με τα αποτελέσματα της ανάλυσης και της πρακτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ εμφανίζεται να συγκλίνει -από ριζικά άλλες θέσεις- και ένα σημαντικό (πλειοψηφικό) τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του. Ιδίως μάλιστα, αυτή η κρίση αναφέρεται στην «από τα αριστερά» δικαιολόγηση σημαντικών όψεων της σημερινής γραμμής μας. Κατά την άποψη αυτήν (όπως τεκμηριώνεται και από σ. του κύκλου των «Θέσεων»), δεν μπορεί να τεθεί ουσιαστικά κανένα ζήτημα διακριτό της εσωτερικής σύγκρουσης κεφαλαίου και εργασίας στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλη χώρα στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Η ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης αλλά και της εκδήλωσης των αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής κρίσης μέσα στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη (π.χ. παρά την έντονη εκμετάλλευση των Γερμανών εργαζομένων, οι επιπτώσεις της κρίσης στο γερμανικό σχηματισμό αντανακλώνται με ηπιότερο τρόπο), παρά τις σημαντικές διαφορές που συνεπάγονται, δεν αξιολογούνται ως παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ταξική πάλη σε κάθε χώρα. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της σε κάθε χώρα συγκρούονται, κατά την άποψη αυτή, βασικά με το εθνικό τους κεφάλαιο και συμμαχώντας μεταξύ τους προωθούν το μετασχηματισμό/ αλλαγή/ ανατροπή (τι από όλα;;;) της σημερινής δομής της Ευρωζώνης έναντι του συνασπισμού των αστικών τάξεων. Μάλιστα, ο χρόνος της σύγκρουσης των εργατικών τάξεων με την Ευρωζώνη επιχειρείται να αναχθεί σε μια σχετική συγχρονία, ώστε να μην απομονωθεί καμία από αυτές από τις άλλες. Έτσι, μεταβατικά αιτήματα και στόχοι σύγκρουσης/ρήξης ενός κράτους με αριστερή κυβέρνηση με την Ευρωζώνη κατανοούνται από αυτό το ρεύμα ως αναγκαία εθνικοαπομονωτικοί ή και εθνικιστικοί. Πέραν του ότι το ρεύμα αυτό κατανοεί ούτως ή άλλως κάθε αναφορά στο «εθνικό κράτος» και την «πατρίδα» ως σαφώς εθνικιστική, σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι καταλήγει να αρνείται σχεδόν αναγκαστικά αντικαπιταλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά μεταβατικά αιτήματα (όπως η ρήξη με το ευρώ) και κατανοεί την εργατική κατάκτηση της εξουσίας -και μάλιστα εντός της Ευρωζώνης- με απόλυτα φορμαλιστικό και αντιδιαλεκτικό τρόπο. Ο φορμαλιστικός αυτός μαρξισμός αδυνατεί να κατανοήσει όχι μόνο το γεγονός ότι κάθε εργατική τάξη θα πραγματοποιήσει τη ρήξη με την αστική τάξη και το ιμπεριαλιστικό πλέγμα με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους αλλά και δεν βλέπει τις πραγματικές δυνατότητες εργατικού διεθνισμού προς μια χώρα που συγκρούεται με την Ευρωζώνη υπό αριστερή ηγεμονία από τις άλλες εργατικές τάξεις της Ευρώπης. Αν αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι ισχυρό -και εμείς πιστεύουμε ότι είναι- γιατί θα ήταν ισχυρότερο το ενδεχόμενο μιας ταυτόχρονης και απολύτως συντονισμένης δράσης της εργασίας κατά της Ευρωζώνης σε ευρωπαϊκή κλίμακα;
Oφορμαλιστικός και δογματικός μαρξισμός δεν βλέπει καθόλου άλλες αντιθέσεις που θα συγχωνευθούν με τη βασική σε μια ενότητα ρήξης, όπως α) η αντίθεση ιμπεριαλισμού-κυριαρχίας- «εθνικής ταπείνωσης» και η σχέση του συναισθήματος «εθνικής ταπείνωσης» με τη βαριά ταξική εκμετάλλευση (βλ. και δημοσκοπήσεις για το ευρώ), β) η αντίθεση δημοκρατία-κράτος έκτακτης ανάγκης, γ) η αντίθεση μεταξύ νεοφασισμού και δημοκρατικού πολιτικού φάσματος. Και στις τρεις αυτές αντιθέσεις μπορεί να ηγεμονεύσει η Αριστερά, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι θα παρέμβει σε αυτές και δεν θα αφήσει το χώρο τους ανεκμετάλλευτο και βορά σε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Διαφορετικά, θα καταλήγαμε στο άτοπο να μπορεί να στηριχθεί όχι μόνο η αριστερή κυβέρνηση, αλλά και μια λαϊκή ταξική εξουσία πάνω στο έδαφος –όσο ακόμη δεν έχουν ανατρέψει οι εργατικές τάξεις σε όλη την Ευρώπη την ισχύουσα ΟΝΕ- της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Τέλος, ο φορμαλιστικός μαρξισμός της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να έχει απτά και πραγματικά αποτελέσματα στην ελληνική εργατική τάξη και να την οργανώσει αποτελεσματικά κατά του κεφαλαίου. Αυτό συνδέεται, βεβαίως, και με το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χαλαρότερους οργανωτικούς δεσμούς με το οργανωμένο εργατικό κίνημα από εκείνους που τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα είχε το ΚΚΕ. Δεν είναι, όμως, αυτός ο βασικός λόγος. Ο βασικός λόγος είναι το γεγονός ότι στην πραγματική κοινωνική κατάσταση δεν μπορείς να κερδίσεις την εργατική τάξη σε ένα ανατρεπτικό σχέδιο, αν την αντιμετωπίσεις αποκλειστικά ως το θύμα της οικονομικής ταξικής εκμετάλλευσης. Αν δεν συνδέσεις δηλαδή την ογκούμενη οικονομική ταξική εκμετάλλευση με την εμπειρία της αντιδραστικής πια πολιτικής καταπίεσης από το ελληνικό κράτος αλλά και την ηγεσία της Ευρωζώνης, με την εμπειρία της φασιστικής βίας, με την εμπειρία της «ταπείνωσης του εθνικού συναισθήματος» που προκαλεί η τρόικα και η ηγεσία της Ε.Ε. αντιμετωπίζοντας την Ελλάδα ως μη κυρίαρχο κράτος, με την εμπειρία της πολιτιστικής αλλοτρίωσης. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο φορμαλιστικός μαρξισμός στον ΣΥΡΙΖΑ σπανίως εξειδικεύεται σε ένα πραγματικό ταξικό ανατρεπτικό πρόγραμμα αλλά, αντιθέτως, παρεκκλίνει συχνά προς την κατεύθυνση του μετανεωτερικού κινηματισμού, μιλώντας πολύ περισσότερο στην πράξη για την «ετερότητα» και πολύ λιγότερο για την «ταξική ταυτότητα» - σε αυτό δε διαφέρει από τον παλαιότερο δογματικό μαρξισμό, σταλινικό ή ακροαριστερό. Αυτό είναι άμεσο αποτέλεσμα μιας εργαστηριακής και απολύτως εννοιοκρατικής προσέγγισης της εργατικής τάξης, μακριά από τα πραγματικά ταξικά βιώματα και εμπειρίες, μιας προσέγγισης που προσιδιάζει περισσότερο σε ακαδημαϊκούς κύκλους και στις εννοιολογικές κατηγορίες του μεταδομισμού.
Όπως ο σταλινικός φορμαλιστικός μαρξισμός καταλήγει στην πρακτική απραξία, τον κομματικό στρατοπεδισμό και την αδυναμία μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών στην Ελλάδα και την Ευρώπη, έτσι και ο φορμαλιστικός μαρξισμός εντός του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε μια παθητική στάση που απωθεί τις συγκεκριμένες ρήξεις με το ελληνικό κεφάλαιο και τους διεθνείς ιμπεριαλιστές υποστηρικτές του και «αφηγείται» τον αναγκαστικό προοδευτικό μετασχηματισμό της Ευρωζώνης καλλιεργώντας τις σχετικές αυταπάτες. Όπως ακριβώς ο Κάουτσκι πριν από το 1914 με το φορμαλιστικό μαρξισμό του υποστήριζε στην πράξη τον υπαρκτό ρεφορμισμό της ηγεσίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας, έτσι και ο σύγχρονος φορμαλιστικός μαρξισμός στον ΣΥΡΙΖΑ παροπλίζει και ακυρώνει -παρά το ταξικό του ύφος- δυνάμεις και δυνατότητες που μπορούν να ενταχθούν σε ένα πραγματικό ανατρεπτικό σχέδιο και ευνοεί «συντηρητικές» παρεκκλίσεις από τις πολιτικές μας δεσμεύσεις.